© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2010

Το χρονικό πέντε αιώνων συνύπαρξης

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Στα παιδικά μου χρόνια, πηγαίνοντας συχνά στον από την μητέρα νόνο μου, που είχε εμπορικό στην αρχή της Πλατείας Ρούγας, κοντά στους Αγίους Σαράντες ή πιο σωστά στην ευλαβική, μετασεισμική ανάμνησή τους, εκεί που «εν εσχάτοις χρόνοις» βρισκόταν ο «Γερμανός» της κινητής μας τηλεφωνίας, εκτός από μια μεγάλη και αληθινή μπάντα, η οποία πάντα τραβούσε την προσοχή μου σε κάθε της μουσική έξοδο και κυρίως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, όπου έβγαινε να παιανίσει τα κάλαντα στην ακόμα αντιστεκόμενη και μη ισοπεδωμένη Ζάκυνθο, είχα γνωρίσει και τον Μόρδο, γείτονα και αυτόν και απαραίτητο στοιχείο της γειτονιάς. Μαζί με τον Κατσίγιαλο, με το κουρείο του και τις επισκευές των ομπρελών του, τον Πανάρετο, με το ζαχαροπλαστείο του και προ πάντων τις σοκολατίνες του, που τόσο μου άρεσαν, τον Ανέστη, με τα δικά του έτοιμα ενδύματα και τόσους άλλους, τους οποίους η αδύναμη μνήμη μου καταδικάζει με γενίκευση, αποτελούσε και αυτός ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κάποτε φημισμένης σκοντράδας των μαγικά πολυάριθμων Μαρτύρων της απαρχής της Άνοιξης, η οποία διαχώριζε την πόλη σε δύο μερίες, την «Μέσα» και την «Όξω» και συγχρόνως μια σημαντική σελίδα της ιστορίας της, αλλά και όλου του νησιού γενικότερα.

Τον επισκεπτόμουνα συχνά όταν το θέλημα που έκανα ήταν κάποιο γυαλί που έσπασε, ιδίως η λάστρα των παραθυριών, την οποία συνήθως κομμάτιαζα εγώ με την μπάλα, όταν το ροΐ έσταζε τόσο πολύ, που έπρεπε να αντικατασταθεί, σαν το ποτιστήρι για την διατήρηση των πολλών φυτών της ταράτσας είχε σαπίσει από την πολύχρονη χρήση ή αν το φανάρι, φωτιστικό ή για συντήρηση, έπρεπε να αντικατασταθεί. Γιατί ο Μόρδος ήταν Εβραίος και όπως όλοι οι ομόθρησκοί του ή πιο σωστά οι περισσότεροι, οι καθαρά Ζακύνθιοι, εξασκούσε το επάγγελμα του φαναρατζή, όπου αν δεν με ξεγελά με φαντασία η μνήμη μου, σαν γνήσιος επτανήσιος και προ πάντων Τζαντιώτης, το έλεγε και αυτός με την προσθήκη του ευφωνικού και ποιητικού αυτού «α», αποφεύγοντας την ανατολίτικη αφωνία των τριών συνεχόμενων συμφώνων, που για μένα δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα μπέρδεμα της γλώσσας μου.

Είχε το μαγαζί του στην αρχή των Τσαρουχαρέικων, εκεί που τέλειωναν οι κολώνες και κοντά σε ένα καπελάδικο και, αν θυμάμαι καλά, απέναντι από ένα παντοπωλείο, το οποίο στο παιδικό μυαλό μου πουλούσε μόνο «βαρελίσια» φέτα και αλλαντικά, ίσως επειδή αυτά μου άρεσαν περισσότερο από όλα τα άλλα είδη του και αυτά πάντα προτιμούσα και με αγάπη και μυαλό αγόραζα.

Ίσως σε κάποιο από τα άλμπουμ με φωτογραφίες της εποχής, όπου υπάρχουν ακόμα αισθηματικά και υλικά φορτωμένα στο σπίτι της Χώρας και αποθανατίζουν την αυθάδειά μου, μαζί με όλους αυτούς τους με «ξεφάντωση», κατά Γουζέλη, φίλους, να υπάρχει και αυτός, αντιστεκόμενος στην φθορά του χρόνου και να τονίζει την ταυτότητα ενός νησιού, πριν την πτώση του και την πολύκροτη ιστορία του, πριν την οριστική προσαρμογή του στην νεοελληνική, αυτοκτονιτική πραγματικότητα. Μπορεί να είναι κάποιος από την παρέα, που με πήρε μαζί στο τότε ξεχωριστό Καρναβάλι και πριν σταμάτησε στου Δάφνου να αποθανατίσει την στιγμή, λες και ήξερε τον ξεπεσμό σε σκυλάδικο. Μπορεί να στέκεται σε μια μεριά του δρόμου στην μαυρόασπρη, αλλά τόσο φωτεινή διαιώνιση του πολυπληθούς, τότε, πανηγυριού του Αγίου Λαζάρου, το απόγευμα της Λαμπρής, την εποχή που οι φινετσάτοι πατεράδες μας δεν καταλάβαιναν την Ανάσταση με μπουχό, λάσπες και τσίκνα, αλλά έστρωναν το πασχαλιάτικο τραπέζι με κρύσταλλα και πορσελάνες. Μπορεί τέλος να βρίσκεται στις πολυπρόσωπες απεικονίσεις και διασώσεις των χαρών της οικογένειας, μια και σαν γείτονας σίγουρα ήταν καλεσμένος και με ικανοποίηση τις είχε παρακολουθήσει.

Γιατί οι Εβραίοι της Ζακύνθου ήταν πάντα ένα αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας και του πολιτισμού της και τις περισσότερες φορές, εκτός από τις θλιβερές περιπτώσεις του θρησκευτικού φανατισμού, που οδήγησαν σε θλιβερά γεγονότα, σαν το ντροπιαστικό για όλους τους λεγόμενους χριστιανούς «μπούρδο των Εβραίων», έζησαν αρμονικά στον τόπο μας και είναι ένα κομμάτι χαρακτηριστικό της ιόνιας ιδιοσυγκρασίας μας.

Μπορεί να τους έκλεισε στο Γέτο η αμάθεια και η στενοκαρδία, αλλά χάρισαν στον μικρό Νικολό Φώσκολο την απαρχή της παγκόσμιας επαναστατικότητάς του και την θεμελίωση των στίχων του. Πετροβολήθηκαν από τον άμαθο φανατισμό, τον αγνοούντα την διδασκαλία του περιφερόμενου Εσταυρωμένου, αλλά ήταν οι μόνοι που διασώθηκαν από τον αιμοχαρή φασισμό και ένοιωσαν την αδελφοσύνη των γειτόνων και συμπατριωτών τους. Με λίγα λόγια ήταν και αυτοί ένα κομμάτι της τζαντιώτικης ανεξιθρησκίας, της φαινομενικά ερίζουσας και ουσιαστικά θαυματουργούσας, «εν αγάπη και ομονοία».

Όλα αυτά ήρθαν στο νου μου, μαζί με άλλα πολλά, όταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο του συμπατριώτη μου και συμπατριώτη μας Σαμουήλ Ερμ. Μόρδου: «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου, χρονικό πέντε αιώνων», το οποίο είχε την καλοσύνη να μου στείλει. Στις σελίδες του υπάρχει όλη η ιστορία των ζακυνθινών εκείνων, που ήταν στο θρήσκευμα Εβραίοι και περικλείονται όλα τα πάθη τους, τα βάσανά τους και οι καημοί τους, μαζί με την καθημερινότητά τους, η οποία στο βάθος ήταν κοινή με αυτήν των άλλων συγκατοίκων τους. Γιατί δεν είναι τυχαίο που και αυτοί έπαιξαν στις μπάντες μας, περπάτησαν στα καντούνια μας τις καθημερινές και τις σχόλες στην Πλατεία Ρούγα και την Στράτα Μαρίνα, που έπαιξαν «Ομιλίες» στις μεγάλες, εαρινές γιορτές τους και τέλος, που κατάντησαν και αυτοί σεισμόπληκτοι τον Αύγουστο του 1953, μια και η θεομηνία ισοπέδωσε την Συναγωγή τους, όπως και τις όμορες εκκλησίες μας.

Το βιβλίο αυτό του Σαμουήλ Μόρδου, ο οποίος είναι γιος του παραπάνω αναφερθέντος, δεν συμπληρώνει μόνο την τοπική βιβλιογραφία, αλλά και την πλουτίζει με ένα σημαντικό κεφάλαιο της τοπικής μας ιστορίας. Στις σελίδες του περικλείει μια πτυχή της ζακυνθνής ψυχής και μια γνήσια ανάσα της ύπαρξης της κάποτε επάξια λεγόμενης «Φλωρεντίας της Ανατολής». Δεν είναι μόνο το «χρονικό πέντε αιώνων», αλλά και το χρονικό μιας πορείας και μιας συνύπαρξης.

Μια Ζάκυνθος, που χάθηκε οριστικά, διασώζεται στις σελίδες του και στις πολύτιμες φωτογραφίες του «το τραγούδι της ζωής» ακούγεται και πάλι, παρότι συχνά μέσα σε ερείπια. Μας υπενθυμίζει και μας μαθαίνει πως τα τζάμια της εκκλησίας του πολιούχου μας, τοποθετήθηκαν, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, χωρίς καμιά αμοιβή, από τους Zακυνθινούς Εβραίους.

Είναι και αυτό η συνέχιση της γιαγιάς, που γυρίζοντας από τα ψώνια της κάνει τον σταυρό της ορθόδοξα μπρος από τον καθολικό Άγιο Μάρκο.

Ας το διαβάσουμε όλοι με ευλάβεια. Έχουμε πολλά να κερδίσουμε.
Related Posts with Thumbnails