© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2009

Με αφορμή το κάδρο ενός μαγέρικου

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

Μεσημέρι βροχερό, της απαρχής του χειμώνα, όπως μόνο στη Ζάκυνθο μπορείς να τον βιώσεις. Υγρασία, που διαπερνά το είναι σου και φόβος για μια επερχόμενη στατικότητα, την οποία μόνο η προσμονή μπορεί να φωτίσει. Η πραγματικότητα μιας επαρχίας και η αλήθεια ενός «Φιόρου», όπου από καιρό και με τον καιρό μαράθηκε. Επαλήθευση του μύθου της Περσεφόνης, επέκταση της εκδίκησης της αλήθειας. Το χθες σε σελίδες ιστορίας και το σήμερα ρομφαία να πληγώνει ανίατα.
Με φίλο καθόμασταν σ’ ένα από τα λιγοστά μαγέρικα της μεσημεριάτικης πλήξης της πόλης μας, της κάποτε Χώρας και τρώγαμε, περισσότερο από ανάγκη επαφής και καταπολέμησης της ανίας, της μπροστά στην εξώθυράς μας ερχόμενης πραγματικότητας και λιγότερο από ικανοποίηση μιας βασικής μας αίσθησης και ανάγκης.
Στους τοίχους του μαγαζιού, ως συνήθως στο νεότερο Φιόρο του Λεβάντε, οι παλιές του δόξες σε κορνίζες. Φωτογραφίες της προσεισμικής πόλης, αυτής που χάθηκε οριστικά και αμετάκλητα τον φοβερό και στιγματικό εκείνο Αύγουστο του 1953, να θυμίζουν, να διακοσμούν μα και να διδάσκουν. Είναι αλήθεια πως έγιναν μόδα και ενίοτε κουράζουν. Μα δείχνουν, πάνω απ’ όλα, την ανάγκη της διατήρησης της μνήμης και την επιμονή - εμμονή για την υπογράμμιση μιας ιδιαιτερότητας και τον τονισμό ενός περασμένου και ίσως και πεπερασμένου μεγαλείου. Η κομψότητα και η αισθητική ν’ αντιμάχονται την μπετόν ευδαιμονία μας και η φινέτσα ν’ αντικρούει την πλαστική μας ευμάρεια, όπου ακόμα και κάθε Χριστούγεννα έκανε, όπως είχαμε ξαναγράψει, αν θυμάστε, την ιστορική μας πλατεία του Αγίου Μάρκου, Αγίας Βαρβάρας Αιγάλεω και τον μικρό νεογέννητο Ιησού από την ζεστασιά του στους πίνακες του Κουτούζη και του Καντούνη, τον εξευτέλιζε σε πλαστικές ύβρεις. Η εκδίκηση της γυφτιάς ή το κατρακύλισμα ενός πολιτισμού. Δεν έχει σημασία. Το ίδιο και το αυτό είναι. Του κιτς η μάνα στην καρδιά του τόπου, που κάποτε επάξια ονομάστηκε «Φλωρεντία της Ανατολής». Η ανταπόδοση του πιεσμένου, που μισεί. Η ανυπαρξία της παιδείας, που καταστρέφει.
Σε μια από αυτές τις μουσειακές πια, δυστυχώς, φωτογραφίες, απεικονίζονταν η παλιά μας Μητρόπολη του Αγίου Νικολάου των Ξένων, η οποία, εκτός από τον ταπεινό επίσκοπο των Μύρων της Λυκίας, τον «και τση γης και του πελάου» αντικαταστάτη του Ποσειδώνα και πάτρωνα και προστάτη των απανταχού της γης ναυτικών, φιλοξενούσε και τον παλιό, πριν τον Άγιό μας, πολιούχο του νησιού, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή, όταν και αυτός, όπως πολλοί άλλοι, μετά την έλλειψη του κινδύνου των πειρατών και την επιβολή της μεταφοράς του «μαύρου χρυσού», της σταφίδας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την καστρόπολη της ασφάλειας και να κατηφορίσει προς τον αιγιαλό.
Απλή από έξω και αυτή η ιερή στέγη του νησιού μας, προσεισμικά βέβαια, μα αληθινό μουσείο στο εσωτερικό της. Έργα τέχνης την κοσμούσαν, εικονογραφικές αναστάσεις, ξυλόγλυπτες πνοές και αργυρόγλυπτες ικεσίες. Ο φημισμένος αρχιερατικός θρόνος, η καθέδρα με την εικόνα του Ελκόμενου, τα κονίσματα της προσπετίβας, η φινέτσα και η κομψότητα, αλλά και η λεπτότητα, που προέρχονταν από προβληματισμό και σκέψη. Αυτά που σε μια μέρα ή πιο σωστά σε λίγες ώρες, έγιναν ερείπια και στάχτη, για να δώσουν την θέση τους σε φας - φουτ άποψης διάδοχο.
- Δες τι ωραία ήταν η παλιά μας Μητρόπολη, είπα στον φίλο συνδαιτυμόνα μου, απλή απ’ έξω και πανέμορφη μέσα, όπως ταιριάζει σε ανθρώπους καλλιεργημένους και ευαίσθητους, αντίθετα από τους σημερινούς απόγόνους τους, που φροντίζουν το εξωτερικό και αδιαφορούν για το εσωτερικό των κατοικιών τους, σαν κάποιους πρωταγωνιστές ευαγγελικής περικοπής.
Το δέχτηκε, μιας και η παιδεία του το επέτρεπε, αλλά μού απάντησε:
- Και η διπλανή εκκλησία του Αγίου μας, όμορφη δεν είναι; Και αυτό γιατί πιο πέρα, πραγματικά υπήρχε η απεικόνιση του ναού του Πολιούχου μας.
Τότε ήρθαν στο νου μου όλα αυτά που είχα ακούσει και διαβάσει για τις αντιδράσεις των συμπατριωτών μας, όταν αναγειρόταν αυτό το σημαντικό για όλους μας κτίριο. Αν θυμάμαι καλά οι πατεράδες μας το ήθελαν σαν τους Αγίους Πάντες, του ιστορικού μας κέντρου, δεμένο με την δική μας αρχιτεκτονική παράδοση και προέκταση της τοπικής μας αισθητικής. Επικράτησε, όμως, η άποψη της εξομοίωσης και η ισοπέδωση των συγκοινωνούντων δοχείων, μια και οι Συντεχνίες είχαν από καιρό εκλείψει και τα Αδελφάτα δεν είχαν λόγο στην νεότερη ιστορία μας.
Ο πολύς Διον. Ρώμας, σ’ επιστολή του που έστειλε, λίγο μετά την θεομηνία του 1953, στον τότε μητροπολίτη του Τζάντε, τον γεννημένο στην γειτονική Κεφαλονιά, Αλέξιο Ιγγλέση, επιδιώκοντας να δημιουργηθεί το Μουσείο μας, στο οποίο θα στεγαζόταν όλοι οι σεισμόπληκτοι θησαυροί των πολυάριθμων ναών του νησιού, όπου, εκ των πραγμάτων, δεν υπήρχε προοπτική να ξαναχτιστούν και αντικρούοντας την άποψη του δεσπότη, ο οποίος δεν ήθελε να γίνουν εκθέματα τα αντικείμενα λατρείας, θέλοντας να τον πείσει για το αντίθετο, μεταξύ άλλων γράφει:
«[…] Οι προαναφερόμενοι αρχαιολογικοί ιστορικοί χώροι οι διακοσμηθέντες αρχικώς με τα εν λόγω αριστουργήματα είναι ακόμη υπαρκτοί και ως εκ τούτου ο σύνδεσμος μεταξύ περιέχοντος και περιεχομένου απολύτως οργανικός. Αντιθέτως εις την Πόλιν μας, εάν εξαιρέσωμεν τους ναούς Αγίου Νικολάου Μώλου και Παναγίας των Αγγέλων, ουδεμία άλλη Εκκλησία αξία της τεραστίας καλλιτεχνικής παραδόσεως της Νήσου απέμεινεν. Τα λοιπά Εκκλησιαστικά κτίρια, τα οποία πρόκειται να διακοσμηθούν, αποτελούν αυτοσχεδιασμούς άνευ ουδεμιάς καλλιτεχνικοθρησκευτικής πνοής των οποίων αποκλειστική αρετή είναι η αντισεισμικότης των. Ουδείς οργανικός δεσμός υφίσταται πλέον μεταξύ των εκ σιδηρομπετόν αυτών κατασκευών και των θαυμασίων ξυλογλύπτων τέμλων και των φορητών εικόνων, όπου υπερχειλίζει η θεία Πίστις και το πηγαίον τάλαντον των μεγάλων εκείνων καλλιτεχνών του παρελθόντος […]».
Όσοι μπορούν να δουν τα πιο πέρα από την επιφάνεια, θα διαπιστώσουν το πόσο δίκιο είχε ο συγγραφέας του «Περίπλου» και τότε βουλευτής Ζακύνθου. Γνώστης και λάτρης, ως εκ τούτου, της ιδιαιτερότητας του πολιτισμού του νησιού μας, προειδοποιεί και μαντεύει. Χτυπά το κουδούνι του κινδύνου, αλλά κανείς δεν τον ακούει. Στην ίδια του, μάλιστα, επιστολή, την οποία πρωτοδημοσιεύει ο ακαταπόνητος Διονύσης Σέρρας, από τα αρχεία του λόγιου Νίκου Γρυπάρη, στον τόμο του περιοδικού του, των πολύτιμων και μοναδικών Επτανησιακών Φύλλων, ο οποίος είναι αφιερωμένος στην επέτειο του σεισμού, το Καλοκαίρι του 2003, γίνεται πιο σαφής για την αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου μας και ενδεικτικά σημειώνει:
«[…] Προσεισμική μεν αλλά πρόσφατος κατασκευή διατηρηθείσα ανέπαφος. Το μεγαθήριον αυτό, του κ. Ορλάνδου, αποτελεί κόλαφον αισθητικόν εις την παράδοσιν της Ζακυνθινής (και γενικώς της Επτανησιακής) Εκκλησιαστικής, αρχιτεκτονικής, παραδόσεως. Ως εκ της υφής του, πάντως, δεν χρήζει διακόσμου φορητών εικόνων αλλά στολισμόν των θόλων, αψίδων κλπ. είτε δια μωσαϊκών ψηφιδωτών (όπερ και το ορθότερον) είτε δια μεγάλων συνθέσεων FRESCO […]». Κάτι, που δυστυχώς, δεν έγινε, συνεχίζοντας τον «κόλαφον».
Ηθικό πόρισμα απ’ όλα τα παραπάνω: Η συνήθεια είναι ο χειρότερός μας σύμβουλος. Μπορεί να σε ισοπεδώσει. Κάνει ακόμα και έναν επτανήσιο και δη ζακυνθινό να προδώσει την αισθητική του, ν’ ανεχτεί αρχιτεκτονική ξένη απ’ την παράδοσή του, να δεχτεί ένρινες ψαλμωδίες και θρηνωδίες, να ξεχάσει τη φινέτσα του, να μην σέβεται την λογοτεχνία του και δη την ποίηση, που δημιουργείται γύρω του. Τότε όμως θα έχει μια «κηδεία, σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες», όπως επιγραμματικά σημειώνει ο εκ της γείτονος νήσου καταγόμενος μεγάλος ποιητής.
Υπάρχει άρα καιρός για αντίσταση;
Ναι, αν υπάρχει παιδεία. Προς το παρόν μάς λείπει. Ας την αποκτήσουμε.
Related Posts with Thumbnails