Ήταν μεσημέρι όταν κηδεύτηκε. Τον ακολούθησαν λίγοι φίλοι, οι συνάδελφοι από την εταιρεία υδρεύσεως, διάφοροι άλλοι, γνωστοί και άνθρωποι από το κόμμα, που έλεγαν με στόμφο πόσα προσέφερε στην παράταξη και άλλα τέτοια έλεγαν και έδειχναν μια επιτηδευμένη μεγαλοψυχία, καθώς εκείνη που επιδεικνύεται όταν πια δεν υπάρχει κανείς και τίποτε να προσμένεις από μια φιλοφρόνηση, μήτε οφείλεις τίποτε ή κινδυνεύεις από εκείνον που τώρα αποχωρεί. Ήταν μεσημέρι όταν κηδεύτηκε, έκανε ζέστη και έβρεχε κάθε τόσο με ένα οργισμένο, με έναν τρόπο αναπάντεχο που έβρισκε πάντοτε απροετοίμαστους τους επισκέπτες, τις γυναίκες στα κτήματα, τους εμπόρους στις εισόδους της αγροτικής τραπέζης που αδημονούν για μια εγγυητική, για ένα δάνειο, για μια ρύθμιση στο χρέος.
Η γυναίκα πέρασε από τα μαγαζιά της αγοράς. Την έδειχναν και έλεγαν πως ετούτη είναι η γυναίκα του νεκρού και πως θα είναι δύσκολο να σταθεί στην καινούρια, την αγνώριστη ησυχία του σπιτιού. Εκείνη όμως πέρασε με βήμα περισσότερο νευρικό από ότι επέβαλε η συντριβή της και δεν νοιάστηκε για τις επισημάνσεις, για τα σχόλια των ζωντανών δεν νοιάστηκε. Μόνο όταν είδε τη θέση του άδεια, να καίγεται το μεσημέρι στο παλιό πρακτορείο των υπεραστικών λεωφορείων, έπαψε το βήμα της το τόσο αποφασιστικό και έβαλε το χέρι της εμπρός στο στόμα και έτσι δεν ακούστηκε η κραυγή, εκείνη που αφήνει κανείς όταν βρεθεί εμπρός σε ένα θέαμα αποτρόπαιο, όπως ένα έγκλημα στις μεγάλες αποθήκες του συσκευαστηρίου.
Μια τέτοια κίνηση έκανε και έφυγε πιο γρήγορα, πιο αποφασιστικά έφυγε και σιγά-σιγά εξαντλούνταν και ένα μέρος του κορμιού της δεν υπήρχε πια μες στο φουστάνι το μαύρο με τ’ άσπρα νερά, δεν υπήρχε και εμπρός από την κοινότητα έκανε να πετάξει σαν πουλί μα κρατήθηκε γιατί έπρεπε να βιαστεί να φτάσει στο αρχαίο σπίτι. Έστριψε στο αδιέξοδο, που δεν έχει διεύθυνση και πάντοτε υπήρχε η απαίτηση να επιστρατευθεί ένα σημάδι, ένα κτίριο άλλο σαν σήμανση για εκείνους τους επισκέπτες που έρχονταν από το νότο ή την πρωτεύουσα και κρατούνταν αμυνόμενοι εμπρός στου κόσμου τη φωτιά. Τέτοια ώρα μήτε τα σκυλιά δεν γυρνούν. Τέτοια ώρα οι τρελοί και τα παιδιά, γυρνούν στις εξοχές, φορούν το στέμμα του Ιακώβου, μιλούν για εκείνον τον ποιητή που κοιμάται μες στα στήθη τους, ξύνουν τις σκληρές πληγές από θειάφι που τρώνε το σώμα τους, τέτοια ώρα ακούγονται μόνο κραυγές και ψίθυροι από τις κάμαρες τις ερωτικές, τις βρώμικες φωλιές, τέτοιες ώρες λοιπόν ζωγραφίζονται εικόνες στον αέρα, οι καρποί που κυλούν από τα κλαριά και τα αμπέλια που γυρεύουν νερά και σκάνε και στην κοκκινιά δυο άνδρες κάνουν έρωτα σε έναν βράχο που τον λένε θρόνο, κάνουν έρωτα και λυπούνται και κλαίνε για τις γυναίκες και τα βρώμικα ρούχα τους.
Μπήκε στην αποθήκη με το μηχάνημα του λέβητα, με τα παλιά ποδήλατα, με το ιστίο για τις μετρήσεις των νερών, την άδεια δεξαμενή, έχουν πνιγεί τόσες νύχτες μες στα πετρέλαια, έχουν αρπάξει οι τοίχοι χρώμα από σάρκες, λιώσαν τα κεριά των περασμένων επιταφίων μας Στράτο. Έψαξε μες στις τσέπες της και έφεξε μες στο παλιό δωμάτιο με τη φτερωτή, με τη φτερωτή που τεμαχίζει τον ορίζοντα και τις μάντρες, αν την κοιτάξεις τη φτερωτή είναι το βλέμμα σου σαν να θρηνεί και έρχονται από παλιά τα αγαπημένα τοπία. Βρήκε τα παλιά σύνεργα, τώρα λιγόστευε στα αλήθεια λιγόστευε ολοένα και περισσότερο και ήταν το φουστάνι της σημαία άδεια σε ξέρες παρατημένες, όπως τότε που εγκατέλειπαν τα νησιά όταν στέρευε η ζάχαρη, όταν στέρευε. Έτσι δωρική, με τα μαλλιά της ξέπλεκα, με όλα τα πουλιά της καταιγίδας να πετούν τριγύρω, με τα ρούχα του πεπρωμένου, σκισμένα και όλα τα σύνεργα και τα μαλλιά ξέπλεκα, κατέβηκε στο λιμάνι, πέρασε τους άνδρες που πίνουν ούζο ως αργά, πέρασε τις θάλασσες που στερεύουν αιώνες τώρα και στάθηκε στην άκρη του κόσμου. Έριξε ψηλά μια σωστική φωτοβολίδα, έτσι για τις εντυπώσεις και έπειτα κάρφωσε το φουστάνι της με τα σύνεργα. Έτσι τέλειωσε εκείνη, μες σε φώτα, ανάμεσα σε παραπτώματα και παρανοήσεις τέλειωσε εκείνη.
Είπαν πως έφυγε με κάποιον, είπαν πάλι ότι συνηθίζεται στους τόπους τους επαρχιακούς και έπειτα περίμεναν δίχως να μιλούν τον επόμενο χειμώνα, τον επόμενο θάνατο. Και όλα τούτα κάτω από τη μεγάλη τέντα που έστησε εκείνη με τα σύνεργα του καλοκαιριού. Εκεί κάθονται οι λιμενικοί, οι γέροι που βρίζουν τη στεριά, όσοι γερνούν παραμένοντας όμορφοι, όσοι μοιάζουν άσχημοι και μόνοι, οι γυναίκες, οι άνδρες, οι ζητιάνοι, οι γιοι του βασιλιά. Κάτω από την τέντα του καλοκαιριού στέκουν και ένας-ένας, δίχως φωνές ή άσκοπα κλάματα, αφήνουν τις πλαστικές καρέκλες και πηδούν μες στο κενό. Ώσπου να τελειώσουν όλοι, να περάσουν σαν σκιάχτρα μέσα από τη λάμψη της αστραπής, ώσπου να τους ανακαλύψουν έπειτα από αιώνες, αναφωνώντας πως πρόκειται για οστά μεγάλων, νεολιθικών ζώων. Έτσι έκανε εκείνη και ήταν μεσημέρι Ιουλίου, καιρός θερισμού.
[Εικαστικό σχόλιο: Κλεοπάτρα Δίγκα]