© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Μητροπολίτου Διοκλείας Καλλίστου Ware: ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

[Από το βιβλίο Άνθρωπος και Κοινωνία, Δοκίμια για τη θέση του ανθρώπου στον σύγχρονο κόσμο, εκδ. Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγ. Νεοφύτου, Πάφος 1991. Μετάφραση Νίκου Χριστοδούλου]

Μια ψυχή φτιαγμένη κατ' εικόνα Θεού είναι πιο πολύτιμη στο Θεό απ' ότι δέκα χιλιάδες κόσμοι με όλα όσα περιέχουν.
Αποφθέγματα Πατέρων της Ερήμου


Το αληθινό θαύμα

«Μίλησέ μας για τις θείες οπτασίες που έχεις», είπε κάποτε ένας μοναχός στον Αββά Παχώμιο (286-346). «Ένας αμαρτωλός σαν εμένα δεν περιμένει να έχει καμμιά οπτασία από το Θεό», απάντησε ο Παχώμιος. «(...) Επίτρεψε μου όμως να σου πω για μια μεγάλη οπτασία. "Αν δεις έναν άγιο και ταπεινό άνθρωπο, αυτό είναι μια μεγάλη οπτασία. Γιατί ποια άλλη μεγαλύτερη οπτασία απ' αύτη μπορεί να υπάρξει: να δεις τον αόρατο Θεό να φανερώνεται στο ναό του, σ' ένα ορατό ανθρώπινο πρόσωπο»;1
Αυτή είναι η ανώτερη οπτασία από όλες, το αληθινό θαύμα: μια ανθρώπινη ύπαρξη φτιαγμένη κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού. «Εξομολογήσομαί σοι, ότι φοβερώς εθαυμαστώθην» (Ψαλμ. 138:14). Στην πνευματική ζωή του καθενός από μας ίσως δεν υπάρχει καθήκον πιο επιτακτικό από αυτό: να ανανεώνουμε το αίσθημα του θαυμασμού και της έκπληξης μπροστά στο θαύμα και το μυστήριο του δικού μας προσώπου. Η λέξη μυστήριον, ιδιαίτερα, χρειάζεται έμφαση. Ποιος είμαι; Τι είμαι; Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη. Γνωρίζω μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του εαυτού μου. Τα όρια του ανθρωπίνου προσώπου είναι απίστευτα πλατειά. Εκτείνονται κατά ύψος και κατά πλάτος στο χώρο και πέρα από το χρόνο, στο ατελεύτητο. Προεκτείνονται μπροστά και πίσω μέσα στο χρόνο και πέρα από το χρόνο, στην αιωνιότητα. Στο βάθος του εαυτού μου κρύβονται ανεξιχνίαστα βάθη πού διαφεύγουν της δικής μου αντίληψης.
Μέσα σ' αυτό το μυστήριο ανθρώπινο πρόσωπο, πού είναι φτιαγμένο κατ' εικόνα του ζώντος Θεού, υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ξεχωριστής σημασίας: ελευθερία, ευχαριστία, κοινωνία και ωρίμανση.

Ελευθερία

Ο Δημιουργός Θεός είναι ελεύθερος: με τον ίδιο τρόπο και τα ανθρώπινα δημιουργήματα πού είναι φτιαγμένα κατ' εικόνα του είναι προικισμένα με ελευθερία. Τί είναι αυτό πού κάνει τα ανθρώπινα οντά να ξεχωρίζουν, με ένα τρόπον πού υπερέχει, από τα άλλα οντά; Πέρα από όλα τα άλλα, είναι η αυτοσυνειδησία, η φωνή της συνείδησης, η δύναμη της ελεύθερης απόφασης, η ικανότητα της ηθικής εκλογής. Ενώ τα άλλα οντά ενεργούν από ένστικτο, το ανθρώπινο ον στέκεται ευσυνείδητα απέναντι του Θεού —στέκεται με πλήρη επίγνωση στο σημείο του καιρόν, στη στιγμή της κρίσης και της ευκαιρίας— και διαλέγει. Ο Θεός κάθε μέρα απευθύνεται στον άνθρωπο λέγοντας του: «Την ζωήν και τον θάνατον δέδωκα προ προσώπου υμών, την ευλογίαν και την κατάραν εκλέξαι...» (Δευτ. 30:19). Μόνο με την άσκηση αυτής της δύναμης, της ελεύθερης εκλογής, ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος πραγματικά.
Πρώτα απ' όλα ο άνθρωπος πρέπει να οριστεί ως ένα ελεύθερο ον. Αυτό το σημείο τονίζεται έντονα από τον Ντοστογιέφσκι στη διήγηση του Μεγάλου Ιεροεξεταστή, στους Αδελφούς Καραμάζωφ. Αυτό που ο Χριστός πρόσφερε στον άνθρωπο, όπως αναγνωρίζει ο Μέγας Ιεροεξεταστής, είναι ακριβώς το δώρο της ελευθερίας: ο Υιός του Θεού ήρθε για να μας ελευθερώσει (Ιωάν. 8: 36). Αυτή η ελευθερία όμως, στα μάτια του γηραιού καρδιναλίου, είναι πολύ βαρεία, ένα φορτίο δυσβάστακτο για τους ανθρώπους, ένα επικίνδυνο κοφτερό σπαθί, το ανθρώπινο γένος θα ήταν ευτυχέστερο αν του αφαιρούσαν αυτό το δώρο. «Εμείς διορθώσαμε το έργο σου», λέει ο Ιεροεξεταστής στον Ιησού. Από μια σκοπιά έχει δίκιο: η ελευθερία μας πολύ συχνά αποδεικνύεται ένα άσχημο δώρο. Όμως, αν ο άνθρωπος είναι κάτι λιγότερο από ελεύθερος, τότε γίνεται κάτι λιγότερο κι από άνθρωπος.
Η ζωτική σημασία της ελευθερίας μπορεί να φανεί στην περίπτωση της ευλογημένης Παρθένου Μαρίας, η οποία είναι και ή εικόνα του τί σημαίνει να είσαι γνήσιος άνθρωπος. Στον Ευαγγελισμό, ο Αρχάγγελος δεν επληροφόρησε απλώς την Παναγία για το σχέδιο του Θεού, άλλα περίμενε την ελεύθερη και εθελοντική της απάντηση: «Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38). Θα μπορούσε να είχε αρνηθεί. Ο Θεός λαμβάνει την πρωτοβουλία, όμως η εθελοντική συνεργασία της Παναγίας είναι επίσης απαραίτητη. Δεν είναι απλώς ένα παθητικό εργαλείο αλλά ένας ενεργητικός μέτοχος στο έργο της σωτηρίας. Η απάντηση της με κανέναν τρόπο δεν ήταν ένα εκ των προτέρων γνωστό συμπέρασμα¨ σ' αυτή την ελεύθερα δοσμένη απάντηση κρεμόταν ολόκληρο το μέλλον της ανθρώπινης ιστορίας. Σ' έναν κόσμο πού ολοένα γίνεται πιο απάνθρωπος —σ' έναν κόσμο πού φαινομενικά ελέγχεται από τους ψυχαναλυτές, τις στατιστικές και τις μηχανές— ή ανάγκη για Χριστιανούς πού επιμένουν στην ύψιστη αξία της ελευθερίας, είναι άμεση. Σ' ολόκληρη την ανθρωπότητα, τίποτα δεν είναι πιο αποφασιστικής σημασίας από τις ελεύθερες πράξεις εκλογής πού γίνονται από πρόσωπα προικισμένα με λόγο και συνείδηση. Ως ανθρώπινες υπάρξεις επηρεαζόμαστε από το περιβάλλον και τις ασυνείδητες διαθέσεις μας, όμως ποτέ δεν υποδουλωνόμαστε τελειωτικά σ' αυτά τα πράγματα. Παραμένουμε ελεύθεροι. Ο Θεός έθεσε τον καθένα από μας σαν βασιλιά πάνω στη γη και του έδωσε εξουσία επί «πάντων των κτηνών» (Γεν. 1:28). Ας μην παραιτούμαστε από αυτή μας τη βασιλική εξουσία από δειλία ή έλλειψη φαντασίας. Εδώ εξάγεται ένα σημαντικό συμπέρασμα. Η ελευθερία δείχνει ότι σαν άνθρωποι είμαστε διάφοροι, ξεχωριστοί. Εφόσον καθένας από μας είναι ελεύθερος, ο καθένας εκφράζει το κατ' εικόνα με το όποιο είναι προικισμένος με το δικό του ή δικό της μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο. Και ο καθένας, εφόσον είναι μοναδικός, έχει ανεκτίμητη αξία, ο καθένας είναι το τέρμα και ο σκοπός κι όχι το μέσο για κάποιον άλλο σκοπό. Ο σύγχρονος πολιτισμός μας κάνει να σκεφτόμαστε με τρόπο στερεότυπο, έτσι πού να φαίνεται ότι όλα μετρούνται και κατατάσσονται στατιστικά η «προγραμματίζονται» σ' ένα κομπιούτερ. Ως χριστιανοί ανθρωπιστές έχομε κάθε λόγο να αρνηθούμε μια τέτοια τάση. Είναι καθήκον μας να προσβλέπουμε πάντα πέρα από το επίπεδο της επιπολαιότητας, οπού οι ανθρώπινες υπάρξεις κατατάσσονται σε ομάδες, προς το επίπεδο της γνήσιας προσωπικότητας, οπού κανένας δεν είναι κουραστικός. Το Άγιο Πνεύμα καθιστώντας μας ελεύθερους, κάνει τον καθένα μας διαφορετικό το ίδιο και οι πνευματοφόροι η άγιοι, οι όποιοι αποκαλύπτουν σε μας τα πραγματικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ύπαρξης, πάντοτε επιδεικνύουν την άκρα ποικιλία. Δεν είναι η αγιότητα άλλα η αμαρτία πού είναι μονότονη.

Ευχαριστία

Κατ' εικόνα Θεού, προικισμένος με αυτοσυνειδησία και ηθική εκλογή, ο άνθρωπος δεν βρίσκεται σ' αυτόν τον κόσμο κάνοντας του χρήση όπως τα υπόλοιπα οντά. Το ανθρώπινο ον μπορεί επιπλέον να δοξάζει το Θεό, αντιπροσφέροντας τη δημιουργία στο Δημιουργό με ευχαριστία και σ' αυτήν την πράξη της προσφοράς ο καθένας γίνεται πραγματικός άνθρωπος, πραγματικό πρόσωπο. Αυτό είναι το δεύτερο ουσιώδες στοιχείο της ανθρώπινης μας ύπαρξης. Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι απλώς ένα ελεύθερο ον αλλά ένα ευχαριστιακό ον. Ο καθένας είναι και βασιλιάς και Ιερέας.
Αυτό το σημείο μπορεί και πάλι να τονιστεί με κάτι από τον Ντοστογιέφσκι. Ο ήρωας, ή μάλλον ο αντί -ήρωας, λέει στις Σημειώσεις από το Υπόγειο:
«Κύριοι, ας υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος δεν είναι βλάκας... Όμως αν δεν είναι βλάκας, είναι τερατωδώς αγνώμων. Είναι αγνώμων μ' ένα τρόπο πρωτοφανή. Ακόμη νομίζω ότι ο καλύτερος ορισμός για τον άνθρωπο είναι: ένα δημιούργημα με δύο πόδια και καθόλου αίσθηση ευγνωμοσύνης...
Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να προφέρει κατάρες: είναι το προνόμιό του και αυτό κυρίως τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα».

Όλα αυτά είναι αναμφίβολα ορθά για το μεταπτωτικό άνθρωπο, για τον άνθρωπο πού απομακρύνθηκε από το Θεό. Όμως στην περίπτωση του ανθρώπου, όπως αρχικά ο Θεός τον ήθελε να είναι, και όπως λυτρώθηκε εν Χριστώ, αυτές οι θέσεις πρέπει να αντιστραφούν. Ο καλύτερος ορισμός του ανθρώπου, το κύριο χαρακτηριστικό του, αυτό πού τον κάνει να είναι ο εαυτός του, είναι η ευγνωμοσύνη η ευχαριστία. Αυτό πού κάνει τον άνθρωπο να διαφέρει από τα άλλα ζώα, το προνόμιο του σαν ιερέας της κτίσης, είναι να ευλογεί το Θεό και να επικαλείται τη θεία ευλογία για τα άλλα πρόσωπα και πράγματα.
Όπως και πριν, έτσι και τώρα, το παράδειγμα της Θεοτόκου στον Ευαγγελισμό μπορεί να σταθεί το πρότυπο μας. Όταν πήρε το μήνυμα του αρχαγγέλου, απάντησε με μια πράξη ευχαριστίας: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρί μου» (Λουκ. 1:46-7).
Η διάθεσή της είχε τα χαρακτηριστικά της χαράς, της ευχαριστίας, της δοξολογίας.
Αν, λοιπόν, πρόκειται να είμαστε πραγματικά άνθρωποι στην εσωτερική μας ζωή, η προσευχή μας πρέπει να διαπνέεται από το πνεύμα της ευχαριστίας. «Προσευχή είναι η κατάσταση της συνεχούς ευχαριστίας», τονίζει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908). Και ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακας (7ος αιώνας) σημειώνει:
«Προ πάντων εν τω της ημετέρας δεήσεως χάρτη ευχαριστίαν ειλικρινή κατατάξω μεν εν δευτέρω δε στίχω, εξομολόγησιν και συντριμμόν ψυχής εν αισθήσει' είθ' ούτο) την αίτησιν ημών τω παμβασιλεί γνωρίσω μεν».2
Ευχαριστία, εξομολόγηση, αίτηση — αυτή είναι η βασική σειρά πού πρέπει να ακολουθούμε όταν προσευχόμαστε. Δεν πρέπει να αρχίζουμε εξομολογούμενοι τις αμαρτίες μας. Πριν σκύψουμε προς τα κάτω για να δούμε την εσωτερική μας ασχήμια, πρέπει να υψώσουμε το βλέμμα προς τα έξω και προς τα πάνω για να ατενίσουμε τη δόξα του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος για τον όποιο ο εικοσιτετράωρος λατρευτικός κύκλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας αρχίζει κάθε μέρα με τον εσπερινό οπού διαβάζεται ο ψαλμός 103 πού είναι ένας ύμνος δοξολογίας για τη δημιουργία:
«Ευλόγει, η ψυχή μου, τον Κύριον, Κύριε ο Θεός μου, εμεγαλύνθης σφόδρα, εξομολόγησιν και μεγαλοπρέπειαν ενεδύσω (...) ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας».
Με παρόμοιο τρόπο αρχίζει και η Θεία Λειτουργία, όχι με μια πράξη εξομολόγησης αλλά με μια προκήρυξη για τη δόξα του Θεού: «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος...». Ως ο περιούσιος λαός του Θεού, αρχίζουμε πρώτα-πρώτα ευλογώντας αυτόν για τη χαρά της Βασιλείας του.

Κοινωνία

Πέρα από το ότι είμαστε ελεύθερα οντά και ευχαριστιακά οντά, ο άνθρωπος είναι επίσης κοινωνικό ον. Αυτό είναι το τρίτο χαρακτηριστικό του στοιχείο. Είναι, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Αριστοτέλη, ένα «πολιτικό ζώο», γιατί όντως πραγματώνει τον εαυτό του, γίνεται όντως άνθρωπος, εφόσον ζει σε μια πόλη, σ' ένα κοινωνικά οργανωμένο χώρο. Ακόμη και οι ερημίτες πρέπει να προετοιμάσουν τον εαυτό τους για τη μόνωση αφού ζήσουν αρχικά στην κοινοτική ζωή μιας μοναχικής αδελφότητας. Ο άνθρωπος είναι διαλογικός. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του John Macmurray
«δεν μπορεί να υπάρξει άνθρωπος μέχρι που να βρεθούν δύο τουλάχιστον σε κοινωνία».
«Και είπεν ο Θεός, ποιήσωμεν άνθρωπον κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν» (Γεν. 1:26). Αυτό το «ποιήσωμεν άνθρωπον», όπως παρατηρούν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, δείχνει ότι τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έκαναν συμβούλιο μεταξύ τους.3 Ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος σύμφωνα με την εικόνα της Αγίας Τριάδος — δηλαδή σύμφωνα με την εικόνα του Θεού, πού δεν είναι απλώς Ένας, αλλά ένας εν τρισίν υποστάσεσι. Ο άνθρωπος λοιπόν καλείται να πραγματώσει τον εαυτό του καθ' ομοίωσιν Θεού, σε κοινότητα ή κοινωνία. Όπως ακριβώς ο Θεός δεν είναι μια απομονωμένη μονάδα, αλλά μια ένωση τριών προσώπων πού αλληλοπεριχωρούνται μέσω μιας ακατάπαυστης αμοιβαίας αγάπης, έτσι και ο άνθρωπος, πραγματώνει πλήρως τον εαυτό του —γίνεται ολοκληρωμένος άνθρωπος σύμφωνα με τη θεία εικόνα— μόνο όταν ζει μέσα στους άλλους και για τους άλλους. Γίνεται άνθρωπος όταν ξέρει να μοιράζεται.
Ο Ντοστογιέφσκι μάς προσφέρει ακόμη μια πετυχημένη εικόνα αυτής της πραγματικότητας. Στους Αδελφούς Καραμάζωφ περιλαμβάνεται μια λαϊκή ιστορία πού άκουσε κάποτε, σχετικά με μια ηλικιωμένη γυναίκα πού δεν έζησε σωστά και μετά θάνατο βρέθηκε σε μια λίμνη από φωτιά. Ο φύλακας Άγγελος της προσπαθούσε να κάνει ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει. Η μόνη καλή πράξη όμως που θυμόταν ότι έκανε αυτή η γυναίκα όταν ζούσε, ήταν πού είχε δώσει κάποτε από τον κήπο της ένα κρεμμύδι, σε μια ζητιάνα. Πήρε λοιπόν ο άγγελος το κρεμμύδι, είπε στη γυναίκα να πιαστεί απ' αυτό κι άρχισε να την τραβά έξω από τη λίμνη. Μέσα στη λίμνη όμως δεν ήταν μόνη της. Όταν οι άλλοι είδαν τί συνέβαινε, μαζεύτηκαν τριγύρω και κρεμάστηκαν πάνω της με την ελπίδα να συρθούν κι αυτοί έξω μαζί της. Τότε όμως η γυναίκα, με τρόμο και αγανάκτηση, άρχισε να τους κλοτσά. «Αφήστε με», φώναξε. «Εμένα τραβά έξω, όχι εσάς. Δικό μου είναι το κρεμμύδι, όχι δικό σας». Τη στιγμή που το είπε αυτό, το κρεμμύδι έσπασε στα δύο και η γυναίκα έπεσε πίσω, μέσα στη λίμνη. Και εκεί μέσα καίγεται μέχρι σήμερα.
Εάν η ηλικιωμένη γυναίκα έλεγε μόνο «αυτό είναι το κρεμμύδι μας», δεν θα αποδεικνυόταν άραγε αρκετά δυνατό για να τους τραβήξει όλους έξω από τη φωτιά; Μόλις όμως είπε «είναι δικό μου, όχι δικό σας», έγινε κάτι λιγότερο από άνθρωπος. Με το να αρνηθεί το μοίρασμα, αρνήθηκε την προσωπικότητα της. Ο γνήσιος άνθρωπος, πιστός στην εικόνα της τρισυπόστατης Θεότητας, είναι αυτός πού πάντοτε λέει όχι «εγώ», αλλά «εμείς», όχι «δικό μου άλλα «δικό μας». Η προσευχή πού ο Υιός του Θεού μας δίδαξε αρχίζει με το «Πάτερ ημών» κι όχι «Πάτερ μου». Αυτό που έκανε την πρώτη αποστολική κοινότητα των Χριστιανών στα Ιεροσόλυμα να ξεχωρίσει, ήταν ακριβώς η πράξη της μοιρασιάς. «Ήσαν δε προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς (...) πάντες δε οι πιστεύοντες ήσαν επί το αυτό και είχον άπαντα κοινά» (Πράξ. 2:42-4). Ως Χριστιανοί δεκαεννιά αιώνες αργότερα, πόσο απεγνωσμένα χρειαζόμαστε να ανακτήσουμε αυτή την αίσθηση της κοινωνίας, να ξαναμάθουμε πώς να μοιραζόμαστε το κρεμμύδι.
Το πρότυπό μας σ' αυτό το μοίρασμα είναι και πάλι η Παναγία. Όταν δέχθηκε το μήνυμα του Ευαγγελισμού, η άμεση αντίδρασή της ήταν να πορευθεί «εις την ορεινήν μετά σπουδής» για να μοιραστεί την καλήν είδηση με την εξαδέλφη της Ελισάβετ (Λουκ. 1:39-40). Με σπουδή και αίσθημα βιασύνης: ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει τη χαρά για τον εαυτό της.
Όπως δείχνει η παραβολή των προβάτων και των εριφίων (Ματθ. 25:31-46), το κριτήριο της θείας κρίσης στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, δεν θα είναι οι εσωτερικές μου σκέψεις και τα αισθήματα, οι θειες οπτασίες και οι εκστάσεις μου. Ούτε θα ερωτηθώ για τη μοναχική μου άσκηση, τις νηστείες και τις μετάνοιες. Θα μου ζητηθεί όμως να πω αν έδωσα τροφή στους πεινασμένους, αν επισκέφθηκα τους φυλακισμένους και τους άρρωστους, αν φιλοξένησα τους ξένους. Γι' αυτά όλα θα ερωτηθώ. Με άλλα λόγια, πώς ήσαν οι σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους; Ήξερα να μοιράζομαι; Ήμουν απλώς ένα άτομο, κλεισμένο στον εαυτό μου; Η ήμουν ένα αυθεντικό πρόσωπο πού ζούσα σε κοινωνία με τους άλλους; Δεν είναι συμπτωματικό ποy η λέξη πρόσωπο σημαίνει επίσης και «όψη». Είμαι ένα ζωντανό πρόσωπο, πού ξεχωρίζω από τα άλλα, μόνο όταν στέκω απέναντι τους, τα αντικρίζω, τα κοιτάζω μέσα στα μάτια και αυτά κοιτάζουν έμενα. Το Άγιο Πνεύμα πού κατοικεί μέσα στην καρδιά μας είναι Πνεύμα κοινωνίας: κάνοντας μας διαφορετικούς, μας κάνει όλους ένα.
Ζώντας σε μια κοινωνία πού μεγαλώνει ολοένα πιο ψυχρά και αδιάφορα, είναι χριστιανικό μας καθήκον να επαναβεβαιώσουμε το νόημα της προσωπικής κοινωνίας. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στις μηχανές να κυριαρχήσουν. Υπάρχει μια ιστορία ενός ανθρώπου που πήγε να δει έναν ψυχίατρο. «Βρήκα σαν πιο εύκολο τρόπο για να συγκεντρώνομαι», είπε ό ψυχίατρος, «το να μη σε κοιτάζω στο πρόσωπο. Γι' αυτό ξάπλωσε στον καναπέ και εγώ θα καθήσω στη γωνιά, πίσω από την κουρτίνα». Αφού πέρασε λίγη ώρα ο άνθρωπος παραξενεύθηκε γιατί επικρατούσε μια ύποπτη ησυχία πίσω από την κουρτίνα. Περπάτησε στις άκρες των ποδιών του ως τη γωνιά και κοίταξε προσεκτικά πίσω από την κουρτίνα. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν. Είδε μια καρέκλα και πίσω της μια πόρτα όμως πουθενά ο ψυχίατρος. Στην καρέκλα υπήρχε ένα κασετόφωνο. Ο άνθρωπος δεν τα έχασε. Είχε πει την ιστορία του πολλές φορές σε διαφορετικούς ψυχίατρους και την είχε γραμμένη σε κασέττα. Πήρε λοιπόν ένα κασετόφωνο από την τσάντα του, έβαλε μέσα την κασέτα, το άφησε στον καναπέ και το έβαλε σε λειτουργία. Ύστερα κατέβηκε κάτω για να πάρει ένα καφέ. Στην καφετερία όμως συνάντησε τον ψυχίατρο πού επίσης έπαιρνε τον καφέ του. Ο άνθρωπος κάθησε στο ίδιο τραπέζι μαζί του. «Πρόσεξε», διαμαρτυρήθηκε ο ψυχίατρος, «δεν έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ, όφειλες να μείνεις πάνω, ξαπλωμένος στον καναπέ, να λες την Ιστορία σου». «Πολύ σωστά», απάντησε ο άνθρωπος.
«Το δικό μου κασετόφωνο μιλά στο δικό σου».
Ως Χριστιανοί βρισκόμαστε εδώ για να επιβεβαιώσουμε τη μεγάλη αξία της άμεσης επικοινωνίας και συνάντησης — Όχι μηχανή προς μηχανή, αλλά πρόσωπο προς πρόσωπο, ενώπιος ενωπίω.

Ωρίμανση

Τέτοιο είναι το αληθινό ανθρώπινο πρόσωπο: ελεύθερο, ευχαριστιακό, κοινωνικό — αυτό πού, σύμφωνα με το παράδειγμα του στάρετς Ζωσιμά του Ντοστογιέφσκι, καθιστά τον εαυτό του «υπεύθυνο για όλους και για όλα». Σ' αυτά τα τρία χαρακτηριστικά πρέπει να προστεθεί και ένα τέταρτο: η ωρίμανση, η πορεία προς τα εμπρός, η συνεχής πρόοδος. «Αγαπητοί, νυν τέκνα Θεού έσμεν, και ούπω εφανερώθη τί εσόμεθα» (Α' Ιωάν. 3:2). Το ανθρώπινο πρόσωπο δεν είναι στατικό ή στάσιμο, αλλά είναι δυναμικό. Είναι ένας οδοιπόρος, ένας ταξιδευτής —Αυτή η δυναμική όψη της ανθρώπινης προσωπικότητας συχνά εκδηλώνεται κάνοντας μια διάκριση μεταξύ της εικόνας και της ομοίωσης του Θεού. Ο συγγραφέας της Γεν. 1:26, όταν έγραψε τις λέξεις «κατ' εικόνα ημετέραν και καθ' ομοίωσιν», πιθανόν δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει αντίθεση μεταξύ των δύο όρων. Απλώς εκατανοούντο ως δύο παράλληλοι. Οι Έλληνες όμως Πατέρες —ιδιαίτερα ο Αγ. Ειρηναίος, ο Ωριγένης, ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός4— τους ερμηνεύουν ως να έχουν διαφορετικό νόημα. Η εικόνα, σύμφωνα με τη δική τους εξήγηση, δηλώνει αυτό πού ο άνθρωπος κατέχει από την αρχή και το όποιο, παρά την Πτώση, ποτέ δεν χάθηκε εντελώς. Η «ομοίωση» δηλώνει τον έσχατο σκοπό μας, την πληρότητα του αγιασμού και της ζωής εν Θεώ, τη θέωση. Εικόνα είναι τα αρχικά χαρίσματα πού δόθηκαν στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία, ομοίωση ο τελικός σκοπός πού πρέπει να εκπληρωθεί μέσω της ορθής χρήσης της ελευθερίας, με τη χάρη πάντοτε του θεού. Εικόνα είναι ή δυνατότητα για πραγματοποίηση της ομοίωσης, ή αφετηρία και το τέρμα. Η Εικόνα δεν είναι ποτέ αυτάρκης, πάντοτε κοιτά προς τα εμπρός, κατευθύνεται πάντα προς την ομοίωση για να εκπληρωθεί. Ο άνθρωπος ταξιδευτής, ο homο viator, σε όλη του τη ζωή βρίσκεται σ' ένα ταξίδι από την εικόνα στην ομοίωση.
Οι χριστιανοί συγγραφείς συχνά μίλησαν για το «πρωτόκτιστον κάλλος» του ανθρωπίνου γένους στον Παράδεισο. Ο Αδάμ κατά τη δημιουργία του, με μια τέτοια θεώρηση, προικίστηκε με όλο το πλήρωμα της αγιότητας και της γνώσεως. Για μας σήμερα είναι εξαιρετικά δύσκολο να αντιληφθούμε τί σημαίνει αυτό. Είναι λοιπόν σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι ο μοναδικός τρόπος πού εξετάζεται η προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου στη χριστιανική παράδοση. Υπάρχει ακόμη μια προσέγγιση πού βρίσκεται σε συγγραφείς του δευτέρου αιώνα, όπως για παράδειγμα οι Θεόφιλος Αντιοχείας και Ειρηναίος, και η οποία προσαρμόζεται πολύ καλύτερα στη δυναμική διάκριση πού κάναμε μεταξύ εικόνας και ομοίωσης. Ο άνθρωπος στην πρώτη δημιουργία, εισηγούνται αυτοί οι συγγραφείς, ήταν σαν νήπιο — τέλειος όχι τόσο ενεργεία όσο δυνάμει. Δεν ήταν προικισμένος με την πληρότητα της σοφίας και της δικαιοσύνης αλλά βρισκόταν απλώς σε μια κατάσταση απλότητας και αθωότητας. «Ήταν ένα παιδί πού δεν είχε ακόμη αναπτυγμένη τέλεια την αντίληψη του», σημειώνει ο Ειρηναίος. «Απαραίτητα έπρεπε να ωριμάσει και να φτάσει στην τελειότητα».5 Ο Δημιουργός Θεός έβαλε τα πόδια του Αδάμ στο σωστό δρόμο, όμως ο Αδάμ είχε μπροστά του πολλή απόσταση να διανύσει ώσπου να φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού του. Ο homο viator δεν ταξιδεύει σ' ένα κλειστό κύκλο αλλά κατά μήκος μιας γραμμής πού οδηγεί προς τα πάνω.
Αυτό το σημείο δικαιώνεται αν δοθεί η πραγματική βαρύτητα στην Ενσάρκωση του Χριστού. Λαμβάνοντας τη δική μας ανθρώπινη φύση στη δική του κατά την ενσάρκωση και «θεώνοντάς» την κατά τη Μεταμόρφωση, Ανάσταση και Ανάληψη, ο Λόγος εισήγαγε στην ανθρωπότητα ένα νέο στοιχείο, μια πιο πλήρη διάσταση πού δεν υπήρχε σ' αυτήν από την αρχή. Δεν αποκατάστησε απλώς την εικόνα αλλά χάρισε στο καθ' ομοίωση πλατύτερες δυνατότητες. Το τέλος αξίζει περισσότερο από την αρχή εσχατολογία δεν είναι απλώς αρχαιολογία. Όμως όλα δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με το Βίο του Μωυσέως του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης (330-395), η πορεία του άνθρωπου προς τα εμπρός και η συνεχής ωρίμανσή του — ο Γρηγόριος την αποκαλεί επέκταση, που σημαίνει την κίνηση εις το πέραν, πέρα απ' αυτό πού βρίσκεται μπροστά (ίδε Φιλ. 3:13) — θα συνεχιστεί αδιάκοπα όχι μόνο σ' αυτή τη ζωή άλλα και στην άλλη, στην αιωνιότητα. Όχι μόνο στη γη, άλλ' εξ 'ίσου στον ουρανό, η ωρίμανση είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης μας προσωπικότητας. Αφού ο θεός είναι ατελεύτητος, πιστεύει ο Γρηγόριος, η σεσωσμένη ανθρώπινη φύση δεν θα πάψει ποτέ να μετέχει έτι και έτι πληρέστερον στην απέραντη δόξα και αγάπη του Θεού. Η γνώση μας γι' αυτόν, ενώ συνέχεια αυξάνεται ποτέ δεν θα εξαντληθεί. Η ουσία της τελειότητας συνίσταται παραδόξως στο γεγονός ότι ποτέ δεν γινόμαστε τέλειοι αλλά συνεχίζουμε να μεταμορφωνόμαστε από «δόξης εις δόξαν» (Β' Κορ. 3:18). Όπως γράφει ο Jean Danieloou, «κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή, και κάθε άφιξη είναι μοναχά μια νέα αναχώρηση».6 Κάθε σύνορο, στη σκέψη του Γρηγορίου, προϋποθέτει ένα πέραν κάθε περιορισμός συνεπάγεται ότι ο ίδιος είναι πεπερασμένος.7 Η αιωνιότητα όπως και η ιστορία δεν είναι ένας κύκλος αλλά μια πορεία προς τα πάνω. Δεν είναι ένα γεωμετρικό σημείο αλλά μια ελικοειδής άνοδος.
Αυτό λοιπόν σημαίνει να είσαι γνήσιος άνθρωπος: να εκλέγεις, να ευχαριστείς, να μοιράζεσαι, να ωριμάζεις. Gloria enim Dei vivens homo, βεβαιώνει ο Άγιος Ειρηναίος: «Η δόξα του Θεού είναι ο ζωντανός άνθρωπος».8 Ας αγωνιστούμε να κάνουμε αυτή τη δόξα ολοένα και πιο εμφανή στον εαυτό μας. Ας γίνουμε περισσότερο όμοιοι του Θεού με το να γινόμαστε ακόμη περισσότερο άνθρωποι.


Σημειώσεις:

1. Βίος του Αγίου Παχωμίου 18, έκδ. Halkin, σσ. 30-31.
2. Ιωάννου του Σιναΐτου, Κλίμαξ, Βαθμίδα 28, P.G. 88, 1132A
3. Αυτή η ερμηνεία ξεκινά ήδη από τον 2ο αιώνα. Πρβλ. Θεοφίλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, ΙΙ18· ιδέ επίσης Επιστολή του Βαρνάβα, V.5, VI.12· Ιουστίνου Μάρτυρος, Διάλογος προς Τρύφωνα, 1 XII.2.
4. Ιδέ Ειρηναίου, Κατά των αιρέσεων, V.i.3 και V.vi.1· Ωριγένους, Περί Αρχών, ΙΙΙ.vi.1· Μαξίμου, Περί Αγάπης, iii.25· Θεολογικά Κεφάλαια, i.13· Ιωάννου Δαμασκηνού, Περί Ορθοδόξου Πίστεως, ii.12. Η διάκριση επίσης βρίσκεται στους Κλήμη Αλεξανδρείας, Μεθόδιο, Κύριλλο Ιεροσολύμων, Ιωάννη Χρυσόστομο και Διάδοχο Φωτικής. Σε άλλους όμως Πατέρες, όπως τους Ιππόλυτο, Αθανάσιο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο Νύσσης, Κύριλλο Αλεξανδρείας, Θεόδωρο Μοψουεστίας και Θεοδώρητο Κύρου, η διάκριση είτε απορρίπτεται είτε δεν εξετάζεται με καθαρό και συγκεκριμένο τρόπο.
5. Επεξήγησις Αποστολικού Κηρύγματος, 12· πρβλ. Θεοφίλου, Προς Αυτόλυκον, ii.24 και 27.
6. J. Danielou και H. Musurillo, From Glory to Glory: Texts from Gregory of Nyssa’s Mystical Writtings, London 1962, σελ. 69.
7. Εις το Άσμα Ασμάτων, P.G. 44, 1024 BCD.
8. Κατά των αιρέσεων, IV.xx[xxxiv].7.

Related Posts with Thumbnails