Φεγγαροσυμβάντα
Η σελήνη θα ξαπλώσει το βράδυ
πάνω στην ξανθή αμμουδιά
θα 'χουνε σβηστεί τα αρχικά, οι καρδιές
τα παλάτια
Τα χόρτα
του τοπίου φύλακας
Θα ησυχάσουν
θα χύσουνε το νυχτερινό τους δάκρυ
και ξανά για το τοπίο κόσμημα
Όταν ξαπλώσει το βράδυ η σελήνη
θα κατηφορίσουν οι άνθρωποι
να πάρουν ένα κομμάτι φως
να κάνουν έρωτα
κι ύστερα να δώσουν ένα τέλος στη φωνή που τους ακολουθεί
Δε θέλουμε προστάτες, δε θέλουμε οδηγούς.
Μ' ένα τραγούδι
Μ' ένα παλιό τραγούδι στα δυο χείλια
αραχνιασμένο στο ύψος της ψυχής
σαν την ευχή που αδίκησε και έρπει
Έτσι κι εμείς
αδιάκοπα σερνόμαστε στο χώμα
την τύχη επιθυμώντας των πτηνών.
[Από τη συλλογή Η εποχή της Άνοιξης, 1983]
Οι γάτοι
Οι γάτοι των πόλεων
δεν ψάχνουν ξέρετε στους δρόμους
για νομίσματα
ούτε δηλώνουν νηστικοί ή ευδαίμονες
ιχνηλατούν τα οχήματα
διογκωμένοι εκτελούν τα σπέρματα
του ψύχους
έχουν μιαν έλλειψη αδιαφορίας
που σκορπάει στον καθένα μας.
Το νέον της οδούστον Γιάννη ΤζανετάκηΣπάσαν κάτι τζάμια τα παιδιά
της Ελπινίκης
κρυφά με τις αρβύλες τού
Βαρνάβα
απόδειπνο τραβούσαν
βιαστικά για τον προφήτη
κλωτσούσαν τις φλέβες
των λασπόνερων
κι υγίαιναν
ώσπου τα διάλεξε
η σκιά των κωνοφόρων
χόρεψαν ζεϊμπέκικο
μια σπιθαμή
απ' τα σύννεφα
και γλίστρησαν
το ρίγος των δεκάξι
ως... την κλαγγή
και το πρησμένο νύχι
του στρατιώτη
- Κλείσε το φως και βγες
προτού να φέξει
η νικοτίνη σου 'χει νίψει
την προβιά
ηρέμησε μικρέ μου αποσπερίτη
κυλούν από το μάτι τού προφήτη
τα παιδιά
Η πόρτα δείχνει δώδεκα
γίνε το μαύρο τώρα
κι αύριο ξανά
*
κι έπειτα
έχυσε τη μέρα στα ερπετά
κάποιος που ορκιζόταν τρέφοντας
τους ίσκιους στα σπουργίτια
κι εκείνα μες στον ίλιγγο
βροχή ξεθύμαναν στο πόδι
της Ευτέρπης
το μεθυσμένο όνειρο
έγινε νύχτα
πληγή ανηφόριζε το ίσιο πέλαγο
ψηλά
δυο παραμύθια νότια
σκόνη στο κλέος του Ευρώτα.
Το κλήμα του παππούΌταν σβήνει το φως
κρατά έναν θόρυβο το κλήμα του παππού
κι έρχεται η σελήνη πλέκοντας
μες στου κισσού το χάραμα
τις πόρτες.
Ανάβουν τα δάχτυλα και
προσπερνούν οι μέλισσες
σφίγγοντας των βατράχων
τις αμφίβιες εκκλήσεις.
Στου ασβέστη τη γαλήνη
το γιασεμί και ο Ταΰγετος
πυρώνουν τη μοναξιά τού
μαντολίνου.
Σέρνουν χορό ενάντιο
τ' ανθάκια της πορτοκαλιάς
και η σκιά του ανεμοδείχτη.
Φρέσκος καφές αχνίζει
από τις φλέβες μας
ο Τζακ αιμορραγεί
αλυχτώντας στο βαρέλι.
Έξω
η αμμουδιά των ελαιώνων
σπέρνει την ιαχή του τελευταίου
τρένου.
Βαδίζει με του ορεσίβιου
τη σκιά
μια τούφα χαμομήλι.
Έχει κι ο πυρετός την ώρα του
βάλσαμο κι ασήμι.
Όμως ο θόρυβος απλώνει
σαν Κυριακή ανεβαίνει στους φεγγίτες
στις στέγες ύστερα
κρεμιέται από τις χελιδονοφωλιές
και τους εσπερινούς
γέρνει αποσταμένος
κάπου κάπου στα μισάνοιχτα παράθυρα
αδειάζει στη στέρνα τούς αγγέλους του
πηδώντας μ' ένα σύννεφο σπουργίτια
αλαφιασμένα.
Όλη νύχτα περιφέρεται υγρός
και σαν χαράξει
επιμένει
μες στο σακούλι του παπά
ν' αναζητά όρθρους.
Όταν σβήνει το φως
πάντα θυμάμαι...
[Από τη συλλογή Το νέον της οδού, 1987]Τα δάνειαοι χαμένες προοπτικές
καλλιεργούν στα όνειρα τις μύχιες επιθυμίες
αυτές που άντεξαν
επίσημες και θορυβώδεις
σαν επελάσεις ιππικού
ή δώρα άχραντα
του κόσμου.
Τα λαθραία όνειρα των βάτων
καραδοκούν με τις μελαχροινές στολές τους
οι αχθοφόροι της γης
τραβώντας το πηλήκιο διορθώνουν την οιμωγή της μέρας
δανείζονται λίγο απ' το φόβο μας
τη συνουσία των αλόγων και
περιστρέφονται αλλοδαποί σε χώραλαιστρυγόνων
όνειρα τρελά
στους κάλυκες των ημερών που θά 'ρθουν
πυκνώνουν την αποφορά και την εκζήτηση
θυμίαμα στην ίδια προσευχή
στον ίδιο πόνο.
[Από τη συλλογή Το δάκρυ του Πολύφημου, 1992]Νύχτα ικανήοι άγγελοι με τ' αρτοφόρια
ξυπνούν νωρίς
φροντίζουν τ' άλογα
ετοιμάζοντας να κατεβάσουν
από τις αγρυπνίες
τα ομοιώματα
(απόψε πάλι
η νύχτα δε στάθηκε ικανή)
Κατάλαβα
παρ' όλη την οχλοβοή
κατάλαβα:
τα μάτια σου φυγάδευσαν τους πειρασμούς
κι αρκέστηκες με νόημα
να φύγεις.
Βηματίζουν μοναχοί
Αυτοί που διέθεσαν το νου στα υψηλά
απέλασαν τη σωτηρία τους
και τώρα
βηματίζουν μοναχοί
ασκούμενοι με ιαχές κι επιθυμίες.
[Από τη συλλογή Η μνήμη της σιωπής, 1995]Μελιγαλάς Χρόνια
περιφερόταν μ' ένα καλάθι σαρπηδόνες
καθώς κοιτούσε νωχελικά κι αδιάφορα το δρόμο
ύφαινε το μαντίλι με τις δώδεκα λεπρές
που ανηφόριζαν τα μεσημέρια το τετράζι.
κατά δω, ψιθύρισε
ο θηβαίος στρατηγός ενώ γυρνούσε το μαγκάνι
η Μαρία.
πέρασαν γύπες με το γέρο ανάμεσά τους
σαν άλλοτε που φύτευαν ελιές κι ατένιζαν
τον κάμπο.
μίκρυνε η γη κι ο κερασφόρος δεκανεύς
κρατάει ακόμη το σκοινί για τις θυσίες
- έτσι μεγάλωσες εσύ
σε αίματα και φρίκη περπατώντας διάστικτος
από άρπαγες και ευφυείς αλλοδαπούς
γονυπετείς ικέτες και τιτλούχους.
Ακόμη και τώρα
ιεροφάντες παραπέουν στα περάσματα, νυχθημερόν ασκούμενοι
για κάθε ενδεχόμενο.
υπήκοοι της μνήμης:
η απόσβεση
το κρώξιμο των πελαργών που δεν θα επιστρέψουν
τα ερείπια, μια πιθαμή απ' το θάνατο, βήχουν
την ηδυπάθεια της ιστορίας
ώσπου οι κύκλοι του νερού να εκτοπίσουν
την ορφανή μητέρα που σφαδάζει δι' ευχών
τα κόλλυβα του μίσους
και τον ιδρώτα του μακάριου.
-έτσι μεγάλωσες εσύ
σε νουνεχείς που υστέρησαν στα όπλα.
κι όπως τρυπάει η υγρασία το κορμί
αφήνει το εκχύλισμά του στη λυκία:
νύχτα ο βασιλιάς κοίτα πώς λάμπει
οι λάμιες του θολού βυθού
η ασβεστωμένη περιουσία...
λίγος ήταν ο ύπνος εκεί
σαν τη διάρκεια του χθόνιου νότου.
[Από τη συλλογή Οι λάμιες του θολού βυθού, 2000]