Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Περνάει
γρήγορα ο καιρός αλλά το καλό σχόλιο
στην καλή δουλειά ποτέ δεν περνάει. Ο
Διονύσης Σέρρας προσθέτει στη βιβλιογραφία
ένα πολύ σημαντικό βιβλίο. Πρόκειται
για τη διασκευή του Χάση,
έργο του Δημητρίου Γουζέλη, από τον Κ.
Πορφύρη, για να βρει «το δρόμο της
δημοσιότητας, ώστε να ενταχθεί σταθερά
στο ρεπερτόριο των παραστάσεων …προς
γνώση και τέρψη του ευρύτερου κοινού».
Αυτά μεταξύ άλλων διαβάζουμε στα
Επτανησιακά Φύλλα ΚΕ΄, 1-2- 2005 και με αυτά
αρχίζει και ο Διονύσης Σέρρας τη δική
του μελέτη.
Ο
Χάσης,
έργο του 1794, κατά τον επιφανή λόγιο και
διακεκριμένο μελετητή Διονύση Σέρρα,
είναι «γνωστός, αγαπητός και τυπολογικά,
λίγο πολύ χαρακτηριστικός ή εμβληματικός
για την τοπική και την ευρύτερη πορεία
ή την ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου,
την Ηθογραφία, τη Σατιρογραφία κλπ.
Δημιουργός του είναι ο Δημήτριος
Γουζέλης, Ζακυνθινός, από αρχοντική
γενιά, «ευπαίδευτος» λόγιος, ποιητής,
συγγραφέας, μεταφραστής, προοδευτικός
και αγωνιστής, ο οποίος πολέμησε στην
πολιορκία της Τρίπολης πλάι στον
Υψηλάντη, ανέλαβε καθήκοντα στη Μεθώνη
και στο Νιόκαστρο, έχαιρε εκτίμησης και
από τον Υψηλάντη και από τον Θεόδωρο
Κολοκοτρώνη και μοιάζει σαν να παρέδωσε
την σκυτάλη στον μεταγενέστερο συμπατριώτη
και ομότεχνό του Κ. Πορφύρη, κατά κόσμον
Πορφύρη Κονίδη, από το χωριό Σκουλικάδο
Ζακύνθου. Ο έπαινος για τον ευμαθή
–Νομικό- ερευνητή, μελετητή, κριτικό
και μεταφραστή και διασκευαστή είναι
μέγας.
Ο
Πορφύρης είχε γνώση του παραδοσιακού
λαϊκού θεάτρου, τις γνωστές Ομιλίες,
και,
ως εκ τούτου, ήταν φυσικό να ασχοληθεί
και με τον «πρωτοποριακό» και σχεδόν
παροιμιώδη» Χάση,
τον οποίο διασκεύασε για να τον κάνει
προσιτότερο στον σύγχρονό του θεατή.
Σημαντικότατος μελετητής, ανάμεσα σε
άλλους, άνθρωπος με φιλελεύθερη παιδεία,
προοδευτικών αντιλήψεων και ιδιαίτερης
ευαισθησίας περί τα πολιτιστικά, ο
Πορφύρης ασχολήθηκε με επιφανείς
προσωπικότητες των γραμμάτων μας, όπως
είναι ο Σολωμός και ο Κάλβος, ο Λασκαράτος,
η Ελισάβετ Μπυτζάν – Μαρτινέγκου και,
φυσικά, ο Γουζέλης με τον Χάση
του.
Έτσι
από τον Γουζέλη στον Πορφύρη, από τον
Πορφύρη στο Συνοδινό και από τον Συνοδικό
στον Σέρρα, έφτασε ο Χάσης
, στη νέα του εκδοχή, και στα δικά μας
χέρια. Ο Σέρρας, με μεγάλη φροντίδα,
γνώση, αγάπη και σεβασμό, μας παραδίδει
το κείμενο του Πορφύρη. Η ενημερωτική
του εισαγωγή–Αντί προλόγου- το
κατατοπιστικό Επίμετρο του Ζήσιμου Χ.
Συνοδινού μας κατατοπίζουν πάνω στις
ενέργειες του διασκευαστή.
Στις
λεπτομέρειες τώρα. Ο Χάσης
δεν είναι, βέβαια, ο Ζακυνθινός αλλά
ένας Ζακυνθινός, όπως και στις κωμωδίες
του Αριστοφάνη κάθε Αθηναίος δεν είναι
Δικαιόπολις ή Τρυγαίος ούτε κάθε Αθηναία
είναι Λυσιστράτη ή Πραξαγόρα. Ωστόσο,
ας μην το ξεχνάμε, ότι ο ρόλος της κωμωδίας
έχει στόχο να διογκώσει τα ελαττώματα
των ανθρώπων για να αγγίξουν το κοινό,
όπως και της τραγωδίας οι ήρωες αίρονται
στο ύψος των περιστάσεων, πέρα από τον
μέσο καθημερινό άνθρωπο.
Ο
Συνοδινός θα μας δώσει όλο το ιστορικό
του λαϊκού ζακυνθινού θεάτρου, είδος
που γεννήθηκε τον 17ο
αιώνα, στα Ιόνια νησιά, με επιδράσεις
και από το κρητικό και το ιταλικό θέατρο.
Το είδος αυτού του θεάτρου παιζόταν
στους δρόμους και στις πλατείες, κυρίως,
την εποχή του καρναβαλιού, με σκοπούς
ψυχαγωγικούς αλλά και πολιτιστικούς.
Για
την ιστορία, η στροφή προς τη μελέτη του
λαϊκού θεάτρου έγινε με αφορμή τον
εορτασμό των εκατό χρόνων από την Ένωση
της Επτανήσου με την Ελλάδα, 1964-65. Μεταξύ
των επιφανών που ασχολήθηκαν με τον
λαϊκό πολιτισμό ήταν και ο Πορφύρης.
Ο
Χάσης
γράφτηκε στην ιδιωματική ντοπιολαλιά
με πολλούς ιταλοβενετσιανισμούς, το
1790-1795 «διά ξεφάντωσιν των φίλων» σε
ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, με ζευγαρωτή
ομοιοκαταληξία. Αναφέρεται σε ιστορικά
προδιαγεγραμμένους χαρακτήρες, εμπεριέχει
ηθογραφικά στοιχεία και ασκεί κριτική
σε κοινωνικές καταστάσεις και θεσμούς
στο νησί. Επομένως, στο έργο θα βρούμε
επεισόδια της καθημερινής ζωής, στα
οποία πρωταγωνιστούν ποπολάροι και
αστοί, με κεντρική φιγούρα το υπαρκτό
πρόσωπο τον Θοδωρή Καταπόδη (1734-18ο7),
που φέρει το προσωνύμιο Χάσης.
Ο
Χάσης, η οικογένειά του, οι φίλοι, οι
γείτονες και άλλοι πολλοί εμπλέκονται
σε ένα κυκεώνα παρεξηγήσεων, διαπληκτισμών,
συμφιλιώσεων. Το έργο έχει αφομοιώσει
όλα τα χαρακτηριστικά της σάτιρας:
υπερβολή, καρικατούρα, ειρωνεία, σαρκασμό.
Το τέλος είναι καλό, όπως συνηθίζεται
στην κωμωδία, και το δίδαγμα ηθικό: να
μην επαναληφθούν παρόμοιες παρεξηγήσεις.
Μια
σημαντική παρατήρηση που κάνει ο
Συνοδινός είναι ότι το έργο μπορεί και
να μην γράφτηκε για να παρασταθεί αλλά
για να διαβαστεί, όπως δείχνει η δομή
του. Όπως και να ’χει, αγαπήθηκε και
επηρέασε άλλους νεότερους συγγραφείς,
συμπεριλαμβανομένων και των Γρηγορίου
Ξενόπουλου και Αντωνίου Μάτεσι.
Η
διασκευή του Πορφύρη πρωτοπαίχτηκε το
1966 στη δεύτερη «Συνάντηση Μεσαιωνικού
Λαϊκού Θεάτρου». Έντεκα χρόνια μετά
ξαναπαίχτηκε από τον ηθοποιό Φοίβο
Ταξιάρχη και τον θίασό του, το καλοκαίρι
του 1977 στη Ζάκυνθο, δύο φορές, τη δεύτερη
στην «Τέταρτη Συνάντηση Μεσαιωνικού
Λαϊκού Θεάτρου». Σήμερα η διασκευή είναι
κατατεθειμένη από την Τζίνα Κονίδου,
κόρη του Πορφύρη, στο Μουσείο Μπενάκη.
Αντίγραφο του έργου έχει στο αρχείο του
ο Διονύσης Σέρρας, ο οποίος το δάνεισε
στον Συνοδινό για την εργασία του.
Ο
Χάσης
ανασυντέθηκε και διασκευάστηκε, επίσης,
από τον Σπύρο Ευαγγελάτο, που ως γνωστόν
υπηρέτησε με μεγάλη αγάπη το παραδοσιακό
θέατρο και έτσι ο Χάσης
κατέλαβε τη θέση του στο ρεπερτόριο του
Ευαγγελάτου, επισκιάζοντας κάπως τη
διασκευή του Πορφύρη.
Ο
κατά Πορφύρη, Χάσης
αποτελείται από 57 δακτυλογραφημένες
σελίδες, επιγράφεται Κωμωδία
σε 2 μέρη, έχει
πρωτότυπο Πρόλογο με μασκαράτα, επινοημένο
από τον διασκευαστή, και σκηνικές
οδηγίες.
Παραθέτω
δύο αποσπάσματα, χαρακτηριστικά και
του είδους και τους ύφους:
-Σινιορίνες
και σινιόροι/ μασκαρούλες και ντετόροι/
-
Ούλοι μας με μια καρδία/ με χαρά και με
αλλεγρία
-Στο
χορό με τη σειρά σας/ πλούσιοι με τα
τάλαρά σας
-Και
φτωχοί με κοντοβράκια / με σκουφιά και
πασουμάκια
-Μπρος
από χωρία και χώρα/ με ανιάκαρες και
φιόρα
-
Τώρα που ’χουμε τα κέφια/ να γενούμε
ούλοι αδρέφια.
Πιο
κάτω θα μας αυτοπαρουσιαστεί ο ποιητής:
Στον
τόπο που εγεννήθηκα με την πολλή ομορφία
έγραψα
την αληθινή ετούτηνε ιστορία.
Την
φρονιμάδα, τσι αρετές, που ’ναι γνωστές
τοις πάσι
του
Καταπόδη Θοδωρή υμνεί τον μάστρο-Χάση
για
να θυμούνται οι απόγονοι τη γενναιότητά
του
και
να μιμούνται πάντοτε τ’ άξιο παράδειγμά
του…
ο
Πορφύρης πέτυχε να συμπτύξει το έργο
χωρίς να βλάψει τη δομή του. Απάλειψε
προβληματικές σκηνές και περιθωριακά
πρόσωπα, ονόματα και τοπωνύμια που,
είναι μεν γνωστά στους Ζακυνθινούς αλλά
άγνωστα στους σημερινούς, προσέθεσε
γιορτή και γάμο, ανέπλασε διακριτικά
τη γλώσσα, αποφεύγοντας όσο είναι δυνατό
τις ξενόγλωσσες ατάκες και αντικαθιστώντας
μια ιταλική λέξη με μια ζακυνθινή όπως:
ντεσπερατσιό-
απορπισιά,
κουαντιτά
-σωρός,
ιντραδόρος
–εισοδηματίας κλπ.,
διέσωσε παροιμιακές εκφράσεις και
ντόπιες λέξεις, διατηρώντας όλους τους
χυμούς του ζακυνθινού λόγου, τα
συναισθήματα, την αριστοφάνεια αθυροστομία
και το «ξέπορτο στόμα» του ποιητή.
Ο
Πρόλογος και η όλη επιμέλεια του Διονύση
Σέρρα, το Επίμετρο του Συνοδινού, η
διασκευή του Πορφύρη στο έργο του
Γουζέλη, το ζωγραφικό σχέδιο του Πορφύρη
στο εξώφυλλο, η φωτογραφία του, στο
εσωτερικό του βιβλίου, τα Προγράμματα
από τις παραστάσεις και άλλα έντυπα
κάνουν «το τζάκωμα και το φτιάσιμον»
του Χάση
ένα πολύ γοητευτικό βιβλίο, μνημειώδες
απόκτημα για κάθε ενδιαφερόμενο για
το είδος, για τον πολιτισμό και τα
γράμματα.