© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 24 Μαρτίου 2012

Παναγιώτη (Τάκη) Παπατσώνη: ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΑ ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΛΒΟΣ

(24 Μαρτίου 1970)

Ἀπό «Το Εἰκοσιένα» Πανηγυρικοί Λόγοι Ἀκαδημαϊκῶν, ἐκδ. Ἀκαδημία Ἀθηνῶν, Ἵδρυμα Κώστα καὶ Ἑλένης Οὐράνη, Ἀθῆναι 1977.


Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες ἐτίμων καὶ ἐλάτρευον μεταξὺ τῶν θεοτήτων των τὴν Μνημοσύνην. Τῆς Μνημοσύνης θυγατέρες ἦσαν αἱ ἐκπροσωποῦσαι καὶ σκέπουσαι ὅ,τι καλὸν καὶ ὑψηλόν, αἱ ἐννέα Μοῦσαι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐφέρετο ἡ Κλειώ, ἢ ἐφορεύουσα ἐπὶ τῆς Ἱστορίας. Τῆς Μνημοσύνης γονεῖς ὑπῆρξαν οἱ Τιτᾶνες Οὐρανὸς καὶ Γαῖα, πατὴρ δὲ τῶν Μουσῶν, αὐτὸς ὁ Ζεύς. Τὴν Μοῦσαν Κλειὼ ἂς φέρωμεν σήμερον ἐνώπιόν μας, καθὼς τὴν ἀναπαριστοῦν οἱ μεγάλοι παλαιοὶ τεχνῖται, φέρουσαν στέφανον δάφνης, κρατοῦσαν εἰς τὴν δεξιὰν σάλπιγγα, κυλίνδρους χειρογράφων καὶ κάλαμον εἰς τὴν ἀριστερὰν καὶ ἔχουσαν πλησίον της κλεψύδραν, ἥτις χρονομετρεῖ τὴν τάξιν τῶν ἱστορουμένων εὐκλεῶν γεγονότων. Αὐτὴ εἶναι ἡ Θεὰ ἡ ἁρμοδία, ἡ ὁποία θὰ σαλπίσῃ τὴν δόξαν τῶν πατέρων μας, αὐτὴ εἶναι ἡ θεά, ἡ ὁποία θὰ χαράξῃ εἰς τοὺς παπύρους της, ὅσα ἡ μητρικὴ ἀρετὴ τῆς Μνημοσύνης τῆς ὑπαγορεύσῃ. Ἀπὸ τὴν περίσκεψιν καὶ τὸ μέτρον δὲν ἀποκλίνει, ἐφ' ὅσον ὁδηγὸν ἔχει τὴν κλεψύδραν. Ἡ δάφνη, τὴν ὁποίαν φέρει, εἶναι ἡ ἀνήκουσα εἰς τοὺς ἥρωας ποὺ θὰ μνημονεύσῃ, εἰς τοὺς ὁποίους καὶ θὰ τὴν ἐπιδώσῃ.

Οἱ συμβολισμοὶ αὐτοὶ τῆς πλουσίας καὶ φωτεινῆς μυθολογίας μας ὑπογραμμίζουν μὲ τὸν πλέον εὔγλωττον τρόπον τὸν ὑψηλὸν προορισμὸν τῆς Ἱστορίας, τὴν ὁποίαν ἀναβιβάζουν εἰς τὰς θείας πηγάς. Ἡ Ἱστορία εἶναι ὁ ἀποθησαυριστὴς καὶ ὁ ἐκθέτης γεγονότων ἐκτυλισσομένων ἐν χρόνῳ. Ἀλλὰ καὶ ἐγκύπτει εἰς τὴν διείσδυσιν τῶν νόμων καὶ τῶν αἰτίων, τὴν μετοχὴν τῆς μοίρας καὶ τὴν συμβολὴν τοῦ ἀνθρωπίνου σθένους, τοῦ ἤθους καὶ τῆς διανοίας. Ἡ Ἱστορία εἶναι ὁ ἀποθησαυριστής τῆς μνήμης, ὁδηγὸς τῶν ἐπαλλήλων γενεῶν καὶ σύμβουλος ἀρχόντων καὶ ἀρχομένων. Ἡ Ἱστορία παρέχει διδάγματα ἐκ σφαλμάτων ἢ κακοδαιμονιῶν, ἐξ αἰτίας τῶν ὁποίων ἐκρίθη οὕτως ἢ ἄλλως ἡ πορεία ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ καί, περιγράφουσα ἐνδόξους πράξεις ἡρώων ἢ ὁμαδικῆς δράσεως ἑνὸς ὁλοκλήρου Γένους ἢ μιᾶς στρατιᾶς, καλεῖ τοὺς μεταγενεστέρους πρὸς θαυμασμὸν καὶ μίμησιν. Πρέπει νὰ θεωρῆται εὐτυχὴς ἡ ἐθνότης, τῆς ὁποίας ἑκάστη περίοδος τῆς πορείας της εὗρε τὸν ἄξιον αὐτῆς ὑπομνημονευτὴν ἱστορικόν. Πόσῳ μᾶλλον τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ εἶναι ὑπερήφανον, διότι ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ σοφοῦ Διδασκάλου Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου κατέχει κειμήλιον τῆς συνθέσεως ὁλοκλήρου τῆς μακραίωνος ἱστορίας του. Χωρὶς νὰ παραγνωρίζεται ἡ συμπαθὴς καὶ πολύτιμος συμβολὴ ἑτέρου ἐπιφανοῦς ἱστορικοῦ, τοῦ Σπυρίδωνος Τρικούπη.

Ὡς ἐκ τῆς φύσεως ὅμως τῆς Ἱστορίας, ἔργου ἑκάστοτε ἑνὸς ἀνδρός, αὕτη παρέχει συγγραφάς, τὰς ὁποίας μοιραίως χαρακτηρίζει ποιά τις ἐπιβεβλημένη ὑπαγωγὴ εἰς κανόνα. Ἡ ἐπιστήμη, τῆς ὁποίας τὰς ἐπιταγὰς ἀκολουθεῖ ὁ ἱστορικός, ὁσονδήποτε ἐμπνευσμένος, ἀποστερεῖ τὴν ἀφήγησιν ἀπὸ τὴν ζωηρότητα τῆς ἀμεσότητος, ἐμποδίζει τὴν φαντασίαν τοῦ ἀναγνώστου, ἡ δὲ κλεψύδρα τῆς Κλειοῦς ἀναγκάζει τὸν ἱστορικὸν εἰς ὑπακοὴν πρὸς τὰς ὑπαγορεύσεις τοῦ μέτρου, προβαίνει εἰς ἀφαιρέσεις, περικοπάς, περιορίζει τὰς θαυμαστικὰς ἐξάρσεις, παρακάμπτει περιγραφὰς ὀξυτήτων καὶ τὸν ἄγει εἰς τὴν ἀποφυγὴν βαρέων ἢ ρεαλιστικῶν χαρακτηρισμῶν, πάντων τούτων ἐν τούτοις στοιχείων, τῶν ὁποίων ἡ συμβολὴ εἰς τὴν διαμόρφωσιν καταστάσεων ἢ τὴν ὑπαγόρευσιν πράξεων, ἀποτελοῦν ζωτικὸν μέρος τῆς πληρότητος τῶν γεγονότων, τὰ ὁποῖα προσφέρονται πολλάκις σχηματικῶς καὶ μὲ τὴν ψυχρὰν ἐνατένισιν τοῦ ἐρευνητοῦ.

Εὐτυχῶς ὅμως τὴν ἐπίσημον αὐτήν, ἂς τὴν ὀνομάσω οὕτως, ἱστορικὴν ἀφήγησιν ἔρχονται καὶ συμπληρώνουν ἐν δαψιλείᾳ καὶ ἄλλα παράλληλα δῶρα τῆς Κλειοῦς, μὴ ἀφιστάμενα ἐν τῇ οὐσίᾳ των τῆς ἱστορικῆς προσφορᾶς. Πλήρη ἐνεργοῦ ζωῆς, μὴ ὑποκείμενα εἰς τοὺς κανόνας τῆς ἐπιστήμης, ἀπελεύθερα ἀπὸ τὴν αὐστηρὰν ἀντικειμενικότητα, προσφέρονται τὰ Ἀπομνημονεύματα τῶν ἐπὶ μέρους δημιουργῶν τῶν γεγονότων, τῶν ἄθλων, τῶν ἡρωισμῶν. Ὁ ὑποκειμενικὸς χαρακτὴρ τῶν Ἀπομνημονευμάτων, ἀδέσμευτος, ἀφήνει νὰ ἐκχυθῇ εἰλικρινὴς ὁ ἀνθρώπινος παράγων, μὲ τὰ συμπαρομαρτοῦντα πάθη, συναισθήματα φιλίας, μίση, προτιμήσεις, ἀπωθήσεις. Βεβαίως, ὁ μεταγενέστερος μελετητὴς δὲν δύναται νὰ μορφώσῃ, ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τῶν Ἀπομνημονευμάτων ἑνὸς καὶ μόνου ἱστορικοῦ ἀπομνημονευματογράφου, ὀρθὴν καὶ ἀκριβῆ γνώμην. Ἡ ἱστορικὴ ὅμως ἀλήθεια ἀνακύπτει ἐκ τῆς παραλλήλου μελέτης πλείστων ἀπομνημονευμάτων. Ταῦτα, ὀφειλόμενα εἰς ἱστορικὰ καὶ σημαίνοντα πρόσωπα ἀνήκοντα εἰς διαφόρους μερίδας, ἀκολουθήσαντα καὶ ὑπερασπίζοντα ἰδίαν γραμμὴν σκέψεων καὶ δράσεως, ἐν τῷ συνόλῳ των καὶ ἐν τῇ παραβολῇ μελετώμενα, μὲ γνώμονα πάντοτε καὶ τὴν ὑπεύθυνον ἐπίσημον Ἱστορίαν, δύνανται νὰ μορφώσουν κατὰ τρόπον ζωηρὸν καὶ γραφικὸν πληρεστέραν τὴν εἰκόνα τῶν ἱστορουμένων γεγονότων τοῦ παρελθόντος.

Ἀνάλογον συμπληρωματικὴν ὑπηρεσίαν προσφέρουν καὶ οἱ χρονικογράφοι. Τὸ χρονικόν, συντεταγμένον παρ' αὐτοπτῶν, συγχρόνων πρὸς τὰ ἱστορούμενα, δίδει ταῦτα ἀνάγλυφα, μὲ τὴν σφραγῖδα ἴσως τῆς ἀντικειμενικότητας, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ὅμως δυνάμεθα ν' ἀπομακρυνθῶμεν συγκρίνοντες, παραλληλίζοντες καὶ μελετῶντες τὴν ποικιλίαν τῶν στοιχείων καὶ τῶν πηγῶν. Ἄλλη πλουσία πηγὴ εἶναι τὰ συλλεγόμενα καὶ ἐκδιδόμενα Ἀρχεῖα ἐπιφανῶν ἀνδρῶν, ἀγωνιστῶν, πολιτικῶν καὶ ἱστορικῶν πόλεων καὶ περιοχῶν. Πηγὴ καὶ αὐτὴ ζῶσα. Τέλος καὶ ἄλλη πηγή, ὀλιγώτερον συντεταγμένη, οὐδόλως κωδικοποιημένη, ὑπαγομένη εἰς ἀλλοιώσεις καὶ παρεξηγήσεις καὶ παραφθοράς, εἶναι ἡ διασωζομένη ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν προφορικὴ παράδοσις. Πιθανὸν νὰ ὑστερῇ ἡ ἱστορικὴ ἀκρίβεια εἰς τὰ προφορικῶς παραδιδόμενα, ἡ γραφικότης ὅμως, ἡ ὁποία ἀναδίδεται ἀπὸ αὐτά, καὶ τῆς ὁποίας ὁ ἀπώτατος πηγαῖος πυρήν, ἀναζητούμενος, ἀσφαλῶς περιέχει δόσιν ἀληθείας, προστιθεμένη εἰς τὰ ξηρότερα διδάγματα τῆς Ἱστορίας καὶ εἰς τὰ ἀλληλοσυγκρουόμενα ἀφηγήματα τῶν Ἀπομνημονευμάτων, τελικῶς ἀνταμείβουν διότι δημιουργοῦν ἐν τῇ δυνατῇ πληρότητι, τὴν ἱστορικὴν ἀναπαράστασιν.

Πάντες οὗτοι οἱ παράγοντες, οἱ τελικῶς συγκροτοῦντες τὴν Ἱστορίαν, εἶναι δῶρα τῆς διαιωνιζομένης Μνήμης. Πόσον ἀναλάμπει ἡ ἀλήθεια ἡ περικλειομένη ἐν τῷ συμβολισμῷ τοῦ ἀρχαίου μύθου, πόσον εὐκόλως ἀναγνωρίζομεν εἰς τὰ ὑπὸ τῆς Μούσης Κλειοῦς προστιθέμενα τὴν ἀδιαφιλονίκητον μητρότητα τῆς Μνημοσύνης.

Ἂς μὴν νομισθῇ ἐν τούτοις, ὅτι ὑποτιμῶ τὰ συνετὰ θέλγητρα τῆς Κλειοῦς, ἂν ταχέως ἀντιπαρέλθω τὴν ἐξιστόρησιν ἀτελευτήτου σειρᾶς γεγονότων εὐκλεῶν, ὅπως τὰ μυθολογούμενα Τρωικά, οἱ Μαραθῶνες, αἱ Σαλαμῖνες, αἱ Θερμοπύλαι, αἱ σκιεραὶ πτυχαὶ τῶν ἐνδοελληνικῶν ἐρίδων, ἡ θρυλικὴ ἐξόρμησις μέχρι τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς τοῦ κατακτητοῦ μακεδόνος Ἀλεξάνδρου, αἱ ἐναλλαγαί τῆς μοίρας μὲ τὴν κατάκτησιν τῶν σιδηροφράκτων κοσμοκρατόρων Ρωμαίων, ἡ θαυμασία ἐξέλιξις, διὰ τῆς ἐγκαθιδρύσεως καὶ ἐπιβολῆς τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία μετέπλασε τὴν Ρωμαϊκὴν κατάκτησιν εἰς ἑλληνικὸν θρίαμβον, τὸν ἔνδοξόν μας Βυζαντινισμόν, ὅστις κατέστησε τὴν Βασιλίδα τῶν πόλεων ὁμοῦ μετὰ τῆς Θεσσαλονίκης, τοῦ ἱεροῦ Ἄθω, τῶν Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Μυστρᾶ, κοιτίδας τοῦ ἐπεκτεινομένου Χριστιανισμοῦ καὶ χώρους, ὅπου ἔλαμψαν οἱ μεγάλοι ἀνατολικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀκολουθήσασα, τέλος, ὀλίγον κατ' ὀλίγον μοιραία φθορά, κατόπιν τῆς πρόσκαιρου ἀπὸ Δύσεως Φραγκικῆς κατακτήσεως, διὰ νὰ καταλήξῃ εἰς τοὺς ἀγῶνας ἀποκρούσεως τῶν ἀλλεπαλλήλων ἀπὸ Ἀνατολῶν πληγμάτων τῶν ἀπίστων εἰς τὰ ὁποῖα τελικῶς ὑπέκυψαν ὑπερηφάνως.

Πάντα ταῦτα προσφέρει ἀφθόνως ἡ Ἱστορία• διατηροῦνται δέ, εἰς τὴν μνήμην πάντων ἡμῶν ἐσαεὶ ζωηρά, καὶ εἰς οὐδὲν θὰ συμβάλῃ ἡ παρ' ἐμοῦ συμβατικὴ ἐπανάληψις. Μνημονεύω μόνον μετὰ κατανύξεως τὸν ζόφον, ὁ ὁποῖος ἐκάλυψεν ὄχι μόνον ἅπαν τὸ Ἑλληνικόν, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρον τὴν μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἀδιαφοροῦσαν Δύσιν• ἅμα διεδόθη τὸ ἀπαίσιον μήνυμα ὅτι «ἑάλω ἡ Πόλις», ὠκεανοὶ αἵματος τὴν κατέκλυσαν, ἐσφαγιάσθη ὁ μαρτυρικὸς Βασιλεὺς καὶ ἐσπιλώθη τὸ Μέγα Μοναστήρι, τὸ περικαλέστατον ἐνδιαίτημα τοῦ Θεοῦ. Σκότος ἐκάλυψε πᾶσαν τὴν γῆν, ὅπως καὶ κατὰ τὴν Σταύρωσιν τοῦ Σωτῆρος, ὁ σεισμὸς ἐγένετο πανταχοῦ αἰσθητὸς καὶ τὸ Γένος ἡμῶν εἰσῆλθεν εἰς τὴν μαρτυρικὴν περίοδον, ἡ ὁποία ἐπέπρωτο νὰ διατηρηθῇ ἐπὶ τέσσαρας ὅλους αἰῶνας. Ὁ μακρότατος ὅμως αὐτὸς δρόμος τοῦ Σταυροῦ ὡδήγει σταθερῶς καὶ κρατερῶς πρὸς τὴν Ἀνάστασιν, τῆς ὁποίας ἡ ἐλπίς, ἀλλὰ καὶ ἡ προεργασία, οὐδ' ἐπὶ στιγμὴν ἀνεκόπη. Ὑπὸ ζυγὸν στυγνῆς δουλείας ἀπηνῆ, ἡ φυλὴ ἀνεδείχθη ὑπέροχος πρόμαχος πίστεως καὶ σθένους. Οἱ ζηλωταὶ τοῦ Χριστοῦ, τῆς Πατρίδος καὶ τῆς Ἐλευθερίας, ἀψηφοῦντες τὴν ἀπειλήν τῆς μαχαίρας καὶ τῆς ἀγχόνης, ἐχαλύβδωναν τὴν ἐμμονήν των εἰς τὰ πάτρια. Θρησκεία καὶ γλῶσσα διασωζόμεναι, ἡ μία μέσῳ τῆς ἄλλης, ὑπὸ τὴν σκέπην ἁπλοϊκῶν ὁσίων ἱερωμένων καὶ καλογήρων, ἀπέβησαν τὰ ὄργανα καὶ οἱ φορεῖς τῆς σωτηρίας. Ἂν μέχρι σήμερον ἀκόμη εἰς τὸ στόμα τῶν Ἑλλήνων, ἀστῶν καὶ χωρικῶν, ἀκούωμεν ρητὰ καὶ φράσεις ἐχούσας τὴν πηγήν των εἰς τὸ Ψαλτήριον, τὴν Ὀκτώηχον, τὰ Εὐαγγέλια, τὰ Μηναῖα καὶ τὸ Τριώδιον, φράσεις καταστάσας παροιμιώδεις, καθημερινῶς ἐν χρήσει, τοῦτο δὲν ὀφείλεται εἰς τὴν κατὰ πολὺ δυστυχῶς ἀμβλυνθεῖσαν προσήλωσιν τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων εἰς τὰ Θεῖα καὶ δὴ εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ τυπικά, ὅσον εἰς τὸ ὅτι πηγάζουν ἀπὸ τὴν μακραίωνα ἐθνικὴν μνήμην, τὴν ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν κληροδοτουμένην, ἀπὸ τῶν χρόνων ἐκείνων τῆς ἐνθουσιώδους καὶ ἡρωικῆς δουλείας, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ διαρκὴς οἰκείωσις πρὸς τὰ ἅγια Γράμματα ἦτο ὂχι μόνον σχολεῖον, ὄχι μόνον πάροχος παραμυθίας, ἀλλὰ καὶ πολεμικὸν προγυμναστήριον, ὑπὸ τὴν εὐλογίαν τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ. Ἀπ' αὐτὴν ἐπίστευον ἀκραδάντως ὅτι θὰ ἤρχετο καὶ πάλιν ἡ σωτηρία, ὅπως καὶ ὄντως ἐγένετο.

Δὲν πρόκειται ὅμως νὰ ἐπεκταθῶ εἰς τὸ ἐπακολουθῆσαν Ἔπος. Νομίζω ὅτι μᾶλλον ἁρμοδία δι' ἡμέραν πανηγυρισμοῦ εἶναι ἄλλη ὁδός. Ἄς μοῦ ἐπιτραπῇ νὰ ἐπανέλθω εἰς τοὺς χώρους τῆς ἀρχαίας μυθολογίας, ἀπὸ ὅπου ὡρμήθην.

Ἡ Κλειὼ δὲν εἶναι ἡ μόνη θυγάτηρ, ὅσον καὶ ἂν εἶναι σεβάσμια, τῆς Θεᾶς Μνημοσύνης. Εἰς τὸν Ἑλικῶνα, ὑπὸ τὴν ἐπιστασίαν τοῦ Μουσηγέτου, ἐν ἁρμονίᾳ εὐδαίμονι, περιφέρονται καὶ ἄλλαι ἀδελφαί. Ἐλέχθη ὅτι εἰς τὰ πράσινα ὑψίπεδα τοῦ τερπνοῦ αὐτοῦ ὀρεινοῦ ὄγκου ἀκόμη καὶ τοῦ ὄφεως τὰ δήγματα εἶναι ἀνώδυνα, διότι χόρτον φαρμακερὸν δὲν φύεται, ὅπου ἡ ἁρμονία εἶναι ὑπερτάτη. Ὁ λόγος οὗτος ταυτίζεται μὲ τὰς προφητικὰς ρήσεις τοῦ Ἠσαΐου, περιγράφοντος τὴν μακαριότητα, ἥτις θὰ ἐπεκράτει κατὰ τὴν ἔλευσιν τοῦ ὑπ' αὐτοῦ ἀναμενομένου Μεσσίου. Ἐκεῖ, λέγει ὁ Προφήτης, τὰ παιδὶα ἀφόβως θὰ παίζουν μὲ τὰς φωλεὰς τῶν ἐχιδνῶν, τὰ πρόβατα μετὰ τῶν σκύμνων καὶ ὁ λέων θὰ τρέφεται μὲ τὰ χόρτα τῶν λειμώνων, ὅπως ὁ βοῦς.

Παρομοία ἡ μακαριότης τῆς κατοικίας τῶν ἀδελφῶν Μουσῶν. Ἐκεῖ παρὰ τὴν Κλειώ, τὴν ὁποίαν ἤδη ἐδοξάσαμεν, συμπάρεδρος εἶναι καὶ ἡ κατὰ Πλάτωνα «πρεσβυτάτη Καλλιόπη», ἡ ἔφορος τοῦ Ἔπους, ἡ φερομένη ὡς μήτηρ τοῦ Ὀρφέως. Ἐκεῖ καὶ ἡ σκεπτικὴ ἐν τῇ φαντασιώσει της Πολύμνια, ἡ ἐφορεύουσα ἐπὶ τῶν ἡρωικῶν ὕμνων, ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐρατώ, ἡ Ἐρασμία, ἡ ὑμνοῦσα τὰ ἐρωτικά, ἀλλὰ καὶ τὴν μελάγχολον ἐλεγείαν. Αὐταὶ θὰ βοηθήσουν, διὰ νὰ καταστῇ ὁ ἑορτασμός, ὅπως ἐμπρέπει εἰς κάθε μεγάλην πανήγυριν, χαρίεις καὶ δοξαστήριος.

Εὐτυχῆ εἶναι τὰ ἔθνη, τῶν ὁποίων αἱ γενναῖαι καὶ ἡρωικαὶ πράξεις, αἱ μαρτυρικαὶ θυσίαι, οἱ τελικοὶ θρίαμβοι εὑρίσκουν τὰ κλέη των, ἀντικατοπτριζόμενα οὐχὶ μόνον εἰς τὴν σοβαρὰν καὶ ξηρὰν Ἱστορίαν, ἀλλ' εὑρίσκουν τοὺς προβολεῖς των μεταξὺ τῶν μεγάλων ὑμνωδῶν. Καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τὴν Μνημοσύνην ἀντλοῦν τὰς ἐμπνεύσεις των, ἀπὸ τὰ αὐτὰ ὡς καὶ ἡ Ἱστορία γεγονότα ἐκκινοῦν, ἀλλ' ὅ,τι ἀποδίδουν, βοηθούσης τῆς μαγγανείας τῆς ἐνθέου Τέχνης, ἀντιβοᾷ μὲ τὰς ὠδὰς των εἰς τοὺς αἰῶνας.

Ζῶμεν εἰς ἐποχὴν πεζὴν καὶ δυσοίωνον. Πλεῖστα θέσμια θεωρούμενα ἀπαρασάλευτα ἔχουν χάσει τὸν αἰώνιον χαρακτήρα των. Εἰς κλίμακα παγκόσμιον, πλεῖσται συνθῆκαι μετεβλήθησαν καὶ ἠλλοιώθησαν. Ἡ πρὸς τὴν ἐλευθερίαν λατρεία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀσκῇ εἰς ἕνα ἐλεύθερον ἤδη λαὸν τὴν ἕλξιν, τὴν ὁποίαν ἤσκει, εἰς τὸν ἐπὶ τέσσαρας αἰῶνας ὑπόδουλον, καὶ δὴ ὑπὸ συνθήκας ἀγρίας. Διάφοροι ροπαί, ὑποδαυλιζόμεναι καὶ ὑπὸ τῆς διευρύνσεως τῆς παγκοσμίου εὐκόλου ἐπικοινωνίας καὶ ὑπὸ θεωριῶν, δι' ὧν τὰ ἀνθρωπιστικὰ καὶ οἰκουμενικὰ ἰδεώδη ὑποσκελίζουν ὀλίγον κατ' ὀλίγον τὴν προσκόλλησιν εἰς τὴν ἐθνότητα, καθιστοῦν τὴν καλλιέργειαν τῆς ἡρωικῆς, τῆς ἐπικῆς καὶ τῆς ἐθνικῆς ποιητικῆς τέχνης σχεδὸν ἀδιανόητον• ἔχει παύσει αὕτη νὰ ἀσκῇ τὴν μαγικὴν ἐπιβολήν, τὴν ὁποίαν ἀναμένει τις ἀπὸ τὴν τέχνην. Ὅσον καὶ ἄν, ἡμεῖς τουλάχιστον οἱ Ἕλληνες, εἴμεθα καὶ μένομεν περισσότερον ἀπὸ ἄλλους λαοὺς προσκεκολλημένοι εἰς τὸ πολυσχιδὲς πρόσφατον, ἀπώτερον καὶ ἀπώτατον ἱστορικὸν παρελθόν μας, τοῦ ὁποίου στεροῦνται οἱ περισσότεροι τῶν ἄλλων λαῶν, ἐν τούτοις δὲν εἶναι δυνατὸν ν' ἀποφύγωμεν τὰς συνεπείας τῶν τεραστίων παγκοσμίων νέων ἐπιρροῶν.

Εἰς ἄλλας ἐποχὰς οἱ λαοὶ ἦσαν μεστοὶ ἰδεωδῶν ἐνεργῶν καὶ ἐπιθυμιῶν φλογερῶν, ὅπου ἡ Ἐλευθερία, ἡ Πατρίς, τὸ Γένος, ἡ Ἀνεξαρτησία, ὁ Ἀγών, ἡ Τόλμη, ὁ Ἡρωισμὸς ἀπετέλουν πηγὰς ποιητικοῦ οἴστρου ἀναβλύζοντος ἀπὸ τὰς καρδίας, δημιουργοῦντος συγκινήσεις, παρορμήσεις, ἐνθουσιασμούς, πικρίας, ἤτοι ἀπετέλουν συναισθήματα ἐξ ἴσου ἰσχυρά, ὁδηγοῦντα μὲ τὴν ἰδίαν ποιητικὴν ὁρμὴν καὶ ἰσοτίμως, πρὸς τὰς λοιπὰς πηγὰς Τέχνης, τὸν Ἔρωτα, τὸν Θάνατον, τὴν Ζηλοτυπίαν, τὴν Ἀπόγνωσιν ἢ καὶ τὴν ζῶσαν θρησκευτικὴν πίστιν καὶ τὴν μεταφυσικὴν διάθεσιν.

Κατέχομεν ἄλλωστε ὑψίστην ἀπόδειξιν τῆς δημιουργίας τῶν προγόνων μας:

Τὰ Ὁμηρικά Ἔπη, αἱ Πινδαρικαὶ Ὠδαί, ἔργα παγκοσμίως ἀθάνατα κατὰ τὸ παρελθόν, σήμερον καὶ ἀσφαλῶς διὰ τὸ μέλλον, τί ἄλλο ὑμνοῦν, εἰμὴ κλέα δρώντων ἐν κοινωνίᾳ μετὰ τῶν Θεῶν ἡρώων, καὶ ἡ ἐξ αὐτῶν ἀντλουμένη συγκίνησις εἶναι πάντοτε ἀπαραμείωτος, καί, κάτι πλέον, παροῦσα εἶναι ἡ μεταρσίωσις, τὴν ὁποίαν ἐπὶ τῷ ἀκούσματι τῶν ἀθανάτων τούτων ἔργων αἰσθανόμεθα, καθὼς ἢ ἀπαράμιλλος τέχνη τὰ τοποθετεῖ εἰς χώρους ὑπερφυσικούς, ὅπου ἀναμὶξ χωροῦν θεοὶ καὶ ἄνθρωποι.

Θέλω νὰ καταλήξω εἰς τὴν διαπίστωσιν, ὅτι ἡ Ἑλλὰς ηὐτύχησεν, ἐξ ἀγαθῆς συγκυρίας κατὰ τὴν κρίσιμον ἐκείνην περίοδον τοῦ μεγάλου ἀγῶνος, νὰ εὑρεθῇ προικισμένη, μεταξὺ πολλῶν φλογερῶν πνευμάτων, ἀπὸ δύο ἐκ τῶν μεγαλυτέρων ποιητῶν, οἵτινες ἀπὸ Θεοῦ ἐτάχθησαν καθιερωθὲντες ἱεροφάνται τῆς Μούσης νὰ ἐκφράσουν διὰ τῆς ὑψηλῆς Τέχνης των τὸ συντελεσθὲν θαῦμα, διὰ ποιητικῶν τρόπων τοσούτου μεγαλείου καὶ τοιαύτης ἠθικῆς ἀνατάσεως, κατὰ τρόπον μεταθέτοντα τοῦτο ἀπὸ τοὺς χώρους τῆς δράσεως καὶ τῆς πολεμικῆς ὁρμῆς, εἰς τὰς σφαίρας τοῦ πνεύματος, ὅπου τὰ γενόμενα, οὐ μόνον κατηξιώθησαν, ἀλλὰ καθωσιώθησαν. Μεταξὺ τῶν ἑκατοντάδων καὶ χιλιάδων ἐπωνύμων καὶ ἀφανῶν ἡρώων, προεργατῶν καὶ ἀγωνιστῶν, τῶν κατεργασαμένων τὴν πολυπόθητον ἐλευθερίαν, μεταξὺ τῶν ἐπιφανῶν ἱστορικῶν, τοὺς ὁποίους, ὡς ὤφειλον, ἐμνημόνευσα ἤδη, χρεωστοῦμεν νὰ καταγράψωμεν ὡς φωτεινοὺς λαμπροὺς ἀστέρας καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς ὑμνητάς, τοὺς ἀποθεώσαντας τὸ θυσιαστικὸν θαῦμα τῆς παλιγγενεσίας καὶ τοποθετήσαντας τοῦτο εἰς τοὺς οὐρανούς. Χωρὶς τὴν ἱερατικὴν φωνὴν τούτων, ὁ ὅλος ὑπέροχος ἀγὼν τοῦ Γένους θὰ ἐστερεῖτο μεγάλου μέρους τῆς αἴγλης του.

Περιττὸν νὰ ἐξηγήσω ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κάλβου. Ὑπὸ τὰς πτέρυγας καὶ τὴν αἰγίδα τῆς Πολυμνίας καὶ τῆς Καλλιόπης καὶ τῆς Ἐρατοῦς, οἱ ἐμπνευσμένοι αὐτοὶ τεχνῖται, οἱ λάτρεις τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος, οἱ μυσταγωγοὶ φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸν Μουσηγέτην Ἀπόλλωνα, ἐξερεύξαντο ρῆμα ἀγαθόν, μῦσται μᾶλλον καὶ Ἱερουργοὶ παρὰ ποιηταὶ λόγων καὶ μύθων, ἔδωκαν τὴν μεγάλην πνοήν, αὐτὴν ἡ ὁποία διαιωνίζει καλλίτερον ἀπὸ κάθε ἄλλην μνήμην ἢ ἱστορίαν, ὅ,τι εἶναι ἄξιον νὰ ἐπιζήσῃ εἰς τὸ μεταφυσικὸν ὕψος, ὅπου μὲ τὴν θείαν των τέχνην καὶ πίστιν τὸ ἐτοποθέτησαν. Παρὰ τοὺς δύο τούτους ποιητικοὺς γίγαντας συνελειτούργησαν καὶ ἄλλοι ὑμνηταὶ τοῦ Ἀγῶνος, ὁ Ζαλοκώστας, οἱ Σοῦτσοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἄριστος ὁ Βαλαωρίτης. Ἡ λαμπηδὼν ὅμως τῶν δύο μεγάλων ποιητῶν παραμένει ἱερατικὴ ἐν τῷ θάμβει της.

Ἀπὸ τοῦ σημείου τούτου ὁ σημερινὸς πανηγυρισμός μας ἂς ἀπομακρυνθῇ, λοιπόν, ἀπὸ τοὺς σχηματικοὺς ἀφορισμοὺς καὶ τὰς αὐστηρὰς ἱστορικὰς καταγραφὰς τῆς Κλειοῦς• ἃς προστρέξωμεν μᾶλλον εἰς τοὺς προσιδιάζοντας πρὸς ἕν δοξαστικὸν μνημόσυνον Παιᾶνας καὶ τὰς ἐξαϋλωτικὰς καὶ τὰς ἀποπνευματωμένας μυστικὰς ἐξάρσεις τῶν δύο μελικῶν ἀπογραφέων τοῦ Ἔπους τῆς Παλιγγενεσίας. Τὸ ἱερὸν μέλος ἀκουόμενον κατὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην θὰ καταστήσῃ τὸν ἑορτασμὸν μᾶλλον κατανυκτικόν, διότι ἡ ὑψηλὴ ποίησις κατέχει τὸ δώρημα νὰ μεταθέτῃ τὸ παρελθὸν εἰς τὸν παρόντα χρόνον, νὰ καταδεικνύῃ τὴν ἄφθορον ἀθανασίαν παρῳχημένων, ἀλλὰ πάντοτε ζωτικῶς ἐνεργῶν, ἄθλων.

Καὶ πρῶτος ἂς συμπαρεδρεύσῃ μεταξύ μας ὁ Ἀνδρέας Κάλβος. Δὲν ἀποτελεῖ ἄστοχον ἰδέαν ὁ παραλληλισμὸς του πρὸς τὸν Πίνδαρον. Ὁ Πίνδαρος, διὰ νὰ ἐξάρῃ ἀγωνιστικοὺς θριάμβους, συνέδεε τοὺς δοξαστικοὺς παιᾶνας του πρὸς τὰς θεότητας, αἱ ὁποῖαι ἐδοξάζοντο εἰς τοὺς ἱεροὺς χώρους τῶν ἀγώνων, ἢ ἐπεκαλεῖτο τοὺς Ὀλυμπίους προκειμένου νὰ τιμήσῃ πρόσωπα ἀρχόντων. Προσέδιδεν οὕτω εἰς κάθε ὠδήν του ὑποβλητικὴν θρησκευτικότητα, καθιστῶν αὐτοὺς αἴνους πρὸς τὸ θεῖον καὶ συνάμα δοξολογίαν ἔργων ἀνδρῶν ἀξίων, εἰς τρόπον ὥστε ἑκάστη ὠδὴ ἐτελειοῦτο εἰς μεγαλοπρεπῆ ἑορταστικὴν σύνθεσιν.

Ὁ Ἀνδρέας Κάλβος, ἀφοῦ ἀνελίξῃ διὰ τῆς φιλοπάτριδος καὶ λατρευτικῆς φαντασίας του ἐνώπιόν του ὁλόκληρον τὸ πολύπτυχον τοῦ Ἀγῶνος, τὸ περιβάλλει διὰ φωτεινοῦ στεφάνου καί, φιλοτεχνῶν ἑκάστην εἰκόνα μετ' ἐνθουσιώδους περιτέχνου μανίας, συνδέει τὰ γεγονότα καὶ μεγαλουργήματα πρὸς τὴν ἑλληνικὴν φύσιν, τὰς θαλάσσας, τὰ ὄρη, τὰς νήσους, ἅπαντα ἐν ἐξαϋλώσει. Ἀλλὰ μήπως ἡ ἴδια αὐτὴ ὑπέροχος καὶ πραεῖα ἑλληνικὴ φύσις κατὰ τοὺς παλαιοὺς χρόνους δὲν εἶχε θεοποιηθῇ;

Ὁ φοβερὸς Κρονίων, ὁ φωτεινὸς Ἀπόλλων, ὁ Ὠκεάνειος Ποσειδῶν, ἡ Ἀθηνᾶ ἡ γλαυκῶπις προστάτις τοῦ Ἄστεως, ὁ πολεμικὸς Ἄρης, ἡ σκιερὰ Ἑκάτη, ἡ Ἄρτεμις τῶν δρυμῶν, ἡ Θέτις τῶν θαλασσῶν, ὁ ὀργιαστὴς Διόνυσος, ὁ ἀρκαδικος Πάν, ὅλοι μὲ συνοδούς των κατὰ σμήνη, τὰς Δρυάδας, τὰς Νηρηίδας, τὰς Μούσας, τὰς Χάριτας, τὰς Ἀμαζόνας, τοὺς Σατύρους, τοὺς Κάβειρους, ὁλόκληρον τὸ Πάνθεον τοῦτο προσωποποιεῖ καὶ θεοποιεῖ πᾶσαν ἄκραν τοῦ ὡραίου ἑλλαδικοῦ χώρου, χερσαίου, ὀρεινοῦ, νησιώτικου, ποταμίου ἢ θαλασσίου. Πρὸς τὰς θεότητας ταύτας προστρέχει καὶ ὁ Κάλβος συμπλέκων τὰ ἐθνικὰ κατορθώματα μετ' αὐτῶν εἰς τὰς ὠδάς του. Ἂς μὴ νομισθῇ ὅμως, ὅτὶ ὁ διάκοσμος οὗτος, ὁ ἀντλούμενος ἀπὸ τὴν ἐθνικὴν λατρείαν, ἀπομακρύνει τὸν ἐθνικὸν ποιητὴν ἀπὸ τὴν προσήλωσίν του πρὸς τὴν λατρείαν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς ὑπερμάχου Στρατηγοῦ. ἡ ἀδομένη εὐτολμία τῶν Ἑλλήνων δὲν ἔχει τὴν πηγήν της εἰς τοὺς Ὀλυμπίους. Αἱ ψυχαὶ καὶ αἱ καρδίαι τῶν ἀγωνιζομένων ἀλλοῦ εἶναι ἐστραμμέναι, προσβλέπουν πρὸς τὸ μέγα καὶ ἄσβεστον ἰδανικόν, τὴν συληθεῖσαν Καθέδραν τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, τὴν αἱματοβαφῆ μνήμην τοῦ Παλαιολόγου, τὴν παλαιὰν μαρμαρυγὴν τῆς Βασιλίδος. Ἀπὸ ἐκεῖ ἀντλοῦν τὸ θάρρος των. Καὶ τοῦτο δὲν παύει νὰ φωτίζη διὰ τοῦ μελιχροῦ τοῦ φωτὸς τὰς Καλβείους ὠδάς, χωρὶς αἱ ἔκπαγλοι στιγμιαῖαι ἀναλαμπαὶ τῶν Ἀπολλωνίων λαμπηδόνων νὰ ἐμποδίζουν τὴν τελικὴν κατάνυξιν τοῦ χριστιανικοῦ ἡμίφωτος, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐσχεδιάσθη καὶ ἐξυπηρετήθη ὁ ἀγών. Χωρὶς βεβαίως, εἰς τὸ ἀπώτερον βάθος, νὰ μὴ ἀχνοφέγγουν ἀμυδρῶς αἱ μνῆμαι τῶν ἀρχαίων κλεῶν. Δικαίως λοιπὸν αἱ ὑπερφυεῖς αὐταὶ συνθέσεις παραλληλίζονται πρὸς τὰς πινδαρικὰς ὠδάς, ὅπου τὸ θεῖον προσμιγνύμενον πρὸς τὸ ἀνθρώπινον, κατεργάζεται τὸ θαυμάσιον, τὰ μυστικὰ ἐκεῖνα ἀθλήματα, τὰ ὁποῖα συνθέτουν τὸ μέγα πολύπτυχον τοῦ νεωτέρου ἔπους τοῦ Γένους ἡμῶν, εἰς τὸ ὁποῖον ὀφείλομεν τὴν ἀκολουθήσασαν ἐλευθέραν ἐθνικὴν ὀντότητά μας. Ἂς ἀποτελέση τὸ ἄκουσμα ὑπὸ τὸν θόλον τοῦτον τοῦ μέλους τοῦ ποιητοῦ ἔναυσμα, πρὸς ἀναζωπύρησιν τῶν εὐγνωμόνων συναισθημάτων, τὰ ὁποῖα χρεωστοῦμεν εἰς ὅσους διὰ τοῦ αἵματός των μας ἐδώρησαν τὴν ποθητὴν ἐλευθερίαν.

Ἰδοὺ μερικοὶ τίτλοι τῶν ὠδῶν, ἄλλων ἀναφερομένων εἰς ἀφῃρημένας ἠθικὰς ἰδέας, ἄλλων εἰς συγκεκριμένας ἡρωικὰς τοποθεσίας τοῦ Ἀγῶνος, ἢ γεγονότα ἀθάνατα:

Εἰς Δόξαν, εἰς Θάνατον, εἰς Νίκην, εἰς τὴν Ἐλευθερίαν. Καὶ ἄλλαι ὠδαί, εἰς Χίον, εἰς Πάργαν, εἰς Ἀγαρηνούς, Ἡ Βρεταννικὴ Μοῦσα (ἀφιερωμένη εἰς τὸν Βύρωνα καὶ τὸ Μεσολόγγι), εἰς Σάμον, εἰς Σοῦλι, εἰς τὸν Ἱερὸν Λόχον. Ὅ,τι ἄξιον, ὅ,τι τίμιον ἔχει ὑμνηθῆ καὶ ὁ τόνος εἶναι ὁ ἐμπρέπων. Ὅλα τὰ καθ' ἕκαστα θέματα, τεχνηέντως τὰ συνδέει μὲ τὰ ὑπερούσια ὄντα, μὲ τὰ ὁποῖα ἡ κλασσικὴ τοῦ ποιητοῦ παιδεία τὰ εἶχε συνυφάνει, τοποθετοῦνται δὲ αἱ ἡρωικαὶ περιστάσεις τοῦ Ἀγῶνος ἀνάγλυφοι εἰς μαρμαρίνην πλάκα, λατρευτικαὶ ἀπεικονίσεις πράξεων ἀρίστων, διεπόμεναι πᾶσαι, παρὰ τὴν διακοσμητικὴν μεσολάβησιν τοῦ ἀρχαίου κάλλους, ἀπὸ τὴν ἀρραγῆ καὶ ἄσβεστον πίστιν εἰς τὸν Χριστὸν καὶ τὴν πάσχουσαν Πατρίδα. Διὰ τοῦ μεγαληγόρου τούτου τρόπου, κατέλειπεν εἰς ἡμᾶς ὁ ἐθνικὸς ψάλτης μνημεῖα ἐπάξια.

Ἂς ἀκουσθῶσι τώρα, ὡς ἀναβαθμοὶ ἀνάγοντες πρὸς τὰ ὑψηλὰ νοήματα, ἐπικλήσεις τινὲς τοῦ Ποιητοῦ:

Τὴν τῶν θεῶν φροντίδα,
Ἑλλὰς ἡρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεῖα πατρίδα μου,
νύκτα δουλείας σ' ἐσκέπασε,
νύκτα αἰώνων.

Ἀλλὰ τὴν νύκτα αὐτὴν τὴν σκοτεινὴν ἀκολουθοῦν ἄλλαι ἐπικλήσεις, διὰ τῶν ὁποίων προβάλλονται τὰ μέσα τῆς ἀποσείσεώς της. Ὁ ὑμνῶν τὴν δόξαν ψάλλει:

Ἔσφαλεν ὁ τὴν δόξαν
ὀνομάσας ματαίαν
καὶ τὸν ἄνδρα μαινόμενον
τὸν πρὸ τοιαύτης καίοντα
θεᾶς τὴν σμύρναν.

Δίδει αὐτὴ τὰ πτερὰ
καὶ εἰς τὸν τραχύν, τὸν δύσκολον
τῆς Ἀρετῆς τὸν δρόμον
τῶν ἀνθρώπων τὰ γόνατα
ἰδοὺ πετάουν.

Μικρὰν ψυχήν, κατάπτυστον,
κατάπτυστον καρδίαν
ἔτυχ' ὅστις ἀκούει
τῆς δόξης τὴν παράκλησιν
καὶ δειλιάζει.

Καὶ πάλιν ἑτέρα Ὠδή, εἰς Ἐλευθερίαν, ἐπικαλεῖται τὴν τὰ πάντα δυναμένην Ἀρετὴν:

Ὦ Ἀρετή! πολύτιμος
θεά, σὺ ἠγάπας πάλαι
τὸν Κιθαιρῶνα, σήμερον
τὴν γῆν μὴ παραιτήσῃς,
τὴν πατρικήν μου.

Διὰ νὰ προτρέψῃ, ὡς ὁ πάλαι διὰ τοῦ «Ἴτε, παῖδες Ἑλλήνων», πρὸς τὸν θαρραλέον ἀγῶνα ψάλλει:

. .. Τρέξατε δεῦτε
οἱ τῶν Ἑλλήνων παῖδες•
ἦλθ' ὁ καιρὸς τῆς δόξης,
τοὺς εὐκλεεῖς προγόνους μας
ἂς μιμηθῶμεν.

Καὶ στίχοι, ὠθοῦντες πρὸς τὴν κατάνυξιν, ἂς προτρέψουν ἡμᾶς, τοὺς ἐδῶ παρόντας, εἰς σεβασμὸν τῆς μνήμης τῶν ἡρώων:

Εἰς τοῦτον τὸν ναόν,
τῶν πρώτων Χριστιανῶν
παλαιότατον κτίριον,
πῶς ἦλθον; πῶς εὑρίσκομαι
γονατισμένος;

Ἐδὼ σίγα• κοιμῶνται
τῶν ἁγίων τὰ λείψανα•
σίγα ἐδώ, μὴ ταράξῃς
τὴν ἱερὰν ἀνάπαυσιν
τῶν τεθνημένων.

Καὶ ἕνα κρύον φωτίζει
λευκόν, σιγηλὸν μάρμαρον•
σβησθὲν λιβανιστήριον,
κερία σβηστὰ καὶ κόλυβα
ἔχει τὸ μνῆμα
Ὦ παντοδυναμώτατε!...

. . . λείπει
ἡ ἀναπνοή μου!

Ἐνῷ ἀλλαχοῦ θρηνῶν ἀλλὰ καὶ δοξάζων τὸν Βύρωνα συμπλέκει τὸ ὑποκειμενικόν, ἀνθρώπινον συναίσθημα, πρὸς τὴν ἠθικὴν ἰδέαν, ἥτις μεταβάλλει τὸν κλαυθμὸν εἰς σπονδήν, καὶ καταλήγει, καλῶν εἰς ἅμιλλαν:

Ἀνήρ κατὰ τὸν φύσεως
νόμον τὸν ἄνδρα κλαίω•
δὲν χύνονται τὰ δάκρυα
ματαίως ἐπὶ τὸν τάφον
τῶν εὐδοκίμων.

Ἡμεῖς ὅμως χηρεύομεν.
Τὰς θλίψεις θεραπεύει
καὶ ἄγει ὁ θρῆνος εἰς ἅμιλλαν
ἀρετῆς τὴν φιλόδοξον
σπορὰν τοῦ ἀνθρώπου.

Τὸ ἀξιοθαύμαστον εἰς τὴν ἡρωικὴν ὑμνολογίαν τοῦ Κάλβου, τὸ ὁποῖον ἐπιρρωννύει τὸν παραλληλισμὸν πρὸς τὸν Πίνδαρον, εἶναι αἱ περίτεχνοι ἐναλλαγαὶ τῆς ποιητικῆς προσφορᾶς του, διὰ μέσου τῆς κλασσικῶς ἰδιοτύπου μετρικῆς τῶν στροφῶν του, ποικιλίας μορφῶν, διὰ τῶν ὁποίων τελειοῦται ἡ αἰσθητὴ σύνθεσις: ὁτὲ μὲν ἡ ὠδὴ ἐκσπᾶ εἰς ἐπίγραμμα, ὁτὲ δὲ εἰς ἠθικὸν ἀφορισμόν, ὁτὲ εἰς προτρεπτικὸν κέλευσμα, ὁτὲ δὲ πάλιν εἰς ἀπόφθεγμα, πάντοτε ὅμως τὸ σπέρμα, ὁ πυρὴν τῆς ὠδῆς παραμένει μεστός, ὡς ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ὁμολογεῖ καὶ ὁμολογῶν διδάσκει, μεστὸς ἀπὸ «αἰσθήσεις ὑψηλονόους». Ἐπιτυγχάνεται δὲ τοῦτο τὸ θαυμάσιον δώρημα τῆς καθαρᾶς τέχνης: ἐπιγράμματα, ἀποφθέγματα, προφητικαὶ ὑποθῆκαι, ἠθικὰ διδάγματα, πολεμιστήρια σαλπίσματα, ἔννοιαι ἅπασαι σμιλευμέναι εἰς μορφὰς ἀρχαϊκῶν ἀναγλύφων ἐξηγγελμέναι διὰ γλωσσικοῦ ἰδιώματος ἐντελῶς προσωπικοῦ καὶ ἀπολύτως ἡρμοσμένου, οὐδέποτε λησμονοῦν ὅτι ἀποτελοῦν ἅπαντα στοιχεῖα τέχνης, οὕτως ὥστε τὸ τελικῶς ἐπιβαλλόμενον καὶ ὑποβάλλον καταλήγει νὰ εἶναι ἡ αἰσθητικὴ μετουσίωσις. Θὰ ἀρκέσῃ διὰ νὰ καταδείξῃ τοῦτο ἡ μνεία καὶ μόνη τῆς πενταστίχου στροφῆς, διὰ τῆς ὁποίας περαίνεται ἡ θαυμασία ὠδὴ εἰς τὰ ἐρημωθέντα Ψαρά, σύμβολον αἰώνιον τραγικοῦ μεγαλείου καὶ καθαρῶς ἑλληνικῆς θυσίας. Ἡ ὠδὴ καταλήγει ὡς ἑξῆς:

Ἐπὶ τὸ μέγα ἐρείπιον
ἡ ἐλευθερία ὁλόρθη
προσφέρει δύο στεφάνους•
ἕν’ ἀπὸ γήϊνα φύλλα,
κ’ ἄλλον ἀπ' ἄστρα.

Ἡ ἱερατικοῦ καὶ τελετουργικοῦ μεγαλείου εἰκών, ὅπου ἀνθρωπίνη ψυχὴ δὲν ἔχει ἀπομείνει ἀλλὰ μόνη λειτουργός, θεοποιημένη, προσέρχεται ἡ ἐλευθερία, ἐπισφραγίζει τὴν τετελειωμένην θυσίαν, διὰ τῆς διπλῆς προσφορᾶς της, ὑπὸ μορφὴν δύο στεφάνων, ἑνὸς δηλοῦντος τὴν ἐσαεὶ εὐγνώμονα ἀνάμνησιν τῶν Ἑλλήνων, καταθετόντων τὰ γήινα φύλλα καὶ τοῦ ἑτέρου οὐρανίου, ἀποθεωτικοῦ, στεφάνου ἐξ ἀστέρων. Καὶ ταῦτα τελοῦνται ἐπὶ τὸ «μέγα ἐρείπιον». Πῶς διὰ δύο μόνον λέξεων μετατιθέμεθα ἐνώπιον ἑνὸς ἀθανάτου χώρου. Εὐτυχὴς ἡ ἠρημωμένη ράχις τῶν Ψαρῶν, ἡ ἀποτελέσασα ἕν ἐκ τῶν τιμιωτέρων συμβόλων τοῦ Ἀγῶνος, εὐτυχὴς διότι μετετέθη εἰς τὴν ἀθανασίαν μέσῳ τῆς ἀφθάστου κάλλους ἀπεικονίσεως καὶ ἐξυμνήσεως δύο ἐκ τῶν μεγίστων ἡμῶν ποιητῶν, τοῦ Κάλβου καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ μόνη ἡ στροφὴ αὐτὴ θὰ ἤρκει διὰ νὰ καταδείξῃ, πῶς τὰ ποικίλα στοιχεῖα, αἱ ποικίλαι μορφαὶ αἱ ἐκτυλισσόμεναι μέσῳ τῶν ὠδῶν τοῦ Κάλβου, δύνανται νὰ καταλήξουν προσμιγνυόμεναι, εἰς ἐπίτευγμα ἀπολύτου αἰσθητικῆς λιτότητος ὑψηλῆς καθαρᾶς ποιήσεως, διεπομένης ἀπὸ τοὺς αὐστηροὺς νόμους τῆς ὑψηλονόου αἰσθήσεως. Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο: πόσον, ὄντως, τὰ μεγάλα ἰδανικὰ καὶ αἱ ἡρωικαὶ θυσίαι τῶν μαρτύρων τῆς ἐλευθερίας ἀπετέλουν τότε πηγὰς ἀληθοῦς καὶ ὑψηλῆς ποιήσεως. Αἰσθάνομαι λίαν πτωχὰ τὰ ἐκφραστικά μου μέσα καὶ φοβοῦμαι ὅτι δὲν κατώρθωσα νὰ μεταδώσω τὸ μεγαλεῖον τῆς μιᾶς καὶ μόνης στροφῆς τῶν Ψαρῶν, ὅπου ἡ ἀμίαντος Τέχνη προσέφερε μνημεῖον ἐπάξιον, ἀνώτερον οἱουδήποτε ἡρώου, διὰ τοῦ ὁποίου δοξολογεῖται μία κυριαρχικὴ πτυχὴ τοῦ Ἀγῶνος, ἐνσωματοῦσα ὁλόκληρον τὸ πολύεδρον τῆς Ἐθνεγερσίας, κλείουσα, διὰ μιᾶς ἱερουργίας, ὁλόκληρον τῶν Ἑλλήνων τὸ Γένος.

Πρὶν προσφύγω εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ ἑτέρου συμπαρέδρου τοῦ πανηγυρισμοῦ μας, διὰ νὰ ὁλοκληρωθῇ τὸ εὐλαβὲς συλλείτουργον τοῦ σημερινοῦ ἑορτασμοῦ, θὰ ἐπεθύμουν νὰ μνημονεύσω, ὡς ἀκροτελευτίους δύο ἀκόμη στροφὰς τοῦ Κάλβου, ἐν ταῖς ὁποίαις ἐπισείεται ὡς φόβητρον καὶ αἰωνία παραίνεσις πρὸς ἀποτροπήν, τὸ φάσμα, τὸ ὁποῖον τόσα δεινὰ ἐπεσώρευσε καὶ ἐπισωρεύει ἀπὸ τῶν παναρχαίων χρόνων εἰς τὴν φυλήν μας.

Ἀφοῦ ὁ ποιητὴς ἀποδώσῃ τὸν δίκαιον θαυμασμὸν ἐξαίρων τὴν τόσα ἐπιτυχοῦσαν ἑλληνικὴν ἀρετὴν διὰ στροφῶν ὡς ἑξῆς:

Ὦ Ἕλληνες, ὦ θεῖαι
ψυχαί, ποὺ εἰς τους μεγάλους
κινδύνους φανερώνετε
ἀκάμαντον ἐνέργειαν
καὶ ὑψηλὴν φύσιν

καταλήγει εἰς τὴν στροφήν, ὅπου διαβλέπει τὸν ἀπειλοῦντα μέγα κίνδυνον, τὸν ἀμαυροῦντα κλέη καὶ δόξας καί, μὲ αὐτοκαταλυτικὴν δύναμιν, τὸν καθιδρύοντα τὸ πνεῦμα τῆς καταστροφῆς. Ἰδοὺ οἱ στίχοι:

Μεγάλη, τρομερή,
μὲ τὰ φτερὰ ἁπλωμένα,
καθὼς ἀετὸς ἀκίνητος,
κρέμεται 'ς τὸν ἀέρα
'ψηλά ἡ Διχόνοια

Πόση ἀληθῶς πικρὰ πεῖρα καταδεικνύει τὴν αἰωνίαν ἀλήθειαν τοῦ φοβεροῦ ἀετοῦ. Εἶναι ἀξία ἰδιαιτέρας μνείας ἡ σύμπτωσις τῶν δύο μεγίστων ποιητῶν τῆς Ἐθνεγερσίας, εἰς τὴν καθ' ὑψηλὸν τρόπον ἐξύμνησιν ἀφ' ἑνός τῆς καταστροφῆς τῶν Ψαρῶν, καὶ ἀφ' ἑτέρου εἰς τὴν προβολὴν τῆς ἀπειλῆς τῆς ὑπονομεύσεως τοῦ Γένους ἀπὸ τὴν Διχόνοιαν.

Ἡ μνεία τῆς διπλῆς ταύτης συμπτώσεως ἂς σημάνῃ καὶ τὴν μετάβασίν μας εἰς τὸ ἕτερον κλῖμα, ὅπου κυρίαρχος θὰ εἶναι ἐφεξῆς ἡ μορφὴ τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ.

Πόσον πλούσιαι ἐν τῇ πολυμορφίᾳ των, πόσον ἀνεξάντλητοι εἶναι αἱ προσφοραὶ τῆς Τέχνης!

Con altra voce, con altro velo

κατὰ τὸν στίχον τοῦ προδρόμου τῆς Ἀναγεννήσεως, τοῦ Dante, ἐμφανίζονται οἱ δύο δημιουργοί. Πράγματι ἐντελῶς μὲ φωνὴν ἄλλην, μὲ ἄλλον χιτῶνα, προσέρχεται ἐνώπιόν μας, ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν Κάλβον, ὁ Διονύσιος Σολωμός.

Ἀντιπαρέρχομαι ἐπὶ τοῦ παρόντος τὴν πρώτην αὐτοῦ ποιητικὴν δημιουργίαν, ἐπιθυμῶν νὰ ἐμφανίσω τὸν ἐπιτελέσαντα τὸ θαῦμα τῆς μετουσιώσεως τῆς ὕλης εἰς πνεῦμα. Ὅπως ὁ Χριστιανὸς λειτουργὸς διὰ τῆς ἱερωσύνης του μετουσιοῖ τὸν προσφερόμενον ἄρτον καὶ οἶνον τῆς θυσίας εἰς Σῶμα καὶ Αἷμα Κυρίου, ὁμοίως ὁ χωρήσας ἐπὶ τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια Ποιητὴς ἐπέτυχε τὸ ἀκατόρθωτον: ὅ,τι ὑλικόν, ὅ,τι γήϊνον, ὅ,τι ἀνθρώπινον, ὅ,τι ἀπετέλει δρᾶσιν, κλαγγὴν ξιφῶν, γδούπους πυροβόλων, ποταμοὺς αἱμάτων, μαῦρον θάνατον, σθένος πολεμιστήριον, μέσῳ τῆς αἰσθητικῆς μαγγανείας τοῦ ποιητοῦ ἔπαυσε νὰ ἔχῃ τὴν ὑλικήν του ὑπόστασιν καί, μετατεθὲν εἰς σφαίρας ἐξάρσεως καὶ ἀΰλους, δέχεται τὴν φωταύγειαν φωτὸς μεταφυσικοῦ, λάμψεως Θαβωρείου καὶ μετουσιοῦται εἰς χοροὺς ψυχῶν ἁγίων, καθοσιοῦται μεταξὺ τῶν ὑπερουσίων τάξεων, καὶ προτίθεται εἰς ζωηρὸν πλέον θρησκευτικὸν προσκύνημα. Νικᾶται ἡ τῆς φύσεως τάξις, νικᾶται ἡ Ἱστορία, μεταγραφομένων τῶν γεγονότων της εἰς δέλτους λιθίνους, ὡς ὁ Δεκάλογος τοῦ Σαβαώθ, περιλαμβάνεται, πρὸς λατρείαν ἐσαεί, εἰς Βίβλον ἔχουσαν θεϊκὴν τὴν ἐμπνοήν.

Ὅταν φθάσῃ εἰς τοιαύτην ἐνοραματικὴν δύναμιν, ὁ μυστικὸς οἶστρος ἀγνοεῖ τὰ ἐπὶ μέρους συντελούμενα, τὰ ἐξαλείφει ἀπὸ τὴν μνήμην του, συγκεντρῶν ὅλην τὴν προσήλωσιν εἰς ἕν καὶ μόνον ὅραμα τοῦ Πνεύματος, διὰ τοῦ Λατρευτικοῦ Λόγου, τοῦ ὑπερβαίνοντος τὰ αἰσθητῶς συναγόμενα, μετουσιοῖ καὶ ἐγκαθιδρύει μεταξὺ τῶν αἰωνίων, τῶν ὑπερβατικῶν, τῶν καθωσιωμένων οὐσιῶν. Συντελεῖται κάτι, διὰ νὰ προσφύγω εἰς παράλληλον εἰλημμένον ἐκ τῆς λατρείας, ὅπως ὁ ὑλικὸς κόκκος τοῦ λιβανωτοῦ, τοῦ θυμιάματος, ὁ ὁποῖος ἐνέχει μὲν τὰς μυστικάς του ἰδιότητας, ἀλλὰ κεκαλυμμένας. Ὁ λιβανωτός, πυρούμενος διὰ τῆς μεσολαβήσεως τοῦ ἀνημμένου ἄνθρακος, μετουσιοῦται εἰς νέφος καλῦπτον ὁλόκληρον τὸν ναόν, προετοιμάζον τὴν ἐπιφάνειάν τῆς Δόξης τοῦ Κυρίου, καὶ ἀναδίδει τὴν προσευχὴν ὀσμὴν εὐωδίας πνεύματος. Κάτι ἀνάλογον κατειργάσθη, καθ' ὅλην τὴν διαδικασίαν τῆς ποιητικῆς του πορείας, ὁ Σολωμὸς κατὰ τὴν κρίσιμον αὐτῆς καὶ κυρίαν φάσιν.

Συνεκέντρωσεν ἀκέραιον τὸ λατρευτικόν του πάθος εἰς μίαν καὶ μόνην σκηνήν, ἀπὸ τὰ πολυάριθμα καὶ κατεσπαρμένα τοπικῶς καὶ χρονικῶς θέατρα τοῦ ἐθνικοῦ Ἀγῶνος, εἰς μόνον τὸ Μεσολόγγι καὶ τὴν μέσῳ αὐτοῦ ἔξαρσιν καὶ τραγικὴν κάθαρσιν, καὶ αὐτὸ ἀνέδειξεν ὡς ἱερὰν προσφορὰν ἐγκλείουσαν μυστηριακῶς τὸ μέγα Ἔπος, τὴν ἀθάνατον Ἐλλάδα.

Ἀληθῶς ποιητικὴ κοσμογονία συνετελεῖτο ἐντὸς τῆς ψυχῆς τοῦ ποιητοῦ, ὅταν, ἀπὸ τῆς παραλίας τῆς νήσου του, ἀντικρύζῃ τὸ ἀγωνιῶν καὶ φλεγόμενον ἐθνικὸν προπύργιον• ἐδονεῖτο ψυχικῶς ἀπὸ τὰ κροτοῦντα πυροβόλα τῶν ἀπίστων, συνέπασχεν ἀναλογιζόμενος τὰ δεινὰ τῶν ἐγκλείστων ἡρώων, ηὔχετο καὶ προσηύχετο.

Καὶ ὁ μὲν ἄνθρωπος, ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος, συνώψιζε τὰ αἰσθήματά του μὲ τὴν συμπάσχουσαν ἀπὸ καρδίας ἀναφώνησιν:

«Καϋμένο Μεσολόγγι».

Ἡ ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ὅμως θεία οὐσία ἔπλαθεν ἤδη τὰ μεγάλα ὁράματα, ἐκεῖνα μὲ τὰ ὁποῖα συνέθετεν ἀγωνιωδῶς, προσθέτων ἐν σοφίᾳ λίθον πρὸς λίθον, τὸ ὑπερούσιον οἰκοδόμημα, τοὺς Ἐλεύθερους Πολιορκημένους.

Ποίημα ὑπὸ τὴν τελείαν μορφήν, δημιουργία ἀκεραία, δὲν μᾶς παρεδόθη. Τί πρὸς τοῦτο ὅμως; ὁ Ποιητὴς μᾶς προσέφερε διὰ τῆς μεταδόσεως τῆς ὅλης του ἀγωνιώδους ποιητικῆς πορείας, τῶν σχεδιασμάτων του, τοῦ ὁλονὲν καὶ τελειότερον μορφουμένου δράματός του, τῶν ἀποσπασματικῶν του ἐπιτευγμάτων, τὸ ἱερατικώτερον, τὸ πνευματικώτερον ποιητικὸν δημιούργημα, τὸ ὁποῖον, ὅστις τὸ παρακολουθεῖ καὶ τὸ στοχάζεται, πείθεται ὅτι τοῦτο δὲν ὑπῆρξεν ἔργον ὑλικοῦ ἀνθρώπου, ἀλλ' ὑπαγόρευσις θεία, φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ. Τὰ κινούμενα πρόσωπα δὲν εἶναι πλέον ἄνθρωποι ἀλλὰ ψυχαὶ ἄυλοι. Αἱ συγκρουόμεναι δυνάμεις, δὲν εἶναι ἀνθρώπιναι, ἀλλὰ ἐπουράνιοι, ἀναμὶξ καὶ δαιμονικαὶ ἐπιφοιτήσεις, οἱ τόποι δὲν εἶναι πέτραι, γῆ, ρύακες, χωρία, ἀλλ' ἀναμὶξ παράδεισοι καὶ κολάσεις. Οὔτε Μαρτυρολόγιον θὰ ἠδύνατο νὰ ὀνομάσῃ κανεὶς τὸ Σολωμικὸν αὐτὸ ὅραμα, διότι εἰς τοὺς Βίους τῶν μαρτύρων τῶν Συναξαρίων ἱστοροῦνται κυρίως τὰ σαρκικὰ μαρτύρια, ἡ θηριωδία τῶν ἀπίστων, ἡ καρτερία καὶ ἡ πίστις τῶν ἁγίων, δὲν ἐξαίρονται ὅμως ἐπαρκῶς ἡ ἀκολουθοῦσα θεωτικὴ δόξα, καὶ ἡ συνουσία μὲ τὰς θεότητας καὶ τοὺς Ἀγγέλους. Ἐνῷ εἰς τὸν Ὕμνον τῶν Πολιορκημένων, χωρὶς νὰ παραλείπεται ἡ ὅλη λιτάνευσις τῶν παθῶν, αἱ ἀντιμαχόμεναι δυνάμεις, τὸ σθένος καὶ ἡ πίστις, τὸ ὅλον ἐν τούτοις πνεῦμα τῆς ποιητικῆς δημιουργίας σφραγίζεται ἀπὸ κάτι τὸ ἄυλον, εἶναι θεωτικὴ ἡ κατάληξις καὶ πλήρως τετελεσμένη ἡ προσφορά. Ἐπὶ τοῦ συμπλέγματος τῶν παθῶν ἐπιχέεται, ὡς τὸ ἅγιον Μῦρον, τὸ πραϋντικὸν ἔλεος.

Ἀλλ' ἂς προστρέξωμεν εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ ἱερὸν κειμήλιον, πού μᾶς ἀφῆκεν αἰωνίαν κληρονομίαν ὁ Ὁμολογητὴς τοῦ Ἀγῶνος καὶ σμιλευτὴς συνάμα τῆς δραματικωτέρας συμπυκνώσεως εἰς πρότυπον τέχνης τῆς ἱερότητός του. Σπανιώτατον, ἂν μὴ μοναδικὸν εἶναι τὸ φαινόμενον εἰς τὴν παγκόσμιον ποιητικὴν δημιουργίαν ὅλων τῶν αἰώνων, ὡρισμένοι κατεσπαρμένοι καθοδηγητικοὶ στοχασμοὶ τοῦ ποιητοῦ πρὸς ἑαυτόν, τρία ἡμιτελῆ σχεδιάσματα, καὶ ἀκατέργαστοι μερικοὶ στίχοι, μεμονωμένοι ἢ καὶ ἡμιστίχια νὰ συγκροτοῦν καὶ νὰ ὀρθώνουν, ἐν τῇ ἀποσπασματικότητί των καὶ τῇ ἀτελείᾳ των, ἕν ἐκ τῶν τελειοτέρων ἀριστουργημάτων, ἰσότιμον, οὔτε ὀλίγον οὔτε πολύ, πρὸς τὸ τραγικὸν μεγαλεῖον τοῦ Αἰσχυλείου Προμηθέως.

Εἰς τὰ κωδικοποιημένα Σολωμικἀ Ἅπαντα προηγοῦνται οἱ Στοχασμοὶ τοῦ ποιητοῦ, περιέχοντες τοὺς αὐστηροὺς αἰσθητικοὺς καὶ ἠθικοὺς κανόνας, τοὺς ὁποίους ὁ ἴδιος, κατόπιν μόχθου, καθισταμένου εὐθὺς αἰσθητοῦ, ἐνομοθέτησε καὶ ἐπέβαλεν εἰς ἑαυτόν, καὶ τοὺς ὁποίους πιστῶς ἠκολούθησε κατὰ τὴν ἐπεξεργασίαν τῶν Ἐλευθέρων Πολιορκημένων. Ἀλλ' ἂς ἀκουσθῇ ἡ συγκινοῦσα, ὑπὲρ πάντα ἄλλον λόγον, αὐθεντία τοῦ στοχασμοῦ τοῦ ἰδίου τοῦ Σολωμοῦ. Προτάσσει εἰς τὸν ἑαυτόν του: «Ἐφάρμοσε εἰς τὴν πνευματικὴν μορφὴν τὴν ἱστορίαν τοῦ φυτοῦ, τὸ ὁποῖον ἀρχίζει ἀπὸ τὸν σπόρο καὶ γυρίζει εἰς αὐτόν, ἀφοῦ περιέλθη, εἰς βαθμοὺς ξετυλιγμοῦ, ὅλες τὲς φυτικὲς μορφές, δηλαδὴ τὴ ρίζα, τὸν κορμό, τὰ φύλλα, τ' ἄνθη καὶ τοὺς καρπούς. Ἐφάρμοσέ την ... καὶ πρόσεξε ὥστε τοῦτο τὸ ἔργο νὰ γίνεται δίχως ποσῶς νὰ διακόπτεται».

Κι' ἐξακολουθεῖ ἐπεξηγῶν: «Μία μεστὴ καὶ ὡραία δημιουργία ἰδεῶν, αἱ ὁποῖες νὰ παρασταίνουν οὐσιαστικὰ τὸν εἰς τὰς αἰσθήσεις ἀόρατο Μονάρχη». (Ὁ Μονάρχης, κατὰ τὸν Σολωμόν, εἶναι ὁ κυρίαρχος λόγος, ὁ διέπων Νοῦς) .

Καὶ συνεχίζει: «Τότε εἶναι ἀληθινὸ ποίημα. Ὁ Μονάρχης ὅπου μένει κρυμμένος γιὰ τὲς αἰσθήσεις καὶ γνωρίζεται μόνον ἀπὸ τὸ πνεῦμα, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἐγεννήθηκε, εἶναι ἔξω ἀπὸ τὴν περιφέρεια τοῦ Καιροῦ. Ἀλλὰ μία δημοκρατία ἰδεῶν ἐνεργεῖ αἰσθητὰ μέσα εἰς τὰ ὅρια τοῦ Καιροῦ».

Ὁ ἀφορισμὸς αὐτός μᾶς διδάσκει τὴν αἰσθητικὴν συνύπαρξιν μεταξὺ αἰσθητῶν ἰδεῶν καὶ τῶν κεκρυμμένων ὑπερβατικῶν ὑπερουσίων, διὰ τῆς ἐντέχνου δὲ συμμίξεως ἀμφοτέρων ἀναλάμπει τὸ ἔκπαγλον καλλιτέχνημα. Ἀλλ' ἂς προχωρήσωμεν καὶ εἰς τὸ ἑπόμενον, τὸ πολυσήμαντον καὶ βαρυσήμαντον:

«Σκέψου βαθειὰ καὶ σταθερὰ (μία φορὰ γιὰ πάντα) τὴ φύση τῆς Ἰδέας, πρὶν πραγματοποίησης τὸ ποίημα. Εἰς αὐτὸ θὰ ἐνσαρκωθῆ τὸ οὐσιαστικώτερο καὶ ὑψηλότερο περιεχόμενο τῆς ἀληθινῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ Πατρίδα καὶ ἡ Πίστις. Ὁ θεμελιώδης ρυθμὸς τοῦ ποιήματος ἂς εἶναι τὸ Κοινὸ καὶ τὸ Κύριο συρριζωμένα καὶ ταυτισμένα. Ἂς ἐργάζεται τὸ ποίημα γιὰ τὴν ἀληθινὴ οὐσία, ἀλλ' εἰς τρόπον ὥστε νὰ μὴ τὸ καταλάβουν εἰμὴ οἱ νόες οἱ γυμνασμένοι καὶ βαθεῖς».

Εἰς τὸ ποίημα τοῦ Χρέους (Χρέος, ἂς σημειωθῇ, ἦτο εἷς ἐκ τῶν τίτλων τοὺς ὁποίους εἶχε στοχασθῆ ὁ Ποιητής, πρὶν καταλήξῃ εἰς τὸν ὁριστικὸν τίτλον «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι») , μακρυνὴ πρέπει νὰ εἶναι ἡ φρικτὴ ἀγωνία μέσα εἰς τὴν δυστυχίαν καὶ τοὺς πόνους, ὅπως ἐκεῖ «φανερωθῆ ἀπείρακτη καὶ ἅγια ἡ διανοητικὴ Παράδεισος».

«Εἰς τὸν πάτο τῆς εἰκόνος πάντα ἡ Ἑλλάδα καὶ τὸ μέλλον της ἀπὸ πόνο περνᾶνε σὲ πόνο, ἕως τὸν ἄκρο πόνο, τότε ἔτρεξε ἡ θάλασσα καὶ ἡ ψυχή τους ἔπλεε εἰς τὴν πίκρα κι' ἐτρέκλυζαν ὡσὰν μεθυσμένοι. Τότε ὁ ἐχθρός τοὺς ζητάει ν' ἀλλαξοπιστήσουν. Ὁ Ἅγιος Αὐγουστῖνος λέγει ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ καθέδρα τῆς ἀληθινῆς σοφίας ἐπειδὴ ὅσα ὁ Ἰησοῦς εἰς τρεῖς χρόνους ἐδίδαξε μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, ὅλα τὰ ἀνακεφαλαίωσε εἰς τρεῖς ὧρες ἀπάνου εἰς τὸν σταυρό. Ἔντονες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες ξετυλίγονται εἰς φυσικοεθνικὰ ὄργανα, δυνάμεις μεγάλες κάθε λογῆς οἱ ὁποῖες ἐμψυχώνουν μὲ τὴν ἐνθύμηση τῆς περασμένης δόξας. Ἡ μικρὰ γῆ, ἕως τότε δίχως δόξα, δίχως ὄνομα, διὰ μιᾶς ὑψώνεται εἰς τὸ ἄκρον τῆς δόξας. Τὸ ποίημα ἂς ἔχη ἀσώματη ψυχή, ἡ ὁποία ἀπορρέει ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ἀφοῦ σωματοποιηθῆ εἰς τὰ ὄργανα καιροῦ, τόπου, ἐθνικότητος, γλώσσης, μὲ τοὺς διαφορετικοὺς στοχασμούς, αἰσθήματα, κλίσεις κ.ἅ. (ἂς γένη ἕνας μικρὸς σωματικὸς κόσμος) , τέλος ἐπιστρέφει στὸ Θεό».
Ἐφαρμόζων τὴν ποιητικὴν αὐτὴν διαδικασίαν ὁ Σολωμὸς συμπυκνώνει ὅλα αὐτὰ τὰ πολυσύνθετα νοήματα εἰς τοὺς ἐπιγραμματικοὺς αὐτοὺς στίχους:

Σὲ βυθὸ πέφτει ἀπὸ βυθὸ ὥς που δὲν ἦταν ἄλλος
Ἐκεῖθ' ἐβγῆκε ἀνίκητος.

Καὶ ἐπανερχόμενος εἰς τὰς πρὸς ἑαυτὸν ἐπιταγὰς συνοψίζει: «Κοίταξε νὰ σχηματίσης βαθμηδὸν ὡσὰν μίαν ἀναβάθρα ἀπὸ δυσκολίες τὶς ὁποῖες θὰ ὑπερβοῦν ἐκεῖνοι οἱ Μεγάλοι, μὲ ὅσα οἱ αἰσθήσεις ἀπορροφοῦν ἀπὸ τὰ ἐξωτερικά, τὰ ὁποῖα ἢ τοὺς τραβοῦν μὲ τὰ κάλλη τους, ἢ τοὺς βιάζουν μὲ τὴν ἀνάγκη καὶ μὲ τὸν πόνο, ἕως εἰς τὴν βεβαιότητα τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἐξαιρέτως μὲ τὴν ἐνθύμηση τῆς περασμένης δόξας. Ὅλα αὐτὰ ὁσο μεγαλύτερα εἶναι καὶ πλέον διάφορα, εἰς τόσο ὑψηλότερον στυλοπόδι σταίνουν τὴν Ἐλευθερία, μεστὴ ἀπὸ τὸ Χρέος, δηλαδὴ ἀπὸ ὅσα περιέχει ἡ Ἠθική, ἡ Θρησκεία, ἡ Πατρίδα, ἡ Πολιτικὴ καὶ ἄλλα».

Ὁλόκληρον τὸ ποιητικὸν καὶ πνευματικὸν κατόρθωμα τοῦ Σολωμοῦ, νὰ περικλείσῃ εἰς τοὺς διασπάρτους αὐτοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ ἡμιτελῆ ἀποσπασματικὰ σχεδιάσματα τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ἀγῶνος ἀκεραίου, συνοψίζεται εἰς τοὺς ἀκροτελευτίους αὐτοὺς στοχασμούς.

«Κάμε ὥστε ὁ μικρὸς Κύκλος, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον κινιέται ἡ πολιορκημένη πόλη, νὰ ξεσκεπάζη εἰς τὴν ἀτμοσφαίρα του τὰ μεγαλύτερα συμφέροντα τῆς Ἑλλάδος, τόσο γιὰ τὴν ὑλικὴ θέση, ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἠθικὴ θέση, δηλαδὴ τὰ μεγαλύτερα συμφέροντα τῆς ἀνθρωπότητος. Τοιουτοτρόπως ἡ ὑπόθεσις δένεται μὲ τὸ παγκόσμιο σύστημα. Ἰδὲ τὸν Προμηθέα καὶ ἐν γένει τὰ συγγράμματα τοῦ Αἰσχύλου. Νὰ φανῆ καθαρὰ ἡ μικρότης τοῦ τόπου καὶ ὁ σιδερένιος καὶ ἀσύντριπτος κύκλος ὅπου τὴν ἔχει κλεισμένη. Τοιουτοτρόπως ἀπὸ τὴν μικρότητα τοῦ τόπου, ὁ ὁποῖος παλεύει μὲ μεγάλες ἐνάντιες δυνάμεις, θέλει ἔβγουν οἱ Μεγάλες Οὐσίες». Καὶ καταλήγει:

«Μεῖνε σταθερὸς εἰς τούτη τὴν ὑψηλὴ θέση».

Καὶ ἐκεῖνος μὲν Ἔμεινε σταθερὸς καὶ μᾶς παρέδωσε, μαζὶ μὲ τὸ ἀριστούργημά του ὁλόκληρον τὴν ψυχήν του, εἰς ἡμᾶς ἀπόκειται ἀπ' αὐτὰ τὰ ὑψιπετῆ διδάγματα ὡς νόες γυμνασμένοι καὶ βαθεῖς, κατὰ τὸν λόγον τοῦ ποιητοῦ, ν' ἀντλῶμεν συνεχῶς τὸ σθένος πρὸς τὰ Μεγάλα, τὴν καρτερίαν εἰς τὸν πόνον καὶ τὴν προσπέλασιν πρὸς τὸ Κάλλος.

Μετὰ τοὺς στοχασμούς, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστον αἰσθητικὸν καὶ ψυχικὸν σχολιασμὸν αὐτοῦ τούτου τοῦ δημιουργοῦ των τοῦ καθαυτὸ λυρικοῦ μέρους τοῦ ποιήματος, ἂς εἰσέλθω ἐπ' ὀλίγον εἰς αὐτὸ τοῦτο τὸ κύριον ποιητικὸν σῶμα, τὸ εἰς τὰ τρία σχεδιάσματα ἐγκατεσπαρμένον, ὅπου οἱ στοχασμοὶ εὑρίσκουν τὴν πιστὴν καὶ σταθερὰν ἐφαρμογήν των.

Κατὰ τὸ πρῶτον σχεδίασμα, προκειμένου νὰ ὑψώσῃ ὁ ποιητὴς τὸν ψαλμόν του, ἐκκινεῖ, ὄρθρου βαθέος, ὡς αἱ μυροφόροι τῆς Ταφῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως, διὰ τῶν ἑξῆς ὑπερόχων στίχων:

Τὸ χάραμα ἐπῆρα
τοῦ Ἥλιου τὸ δρόμο
κρεμῶντας τὴ λύρα
τὴ δίκαιη στὸν ὦμο

Καὶ μόνος ὁ χαρακτηρισμὸς τῆς λύρας ὡς δικαίας (τὸ «δίκαιη» αὐτὸ πόσον πλούσιον εἶναι εἰς περιεχόμενον!) προεξαγγέλλει τὸν ὑψηλὸν ἠθικῶς τόνον τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος. Καὶ ἀκολουθεῖ ἐν πεζῷ ἀκόμη ὁ περαιτέρω σημειούμενος σχεδιασμὸς:

«Τὰ μάτια μου δὲν εἶδαν τόπον ἐνδοξότερον ἀπὸ τοῦτο τὸ ἁλωνάκι».

Μὲ τὴν ἠθελημένην σμίκρυνσιν εἰς τὸ ἐλάχιστόν τοῦ τόπου, ὅπου θὰ τελεσθῆ ἡ πρώτη πρᾶξις, διὰ τοῦ ὅρου «ἁλωνάκι», συμβολικοῦ καὶ ὡς τόπου, ὅπου λικνίζεται καὶ καθαίρεται ὁ σίτος, κατορθώνει ὁ ποιητὴς νὰ περικλείσῃ ὄχι μὸνον τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀγωνιζομένην, καὶ ὄχι μόνον τὴν Ἑλλαδὰ τοῦ ἀγῶνος, ἀλλὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τοὺς ἀγῶνας της ὅλων τῶν αἰώνων. Καὶ πέραν τούτου, διὰ τοῦ ὕμνου του αἴρεται εἰς τὴν ἐξύμνησιν τῶν ὑψηλῶν πράξεων αἱ ὁποῖαι, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, φωταγωγοῦν τὴν οἰκουμένην.

Εἰς τὸ δεύτερον σχεδίασμα, διὰ νὰ καταστῇ ἡ ἔξαρσις τῆς ἡρωικῆς θυσίας τοῦ Χρέους ἔτι ὑψηλοτέρα ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ τονισθῇ ἐναργέστερον τὸ ἀνθρώπινον στοιχεῖον, τὸ γαιῶδες καὶ ὑλικόν, οὕτως ὥστε τελικῶς ν' ἀναλάμψῃ τὸ ὑπερφυσικὸν καὶ ἀπόλυτον, ὁ ποιητὴς περιγράφει διὰ τῶν ζωηροτέρων εἰκόνων ὅλους τοὺς πειρασμούς, οἱ ὁποῖοι συνωμοτοῦν κατὰ τῶν δεινοπαθούντων ἡρώων. Ἡ γοητεία τῆς ἐαρινῆς ὥρας, μὲ ὅλα της τὰ θέλγητρα καὶ τάς μαγγανείας διεγείρει νοσταλγικῶς τοὺς ἥρωας μέχρι παραλύσεως τῆς ψυχῆς. Οἱ συγγενικοὶ δεσμοὶ ἀφ' ἑτέρου πατέρων, μητέρων, τέκνων, συζύγων καθίστανται ἐντονώτεροι καὶ πιεστικώτεροι γεννῶντες τὴν πικρίαν ἐκ τοῦ προβάλλοντος φάσματος τοῦ θανάτου. Μὲ περισσὴν τέχνην ὁ ποιητὴς προετοιμάζει, διὰ ζωηρᾶς λυρικῆς περιγραφῆς, τὴν στάσιν τῶν γυναικῶν, αἱ ὁποῖαι μέσα εἰς τὴν κόλασιν τῆς πείνης, τοῦ πολέμου, τῶν ἑτοιμοθανάτων βρεφῶν, ὑφίστανται καὶ αὐταὶ τοὺς πειρασμοὺς εἰς τοὺς ὁποίους, λόγω τῆς ἀσθενεστέρας καὶ πλέον εὐκολοσυγκινήτου φύσεώς των εἶναι ἐκτεθειμέναι. Ὁ ἀνήρ, δηλαδὴ ὁ ἄνδρας εἰς τὸν λυρικὸν λόγον τοῦ ποιητοῦ, μονολογεῖ:

«Ἐφοβήθηκα κάποτε μὴ δειλιάσουν καὶ τὰς
ἐπαρατήρησα ἀδιακόπως
γιὰ ἡ δύναμη δὲν εἶν' σ' αὐτὲς ἴση μὲ τ’ ἄλλα δῶρα»

διαπιστώνει δηλαδὴ τὴν ἔμφυτον ἀδυναμίαν των καὶ ἀνησυχεῖ, διὰ νὰ καταλήξῃ ὅμως εἰς τὴν θαυμαστικὴν ἀναφώνησιν:

«Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκειά, μετὰ χαρᾶς στὸ λέω:
Θαυμάζω τὶς γυναῖκες μας καὶ στ' ὄνομά τους μνέω»
(δηλαδὴ ὀμνύω)

Καὶ καταλήγει:

«Μεγάλο πράμα ἡ ὑπομονὴ
Ἄχ μᾶς τὴν ἔπεμψε ὁ Θεός• κλεῖ θησαυροὺς κι' ἐκείνη».

Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ περαιτέρω ἀνέλιξις τῆς λυρικῆς ἐπεξεργασίας τῆς στάσεως τῶν γυναικῶν, δεχομένων ἀλλεπαλλήλως τοὺς πειρασμοὺς: Μία ἐξ αὐτῶν

«ἐματάνοιξε τὸ παράθυρο καὶ ἡ πολλὴ μυρωδιὰ τῶν ἀρωμάτων ἐχύνετο μέσα κι' ἐγιόμισε τὸ δωμάτιο. Καὶ ἡ πρώτη εἶπε:

Καὶ τὸ ἀεράκι μᾶς πολεμάει — Μία ἄλλη ἔστεκε σιμὰ εἰς τὸ ἑτοιμοθάνατο παιδί της».

Τελικῶς ὡμολόγησαν ὅτι ὅλαι καθ' ὕπνους εἶδον ὄνειρα καὶ ἀποφασίζουν νὰ τὰ ἀφηγηθοῦν, ἐνῷ ὁ ἀνὴρ παρακολουθεῖ τὴν ἀφήγησιν. Ὅλα τὰ ὄνειρα ἦσαν ὄνειρα ἐλπίδων, ὄνειρα φαινομενικῶς ἀπατηλά.

Κατὰ τὸν ποιητὴν:

«Καὶ μία εἶπε: Μοῦ ἐφαινόντουν ὅτι ὅλοι ἐμεῖς ἄνδρες καὶ γυναῖκες, παιδιὰ καὶ γέροι εἴμαστε ποτάμια, ποὺ τρέχαμε ἀνάμεσα εἰς τόπους φωτεινούς, εἰς τόπους σκοτεινούς, σὲ λαγκάδια κι' ἔπειτα ἐφθάναμε μαζὶ στὴ θάλασσα μὲ πολλὴ ὁρμή.

Καὶ μεσ' τὴ θάλασσα, γλυκὰ βαστοῦσαν τὰ νερά μας» καὶ μιὰ δεύτερη εἶπε:

«Ἐγώ δὰ δάφνες! —Κι' ἐγὼ φῶς!
Κι' ἐγὼ σ' φωτιὰ μιὰν ὄμορφη π' ἀστράφτουν τὰ μαλλιά της».

Κι' ἀφοῦ ὅλες ἐδιηγήθηκαν τὰ ὄνειρά τους, ἐκείνη ποὖχε τὸ παιδὶ ἑτοιμοθάνατο εἶπε:

«Ἰδὲς καὶ εἰς τὰ ὀνείρατα ὁμονοοῦμε, καθὼς καὶ τὲς θέλησες καὶ εἰς ὅλα τ' ἄλλα ἔργα».

Ὁ δὲ ποιητὴς (ἢ ὁ παρακολουθήσας τὴν ἀφήγησιν ἀνὴρ) συμπεραίνει:

«Ἰδοὺ αὐτὲς οἱ γυναῖκες φέρνονται θαυμαστὰ αὐτὲς εἶναι μεγαλόψυχες κι' ἂς λένε ὅτι μαθαίνουν ἀπὸ μᾶς, δὲ δειλιάζουν, μολονότι τοὺς ἐπάρθηκε ἡ ἐλπίδα νὰ γεννήσουν τέκνα γιὰ τὴν δόξα καὶ τὴν εὐτυχία. Ἐμεῖς λοιπὸν μποροῦμε νὰ μάθουμε ἀπὸ αὐτὲς καὶ νὰ τὲς λατρεύουμε ἕως τὴν ὕστερην ὥρα».

Καὶ καθὼς ἔλεγε αὐτὰ ἀπομακρύνθηκε ταραγμένος

«Κι' ἀνεῖ πολὺ τὰ βλέφαρα, τὰ δάκρυα νὰ βαστάξουν».

Ὅταν ὅμως ἡ συμφορὰ εἶχε φθάσει εἰς τὴν ὀξυτέραν της φάσιν καὶ ἡ ἐρήμωσις ἐβασίλευε κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς γενικῆς δεήσεως, τῆς ὄντως ἐπιθανατίου,

«οἱ γυναῖκες εἰς τὲς ὁποῖες ἕως τότε εἶχε φανῆ ὅμοια μεγαλοψυχία μὲ τοὺς ἄνδρες, ὅταν δέονται καὶ αὐτές, δειλιάζουν λιγάκι καὶ κλαῖνε• ὅθεν προχωρεῖ ἡ Πράξη• διότι ὅλα τὰ φερσίματα τῶν γυναικῶν ἀντιχτυποῦν εἰς τὴν καρδιὰ τῶν πολεμιστάδων, καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ ὑστερνὴ ἐξωτερικὴ δύναμη ποὺ τοὺς καταπολεμάει, ἀπὸ τὴν ὁποίαν, ὡς καὶ ἀπ' ὅλες τὲς ἄλλες, αὐτοὶ βγαίνουν ἐλεύθεροι. Εἶναι προσωποποιημένη ἡ Πατρίδα, ἡ Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ὥστε νὰ αἰσθάνεται ὅλα τὰ παθήματα, καὶ καθαρίζοντάς τα εἰς τὴν μεγάλην ψυχήν της ν' ἀναπνέει τὸν Παράδεισο».

«Πολλὲς πληγὲς κι' ἐγλύκαναν γιατ' ἔσταξ' ἁγιομῦρος».

Ἐπειδὴ ἡ «θεάνθρωπος» βλέπει τὸν ἐχθρὸν ἄσπονδον, ἄπονον ἀπὸ τὸ πολὺ πεῖσμα, καταλαβαίνει ὅτι ἂν τὸ ἔλεος ἔχυνε μεσ' στὰ σπλάγχνα της τοὺς θησαυρούς του, θὰ τοὺς ἠρεμοῦσε, γιατί βλέπει πὼς οἱ ἐθνομάρτυρες αὐτοὶ

«Τριαντάφυλλα εἶναι θεϊκὰ στὴν κόλαση πεσμένα».

Τοιαῦτα εἶναι τὰ τραγικὰ σκηνικά, ὅπου

«Ἡ ἐλπίδα περνάει ἀπὸ φριχτὴν ἐρημιὰ μὲ
τὰ χρυσοπράσινα φτερὰ γιομᾶτα λουλουδάκια».

Ἔκρινα προτιμότερον νὰ ἐπεκταθῶ ἀναλυτικώτερον εἰς μίαν καὶ μόνην πτυχὴν τοῦ τραγικοῦ Λόγου τοῦ ποιητοῦ, πτυχὴν ὅπου περικλείεται ἡ τρυφερότης τῶν γυναικῶν, ἡ καρτερία των, ἡ ἀνδρικὴ συμπόνοια, ἡ γενικὴ ἀλληλεγγύη πρὸ τῆς τελειωτικῆς συμφορᾶς, ἑνὸς ἐσμοῦ ἡρώων καὶ μαρτύρων ἀντλούντων ἡρωϊσμὸν ἐνώπιον τοῦ θανάτου. Παραλληλίζω τοὺς ἀντιξόους πειρασμούς, διὰ τῶν ὁποίων ἡ φύσις ἔπραττε τὸ πᾶν διὰ νὰ κατανίκησῃ τὸ μένος τῶν μαρτύρων, χωρὶς νὰ τὸ κατορθώσῃ πρὸς τοὺς τριπλοῦς πειρασμοὺς εἰς τοὺς ὁποίους ὑπέβαλεν ὁ Σατανᾶς τὸν Ἰησοῦν, μετὰ τὴν τεσσαρακονθήμερον νηστείαν του, πειρασμοὺς τοὺς ὁποίους ὅλους κατενίκησε διὰ τοῦ τελειωτικοῦ ἐκείνου:

«Ὕπαγε ὀπίσω μου, Σατανᾶ».

Καὶ ὡς γνωστόν, κι' ἐκεῖ, κι' ἐδῶ, ἠκολούθησε τὸ μαρτύριον, ἡ ταφὴ καὶ ἡ ἀνάστασις.

Ἂν αἱ γυναῖκες, ἀποκοιμίζουσαι τὴν ἀπελπισίαν των, ὠνειρεύοντο ὁράματα ἐλπιδοφόρα, τὰ ὁποῖα ἔκριναν ἐκ τῶν ὑστέρων ἀπατηλά, εἰς τὴν μακαριότητα ἐν τούτοις, εἰς τὴν ὁποίαν μετὰ τὰ πάθη μετέστησαν, εἰς τὴν μακαριότητα τῆς δοξαστικῆς αἰωνιότητος, ἀπεδείχθησαν τὰ ὁράματα ἐκεῖνα, τῶν ποταμῶν τῶν ἐπαναπαυομένων εἰς τὰς θαλάσσας χωρὶς νὰ χάνουν τὴν γλυκύτητά των, τῶν δαφνῶν καὶ τοῦ φωτεινοῦ κάλλους, ὅλα ἀληθῆ — ὑπὸ ἐκδοχὴν ὅμως οὐχὶ ὑλικήν, οὐχὶ ἀνθρωπίνην, ἀλλ' ὑπερβατικήν.

Τὸ πόσον ἔμμονος ὑπῆρξεν εἰς τὸν Σολωμόν ὁ ψυχικὸς πόνος καὶ ἡ ἀπόλυτος συμπαράστασης εἰς τὸ κορυφωθέν, μέσα εἰς τὸ σπαρασσόμενον Μεσολόγγι, δρᾶμα τοῦ μέχρις ἐσχάτων ἀγωνιζομένου Γένους, καταφαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ κείμενον τὸ προηγηθὲν τῆς ἐπεξεργασίας τῶν Σχεδιασμάτων τῶν Ἐλευθέρων Πολιορκημένων. Τοῦ κειμένου τούτου, τοῦ ὁποίου αἱ σελίδες εἶναι σελίδες Ἀποκαλύψεως, σελίδες κρυπτικαὶ κι' ἀθάνατοι. Παρ' ὅλον τὸ μυστήριον τὸ ὁποῖον διακρίνει τὸ κείμενον τοῦτο, τὴν Γυναῖκα τῆς Ζάκυθος, διότι περὶ αὐτῆς πρόκειται, ἡ μόνη καθαρὰ ἀναλάμπουσα εἰκὼν εἶναι καὶ πάλιν τὸ Μεσολόγγι καὶ ἡ θυσία του. Τραγικὸν μεγαλεῖον ἐνέχουν καὶ ρῖγος προκαλοῦν αἱ φράσεις αἱ περιγραφικαί, ὅπου αἱ Μεσολογγίτισσαι γυναῖκες, πρόσφυγες εἰς Ζάκυνθον, ἀρχόντισσαι εἰς τὸν τόπον των, τὸν ὁποῖον κακαὶ κακῶς ἐγκατέλειψαν, ἀναγκάζονται νὰ ζητοῦν ἐλεημοσύνην ὑπὲρ τῶν μαχομένων. Ἀνατρέχω εἰς μερικὰς γραμμάς, μόνον, αὐτοῦ τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ κειμένου, ἰσοτίμου, ὡς πρὸς τὸ μεγαλεΐον, μὲ τοὺς Ψαλμοὺς τοῦ Ψαλτηρίου, ὑπερτέρου ὅμως κατὰ τὴν τραγικότητα καὶ τὸν σπαραγμόν.

«1. Καὶ ἐσυνέβηκε αὐτὲς τὲς ἡμέρες ὅπου οἱ Τοῦρκοι ἐπολιορκοῦσαν τὸ Μεσολόγγι, καὶ συχνὰ ὁλημερὶς καὶ κάποτε ὁλονυχτὶς ἔτρεμε ἡ Ζάκυνθο ἀπὸ τὸ Κανόνισμα τὸ πολύ.
2. Καὶ κάποιες γυναῖκες Μεσολογγίτισσες ἐπερπατοῦσαν τριγύρω γυρεύοντας γιὰ τοὺς ἄνδρες τους, γιὰ τ' ἀδέρφια τους, γιὰ τὰ παιδιά τους ποὺ ἐπολεμούσανε.
3. Καὶ στὴν ἀρχὴ ἐντρεπόντανε νὰ βγοῦνε, καὶ περιμένανε τὸ σκοτάδι γιὰ νὰ ἁπλώσουν τὸ χέρι, ἐπειδὴ δὲν ἦταν μαθημένες.
4. Καὶ ἀκολούθως ἐβιαζόντανε καὶ ἐσυχνοτηράζανε ἀπὸ τὰ παράθυρα τὸν ἥλιο πότε νὰ βασιλέψῃ νὰ βγοῦνε.
5. Ἀλλὰ ὅταν ἐπερισσέψανε οἱ χρεῖες, ἐχάσανε τὴν ἐντροπή, ἐβγαίνανε ὁλημερνίς.
6. Κι' ὅταν ἐκουραζόντανε, ἐκαθόντανε στ' ἀκρογιάλι, καὶ συχνὰ ἐσηκώνανε τὸ κεφάλι κι' ἀκούανε, γιατί ἐφοβόντανε μὴ πέση τὸ Μεσολόγγι.
7. Καὶ τὶς ἔβλεπε ὁ κόσμος νὰ τρέχουνε τὰ τρίστρατα, τὰ σταυροδρόμια, τὰ σπίτια, τ' ἀνώγεια καὶ τὰ χαμώγεια, τὶς ἐκκλησίες, τὰ ξωκλήσια, γυρεύοντας.
8. Καὶ ἐλαβαίνανε, χρήματα, πανιὰ γιὰ τοὺς λαβωμένους.
9. Καὶ δὲν τοὺς ἔλεγε κανεὶς τὸ ὄχι, γιατί οἱ ρώτησες τῶν γυναικῶν ἦταν τὶς περισσότερες φορὲς συντροφευμένες ἀπὸ τὶς κανονιὲς τοῦ Μεσολογγιοῦ, καὶ ἡ γῆ ἔτρεμε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας.
10. Καὶ οἱ πλέον πάμπτωχοι ἐβγάνανε τ' ὀβολάκι τους καὶ τὸ δίνανε καὶ κάνανε τὸ σταυρὸ τους κοιτάζοντας κατὰ τὸ Μεσολόγγι καὶ κλαίοντας».

Τὸ ἀπόσπασμα τοῦτο εἶχε παραθέσει ὁ Ἰάκωβος Πολυλᾶς, ὁ ἀφωσιωμένος φίλος, ὁ θαυμαστής, ὁ βιογράφος καὶ ὁ εὐλαβὴς ὑπομνηματιστής τοῦ Σολωμοῦ. Ἀναφερόμενος εἰς τὸν χρόνον, καθ' ὅν ὁ ποιητὴς ἔγραψε τὸν Λάμπρο, σημειώνει τὰ ἑξῆς:

«Εἰς αὐτὴν τὴν ἐποχήν, 1826, ὁ Σολωμὸς ἔγραψε τὸν Λάμπρο. Καὶ τούτου τοῦ συνθέματος ἠθικὸς ἦταν ὁ ἐξωτερικὸς σκοπός, μὲ μέρη ὅπου εἰκονίζεται ὁ ἐθνικὸς ἀγῶνας. Καὶ ἐνῷ ἐκαταγίνετο ὁ ποιητὴς εἰς αὐτό, τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος ὕστερα ἀπὸ ἀθάνατα ἀνδραγαθήματα, ἐκόντευε νὰ καταποντισθῆ ἀπὸ τὲς ἄγριες καὶ πολυάριθμες δυνάμεις τοῦ βαρβάρου. Ὁ ἡρωισμὸς μέσ' τὰ βάθη τῆς συμφορᾶς, ἄκρως εἰς τὴν πολιορκίαν τοῦ Μεσολογγιοῦ, ἀντιχτυποῦσε εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ποιητῆ μας. Καὶ βέβαια αὐτὸς δὲν μποροῦσε νὰ εἶναι ὁ ὕστερος εἰς τὸ νὰ αἰσθάνεται καὶ ν' ἀποδείξη τὴν συμπάθειά του πρὸς τὴν ὑψηλὴ πολυθρήνητη τραγωδία, ὅπου ἐξετυλίγετο εἰς τὴν ἐκεῖ ἀντίκρυ στερεά. Αὐτὴ τὴ συμπάθεια, ἡ ὁποία τότες ἐτίμησε τόσο τὰ ἐθνικὰ φρονήματα τοῦ λαοῦ, καθὼς πρωτύτερα κι' ἔπειτα ἐδοξάσθηκαν πολλὰ παιδιά του θυσιαζόμενα γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας, δὲν δύναμαι καλύτερα νὰ τὴ μαρτυρήσω, παρὰ μὲ τὲς ὀλίγες γραμμές, σχεδιασμένες ἀπὸ τὸν ποιητὴ σύγχρονα μὲ τὰ συμβάντα».

Καὶ εἰς τὸ σημεῖο τοῦτο ὁ Πολυλᾶς παραθέτει τὸ ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖον ἀνέγνωσα. Ἐπιλέγει δὲ:

«Εἰς τοῦτο τὸ κομμάτι φαίνεται ἁπλᾶ χαραγμένη ἡ τοτεσικὴ διάθεση τοῦ πνεύματός του• ἤδη ἐσχεδίαζε τὸ ποίημα, τὸ ὁποῖον ἔμελλε εἰς τὸ ἑξῆς νὰ εἶναι τὸ κυριώτερον ἔργον τῆς ζωῆς του. — Οἱ Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι. Καὶ σύγχρονα μὲ τὸ πέσιμο τοῦ Μεσολογγιοῦ ἐγράφθηκαν οἱ σωζόμενες στροφὲς τοῦ Α' Σχεδιάσματος».

Ὅσον πτωχός, ἀσθενὴς καὶ ἄχρωμος ἂν ἀκούεται ὁ λόγος μου, ἀναφερόμενος ὅμως εἰς τὰ μεγαλεῖα τῆς ἀνωτάτης λυρικῆς ὁμοῦ καὶ ἐθνικῆς φωνῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ προκαλέσῃ συγκίνησιν. Εὔχομαι δέ, ὅπως πολλοὶ ἐξ ὅσων μὲ ἐτίμησαν διὰ τῆς παρακολουθήσεώς των, ἀπερχόμενοι ἐκ τῆς αἰθούσης ταύτης καὶ ἀποσυρόμενοι εἰς τὰ ἴδια, πράξουν ὡς συνηθίζω κι' ἐγὼ νὰ πράττω κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην, ἤτοι νὰ προσφύγουν εἰς πληρεστέραν μελέτην τῶν Σολωμικῶν κειμένων. Ἀπ' αὐτὰ ἀντλοῦνται ὑψηλὰ νοήματα, ἀλλὰ καὶ διαχέεται αἰσθητικὴ εὐφροσύνη. Ἀρκεῖ ἡ ἀνάγνωσις καὶ μόνη τοῦ τρίτου, τοῦ καὶ πληρεστέρου Σχεδιάσματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἀναβλύζει φωτεινὴ καὶ γόησσα, ἐν μέσῳ τῆς ἐρημώσεως καὶ τοῦ δεινοῦ πολέμου, ὁλόκληρος ἡ ἐαρινὴ πειραστικὴ γοητεία, τὴν ὁποίαν κατώρθωσαν νὰ ὑπερνικήσουν οἱ ἥρωες. Τελειότερον ποιητικὸν κάλλος δὲν κατέχει ὁλόκληρος ἡ παγκόσμιος λυρικὴ δημιουργία.

Ἐπέμεινα εἰς τὸ στάδιον τοῦτο τῆς τελειώσεως τοῦ ποιητοῦ, λόγῳ ἀκριβῶς τῆς ἀποκορυφώσεως τῆς μυστικῆς του ἐξάρσεως• δὲν πρέπει ἐν τούτοις νὰ μὴ μνημονεύσω ὅτι προηγήθησαν ἄλλα στάδια, νεανικώτερα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ὑπὸ διαφόρους ἁπλουστέρας μορφάς, πᾶν ἄλλο ἢ ἀπουσίαζεν ὁ ἔρως τοῦ ποιητοῦ πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν, τὴν Πίστιν, τὴν Πατρίδα, τὴν ἀθλοῦσαν τὸν ὕψιστον ἀγῶνα. Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην, ὁ οἶστρος τοῦ ποιητοῦ, ἐνῷ ἔκτοτε ἔφερε τὴν σφραγῖδα τῆς προσωπικότητός του, ἐν τούτοις παρήγαγεν ἔργα δυνάμενα νὰ παραλληλισθοῦν πρὸς Πινδαρικὰς ὠδάς, προσεγγίζοντα οὕτω τὰς ἐμπνεύσεις καὶ παρορμήσεις τῶν ἐθνικῶν ἀνατάσεων τοῦ Ἀνδρέου Κάλβου. Εἰς τὴν περίοδον αὐτὴν χρεωστοῦμεν τὸν Ὕμνον εἰς τὴν Ἐλευθερίαν, τὸν διαιωνίζοντα καὶ συμβολικῶς τὴν δόξαν τοῦ ποιητοῦ. Ἀρκεῖ νὰ ἐπαναλάβω τοὺς δύο στίχους τῆς Δαντικῆς Κωμωδίας, μὲ τοὺς ὁποίους ἐπιστέφεται ὁ Ὕμνος:

Libertà vo cantando ch' è si cara
come sa chi per lei vita rifiuta

δηλαδὴ «ψάλλω τὴν Ἐλευθερία, ποὺ εἶναι τόσον ἀγαπητή, καθὼς γνωρίζει ὅποιος γι' αὐτὴν γίνεται ἀρνητὴς κι' αὐτῆς τῆς ζωῆς».

Ἁρμόζει, νὰ ἀκουσθοῦν ὡς κατακλεὶς τῆς δοξαστικῆς ἡμῶν τελετῆς, οἱ ἡρωικοὶ τόνοι στροφῶν τινων τοῦ Ὕμνου:

Τρέχουν ἅρματα χιλιάδες
Σὰν τὸ κῦμα εἰς τὸ γιαλό•
Ἀλλ' οἱ ἀνδρεῖοι παλληκαράδες
Δὲν ψηφοῦν τὸν ἀριθμό.

Ὦ τρακόσιοι! σηκωθῆτε
Καὶ ξανάλθετε σὲ μᾶς•
Τὰ παιδιά σας θέλ' ἰδῆτε
Πόσο μοιάζουνε μὲ σᾶς.

.............................................

Καὶ ἐσὺ ἀθάνατη, ἐσὺ θεία,
Ποὺ ὅ,τι θέλεις ἠμπορεῖς,
Εἰς τὸν κάμπο, Ἐλευθερία,
Ματωμένη περπατεῖς.

........................................

Μεσ' τὰ χόρτα, τὰ λουλούδια,
Τὸ ποτῆρι δὲν βαστῶ•
Φιλελεύθερα τραγούδια
Σὰν τὸν Πίνδαρο ἐκφωνῶ.

Ἀπ' τὰ κόκκαλα βγαλμένη
Τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
Καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
Χαῖρε, ὦ χαῖρε Ἐλευθεριά!

Related Posts with Thumbnails