Να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο.
Κύριε, ο Θεός μου, πόσο πολύ αναδείχτηκες μέγας!
Αίνο και μεγαλοπρέπεια ντύθηκες,
εσύ που το φως σα ρούχο σου φοράς,
ξαπλώνοντας τον ουρανό σα κάλυμμα δερμάτινο.
Ο στεγάζοντας τα πάνω ουράνια σε νερά,
ο που τα νέφη έκαμε άρμα του
και στις φτερούγες των ανέμων περπατά.
Ο που έπλασε τους αγγέλους του πνεύματα
και τους λειτουργούς του φλόγα πυρός.
Αυτός είναι που θεμελίωσε τη γη στην ασφάλειά της επάνω,
στον αιώνα του αιώνα δε θα γείρει.
Σαν ιμάτιο η άβυσσος περικάλυμμά του,
πάνω στα βουνά θα σταθούν τα νερά.
Τα επιτίμησες και θα φύγουν,
από τη βροντή της φωνής σου θα δειλιάσουν.
Βουνά ορθώνονται πάνω,
πεδιάδες κατεβαίνουν
όπου τα θεμελίωσες.
Σύνορο έβαλες που δεν θα ξεπεράσουν,
ούτε θα επιστρέψουν να καλύψουν τη γη.
Στα φαράγγια τις πηγές ο εξαποστέλλοντας
δίοδο θα βρίσκουν τα νερά στα όρη ανάμεσα,
θα ποτίσουν όλα τα θηρία του αγρού
όναγροι στη δίψα τους θα τα καλοδεχτούν,
πάνω τους θα κατασκηνώσουν τ’ ουρανού τα πετεινά
μες από τις πέτρες θα φωνάξουν.
Ο ποτίζοντας από τα ύψη του βουνά
η γη απ’ τον καρπό θα χορτάσει των έργων σου.
Ο που κάνεις να βλαστήσει χορτάρι για τα ζωντανά
και χλόη να ξεπερετιούνται οι άνθρωποι
ψωμί να βγάνει από τη γη
και την καρδιά του ανθρώπου ευφραίνει το κρασί
ώστε με λάδι το πρόσωπό του ν’ απαλύνει
και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα της πεδιάδας
οι κέδροι του Λιβάνου που φύτεψες.
Εκεί στρουθία θα στήσουνε φωλιά
με πρώτη και καλύτερη του ερωδιού.
Τα ψηλά βουνά για τα ελάφια
πέτρα
των λαγών το καταφύγιο.
Σελήνη εποίησε για τους καιρούς
τη δύση του έμαθε ο ήλιος.
Σκοτάδι έβαλες κι έγινε νύχτα
ανάμεσά της θα διαβούν του δάσους όλα τα θεριά.
Λιονταράκια ωρυόμενα ν’ αρπάξουν
τροφή να γυρέψουν απ’ τον Θεό.
Ο ήλιος ανάτειλε και συνάχτηκαν
στις μάντρες τους θα κοιμηθούν.
Για τη δουλειά του θάβγει ο άνθρωπος
μέχρι το βράδυ στη δουλειά.
Πόσο μεγάλα τα έργα σου, Κύριε!
Όλα με σοφία τα δημιούργησες
γέμισε από τα κτίσματά σου η γη.
Να, η θάλασσα η μεγάλη κι ευρύχωρη
εκεί αναρίθμητα ερπετά
μικρούλια ζώα και μεγάλα
πλοία εκεί τη διαπλέουν
κι ετούτος ο δράκοντας που τον έπλασες να την εμπαίζει.
Όλα περιμένουν από Σε
στην πρώτη ευκαιρία να τους δώσεις τροφή
κι όταν τους δώσεις θα την μαζέψουν.
Θα τους στερήσεις την πνοή και θα εκλείψουν
στο χώμα τους επιστρέφοντας.
Θα τους στείλεις την πνοή και θα κτιστούν
το πρόσωπο της γης θ’ ανακαινίσεις.
Ας είναι του Κυρίου η δόξα στους αιώνες
ας ευφρανθεί ο Κύριος λόγω των έργων του.
Αυτός που βλέμμα ρίχνει στη γη και την κάνει να τρέμει
αγγίζει τα βουνά και καπνίζονται.
Όσο ζήσω τον Κύριο θα τραγουδήσω
Θα ψάλω τον Θεό μου όσο υπάρχω.
Μακάρι να του αρέσει το ποίημά μου ετούτο
Κι εγώ θα ευφρανθώ με τον Κύριο μαζί.
Μακάρι να εκλείψουν οι αμαρτωλοί από τη γη
και οι άνομοι να μην υπάρχουν.
Να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο.
Κύριε, ο Θεός μου, πόσο πολύ αναδείχτηκες μέγας!
Αίνο και μεγαλοπρέπεια ντύθηκες,
εσύ που το φως σα ρούχο σου φοράς,
ξαπλώνοντας τον ουρανό σα κάλυμμα δερμάτινο.
Ο στεγάζοντας τα πάνω ουράνια σε νερά,
ο που τα νέφη έκαμε άρμα του
και στις φτερούγες των ανέμων περπατά.
Ο που έπλασε τους αγγέλους του πνεύματα
και τους λειτουργούς του φλόγα πυρός.
Αυτός είναι που θεμελίωσε τη γη στην ασφάλειά της επάνω,
στον αιώνα του αιώνα δε θα γείρει.
Σαν ιμάτιο η άβυσσος περικάλυμμά του,
πάνω στα βουνά θα σταθούν τα νερά.
Τα επιτίμησες και θα φύγουν,
από τη βροντή της φωνής σου θα δειλιάσουν.
Βουνά ορθώνονται πάνω,
πεδιάδες κατεβαίνουν
όπου τα θεμελίωσες.
Σύνορο έβαλες που δεν θα ξεπεράσουν,
ούτε θα επιστρέψουν να καλύψουν τη γη.
Στα φαράγγια τις πηγές ο εξαποστέλλοντας
δίοδο θα βρίσκουν τα νερά στα όρη ανάμεσα,
θα ποτίσουν όλα τα θηρία του αγρού
όναγροι στη δίψα τους θα τα καλοδεχτούν,
πάνω τους θα κατασκηνώσουν τ’ ουρανού τα πετεινά
μες από τις πέτρες θα φωνάξουν.
Ο ποτίζοντας από τα ύψη του βουνά
η γη απ’ τον καρπό θα χορτάσει των έργων σου.
Ο που κάνεις να βλαστήσει χορτάρι για τα ζωντανά
και χλόη να ξεπερετιούνται οι άνθρωποι
ψωμί να βγάνει από τη γη
και την καρδιά του ανθρώπου ευφραίνει το κρασί
ώστε με λάδι το πρόσωπό του ν’ απαλύνει
και το ψωμί στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου.
Θα χορτάσουν τα ξύλα της πεδιάδας
οι κέδροι του Λιβάνου που φύτεψες.
Εκεί στρουθία θα στήσουνε φωλιά
με πρώτη και καλύτερη του ερωδιού.
Τα ψηλά βουνά για τα ελάφια
πέτρα
των λαγών το καταφύγιο.
Σελήνη εποίησε για τους καιρούς
τη δύση του έμαθε ο ήλιος.
Σκοτάδι έβαλες κι έγινε νύχτα
ανάμεσά της θα διαβούν του δάσους όλα τα θεριά.
Λιονταράκια ωρυόμενα ν’ αρπάξουν
τροφή να γυρέψουν απ’ τον Θεό.
Ο ήλιος ανάτειλε και συνάχτηκαν
στις μάντρες τους θα κοιμηθούν.
Για τη δουλειά του θάβγει ο άνθρωπος
μέχρι το βράδυ στη δουλειά.
Πόσο μεγάλα τα έργα σου, Κύριε!
Όλα με σοφία τα δημιούργησες
γέμισε από τα κτίσματά σου η γη.
Να, η θάλασσα η μεγάλη κι ευρύχωρη
εκεί αναρίθμητα ερπετά
μικρούλια ζώα και μεγάλα
πλοία εκεί τη διαπλέουν
κι ετούτος ο δράκοντας που τον έπλασες να την εμπαίζει.
Όλα περιμένουν από Σε
στην πρώτη ευκαιρία να τους δώσεις τροφή
κι όταν τους δώσεις θα την μαζέψουν.
Θα τους στερήσεις την πνοή και θα εκλείψουν
στο χώμα τους επιστρέφοντας.
Θα τους στείλεις την πνοή και θα κτιστούν
το πρόσωπο της γης θ’ ανακαινίσεις.
Ας είναι του Κυρίου η δόξα στους αιώνες
ας ευφρανθεί ο Κύριος λόγω των έργων του.
Αυτός που βλέμμα ρίχνει στη γη και την κάνει να τρέμει
αγγίζει τα βουνά και καπνίζονται.
Όσο ζήσω τον Κύριο θα τραγουδήσω
Θα ψάλω τον Θεό μου όσο υπάρχω.
Μακάρι να του αρέσει το ποίημά μου ετούτο
Κι εγώ θα ευφρανθώ με τον Κύριο μαζί.
Μακάρι να εκλείψουν οι αμαρτωλοί από τη γη
και οι άνομοι να μην υπάρχουν.
Να ευλογείς, ψυχή μου, τον Κύριο.