Δεν αξιώθηκα έναν όμορφο θάνατο
Εκεί πάνω στο Πήλιο τότε που δεκάξι χρονών παλικάρι
ζωσμένος τα φυσεκλίκια χτυπούσα και μάτωνα.
Έτσι να τέλειωνα τότε εκεί πάνω.
Από κείνο το βόλι που πέρασε μόνο δυο ίντσες πλάι στην καρδιά
κάτω από τα δασιά πλατάνια στεφανωμένος με λαμπερά αμάραντα
αμάραντος μέσα στις ιστορίες των λυπημένων συντρόφων
και τις άγρυπνες νύχτες (πλάι στης γυναίκας το σώμα που το
διεκδικούν φτηνά ταξίδια) στα μάτια τους.
Δε θα 'μουνα τώρα ένα ανθρωπάκι κυκλωμένο από φόβους
από χολές από οσφυαλγίες κι' εμφράγματα.
Από κείνο τον άλλο κυρίως φόβο που δεν παίρνει γιατρειά:
Για ποιο καινούριο ξέφτισμα με περιμένει αύριο ποιο
καινούριο γονάτισμα
μακριά από κείνη την περηφάνεια που είχε αγγίξει τα μάτια
μακρύτερα από χτες κι από πάνταγια πάντα πια τώρα: όλο και πιο μακριά.
" Συμπληρώματα", 1970
Τα διαπιστευτήρια της σιωπής
Διάβασα πάλι όλα μου τα ποήματα
που έχω γράψει για σένα.
Τόσα πολλά λόγια
και τόσα λίγα τα ειπωμένα, τόσα στο βάθος τ' ανείπωτα.
Όμως εσύ που μπορείς να διαβάσεις
τους άγραφους νόμους του μέσα μου σύμπαντος
εσύ που έχεις ακούσει το μοναχικό τριζόνι της νύχτας
που είδες το αόρατο φέγγος μιας τρομερής αποκάλυψης
εσύ, προπάντων εσύ
που συνεχίζεις ν' ανθίζεις
πάνω στο μαύρο χιόνι που απλώνεται γύρω μου
μη βιαστείς να με κρίνεις
να κλείσεις τους δρόμους, να διαβάσεις λάθος το μήνυμα.
Κοίταξέ με μόνο στα μάτια
μέτρησε τη βαθιά πληγή που ανοίγεται μέσα τους
άκου τη σιωπή που κάνει να τρίζουν τα φύλλα στις αστροφεγγιές τους
κι όταν ημερέψεις το φόβο
που σαν το παγιδευμένο αγρίμι ουρλιάζει
τότε θα καταλάβεις.
Θα δεις τι πόθοι ασφυκτιούν
το πάθος συντηρούν στις κρύπτες τους
τα ζυγιασμένα λόγια.
"Οι μεταμορφώσεις των Κήπων", 2003
Η αγάπη δεν είναι ζάλη
Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Tρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται
Τα κοφτερά φαράγγια.
Όμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.
ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
(2006)
τώρα εις μνήμην
ΤΑ ΦΑΝΕΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ ΤΗΣ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑΣ
Τι όμορφη που είναι η Αγάπη μου.
Πόσο απλόχερα μοιράζει στον κόσμο τις χάρες της.
Στολίζει με τον έρωτά της τις μέρες μου.
Διαβάζω το πρόσωπο της
αποστηθίζω τα μάτια της
χάνομαι
στα νυχτερινά της μαλλιά.
Ξαφνικά και μόνο που την κοιτάζω παίρνω φωτιά, λαμπαδιάζω ολόκληρος.
Όλοι βέβαια το ξέρουν
πόσο όμορφη είναι η Αγάπη μου.
Όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω
όλη την ομορφιά της.
Εγώ μόνο ξέρω
πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος.
Πόσο μοναδικά
είναι τα κρυφά της χαρίσματα.
Ένα δώρο για μένα είναι πάντα η Αγάπη μου.
Κι αν κάποτε με πληγώνει
αν ματώνει απ’ τα λόγια της η καρδιά μου
για το καλό μου το κάνει.
Γλυκά με κεντρίζει, η μέλισσα μου.
Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα Αγάπη μου.
Όμως εγώ μόνο μπορώ να μετρήσω
όλη την ομορφιά της.
Εγώ μόνο ξέρω
πόσο ανεξάντλητος είναι ο μέσα της πλούτος.
Πόσο μοναδικά
είναι τα κρυφά της χαρίσματα.
Ένα δώρο για μένα είναι πάντα η Αγάπη μου.
Κι αν κάποτε με πληγώνει
αν ματώνει απ’ τα λόγια της η καρδιά μου
για το καλό μου το κάνει.
Γλυκά με κεντρίζει, η μέλισσα μου.
Ένα δώρο για μένα είσαι πάντα Αγάπη μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
αέρινο
είναι το χάδι σου.
Και σαν του ροδιού τους σπόρους
αμέτρητα
τα χαρίσματα σου.
Κι όπως του ρυακιού το ανάβρυσμα
έτσι κυλάει η φωνή σου.
Καθώς μου τραγουδάει τα κελαρυστά
ρήματα της Αγάπης.
Μου περιγράφει τα φανταστικά ταξίδια
που μας έχει προγραμματίσει ο Έρωτας.
Τελικά, ένας ανθισμένος κήπος είσαι.
Μια όαση μέσα στην έρημο.
Με τα νερά, τα πουλιάτα φιλιά και τα χάδια σου.
ΑΝΘΗ ΘΑΛΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Σε είχα δει πριν απ’ τον Έρωτα.
Σε είδα μέσα στα πλήθη που πλημμυρίζουν τους δρόμους.
Ήσουν απίστευτα όμορφη.
Ήσουν για μένα
μοναδική.
Και ήσουν κιόλας δική μου.
Κι ας μη με είχες φαντασθεί ως τότε ποτέ σου.
Ας ήταν χαμένα τα όνειρα σου.
Ας μην είχες ακούσει τα τραγούδια μου
που είχα γράψει για σένα.
Γιατί σε είχα ξεχωρίσει
πολύ πριν να συναντηθούμε.
Μέσα στους κήπους των παιδικών μου πόθων
εγώ ο ονειροπόλος κι εσύ η ονειρεμένη
σαν διαλεγμένοι από την καλή μας τη μοίρα
είχαμε ήδη
αγαπηθεί.
Έτσι όπως σε ονειρεύτηκα τότε
έτσι σε βλέπω και τώρα.
Κάτω απ’ τα φώτα της ανθισμένης ροδιάς
να μου χαμογελάς και να λάμπεις.
Να μου μιλάς τη γλώσσα που μιλούν οι μανόλιες
και που φωταυγούν τα χρυσάνθεμα.
Να μου στέλνεις με το θρόισμα των φύλλων της λεύκας
τρυφερές υποσχέσεις για τις αυριανές συναντήσεις μας.
Είσαι όπως πάντα, ασύγκριτα ωραία.
Μέσα στον πολύφθογγο κήπο του Έρωτα
σκορπίζεις το άρωμα σου.
Σαν άνθος η ομορφιά σου στολίζει τον κόσμο.
Σαν άνθος που ξεχωρίζει
σε φροντίζει η Αγάπη μου.
ΜΟΝΟΝ Ο ΥΠΝΟΣ
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Σε φέρνει σε άλλους δρόμους.
Κι εσύ γλιστράς αθόρυβα.
Με ιστορίες παράξενες κινάς και ταξιδεύεις.
Σε ξεχασμένους θρύλους χάνεσαι.
Και σε τοπία ερημικά ξεχνιέσαι αποστηθίζοντας
αρχαία ερωτικά ποιήματα.
Κλείνεις σε σχήματα θαμπά, γνωστά κι άγνωστα
πρόσωπα.
Στέλνεις μ’ αυτά μηνύματα αινιγματικά.
Μόνον ο ύπνος σε παίρνει από κοντά μου.
Ο ύπνος σου.
Άδεια και φοβισμένη μένει η καρδιά μου.
Τις ώρες που η άγρια μοναξιά
αφήνει λυτά τα σκυλιά της ξοπίσω μου.
Έρημοι οι δρόμοι που περπατήσαμε.
Σκοτεινιάζουν τ’ αστέρια. Και τα πουλιά
κουρνιάζουν βουβά και λυπημένα στον κήπο μου.
Μόνον ο ύπνος σου σε παίρνει από κοντά μου.
Κι η μόνη μου πάντα παρηγοριά
είναι πως θα συναντηθούμε αύριο πάλι.
Γιʼ ακόμα μια φορά θα μου χαρίσεις τα μάτια σου.
Θα μου μιλήσεις για την Αγάπη.
Όλη τη μέρα θα είσαι δικιά μου.
Κι η αγκαλιά μου
θα είναι μια ζεστή φωλιά.
Να φωλιάζεις με τα φτερωτά σου λόγια.
Και τα κελαηδιστά τραγούδια σου.
Ώσπου να σε πάρει πάλι ο ύπνος.
Αυτός: ο λατρεμένος μάγος της νύχτας.
Ο μοναδικός μου αντίζηλος.
ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ
στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.
ΟΜΩΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ ΠΕΡΝΑΕΙ ΠΑΝΤΑ Ο ΕΡΩΤΑΣ
Έτσι όπως περνάει ένας αέρας μέσα από τα μαλλιά σου
κι εσύ σηκώνεις το χέρι.
Και ξέρεις πως κάποιος σου μίλησε.
Σού είπε για τα όνειρα που ταξιδεύουν τον άνθρωπο.
Για τα πουλιά που συνεχίζουν το τραγούδι, στον ύπνο τους.
Όμως ποιος έχει περάσει
τα σκιερά μονοπάτια του αισθήματος;
Ποιος έχει ζήσει τα σκοτεινά του χαράματα;
Δεν ξέρεις βέβαια από πού έρχεται αυτό το γκρίζο
σύννεφοπου αγγίζει το πρόσωπο σου.
Που αλλάζει φθόγγους και χρώματα.
Που φεύγοντας αφήνει ένα περιβολάκι
με κάποια τρελά χελιδόνια στον ίσκιο του.
Δεν ξέρεις.
Δεν ξέρεις.
Σκέφτομαι τώρα πόσες φορές πέρασες πλάι μου
δίχως να με προσέξεις.
Πόσες νύχτες ξαγρύπνησα κάτω απ’ τα κλειστά όνειρα σου
χωρίς να το νιώσεις.
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
Κι ούτε ποτέ θα πιστέψεις
πόσο πολύ σ’ αγάπησα.
Πόσο παθιασμένα σου δόθηκα.
Πόσο βαθιά ωρίμασα
δυστυχώντας, για σένα.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
Και μόνο να σε κοιτάζω.
Κι ας είναι τα μάτια μου
δυο λυπημένα πουλιά.
Κι ας χάνεται η φωνή μου
πίσω από ένα φοβισμένο χαμόγελο.
Έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα μου φτάνει.
Μεταμορφώνομαι.
Μεταμορφώνομαι.
Γίνομαι αέρας να σ’ αγκαλιάζω.
Γίνομαι χάδι και ψίθυρος.
Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι
Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι
είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου.
Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας.
Γίνομαι δέντρο, γεμίζω από κλώνους και φύλλα
ανθίζω σε άσπρα και κόκκινα άνθη
στολίζομαι μόνο για να σ’ αρέσω
και σαν να είμαι γεμάτος αηδόνια
σου τραγουδώ.
Σού μιλώ σε μιαν άλλη, άγνωστη γλώσσα
σου στέλνω απ’ τους αστερισμούς του ονείρου, μηνύματα.
Σ’ αγγίζω σαν χνούδι•
σαν τρυφερή αύρα, σαν από κάποιο υπερκόσμιο φως.
Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος
Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος
σου γράφω παθιασμένα ποιήματα.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΙΣΤΟΡΕΙΤΑΙ Ο ΑΓΡΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ
Αν με ρωτήσουν γιατί τόσο πολύ σ’ αγάπησα
τόσο πολύ σε πόθησα και πόνεσα για σένα
δε θα μπορέσω ν’ απαντήσω.
Μόνο θα δείξω τους στίχους μου.
Αφού μόνο με το τραγούδι μπορεί ν’ ακούσει κανένας
του πουλιού το ραγισμένο κελάηδισμα.
Να νιώσει τη μοναξιά και τη θλίψη του
έξω από την Αγάπη.
Γιατί αυτός που έχει διασχίσει τη φοβερή έρημο της αγρύπνιας
Γιατί αυτός που έχει διασχίσει τη φοβερή έρημο της αγρύπνιας
αυτός που επέζησε μέσα από την απόγνωση
αυτός που μια ζωή ολόκληρη έλιωσε περιμένοντας
δεν έχει λόγια να μιλήσει.
Να πει πώς λουλουδίζει η ψυχή του ανθρώπου κάποτε.
Να περιγράψει τη στιγμή
την τρομερή στιγμή που βγαίνοντας
από σκληρή πολύχρονη μάχη
δε σκέφτεται τίποτε άλλο
παρά μόνο το ταίρι του.
Αυτός μόνο να κλάψει•
μόνο να ουρλιάξει και να τραγουδήσει μπορεί.
Πάνω στο νήμα του θανάτου ακροβατεί ο σημαδεμένος.
Πάνω στο νήμα του θανάτου ακροβατεί ο σημαδεμένος.
Μέσα απ’ τα όνειρα του προχωρεί.
Και μόνο η καρδιά του κατορθώνει και ιστορεί το φόβοτου.
Μόνο η καρδιά του τραγουδάει τον άγριο Έρωτα του.
ΜΟΝΟ ΜΕ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να επιζήσω.
Να μη χαθώ μέσα στο μαύρο δάσος.
Ν’ αψηφήσω τον άγριο σκύλο
που μ’ ακολουθεί σα να ‘ναι ο ίσκιος μου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Μόνο με την Αγάπη σου.
Να χτίσω ένα άλλο πρόσωπο.
Να γίνω πάλι ένα μικρό αγόρι.
Αθώο σαν το τρεχούμενο νερό.
Και να γνωρίζω τον κόσμο
μ’ ένα καινούργιο θάμπωμα.
Μόνο με την Αγάπη σου
Μόνο με την Αγάπη σου
μπορώ να λέω τραγούδια από άλλους, άγνωστους τόπους.
Να γίνομαι ένας γρύλος άγρυπνος•
και να κεντώ τ’ όνομα σου, με στίχους αέρινους.
Να μιλώ μόνο για σένα.
Να σε καλημερίζω μ’ έναν φοβισμένο κορυδαλλό
κρυμμένον στο στήθος μου•
και να μου αποκρίνεσαι μ’ ένα ξεχασμένο μου ποίημα.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μόνο για την Αγάπη σου.
Μπορώ να περνάω την κάθε μου μέρα
απαγγέλλοντας τους πικρούς στεναγμούς
και αγιογραφώντας τους αίνους
απ’ το μέγα θαύμα του Έρωτα.
Να σου λέω τέλος καληνύχτα
και να με παίρνεις μαζί σου, στον ύπνο σου.
Για να με σεργιανίσεις μεθυσμένονστα μαγεμένα σου όνειρα.
Μόνο με και για την Αγάπη σου
Μόνο με και για την Αγάπη σου
μπορώ να γίνομαι όλο και πιο ανθρώπινος.
Να φαίνομαι όλο και λιγότερο λυπημένος.
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, Ι
Αναζητώνταςτην τέλεια ομορφιάένιωσα
(νιώθει κανένας μέσα του)
βαθιάτο ρίγος του θανάτου.
Πέρα απ’ το θάμπος του Έρωτα
Πέρα απ’ το θάμπος του Έρωτα
πριν απ’ το μέγα σκότος
σε ώρα μυστική, αναδύεται
η φοβερή αποκάλυψη.
Είναι όμορφη και είναι σκληρή η ζωή.
Είναι όμορφη και είναι σκληρή η ζωή.
Η Αγάπη ακόμα σκληρότερη.
1.5.06 Γ.Ν.Α. «Γ. Γεννηματάς»
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ, ΙΙ
Περνάω τις ώρες μου κεντώντας μαύρους στίχους.
Για να ξεχνιέμαι
αφηγούμαι κόκκινα ταξίδια στα κυκλάμινα
χαρίζω βιολετιά και κίτρινα στολίδια στα παγώνια.
Και στα μικρά ψαράκια αφήνω γαλανά κοχύλια
κι άσπρα βότσαλα.
Για να μην μένουν τα παιδιά δίχως παιχνίδια.
Για να μην χάνεται η μικρή μας η Αγγελική στην άγρια
μοναξιά.
Πυκνή πια, αδιαπέραστη συννεφιά
Πυκνή πια, αδιαπέραστη συννεφιά
με τυλίγει που χάνεσαι.
Μια γκρίζα πάχνη πέφτει πάνω σ’ όλα τα πρόσωπα.
Κι αφήνω της καρδιάς τα φώτα αναμμένα
μήπως και ‘ρθει η φωνή σου και δεν βρει το δρόμο της.
Και φύγει το όραμα σου από κοντά μου και χαθεί.
Μέσα στη σκοτεινή σιωπή που πάει να σκεπάσει τονκόσμο.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΚΝΟΥ
Ένας λυγμός για την αποδημία της Αγγελικής
Ούτε ο θεός σε θυμήθηκε
Ούτε ο θεός σε θυμήθηκε
τις ατέλειωτες ώρες του τέλους σου
ούτε όσο ζούσες οι άνθρωποι
σε είχαν γνωρίσει έτσι όπως σου άξιζε.
Μόνο κάποιοι υποψιασμένοι, σ’ αγάπησαν.
Γιατί εσένα η καρδιά σου
δεν ήταν σαν τα άνθη της βιτρίνας, με τα έντονα φώτα
και τα ψεύτικα χρώματα.
Ένα αγριολούλουδο ήταν.
Σαν αυτά που φυτρώνουν ψηλά, στ’ απόκρημνα βράχια.
Κι έξω από κάποιους παράτολμους
μόνον ο αγέρας χαίρεται τα φιλιά τους.
Ο αγέρας και τα πουλιά. Που έρχονται μαγεμένα
να τρυγήσουν κάτι απ’ τ’ ασυνήθιστα χρώματα τους
να τονίσουν μ’ αυτά, τα τραγούδια τους.
Εσύ δεν ήσουν μόνον ωραία.
Εσύ, σ’ όλη σου τη ζωή, ονειρεμένη και ονειρική
ήσουν δοσμένη στο ανειρήνευτο πάθος.
Τώρα, πλαγιασμένη σ’ ένα άσπρο σύννεφο, ταξιδεύεις.
Είσαι κιόλας μακριά, πέρα απ’ τα σύνορα
του εφήμερου κόσμου.
Κι εμείς μένουμε μόνοι και λυπημένοι
χαμένοι σ’ αυτή την πικρή ερημιά.
Πουθενά και ποτέ πια δεν θα συναντηθούμε.
Πουθενά και ποτέ πια δεν θα ξανακούσουμε τη φωνή σου.
Λεν θα μας αγγίξουν τα χέρια σου.
Δεν θα βαδίσουμε πλάι-πλάι
δεν θα κοιταχτούμε στα μάτια.
Αφήνοντας την καρδιά να μιλήσει.
Να τραγουδήσει τις χαρές και τα βάσανα της Αγάπης.
Ούτε και θα διαβάσεις ξανά τα ποιήματα.
Τ’ αγαπημένα σου ποιήματα.
Ακόμα κι αυτά που είναι γραμμένα για σένα.
Άδειες θα είναι τώρα οι μέρες μας
και σκοτεινά για μας και κρύα τα βράδια.
Όμως το φως πού το πνεύμα σου άφησε πίσω του
θα είναι ανέσπερο.
Θα μας βοηθάει ν’ ανιχνεύουμε τα σκοτάδια.
Να βρίσκουμε τα πολύτιμα εκείνα πετράδια
που κάποιοι ευαίσθητοι άνθρωποι
κρύβουν μέσα στους στίχους τους.
Αυτά που τα συλλέγουν απ’ τα κρυφά όνειρα τους
και στολίζουν μ’ αυτά τα γραφτά τους
αθανατίζουν τα έργα τους.
Έφυγες και εμείς ορφανέψαμε.
Όμως εσύ και πέρα ακόμα απ’ το πουθενά
δεν θα πάψεις να είσαι κοντά μας.
Εσύ που μας δίδαξες την Αγάπη
θα μας διδάσκεις το χρέος.
Εσύ που μας έμαθες ν’ αναζητούμε παντού και πάντα την Ομορφιά
θα μας δίνεις θάρρος και δύναμη.
Εμείς και με τη σκέψη σου μόνο θα αισθανόμαστε
δυνατότεροι.
δυνατότεροι.
Πιο δυνατοί απ’ όλους τους ισχυρούς που δυναστεύουν τον κόσμο.
Απ’ τους φτωχούς σε αισθήματα που λατρεύουν τον πλούτο
εμείς θα είμαστε πλουσιότεροι.
Όλοι εμείς, οι δικοί σου.
Οι αγαπημένοι σου, οι συνοδοιπόροι, οι φίλοι σου.
Θα είμαστε υπερήφανοι που σ’ αγγίξαμε και μας άγγιξες.
Επιτέλους θα ξέρουμε τι σημαίνει να είμαστε άνθρωποι.
4.5.ο6