© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 31 Μαΐου 2019

Νάνι Μπαλεστρίνι (+20.5.2019): FURIOSI (ενδεικτικό απόσπασμα από το έργο του)


Όταν φτάσαμε ολόκληρο το λιμάνι ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση κιγκλιδώματα αστυνομία καραμπινιέροι παντού κατεβαίνουμε μας ρίχνουν μερικές πέτρες προσποιούμαστε ότι τους κάνουμε ντου εκείνοι το βάζουν στα πόδια ύστερα μας ανεβάζουν στο πλοίο πηγαίνουμε στη γέφυρα κι από κει βλέπαμε ολόκληρο το Κάλιαρι από ψηλά φωτισμένο και βλέπαμε όλα τα δρομάκια που οδηγούσαν στην παραλία μέχρι κάτω στο λιμάνι γεμάτα από αυτές τις ομάδες οπαδών της Κάλιαρι που κατηφόριζαν που ξεκινούσαν κατά ομάδες με τις πέτρες ενάντια στους καραμπινιέρους ουρλιάζοντας οι καραμπινιέροι τους επιτίθονταν και κάθε τόσο έπιαναν κάποιον και του έριχναν το ξύλο της αρκούδας εμείς χαλαροί εκεί πάνω στο καράβι ύστερα το καράβι σαλπάρει ρίχνουμε μια κόκκινη φωτοβολίδα εκεί ψηλά στον ουρανό πάνω από το Κάλιαρι και ύστερα ξαφνικά από τη γέφυρα της πρύμνης αφήσαμε να ξετυλιχτεί το πανό τους που έγραφε I FURIOSI το ανοίξαμε γυρισμένο ανάποδα στην πλώρη του πλοίου και ενώ το πλοίο απομακρύνονταν σιγά σιγά από το λιμάνι υψώθηκε ένα μανιασμένο ουρλιαχτό αααα που υψώνονταν από ολόκληρο το Κάλιαρι και εμείς αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί «Δεν υπάρχουν πια δεν υπάρχουν πια οι Furiosi δεν υπάρχουν πια».

[Οι περιπέτειες μιας παρέας οπαδών της Μίλαν τη δεκαετία του 80 υπό το ιδιαίτερο γλωσσικό ύφος του Μπαλεστρίνι Νάνι]

Μετάφραση: Αχιλλέας Καλαμάρας 
Έτος Έκδοσης: 2012 
Έτος Β Έκδοσης: 2018

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Οδυσσέα Ελύτη: ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ [ποίηση]


Έτσι καθώς εστέκονταν      ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του

Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου     Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που, δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ -κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα

Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώπους      κι έβγανε απ' όλους Έναν      που του χαμογελούσε, τον Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε

Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα, έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια      Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει

Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν      Και μια νύχτα θυμάται      σ' ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη      μα δεν έστερξε να του σταθεί

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.


 II

Θεέ μου και τώρα τι      Που 'χε με χίλιους να παλέψει     χώρια με τη μοναξιά του      ποιος     αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει      τι

Που όλα του τα 'χαν πάρει      Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το τρικράνι του το μυτερό και το τοιχιό που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι

Και μια φούχτα λουίζα      που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα      να το φιλήσει      (πώς κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη θάλασσα...)

Μεσημέρι από νύχτα      Και μήτ' ένας πλάι του      Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως

Και αντίκρυ      σ' όλο των τειχών το μάκρος      μυρμηκιά οι χυμένες μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του

«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!»      φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό      σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη

Και αμέσως ένιωσε      ξεκινημένη από μακριά      η στερνή χλωμάδα να τον κυριεύει


 III

Τώρα      καθώς του ήλιου η φτερωτή, ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα      οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ' τα γεράνια

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες, έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια, που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι' άλλων καιρών      πιο μακρινών      το εικόνισμα

Κόρες παρθένες      φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο      τα κλωνάρια

Του 'φερναν      Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε      στη μεγάλη καταβόθρα, να καταποντίζονται      πλώρες μαύρων καραβιών      τ' αρχαία και καπνισμένα ξύλα      όθε      με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε

Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα      σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα      θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα

Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του      άσπαστη      κειτάμενος

Αυτός 
ο τελευταίος Έλληνας!


[Οδυσσέας Ελύτης, Θάνατος και ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, από τα Άπαντα του ποιητή: Ποίηση, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2002, σσ. 344-346]

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΟΙ ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΗΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΥΩΔΙΕΣ


Ναί, ἀπὸ παλιὰ ἔρχονται ὅλ᾿ αὐτά. Κι ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια καὶ μακραίνει ὁ ἦχος τους, τόσο καὶ πιὸ τρυφερὰ κι  εὐαίσθητα γίνονται ὅλα. Ἔτσι, ὅπως τὰ φύλλα τῶν παλιῶν βιβλίων, ποὺ μὲ τὰ χρόνια ὅλο καὶ πιὸ χλωμὰ γίνονται, ἀλλὰ καὶ περισσότερο εὔθραυστα. Γι’ αὐτὸ καὶ φυλλομετρώντας τα τὰ προσέχεις ὅλο καὶ πιὸ πολύ, γι᾿ αὐτὸ καὶ σιγὰ-σιγὰ γυρίζεις τὶς σελίδες τους, ἀπολαμβάνοντας, μαζὶ μὲ τὰ παλιὰ κείμενα ποὺ διαβαζεις, κι ἐκείνη τὴ μυρωδιὰ τοῦ παλιοῦ χαρτιοῦ, ἡ ποία κι ἀναδίνεται.

 Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὶς Γιορτές.  Ὅταν ἔρχονται,  πληγώνουν τὴν ψυχή, γιατὶ ξαναθυμίζουν καὶ προβάλλουν πρόσωπα καὶ συναντήσεις, ποὺ πέρασαν πιὰ στὸ χτὲς κι ἄφησαν πίσω τους τὴ σκιά τους, τὸ ἀχνὸ πέρασμά τους μὲ βέβαιη συγκίνηση καὶ εὐλάβεια. 

Κι ὕστερα εἶναι κι οἱ εὐωδιές. Κι αὐτὲς ἀπὸ κεῖ ἔρχονται, ἀπ᾿ τὸ χτές, πάντα ζωντανές, χλωρές, φωτεινές. Εὐωδιὲς ἀπὸ γαρύφαλλα μὲ μαντζουράνα, ἀπὸ τριαντάφυλλα καὶ κρίνους, ἀλλὰ κι ἀπὸ κεῖνα τὰ ξεροψημένα,  χρυσαφένια ἀμυγδαλωτά, σερβιρισμένα ἐπίτηδες γιὰ τὴ γιορτή μὲ ρακὶ καὶ νερό. Καὶ μαζὶ μὲ ὅλ᾿ αὐτά, κι ἐκεῖνα τὰ πάμφωτα, σχεδὸν θερινά, πρωϊνά, μὲ τὴν εὐωδιὰ τοῦ κομμένου χορταριοῦ, ποὺ ξηραίνεται ν᾿ ἀφήνει τὸ χνῶτο του νὰ πλημμμυρίσει τὸ χωριό. 

Τέλος,  ἦταν κι ἐκεῖνα τὰ ἀπόβραδα μὲ τὶς λιγοστὲς τὶς ἐπισκέψεις τῶν φίλων, τῶν γειτόνων, τῶν συγγενῶν στὸ σπίτι, ποὺ ἔλαμπε, χαμογελοῦσε...

Κάτι εἶχε νὰ εὐχηθεῖ ὁ καθένας τους. Κάτι δικό του κι ὅλοι μαζὶ νὰ λένε, 
-Ἄντε, καὶ τοῦ χρόνου...

Κάποτε, μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, χαμήλωσαν καὶ  τὰ φῶτα τῆς γιορτῆς, ἀναχώρησαν οἱ ἄνθρωποι, ξεράθηκαν τὰ ἄνθη καὶ τ᾿ ἀμυγδαλωτὰ τὰ χρυσαφένια δὲν ματάγιναν...

Μόνο στὴ Μνήμη καὶ στὴ  Νοσταλγία ἀπομένουν νὰ ὀρθώνονται τέτοιες μέρες. Μέρες Γιορτῆς.     

π. κ. ν. κ.

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Για το βιβλίο “Δημητρίου Γουζέλη. Ο Χάσης”. Διασκευή Κ. Πορφύρης. Επιμέλεια έκδοσης: Διον. Σέρρας, Επτανησιακά Φύλλα, Ζάκυνθος 2017


Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Περνάει γρήγορα ο καιρός αλλά το καλό σχόλιο στην καλή δουλειά ποτέ δεν περνάει. Ο Διονύσης Σέρρας προσθέτει στη βιβλιογραφία ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Πρόκειται για τη διασκευή του Χάση, έργο του Δημητρίου Γουζέλη, από τον Κ. Πορφύρη, για να βρει «το δρόμο της δημοσιότητας, ώστε να ενταχθεί σταθερά στο ρεπερτόριο των παραστάσεων …προς γνώση και τέρψη του ευρύτερου κοινού». Αυτά μεταξύ άλλων διαβάζουμε στα Επτανησιακά Φύλλα ΚΕ΄, 1-2- 2005 και με αυτά αρχίζει και ο Διονύσης Σέρρας τη δική του μελέτη.

Ο Χάσης, έργο του 1794, κατά τον επιφανή λόγιο και διακεκριμένο μελετητή Διονύση Σέρρα, είναι «γνωστός, αγαπητός και τυπολογικά, λίγο πολύ χαρακτηριστικός ή εμβληματικός για την τοπική και την ευρύτερη πορεία ή την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου, την Ηθογραφία, τη Σατιρογραφία κλπ. Δημιουργός του είναι ο Δημήτριος Γουζέλης, Ζακυνθινός, από αρχοντική γενιά, «ευπαίδευτος» λόγιος, ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, προοδευτικός και αγωνιστής, ο οποίος πολέμησε στην πολιορκία της Τρίπολης πλάι στον Υψηλάντη, ανέλαβε καθήκοντα στη Μεθώνη και στο Νιόκαστρο, έχαιρε εκτίμησης και από τον Υψηλάντη και από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και μοιάζει σαν να παρέδωσε την σκυτάλη στον μεταγενέστερο συμπατριώτη και ομότεχνό του Κ. Πορφύρη, κατά κόσμον Πορφύρη Κονίδη, από το χωριό Σκουλικάδο Ζακύνθου. Ο έπαινος για τον ευμαθή –Νομικό- ερευνητή, μελετητή, κριτικό και μεταφραστή και διασκευαστή είναι μέγας.

Ο Πορφύρης είχε γνώση του παραδοσιακού λαϊκού θεάτρου, τις γνωστές Ομιλίες, και, ως εκ τούτου, ήταν φυσικό να ασχοληθεί και με τον «πρωτοποριακό» και σχεδόν παροιμιώδη» Χάση, τον οποίο διασκεύασε για να τον κάνει προσιτότερο στον σύγχρονό του θεατή. Σημαντικότατος μελετητής, ανάμεσα σε άλλους, άνθρωπος με φιλελεύθερη παιδεία, προοδευτικών αντιλήψεων και ιδιαίτερης ευαισθησίας περί τα πολιτιστικά, ο Πορφύρης ασχολήθηκε με επιφανείς προσωπικότητες των γραμμάτων μας, όπως είναι ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο Λασκαράτος, η Ελισάβετ Μπυτζάν – Μαρτινέγκου και, φυσικά, ο Γουζέλης με τον Χάση του.

Έτσι από τον Γουζέλη στον Πορφύρη, από τον Πορφύρη στο Συνοδινό και από τον Συνοδικό στον Σέρρα, έφτασε ο Χάσης , στη νέα του εκδοχή, και στα δικά μας χέρια. Ο Σέρρας, με μεγάλη φροντίδα, γνώση, αγάπη και σεβασμό, μας παραδίδει το κείμενο του Πορφύρη. Η ενημερωτική του εισαγωγή–Αντί προλόγου- το κατατοπιστικό Επίμετρο του Ζήσιμου Χ. Συνοδινού μας κατατοπίζουν πάνω στις ενέργειες του διασκευαστή.

Στις λεπτομέρειες τώρα. Ο Χάσης δεν είναι, βέβαια, ο Ζακυνθινός αλλά ένας Ζακυνθινός, όπως και στις κωμωδίες του Αριστοφάνη κάθε Αθηναίος δεν είναι Δικαιόπολις ή Τρυγαίος ούτε κάθε Αθηναία είναι Λυσιστράτη ή Πραξαγόρα. Ωστόσο, ας μην το ξεχνάμε, ότι ο ρόλος της κωμωδίας έχει στόχο να διογκώσει τα ελαττώματα των ανθρώπων για να αγγίξουν το κοινό, όπως και της τραγωδίας οι ήρωες αίρονται στο ύψος των περιστάσεων, πέρα από τον μέσο καθημερινό άνθρωπο.

Ο Συνοδινός θα μας δώσει όλο το ιστορικό του λαϊκού ζακυνθινού θεάτρου, είδος που γεννήθηκε τον 17ο αιώνα, στα Ιόνια νησιά, με επιδράσεις και από το κρητικό και το ιταλικό θέατρο. Το είδος αυτού του θεάτρου παιζόταν στους δρόμους και στις πλατείες, κυρίως, την εποχή του καρναβαλιού, με σκοπούς ψυχαγωγικούς αλλά και πολιτιστικούς.

Για την ιστορία, η στροφή προς τη μελέτη του λαϊκού θεάτρου έγινε με αφορμή τον εορτασμό των εκατό χρόνων από την Ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα, 1964-65. Μεταξύ των επιφανών που ασχολήθηκαν με τον λαϊκό πολιτισμό ήταν και ο Πορφύρης.

Ο Χάσης γράφτηκε στην ιδιωματική ντοπιολαλιά με πολλούς ιταλοβενετσιανισμούς, το 1790-1795 «διά ξεφάντωσιν των φίλων» σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Αναφέρεται σε ιστορικά προδιαγεγραμμένους χαρακτήρες, εμπεριέχει ηθογραφικά στοιχεία και ασκεί κριτική σε κοινωνικές καταστάσεις και θεσμούς στο νησί. Επομένως, στο έργο θα βρούμε επεισόδια της καθημερινής ζωής, στα οποία πρωταγωνιστούν ποπολάροι και αστοί, με κεντρική φιγούρα το υπαρκτό πρόσωπο τον Θοδωρή Καταπόδη (1734-18ο7), που φέρει το προσωνύμιο Χάσης.

Ο Χάσης, η οικογένειά του, οι φίλοι, οι γείτονες και άλλοι πολλοί εμπλέκονται σε ένα κυκεώνα παρεξηγήσεων, διαπληκτισμών, συμφιλιώσεων. Το έργο έχει αφομοιώσει όλα τα χαρακτηριστικά της σάτιρας: υπερβολή, καρικατούρα, ειρωνεία, σαρκασμό. Το τέλος είναι καλό, όπως συνηθίζεται στην κωμωδία, και το δίδαγμα ηθικό: να μην επαναληφθούν παρόμοιες παρεξηγήσεις.

Μια σημαντική παρατήρηση που κάνει ο Συνοδινός είναι ότι το έργο μπορεί και να μην γράφτηκε για να παρασταθεί αλλά για να διαβαστεί, όπως δείχνει η δομή του. Όπως και να ’χει, αγαπήθηκε και επηρέασε άλλους νεότερους συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων και των Γρηγορίου Ξενόπουλου και Αντωνίου Μάτεσι.

Η διασκευή του Πορφύρη πρωτοπαίχτηκε το 1966 στη δεύτερη «Συνάντηση Μεσαιωνικού Λαϊκού Θεάτρου». Έντεκα χρόνια μετά ξαναπαίχτηκε από τον ηθοποιό Φοίβο Ταξιάρχη και τον θίασό του, το καλοκαίρι του 1977 στη Ζάκυνθο, δύο φορές, τη δεύτερη στην «Τέταρτη Συνάντηση Μεσαιωνικού Λαϊκού Θεάτρου». Σήμερα η διασκευή είναι κατατεθειμένη από την Τζίνα Κονίδου, κόρη του Πορφύρη, στο Μουσείο Μπενάκη. Αντίγραφο του έργου έχει στο αρχείο του ο Διονύσης Σέρρας, ο οποίος το δάνεισε στον Συνοδινό για την εργασία του.

Ο Χάσης ανασυντέθηκε και διασκευάστηκε, επίσης, από τον Σπύρο Ευαγγελάτο, που ως γνωστόν υπηρέτησε με μεγάλη αγάπη το παραδοσιακό θέατρο και έτσι ο Χάσης κατέλαβε τη θέση του στο ρεπερτόριο του Ευαγγελάτου, επισκιάζοντας κάπως τη διασκευή του Πορφύρη.

Ο κατά Πορφύρη, Χάσης αποτελείται από 57 δακτυλογραφημένες σελίδες, επιγράφεται Κωμωδία σε 2 μέρη, έχει πρωτότυπο Πρόλογο με μασκαράτα, επινοημένο από τον διασκευαστή, και σκηνικές οδηγίες.

Παραθέτω δύο αποσπάσματα, χαρακτηριστικά και του είδους και τους ύφους:

-Σινιορίνες και σινιόροι/ μασκαρούλες και ντετόροι/
- Ούλοι μας με μια καρδία/ με χαρά και με αλλεγρία
-Στο χορό με τη σειρά σας/ πλούσιοι με τα τάλαρά σας
-Και φτωχοί με κοντοβράκια / με σκουφιά και πασουμάκια
-Μπρος από χωρία και χώρα/ με ανιάκαρες και φιόρα
- Τώρα που ’χουμε τα κέφια/ να γενούμε ούλοι αδρέφια.

Πιο κάτω θα μας αυτοπαρουσιαστεί ο ποιητής:

Στον τόπο που εγεννήθηκα με την πολλή ομορφία
έγραψα την αληθινή ετούτηνε ιστορία.
Την φρονιμάδα, τσι αρετές, που ’ναι γνωστές τοις πάσι
του Καταπόδη Θοδωρή υμνεί τον μάστρο-Χάση
για να θυμούνται οι απόγονοι τη γενναιότητά του
και να μιμούνται πάντοτε τ’ άξιο παράδειγμά του…

ο Πορφύρης πέτυχε να συμπτύξει το έργο χωρίς να βλάψει τη δομή του. Απάλειψε προβληματικές σκηνές και περιθωριακά πρόσωπα, ονόματα και τοπωνύμια που, είναι μεν γνωστά στους Ζακυνθινούς αλλά άγνωστα στους σημερινούς, προσέθεσε γιορτή και γάμο, ανέπλασε διακριτικά τη γλώσσα, αποφεύγοντας όσο είναι δυνατό τις ξενόγλωσσες ατάκες και αντικαθιστώντας μια ιταλική λέξη με μια ζακυνθινή όπως: ντεσπερατσιό- απορπισιά, κουαντιτά -σωρός, ιντραδόρος –εισοδηματίας κλπ., διέσωσε παροιμιακές εκφράσεις και ντόπιες λέξεις, διατηρώντας όλους τους χυμούς του ζακυνθινού λόγου, τα συναισθήματα, την αριστοφάνεια αθυροστομία και το «ξέπορτο στόμα» του ποιητή.

Ο Πρόλογος και η όλη επιμέλεια του Διονύση Σέρρα, το Επίμετρο του Συνοδινού, η διασκευή του Πορφύρη στο έργο του Γουζέλη, το ζωγραφικό σχέδιο του Πορφύρη στο εξώφυλλο, η φωτογραφία του, στο εσωτερικό του βιβλίου, τα Προγράμματα από τις παραστάσεις και άλλα έντυπα κάνουν «το τζάκωμα και το φτιάσιμον» του Χάση ένα πολύ γοητευτικό βιβλίο, μνημειώδες απόκτημα για κάθε ενδιαφερόμενο για το είδος, για τον πολιτισμό και τα γράμματα.


Τρίτη 7 Μαΐου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ Η ΕΟΡΤΙΟΣ ΑΥΛΑΙΑ. Μεθέορτοι στοχασμοί


Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του. 
(Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης)

Πέρασε πιὰ ἡ Μεγαλοβδομάδα, ἡ Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ ἡ χαρμόσυνη Διακαινήσιμος ἑβδομάδα κι ὅλοι, μετὰ τὴν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, ξεκινήσαμε γιὰ τὰ ἴδια, γιὰ τὴν στεγνὴ καθημερινότητα, περιμένοντας καὶ πάλι μιὰν ἄλλη εὐκαιρία. Εὐκαιρία γιορταστική, χαρμόσυνη, φωτεινή, ὥστε νὰ συνέλθουμε καὶ νὰ χαροῦμε πάλι. Ὅπως τὶς μέρες ποὺ πέρασαν. Καὶ τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται τώρα πιὰ εἶναι τὸ ἑξῆς: Ἀλήθεια, ἡ Ἐκκλησία σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἑόρτιο, χαλαρωτική, χαρμόσυνη καὶ εὐλογημένη παρένθεση στὴ ζωή μας, ποῦ βρίσκεται καὶ γιατί; Διότι ὀρθολογικὰ νὰ πάρουμε τὰ πράγματα διαπιστώνουμε πὼς χάριν τῶν ἐκκλησιαστικῶν αὐτῶν γιορτῶν ἀπολαύσαμε τὶς διακοπές μας, τὴ φυγή μας ἀπὸ τὸ ἄγχος ποὺ ζοῦμε κάθε μέρα, ἀλλὰ καὶ τὴ λυτρωτική μας ἐπίσκεψη στὰ πάτρια. Ὅπου οἱ πλείονες, δηλαδή, τῶν Ἑλλήνων καταφεύγουν νὰ γιορτάσουν τὸ Πάσχα. Κι ὄχι γιατὶ εἶναι τοῦ συρμοῦ αὐτὴ ἡ συνήθεια, μὰ γιατὶ ἔτσι τὸ ζήσανε γενιὲς γενεῶν, ἑκατοντάδες χιλιάδων νεοελλήνων, ὥστε ὁ λόγος τοῦ ποιητῆ νὰ ἔχει θεμέλιο:

«Πολλὰ δὲ θέλει  ἄνθρωπος νὰ 'ν’ ἤμερος νὰ 'ναι ἄκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασὶ Χριστούγεννα κι Ἀνάσταση» (Ὀδ. Ἐλύτης)

Ὅσοι ζήσαμε σὲ κοινωνίες ἁπλῶν, ἀγράμματων καί συνάμα σοφῶν χωρικῶν, βιώσαμε τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν ἀλήθεια ποὺ ἐνέχουν στὸν πυρήνα τους αὐτοὶ οἱ στίχοι. Γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἤξεραν νὰ τιμοῦν τὴ Λαμπρὴ, τὸ Πάσχα, δηλαδὴ, γνώριζαν πολὺ καλὰ τοὺς κανόνες καὶ τὶς ἀρχές, ὥστε νὰ τιμοῦν καὶ τὴ Σαρακοστή. Νὰ σέβονται παναπεῖ τὴ Νηστεία, χωρὶς νὰ παραπονιοῦνται, ἐπειδὴ εἶχαν κάνει τὸ κουμάντο τους. Ναί, εἶχαν ἀνοίξει, μὲ λίγα λόγια,  τὸ θεμέλιο πάνω στὸ ὁποῖο θὰ ἔστηναν τὸ δικό τους τὸ πνευματικὸ οἰκοδόμημα. Αὐτὸ τῆς ἐγκράτειας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.  Κι ἀπὸ τὴν ἀλλη, ἡ γῆ τοὺς προμήθευε μὲ τόσες θεσπέσιες εὐωδιές, ποὺ ἤξεραν ὅτι εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ σπαρμένη γύρω τους. Καὶ τὴ ζοῦσαν μὲ μεγάλη ἱκανοποίηση καὶ χαρά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μόλις ἔφτανε ἡ Πασχαλιὰ ξεφάντωναν, πανηγύριζαν, χαίρονταν: «Σήμερον ἔαρ μυρίζει καὶ καινὴ κτίσις χορεύει...». Κι ὅποιος ἀνοίξει τὶς ποιητικές, πασχαλινὲς σελίδες τοῦ μεγάλου μας Παπαδιαμάντη καταλαβαίνει πολὺ καλὰ αὐτὸ ποὺ λέω. 

Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς Ἐκκλησίας στὸν κάθε πιστό, στὸ κάθε ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ ζήσει σωστά, ὄμορφα καὶ κρατώντας γερὰ τὸ σχοινὶ τῆς παράδοσης, ποὺ τὸν δένει μὲ τὸ χτές. Τὸ χτὲς τῶν προγόνων μας, τῶν δικῶν μας ἀνθρώπων, ποὺ ξέρανε τὴ γιορτὴ καὶ τὴ καθημερινή. Ποὺ ξέρανε τὴν Ἐκκλησιά τους καὶ τὴν πίστη τους. Ἐμεῖς, εἶναι τὸ έρώτημα, τί κάνουμε; 

π. κ. ν. κ.

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Γιώργου Λέκκα: ΚΑΡΤΕΡΙ ΣΤΟ ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΟ (νέο ποίημα)


Στη μνήμη Οδυσσέα Ελύτη

Έστησα πάλι καρτέρι στο αναπάντεχο.

Σπίτι σε όμπρα με δυο αντίστοιχου χρώματος φανοστάτες
ενώ πάνω από τη στέγη ολόλευκο το φεγγάρι
και πεντακάθαρος ο ουρανός. 

Ποδήλατο ανεβαίνει μόνο του τα σκαλάκια στο καλντερίμι
ακουμπώντας στο σιδερένιο μπράτσο για να βοηθιέται.
Το παραστέκουνε κρεμασμένα από τον τοίχο
κλαδιά φορτωμένης πορτοκαλιάς
και μια αναρριχώμενη ανθισμένη αγριοτριανταφυλλιά.

Φοινικόδεντρο σείει νωχελικά τις αλογοουρές του
ενώ το ίδιο σταυλίζεται υπομονετικά δεμένο
στα κάγκελα διώροφης κακότεχνης οικοδομής.

Κάποιοι κατεβαίνουνε την πόλη στέγη-στέγη
και κάποιοι άλλοι σκαλί-σκαλί.
Ευτυχώς, δεν έχουν μνήμη τα σκαλοπάτια στο καλντερίμι
για να μη βάζουνε μαράζι όταν θα 'χεις φύγει.

Αν ακούσεις πάντως ξαφνικά νερά να τρέχουν
κι έχει πανσέληνο είναι γιατί λιώνουν πάγοι στη Σελήνη.
Το σκυλί κατάλαβε και βάλθηκε να γαβγίζει
λίγο πριν αρχίσουνε να σκάνε μακριά βαρελότα.
Αν μπορούσα να ΄μαι αθόρυβος σαν γάτα
θα ‘ χα ασφαλώς οξύτερη την ακοή.

Ξημερώθηκα πλάι στη θάλασσα αλλά τίποτα·
η αρχαιότερη των γλωσσών είναι η δυσκολότερη ν’ αποκρυπτογραφηθεί.

Ναύπλιο, 19.4.19.

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι άμισθος κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες. Διακονεί ιερατικά στην Ιερά Μητρόπολη Βελγίου.]

Παρασκευή 3 Μαΐου 2019

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ


«Μακάριοι οἱ κατοικοῦντες ἐν τῷ οἴκῳ Σου...» (Ψαλμ.83, 5) 

Ποιμαντικὰ βιώματα

Εἶναι ὄντως περιούσιες, δοξαστικὲς  καὶ κορυφαῖες οἱ ὅσες στιγμές, ὧρες, μέρες καὶ χρόνους ζεῖ καὶ περνάει ἕνας ποιμένας μέσα στὰ πανίερα σκηνώματα τοῦ Κυρίου. Καὶ δὲν εἶναι δυνατὴ καμμία γραπτὴ περιγραφὴ στὸ ν᾿ ἀποτυπωσει στὸ χαρτὶ τὰ ὅσα βιώνει ἕνας ποιμένας καθημερινὰ μέσα στὸ ναό. Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μεταποιηθεῖ σὲ γραπτὸ λόγο αὐτὸ ποὺ νοιώθει αὐτὸς  ὁ ποιμένας, ὁ ὁποῖος ζεῖ μὲ συγκίνηση τοὺς γκρίζους ἑσπερινοὺς τοῦ χειμώνα, μὲ τὸ λιγοστὸ τὸ φῶς καὶ τὴν ἡσυχία νὰ συνταιριάζονται μὲ τὸ εὐῶδες θυμίαμα καὶ τὸ ἱλαρὸ τὸ φῶς τῶν κανδηλιῶν, τὴν ἁπαλὴ ἀνάσα τοῦ καμμένου λαδιοῦ ἤ τῶν σβησμένων κεριῶν. Ἀνάσα στοργική, ἀποτοξινωτική, ψυχοσωτήρια. Κι ὕστερα ἐκείνη ἡ μοναξιά... Ἡ ἄλλη μοναξιά, ποὺ μήτε ποὺ σχετίζεται μὲ ἐκείνη τὴν ὁποία ζεῖς στὸ σπίτι σου καὶ σὲ ἀγχώνει κάποτε. Ἐδῶ, μέσα στὸ ναό, δηλαδή, ἡ μοναξιὰ εἶναι γόνιμη, γιατὶ τὸ ξέρεις ὅτι μιὰ περίεργη συντροφιὰ ὑπάρχει γύρω σου. Μιὰ συντροφιὰ ἀπὸ τοὺς Ἀγίους, ποὺ ἥρεμα καὶ πατρικὰ σὲ κοιτᾶνε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὶς εἰκόνες. Ἀπὸ τοὺς ἄγνωστους σὲ σένα κτίτορες, τοὺς ὅσους ἀπὸ αἰῶνες ἐδῶ ἱεράτευσαν, τοὺς κεκοιμημένους λαϊκούς κι ὅσους πέρασαν ἀπὸ τὸν ἰερὸ τοῦτο χῶρο. Καὶ μαζὺ μὲ ὅλ᾿ αὐτὰ εἶναι καὶ τὰ Ἅγια Λείψανα, αὐτὴ ἡ πολύτιμη καὶ ἱερὴ κοσμηματοθήκη τοῦ ναοῦ, ποὺ συνοδεύει τὴν πορεία τῶν πιστῶν, μὲ τὴν εὐλογία καὶ τὴν παραμυθία ποὺ παρέχουν. 

Ἀναμφισβήτητα, εἶναι μέγα τὸ προνόμιο τοῦ κάθε ἱερέα αὐτή του ἡ καθημερινὴ ἐφημερία μέσα στὸ ναό. Ἐκεῖ, ποὺ οἱ ἐποχὲς ἀποκτοῦν και ἔχουν ἄλλο νόημα ἀπὸ ἐκεῖνο τοῦ κόσμου, καθὼς ντύνονται μὲ γιορτὲς πλημμυρισμένες ἀπὸ ἐξαίσια ποίηση καὶ ὀμορφιά, ποὺ τὶς στολίζουν ἡ χαρμολύπη κι ἡ κατάνυξη. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ πλοῦτος,  ὁ μέγας κι ἀληθινὸς πλοῦτος τοῦ κάθε ἱερέα, τοῦ κάθε πιστοῦ. Γιατὶ ἔτσι νοηματοδοτεῖται ἡ ζωὴ καὶ ἡ διακονία του. Ἐπειδὴ τῆς χαρίζει τὴν ὀμορφιὰ τῆς Δημιουργίας, ὅπως ἐκείνη βγῆκε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ: στέρεη, ζωντανή, χαριτωμένη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἄνοιξη λ.χ. ταιριάζει τόσο μὲ τὴ Μεγαλοβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση, τὸ θέρος μὲ τὴ μεγάλη καὶ συγκινητικὴ γιορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας, τὸ φθινόπωρο μὲ τὴν ἀνάσα τῆς αἰσιοδοξίας ποὺ φέρνει ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου καὶ ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιὰ νἄρθει ἡ θαλπωρὴ καὶ ἡ ζεστασιὰ τῆς μεγάλης Γιορτῆς τῶν Χριστουγέννων, ποὺ θὰ στεφανώσει τὴ ζωή μας στὰ παγωμένα χειμωνιάτικα πρωϊνὰ ἤ καὶ βράδυα.  

Πληροῦται, λοιπόν, ἡ ψυχὴ τοῦ κάθε ἱερέα, ποὺ διακονεῖ στὸ ναό του ἀπὸ ἀγαλλίαση, ἀλλὰ καὶ χαρμολύπη. Καὶ κάθε μέρα φορτώνεται ἀπὸ εὐλογίες, ποὺ παραμερίζουν κόπους, αἰτιάσεις καὶ ἐχθρότητες: ὅλα ἐκεῖνα, δηλαδή, ποὺ παραφυλᾶνε στὴν ἄκρη καὶ εἶναι ἕτοιμα, ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ νὰ ἀμαυρώσουν τὴ ζωντάνια καὶ τὴν εὐφροσύνη τῆς  εὐλογημένης  Βασιλείας Του: Μέσα στὴν Ὁποία ζεῖ καὶ ἀνασαίνει Θεὸ ἡ Ἐνορία, αὐτή, δηλαδή,  ἡ πνευματικὴ οἰκογένεια. 

π. κ. ν. κ. 

Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Γιώργου Λέκκα: ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ (νέο ποίημα)


Θα 'ρθουνε κι άλλοι
μετά από μας ν’ αγαπηθούνε.
Θα φιληθούνε στο φεγγάρι
δίνοντας όρκους αιώνιας πίστης
όπως κι εμείς.
Θα προσκυνήσει με λατρεία
ο ένας το είδωλο του άλλου
ωσάν να ήτανε παντοτινό –
το προσκυνήσαμε κι εμείς.
Θα 'χουνε πόθο να ενωθούν
σ’ ένα κορμί, όπως ποθήσαμε κι εμείς.
Θα μεγαλώσουνε παιδιά
που προς στιγμήν
θα τα νομίσουνε δικά τους
όπως νομίσαμε κι εμείς.
Και σαν θα έρθει η ώρα, θα χωρίσουν
όπως χωρίζουμε κι εμείς
για να ξαναβρεθούν στον ουρανό
όπου καθένας μας κοιτάει
πίσω απ’ την πλάτη του άλλου αφηρημένος
κάθε φορά που τον σφίγγει μες στην αγκαλιά του.
Θα 'ρθουνε κι άλλοι
μετά από σας ν’ αγαπηθούνε.
Θα φιληθούνε στο φεγγάρι
δίνοντας όρκους αιώνιας πίστης
όπως κι εσείς.

18.4.2019

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας είναι άμισθος κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες. Διακονεί ιερατικά στην Ιερά Μητρόπολη Βελγίου.]

Εικαστικό σχόλιο στο ποίημα: Edward Potthast (1857-1927), Maγεμένοι. Hirshhorn Museum and Sculpture Garden.

Related Posts with Thumbnails