© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2009

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΕΛΑΦΙΟΥ (διήγημα)

Ένα κατακόκκινο φεγγάρι και μια νεφέλη από όπου έρρεαν γκριζόασπρες νιφάδες και μαύρα μικρά ενοχλητικά σωματίδια, δέσποζαν στο νυχτερινό ουρανό. Ο Γιάννης ο δάσκαλος έκανε να τινάζει τους απρόσμενους νυχτερινούς επισκέπτες απ’ το κάτασπρο πουκάμισό του.

«Κοίτα πώς έγινα», μονολόγησε και άρχισε να ανησυχεί για το φαινόμενο. Έψαξε με το μάτι του για κάποια καμινάδα και απογοητευμένος ξανακοίταξε το νυχτερινό ουρανό.

«Το έκανε», είπε και άρχισε να τρέχει παράφορα προς το λόφο του Προφήτη Ηλία. Έπιασε με τα χέρια του το σκοινί και με απόγνωση τράβηξε προς τα κάτω. Η μεγάλη καμπάνα λάλησε γι' αυτόν την κραυγή της βοήθειας. Όλος ο τόπος σείστηκε από το άγγελμα.

«Φωτιά! Φωτιά!», ακούστηκε σε όλη την πόλη που πεταγόταν από το νυχτερινό λήθαργο. Σε λίγο οι πόρτες άνοιγαν και αναμαλλιασμένες φιγούρες μαζεύονταν στην πλατεία. Σαν κύμα που έρχεται και πάει, ο κόσμος αναζητούσε τη ρότα του σε αυτήν την παράλογη κίνηση. Κανείς δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Φωνές γερόντων και κλάματα παιδιών. Μόνοι στο πλήθος και από παντού η γεύση της πίκρας που απομένει στο ανέλπιδο αίσθημα της αδυναμίας. Και τώρα τι; Χωρίς απάντηση πίσω - μπροστά και όλοι να νοιάζονται για το χρόνο που έρχεται χωρίς να μπορούν να τον τρέξουν με χαμόγελα και χαρές. Ο θάνατος που κάνει τη βόλτα του. Λίγο μακριά, πάνω από την κορυφογραμμή, φαινόταν μόνο το θάμπος του. Σαν παράξενη ανατολή και πρόωρη. Δίχως δροσιά και τιτιβίσματα, δίχως τον ήσυχο κρότο από παραθυρόφυλλα που ξετυλίγουν μυστικά και έρωτες που χάνονται στο πρώτο φως. Η πόλη ξυπνούσε στο σκηνικό του τρόμου και καθένας αποζητούσε τον δίπλα του με αγωνία αν είναι εκεί ή πάρθηκε από το δρεπανηφόρο, που βιαστικά έκανε την τρομακτική του παρουσία στο βάθος της εικόνας. Μια πύρινη λάμψη σαν επέλαση βαρβάρων στα σύνορα του ήσυχου χρόνου. Ήταν εκεί. Ο κοιμώμενος δράκος με τη γλώσσα του καταβρόχθιζε κόπους και κάματους. Και όλο ερχόταν προς τα κάτω.

«Σιμώνει», φώναξε ο Γρηγόρης και έπιασε το χέρι της Ελένης που κοίταζε με αγωνία το ερχόμενο.

«Να σώσουμε ότι μπορούμε», ακούστηκε μια φωνή και όλοι έκαναν βήμα μπροστά.

«Πίσω!». Ο δήμαρχος με μάτια κόκκινα από την ξαφνική ευθύνη σταμάτησε το πλήθος που έψαχνε τον τρόπο να ξυπνήσει από τον εφιάλτη. Όλα πάγωσαν. Μικροί μεγάλοι περίμεναν την επόμενη λέξη.

«Πίσω!». Και η βραχνή φωνή του παλιού πυροσβεστικού ακούστηκε να ανηφορίζει στην κόντρα. Σε λίγο ή πολύ, ανάλογα με το πώς το άγχος μας μετράει αποστάσεις, τρεις πάνοπλοι άντρες καταμεσής της ομήγυρης δήλωναν πως όλα είναι υπό έλεγχο. Το είχαμε ανάγκη. Τα καφενεία άνοιξαν και η τρελή δουλειά θύμιζε ημέρες πανηγύρεως. Όλοι καθήμενοι μα όλοι ανήσυχοι προσπαθούσαν να χωνέψουν τη διαβεβαίωση. Δηλαδή η κατάσβεση είχε αρχίσει. Το τέρας ποτέ δε θα ζύγωνε επικίνδυνα στην πόλη μας. Εκεί έξω, πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα, δινόταν μάχη και ήδη την έχανε. Να, κείνες οι φλόγες σημαίνουν το κύκνειο άσμα του και μείς μπορούμε να κάνουμε πως τίποτα δε μας απειλεί. Αύριο κιόλας θα άρχιζε το έργο της αναδάσωσης και σύντομα όλα θα ήταν όπως και πριν. Και ίσως καλύτερα, αφού θα είχαμε ολόκληρη έκταση να εκφράσουμε την αγάπη μας για το βουνό.

«Αριές και οξιές, πλατάνια και καθόλου πεύκα. Είναι σκέτα σπιρτόξυλα», είπε ο Περικλής ο Δασάρχης, που είχε μόλις αφιχθεί. «Αυτά είναι τα λάθη μας. Άκου πεύκα!», συνέχισε. «Ευτυχώς, γλιτώσαμε. Θα δείτε τι όμορφα θα είναι».

Κάποιος τον κοίταξε με φόβο. Μια τη φωτιά, μια τον δασάρχη, κάτι δεν πήγαινε καλά στον τόπο.

«Γυρίστε κατά τη θάλασσα», είπε ο Δήμαρχος και όλες οι καρέκλες στράφηκαν στη δύση. Μα δεν αρκούσε καθόλου. Ακόμη και ο δρόμος του φεγγαριού ήτανε κόκκινος και όλα μαρτυρούσαν πως κάτι δεν ήταν όπως πριν.

«Πλάνη!», ψιθύρισε ο πρώτος πολίτης της πόλης. «Πλάνη και ψέμα. Τίποτα δεν καίγεται στις μέρες μας. Όλα έχουν μελετηθεί άριστα. Δρόμοι για πυρασφάλεια, σκοπιές στα επικίνδυνα μέρη. Στέρνες με νερό σε διάφορα σημεία. Σχέδια επί χάρτου, αντιπυρικές ζώνες, απαγόρευση της γεωργικής χρήσης, αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου για αποτροπή των καταπατήσεων, περιφερειακοί δακτύλιοι, προσδιορισμοί του εθνικού δρυμού. Ξέχασα τίποτα;» φώναξε. Κανείς δεν είχε κάτι να πει.

Πριν κάμποσα χρόνια είχαν ξανανταμώσει με τον ίδιο εφιάλτη. Οι ίδιοι άνθρωποι, στην ίδια πλατεία, μια ίδια νύχτα αποφάσισαν τότε να μην ξανασυμβεί. Πράγματι για αρκετό διάστημα τα καλοκαίρια ήταν απαλλαγμένα από τους εμπρησμούς και τις καταπατήσεις. Το εθνικό σπορ παιζόταν σε άλλες πολιτείες και τούτη η μικρή επικράτεια ήταν όαση. Οι αναδασωτέες δασικές εκτάσεις παρέμειναν βεβαίως αναδασωτέες, αλλά η φύση - εκτός των περιοχών που αποτέλεσαν χορτολιβαδικές επιχειρήσεις για τον Κυριάκο το μεγαλοβοσκό και χρηματοδότη τής νυν δημοτικής αρχής - έκανε τη δουλειά της. Πρασίνισε ξανά και σύντομα θύμιζε το δάσος που είχε καεί. Κάτι και οι εκλογές και ο Κυριάκος, όσο και αν το ήθελε, δεν προχώρησε παραπέρα. Ευτυχώς τα μέρη που πλούτιζε ήταν αντίθετα με την πλαγιά που κατέληγε στο κάστρο και έτσι οι πλημμύρες που ακολούθησαν εκείνο το φθινόπωρο δεν είχαν στόχο τη μικρή πόλη. Το γεγονός έμεινε κακιά ανάμνηση και μόνο κάποιοι επιτήδειοι κατάφεραν να καρπωθούν τη συνέχεια. Έτσι παρά τις μεγαλόστομες ρήσεις και τις βαρύγδουπες αποφάσεις μόνο κάποιες εκατοντάδες στρέμματα έγιναν ιδιοκτησίες και όρθωσαν κτίρια στη θέση των δένδρων.

«Για το καλό της πόλης μας», είπαν οι ιθύνοντες.

«Ας είναι», απάντησαν οι έμποροι.

«Δε βαριέσαι», είπαν οι πολίτες. Και ο Παντελής ο μεγαλοεργολάβος της περιοχής έπιασε δουλειά. Κάθε βδομάδα στο τοπικό δικαστήριο εκδικαζόταν μια υπόθεση με το ίδιο περιεχόμενο αλλά με άλλους πρωταγωνιστές.

«Δικό μου!», έλεγε ο Τάκης, γνωστός απατεώνας της περιοχής.

«Δικό μου!», έλεγε η κυρά Μαρία, φτωχή χήρα και κατήγγειλε επίσημα στις αρχές. Μόνο που ξεχνούσε να πάει στο δικαστήριο τη μέρα που εκδικαζόταν η υπόθεσή της. Ο πρόεδρος κατοχύρωνε έτσι την έκταση στον κύριο Τάκη και αυτός το πουλούσε νόμιμα και με δικαστική απόφαση στον κυρ Παντελή.

Νά σου λοιπόν οι μεζονέτες με πισινούλα στη μέση του πουθενά. Και πάλι και ξανά. Όλοι ασφαλώς κάτι παίρνανε. Η κυρά Μαρία ψίχουλα, ο κύριος Τάκης περισσότερα, η εργατική τάξη δούλευε, οι έμποροι πουλούσαν, η πόλη αναπτυσσόταν, ο δήμαρχος εκλεγόταν, όλοι χαρούμενοι. Διακόσιες βιλίτσες επί τέσσερα στρέμματα συν κάτι για ακάλυπτους -βλέπετε ο επιχειρηματίας ήταν νοικοκύρης, του άρεσαν τα ωραία όπως έλεγε- σύνολο περίπου εννιακόσια στρέμματα έγιναν τόπος κατοικίας. Φυσικά για τους ξένους, αφού οι ντόπιοι χωρίς να το καταλάβουν παρέμειναν στις ίδιες συνθήκες και μάλιστα χωρίς τον καλοκαιρινό κατεβατό που έβρισκε πλέον εμπόδιο στη βραδινή του κατάβαση. Η νυχτερινή δρόσος αποτελούσε ανάμνηση που την περιέγραφαν με ανακούφιση οι παλιότεροι στις ημέρες του καύσωνα. Τέλος πάντων, πάει και αυτό. Αλλά ξανά; Κανείς δεν το πίστευε. Όλοι με γυρισμένες τις καρέκλες στη λαίλαπα συνέχιζαν καταμεσής της νύχτας τη ζωή τους. Κάποιοι αποφάσισαν να ανοίξουν τα μαγαζιά τους. Ιδιαίτερα τα χρωματοπωλεία και τα σιδηρικά. Μια αξίνα, ένα λάστιχο, ένα πριόνι, ακόμη και η δασοπροστασία εκείνη τη νύχτα θυμήθηκε τις ελλείψεις της. Όλοι οι χαρούμενοι δασοπυροσβέστες, εποχιακοί υπάλληλοι, παιδιά του τόπου ντύθηκαν τα καλά τους. Κόκκινη φορμούλα ασορτί με την επίκαιρη φύση, μπλουζάκι με τα διακριτικά του σπόνσορα: «Παντελής, εγγύηση και σιγουριά για το μέλλον σας», ζωνούλα παλαιά στρατιωτική για τη μέση, γαντάκια κίτρινα ως επί το πλείστον περασμένα στη ζώνη, παρατάχθηκαν εμπρός από το κεντρικό καφενείο. Σύντομα, μετά τη διαβεβαίωση ότι τίποτα δεν ανησυχεί, άνοιξαν καινούργια βανίλια και καμάρωναν το πέλαγο που σαφώς χανόταν στη νύχτα των συνειδήσεων. Εκείνο το βράδυ εξελίχτηκε σε ομαδική πανηγυρική αγρυπνία. Κάτι τα κεράκια στην Αγία Τριάδα, ο καντηλανάφτης πάντοτε σε ετοιμότητα, κάτι το πήγαινε έλα των κατοίκων, όλα έδειχναν μια πετυχημένη εκδήλωση, που ίσως θα μπορούσε να ενταχθεί στο πολιτιστικό καλοκαίρι.

«Τα όργανα!», φώναξε ο Παναγής, γνωστός ρεμπέτης.

Και νά σου τα όργανα, όλο πόνο τα τραγούδια, κάτι για ξενιτιά, κάτι για εγκατάλειψη, μεράκλωσε ο Δήμαρχος, παίρνει από το χέρι τον αντιδήμαρχο, τραβάνε και το διοικητή της Τροχαίας, να και οι πυροσβέστες και το καλαματιανό τρίζει την πλατεία και οι φλόγες τρίζουν κοντύτερα αλλά πιο ήσυχα από τη μουσική.

«Να καούν τα κάρβουνα!», φωνάζει ο κύριος Τάκης.

Ανοίγει την ψησταριά ο Θανάσης και ξεπουλάει σε χρόνο ντε τε.

«Έξω ντέρτια και καημοί», τραγουδάει ο πολύς κόσμος και ένας μερακλής σπάει το πρώτο πιάτο. Χαμός. Όλη η πλατεία μετατρέπεται σε λαϊκό προσκύνημα. Οι κόρες, καλοκαίρι ον, παρουσιάζουν τα κάλλη τους και λικνίζονται πάνω στα τραπέζια. Τα παιδιά χαίρονται, το κρασί ρέει άφθονο και ήδη κάποιοι άρχισαν να κουτουλάνε περίεργα.

«Ρε, τι θάλασσα είναι αυτή!». «Ρε, τι γιαλός, τι παραλία!». «Είμαστε ο τόπος των διακοπών!», έλεγαν όλοι και κοίταγαν αντίθετα με την πραγματικότητα, κατά πώς τους είχε επιβάλει ο Δήμαρχος και οι αρχές. Μόνο ο Γιάννης που έκρουσε την καμπάνα του Προφήτη Ηλία νωρίτερα κοιτούσε τη συμφορά και έστεκε αμίλητος. Ήταν και από τους ελάχιστους της διαρκούς αντιπολίτευσης στον τόπο αυτό. Αντιδραστικός από τη φύση του. Μα ήξερε πολλά. Ήξερε ακόμη και την αιτία, το λόγο και τη σκιά που χάθηκε στο βουνό πριν από λίγες ώρες. Ήξερε επομένως τα πάντα.

«Το έκανε», μονολογούσε και κανείς δεν τον άκουγε.

Αναστέναξε. Η μυρωδιά καμένης σάρκας λικνίστηκε στον αέρα με τα αποκαΐδια. Πάνε τα πλάσματα. Τα κόκκινα ελάφια. Οι μνήμες του χθες στο τοπίο που εξαφανίζεται σαν οθόνη που σβήνει σε παιδικό υπολογιστή. Θυμήθηκε το αρσενικό ελάφι με τα κέρατα σαν κλαδιά να πίνει πρώτο στο φως της αυγής. Ήξερε πως είχε χαθεί. Όπως έχουν χαθεί όλα. Ακόμα και ο φταίχτης. Όσο και να κοιτάζει στην πλατεία πουθενά ο Ηρακλής. Παράξενο παλικάρι. Γι’ αυτό και του μίλαγε, αλλά είχε κάτι απόψεις που ούτε τα μπάζα δεν ξεστομούν. Ρατσιστής, απόλυτος, χυδαίος, απαίδευτος, μισογύνης, οπαδός ακραίων ιδεολογιών. Ο Ηρακλής τα είχε μάθει όλα από τους γονείς του. Τον βόηθησε και η δημόσια παιδεία αφού όλοι οι δάσκαλοι της σειράς του ήταν απλά δημόσιοι υπάλληλοι. Τον βόηθησε και η εξουσία, αφού όλοι ανεξαιρέτως οι εκφραστές της τον εκμίσθωναν για πάσης φύσεως βρομοδουλειές. Έτσι έμαθε να ζει. Παράσιτο που κανείς δεν τόλμαγε να του αντιμιλήσει. Ήτανε βλέπετε και νταής. Έπινε και πολύ. Όπως απόψε. Εκεί στο λιμάνι κουτσόπινε και κουτσόπινε. Ο Γιάννης ήταν ο μόνος που του μίλησε.

«Θα πάρω πολύ κόσμο μαζί μου», τού είπε ο νταής.

«Τι λες Ηρακλή;» τού απάντησε ο Γιάννης.

«Θα σας πάρω όλους μαζί μου. Εσάς και τον ψεύτικο κόσμο σας». Σηκώθηκε τύφλα και γυρνώντας το τραπέζι γύρισε και χάθηκε στη νύχτα.

Μετά από μια ώρα μπήκαν οι φωτιές. Ήξερε κατά πώς έλεγαν κάθε μονοπάτι του βουνού - ο πατέρας του είχε πρόβατα, αλλά ήταν και μανιώδης κυνηγός. Κάθε χρόνο τραπέζωνε ελάφι στην ταβέρνα του Θεμιστοκλή τον Δήμαρχο, τον κύριο Τάκη, τον κυρ Παντελή και όλους τους κυρίους της πόλης, αν και τούτο απαγορευόταν ρητά. Κάποτε κάλεσε και το Γιάννη. Αλλά όταν αυτός με τρόπο που είχε αγάπη τον ορμήνεψε ότι το κρέας δεν μας λείπει, οι παρακείμενοι λεβέντες, επώνυμοι και μη, γέλασαν και συνέχισαν τη σαρκοφαγία τους με απόλυτη ευχαρίστηση. Χάθηκε έτσι κάθε δυνατότητα διαπαιδαγώγησης στον απαίδευτο. Τέτοιες στιγμές ο νταής γινόταν πρωτοπαλίκαρο της τοπικής κουλτούρας.

Για το Γιάννη, επομένως, ο φταίχτης του αποψινού ήταν γνωστός. Δεν επιθυμούσε όμως την κακοτυχία του. «Να είναι καλά το παιδί», έλεγε μέσα του.

Αλλοίμονο όμως. Αν και μάνα στις ύποπτες δουλειές του αυτή τη φορά τον πρόδωσε ο άνεμος. Αλλού τον είδε και αλλού του έσκασε στην πορεία. Βρέθηκε περιτριγυρισμένος από παντού. Πύρινες φλόγες έκαιγαν γύρω του. Έτρεξε στο μονοπάτι των ελαφιών. Από εκεί θα έβγαινε στο ρέμα. Κατηφόρισε με απόγνωση. Στη στροφή όμως μια σκιά τον σταμάτησε. Ήταν ο αρχηγός των ελαφιών. Ένα περήφανο κόκκινο ελάφι με κέρατα μακριά και πλεγμένα και με αίσθηση που μόνο τα ξεχωριστά πλάσματα κατέχουν. Τα κόκκινα μάτια του τον κοίταξαν επίμονα. Ο Ηρακλής διέκρινε πίσω του σάρκες καμένες. Ήταν το κοπάδι του. Μικρά μεγάλα ελάφια, πεσμένα καταγής, απέπνεαν μια αχλή άσπρη και εξαίρετα φωτεινή. Κάποια βογκούσαν σαν άνθρωποι. Κούνησε τα χέρια του για να τα μεριάσει από τον δρόμο του. Μα κείνος ο αρσενικός έμεινε ακίνητος. Πήρε μια πέτρα και τον χτύπησε στο σώμα. Πάλι τίποτα. Αγέρωχος κοιτούσε τον φταίχτη. Αγέρωχος κατέβασε το κεφάλι σε θέση μάχης. Αγέρωχα έμπηξε τα κοφτερά του κέρατα στο στέρνο του νταή. Κι εκείνος έγινε κόκκινος ή μάλλον γκριζόασπρη νιφάδα και με μικρά ενοχλητικά σωματίδια επιβιβάστηκε σε μια νεφέλη που με ένα κόκκινο φεγγάρι δέσποζαν στο νυχτερινό ουρανό.

Η πόλη λίγο πιο πέρα τραγουδούσε τη δική της αλήθεια με φωνές και εξάρσεις που συναντά κανείς μόνο στις εθνικές επετείους. Την επόμενη μέρα τέσσερα αεροπλάνα και ένα ελικόπτερο έκαναν την πυρόσβεση. Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό για το Νομάρχη. Τον καλωσόρισε ο κυρ Παντελής με χαμόγελα. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος βρέθηκε να κοιμάται στα τραπέζια και κάτω στην πλατεία. Μόνο όρθιο ένα μικρό ελάφι έτρεξε από φόβο προς τον Προφήτη Ηλία όπου ο Γιάννης συνέχιζε να τινάζει από πάνω του τους απρόσμενους νυχτερινούς επισκέπτες από το κάτασπρο πουκάμισό του.


-------------------------

* Το διήγημα προέρχεται απο την υπο έκδοσιν συλλογή του Δρ Δημήτρη Γ. Μαγριπλή, με τον γενικό τίτλο: "Κρυφές ενοχές" .

Related Posts with Thumbnails