© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Ανθούλας Δανιήλ: Ο ΑΣΠΡΟΣ ΤΟΙΧΟΣ (δοκίμιο)

  Πρώτη δημοσίευση  


Το ‘‘ κενό’’ υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του
(Οδυσσέας Ελύτης)

Με αφορμή το ποίημα «Ο άσπρος τοίχος» της Φλώρας Αντωνακοπούλου, αναρτημένο στο diastixo.gr, την Τρίτη, 23 Ιουλίου 2013, επεχείρησα μια μικρή περιήγηση σε «τοίχους» και άλλα παρόμοια πεδία.

  Παραθέτω το ποίημα :

Ο ΑΣΠΡΟΣ ΤΟΙΧΟΣ

Άστραψε ο τοίχος κάτασπρος στις σαϊτιές του ήλιου.
Άσπρο πολύ, θαμπώσανε τα μάτια μου, δεν έβλεπα μπροστά μου.
 
Κι εκεί, σαν νεύμα φωτεινό, ίχνος,
 
το χέρι εκείνου που μ’ επέβλεπε να συναινεί στο χρώμα.
 
Τα δέντρα ακίνητα στο φως, μ’ εσπεριδοειδών ανθούς παχύ το στρώμα
Κι εγώ εκεί να επιτηρώ αυτά που εκείνος φύτεψε και πότισε και ράντισε
 
και που ’ναι τώρα;
 
Στον άσπρο τοίχο άφηνε αόρατο σημάδι
κάθε που φτάναμε, κάθε που φεύγαμε.
 
με φίλημα ιερό τον άσπρο τοίχο χαιρετούσε,
 
κι εγώ παράξενα κοιτούσα, δεν ένιωθα τι σήμαινε απώλεια .
Ήξερε εκείνος, το είχε νιώσει από καιρό,
 
μαύρο βουνό τα σωθικά του να πιέζει.

Ήταν εκείνη που έλειπε, παντού παρούσα
σάλευε στα δέντρα, στους ανθούς, στον άσπρο τοίχο.
Τώρα εικόνα ιερή, αόρατη, των δυο τους χωνεμένη
 

πάντα εκεί, κάθε που φτάνω, κάθε που φεύγω,
εκείνης που εγκατέλειψε πιο πρώτη τον αγώνα
κι εκείνου που ακολούθησε μετά
αφήνοντας λευκό τον κάτασπρο τον τοίχο.

Αυτό που βλέπω με μια πρώτη ματιά, υποθέτω  ότι είναι ένα πραγματικό γεγονός που αναβαθμίζεται σε ενορατικό. Ένας άσπρος τοίχος δεν είναι τίποτα, αλλά μπορεί να γίνει τα πάντα. Οθόνη κινηματογράφου, λευκή σελίδα για να γράψεις και πολλά άλλα που έχεις μέσα σου, αλλά δεν τα γράφεις. Ο άσπρος τοίχος σε προκαλεί. Ο Σεφέρης λέει ότι είναι «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης / επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν» («Θερινό Ηλιοστάσι» Η΄)∙ κι ακόμα «Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ’βλεπαν / κι αυτοί γελούσαν» («Θερινό Ηλιοστάσι» Θ΄). Τα αποσπάσματα αυτά κάνουν λόγο για κάτι που είναι αόρατο αλλά όχι και στον ποιητή που έχει άλλες προσλαμβάνουσες.
Ο άσπρος τοίχος, λοιπόν, φαίνεται κενός,  αλλά δεν είναι κενός, όπως, για να περιδιαβάσουμε τον Σεφέρη, δεν είναι κενό το άδειο πουκάμισο, το κάστρο της Ασίνης και η εντάφια προσωπίδα∙ δείχνουν κενά αλλά έχουν από κάτω το μύθο τους∙ μια Ελένη, έναν βασιλιά, που υπήρξε κάποτε και  τώρα επιζεί μέσα στο μύθο. Κι ο  ποιητής, που  δεν ξεχνά, ακόμα και αν όλα έχουν χαθεί, ζει με το βάρος της ανάμνησης «μιας ύπαρξης ζωντανής» ή με το βάρος της «νοσταλγίας»  για πρόσωπα που δεν είναι πια ζωντανά, η μνήμη τους όμως είναι ζωντανή. Απομυθοποιώντας το πράγμα πάλι με το στίχο του Σεφέρη «Ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο / αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό».
Στο ποίημα, ο «άσπρος τοίχος» από κυριολεκτικός αναβαθμίζεται σε σύμβολο, οθόνη προβολής αόρατων μηνυμάτων. Η επανάληψη του επιθέτου «άσπρος», εκεί στοχεύει. Είναι το συγκεκριμένο σημείο, όπου κατατίθεται το φίλημα εις μνήμην, «κάθε που φτάναμε, κάθε που φεύγαμε», και είναι αυτό που δίνει ώθηση στην ενδυνάμωση της αυταπάτης. Σ’ αυτό βοηθάει και το θάμπωμα στα μάτια,  με τον εκτυφλωτικό φως, «τις σαϊτιές του ήλιου», όταν, σαν σε παραίσθηση, διαγράφεται το φωτεινό ίχνος ενός χεριού, εκείνου που «συναινεί στο χρώμα», που επιβλέπει στοργικά και σαν Θεός από ψηλά ελεητικά συγκατανεύει. Μοιάζει το χέρι του σαν εκείνη την  «αόρατη δεξιά» που γράφουν οι άγγελοι, κατά πως λέει ο Ελύτης. Στον Ελύτη θα αναφερθούμε συχνά, και όχι επειδή το έφερε η περίσταση, ο τοίχος επανέρχεται παρόμοια φορτισμένος:

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη Σ' ΑΓΑΠΩ ευδιάκριτη
επάνω του.  Ο τοίχος!
(Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, «Το εικόνισμα»)

Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω
(Φωτόδεντρο, «Το κόκκινο άλογο»).

Ο πρώτος «τοίχος» βλέπουμε πως, παρόλη τη φθορά του, διασώζει τη μνήμη ενός «Σ’ ΑΓΑΠΩ». Η λέξη κεφαλαιογράμματη εμφαίνει το δυνατό συναίσθημα των ανθρώπων που πέρασαν κι άφησαν το αποτύπωμά τους.  Στο δεύτερο απόσπασμα είναι ο «τοίχος» που υφίσταται το ισχυρό  ανατρίχιασμα και αυτός το μεταδίδει στον άνθρωπο. Κι επειδή αυτό δεν είναι λογικό, είναι όμως ψυχολογικό,  υποβάλλει την ιδέα πως ένα τόσο δυνατό άγγιγμα μπορεί να  είναι επικοινωνία με το πέραν. Με την ανταλλαγή ρόλων, μεταξύ πομπού και αποδέκτη του ερεθίσματος και του απρόσμενου αποτελέσματος,  ανατρέπονται οι φυσικοί νόμοι και ισχύουν οι νόμοι της αυθυποβολής. Το άψυχο γίνεται εμψυχότερο του εμψύχου, για να δηλώσει την ένταση του βιώματος. Με αυτόν τον τρόπο,  η εμπειρία μεταβάλλεται σε όχημα του ονείρου και του οράματος, γίνεται πεδίο, όπου παίζεται ή γράφεται ο μύθος, ο οποίος αποτελεί ανεξάντλητη πηγή πάσης ποιητικής δημιουργίας. 
Εκεί λοιπόν, σε ένα χώρο, σπίτι, αυλή, δεν συμβαίνει τίποτα σχεδόν.  Η περιγραφή του περιβολιού, η ανυπαρξία προσώπων, το παχύ στρώμα από τα άνθη των εσπεριδοειδών, τα οποία, ενώ είναι λουλούδια γάμου και η εποχή τους η άνοιξη, εδώ το παχύ λευκό τους στρώμα  στο έδαφος συμβολίζει πλέον την απώλεια. Το μυστηριακό μεσημέρι -«σαϊτιές του ήλιου»- και η ακινησία -«Τα δέντρα ακίνητα στο φως»- μοιάζουν να προετοιμάζουν τη στιγμή του θαύματος, οπότε η συναισθηματική ένταση, αποδεσμευμένη από τη λογική, αφήνεται στην  μεταφυσική αυθυποβολή που θα καταλήξει στην ποιητική εμπειρία. 
Το ανάλογο προκύπτει και στο ποίημα «Έγκωμη» του Γιώργου Σεφέρη. Εκεί που οι άλλοι βλέπουν εργάτες σε μια ανασκαφή, ο ποιητής  βλέπει το θαύμα. Την ώρα που το αρχαίο άγαλμα, γυναικεία μορφή θεάς ή Παναγίας ανασύρεται, βγαίνει από την κοιλιά της γης, σαν αναδυομένη, η φύση όλη ακινητεί. Τα πρόσωπα και ό,τι είναι ζωντανό, περιγράφονται από τον ποιητή σαν μαρμαρωμένα. Είναι η στιγμή του θαύματος που η ελληνική γη γεννάει ή ξαναγεννάει την αρχαία θεά συγκερασμένη με την χριστιανική. Η στιγμή του θαύματος είναι αυτή  που «κόβει τον καιρό μονοκόμματα στα δυο και τον αποσβολώνει» («Ύφος μιας μέρας») και μπορεί να έχει άλλα αίτια κάθε φορά, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
Το αυτό και στον Σολωμό, όπου μια «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα  σπαρμένη μάγια! / Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε, / Ουδ’ όσο καν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι» (Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, «Ο Πειρασμός») προετοιμάζει την εμφάνιση της φεγγαροντυμένης. 
            Επιστρέφουμε στο ποίημα. Ο απών, πλέον, του ποιήματος φιλούσε  τον άσπρο τοίχο «κάθε που φτάναμε, κάθε που φεύγαμε», οπότε το ποιητικό υποκείμενο είναι το μόνο πρόσωπο που μπορεί να βεβαιώσει και να ιστορήσει το γεγονός, εφόσον το φίλημα δεν αφήνει σημάδι ορατό, παρά μόνο στηρίζει την ύπαρξή του στη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα. Αυτός με τη σειρά του, μόνο  εκ των υστέρων είναι σε θέση να αντιληφθεί τι παιζόταν στην ψυχή εκείνου. Βεβαίως μας το λέει μετά∙  έχει πένθος βαρύ σαν βουνό μέσα του. Ο μάρτυς θεατής όμως καταλαβαίνει τι σημαίνει αυτό, μόνο αν έχει την ανάλογη εμπειρία και φαίνεται πως την έχει τώρα.
Τώρα πια, που τα πράγματα έχουν αλλάξει, φαίνεται καθαρά ότι ο άσπρος τοίχος δεν είναι απλώς ένας τοίχος, αλλά μια οθόνη προβολής συναισθημάτων και σημείο συνάντησης αγαπημένων προσώπων, αυτών  που έχουν πεθάνει και άλλων που ζουν ακόμα. Κι επειδή το θέμα είναι βαρύ, ο ρυθμός του ποιήματος, που γέρνει περισσότερο προς το παραδοσιακό, του ταιριάζει. Το νόημα δεν θυσιάζεται στη μορφή. Κι έτσι με τις ελευθερίες που παρέχει η μοντέρνα ποίηση, ο ποιητικός λόγος κινείται ανάμεσα στο παλιό και στο νέο, κατά περίσταση και όχι κατ’ επιλογή. Ωστόσο και τα παλιά και  τα καινούρια δικά μας είναι. Όσο για τη συγκίνηση, είναι διάχυτη, με τις συχνές επαναλήψεις εκείνου του στοιχείου που αποτέλεσε την αφόρμηση, αν και συγκρατημένη…
            Προχωρώντας λίγο πιο πέρα από τα αυστηρώς αναφερόμενα στο ποίημα, όταν ο Ελύτης γράφει στο «Μικρόν Ανάλογον για τον Ν. Χατζηκυριάκο Γκίκα»

Και εκεί
Μακριά στην πούντα του Καιρού
Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι
Τόσο μόνο εκεί ευδοκιμεί το Αόρατο!
Αλλ’ εμείς το χτίζουμε αλλ’ εμείς το  κηπεύουμε
Αλλ’ εμείς νύχτα –μέρα το ιστορούμε
………………………………….
Τ’ αχνάρια που άφησαν  -και που ακολούθησες-
Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος

είναι σαν να μας λέει πως ο καλλιτέχνης ζει με την αυταπάτη και την καλλιεργεί. Κι αυτή είναι η ουσία της ύπαρξης, κατά τον Γκαίτε∙ η αυταπάτη.  Στο  Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Παρασκευή, 10» πάλι ο τοίχος πρωταγωνιστεί: «Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε  κινηματογράφο». Κι επειδή ο κινηματογράφος παίζεται σε λευκή οθόνη είναι φανερό πως  ο τοίχος μπαίνει στη θέση της οθόνης και αφηγείται. Κι ακόμα, επειδή ο κινηματογράφος είναι διαχείριση φωτός και σκιάς, σκιάς όναρ  και ο άνθρωπος και σκιές και εκείνοι που απόμειναν στη  μνήμη, ή «στον αντικρινό τοίχο»∙  ένα τίποτα δηλαδή  που όμως είναι το παν.
            Τελείως από άλλο κλίμα κι όμως συγγενικό είναι το απόσπασμα από το δοκίμιο του Σεφέρη «Πάντα πλήρη θεών», όπου διαβάζουμε :
            «Το αίσθημά μου είναι ότι τούτοι οι αρχαίοι ναοί της Ελλάδας, της Μεγάλης Ελλάδας, της Ιωνίας, είναι με κάποιον τρόπο σπαρτοί, ριζωμένοι στα τοπία τους. Αφού χαλάστηκαν και ερειπώθηκαν οι “καλύβες” αυτές των αθανάτων, οι άστεγοι θεοί γύρισαν εκεί που άρχισαν, χύθηκαν ξανά έξω στο τοπίο και μας απειλούν με πανικούς φόβους  ή και με θέλγητρα, παντού: “Πάντα πλήρη θέων” έλεγε  ο Μιλήσιος Θαλής. Χρειάζουνται καμιά φορά τα παραμύθια» (Γ. Σεφέρης, Δοκιμές Β΄, σελ. 339). Παρομοίως και ο Καβάφης στο «Ιωνικόν» του: «Γιατί τα σπάσαμε τ' αγάλματά των, / γιατί τους διώξαμε απ' τους ναούς των, / διόλου δεν πέθαναν γι' αυτό οι θεοί». Με την ίδια λογική και οι πεθαμένοι μας δεν φεύγουν ποτέ από το σπίτι τους.

          Ο Γιώργος Βέης, στο ποίημά του  «Απαραίτητη Διευκρίνιση», λέει:

Όσο και να βάφουμε αυτόν τον τοίχο
στην τραπεζαρία, η σκιά παραμένει εκεί
ίσως εντονότερη κάθε φορά που δοκιμάζουμε
να τη σκεπάσουμε με την ακριβότερη ώχρα της αγοράς
αναλλοίωτη, ενοχλητική μας θυμίζει πόσο ανίσχυροι
κι ανίκανοι είμαστε- οι προηγούμενοι ένοικοι
όμως την είχαν συνηθίσει
δεν έκρυβαν μάλιστα  τη χαρά τους για τη σημασία της
όχι τη μεταφορική, αλλά την απολύτως αληθινή
έλεγαν δηλαδή ότι είναι απομεινάρι
ενός παλιότερου πολιτισμού αφθαρσίας
που έκανε όμως το μοιραίο λάθος να μετοικήσει
στην Κόμη της Βερενίκης

Εδώ είναι η σκιά που έχει σχεδόν αυτονομηθεί, έχει αποκτήσει υλική υπόσταση και έχει γίνει ανεξίτηλη. Οι «προηγούμενοι ένοικοι την είχαν συνηθίσει», αλλά τώρα έχουν μετακομίσει «στην Κόμη της Βερενίκης». Με απόλυτη φυσικότητα ο ποιητής λέει  πράγματα αφύσικα. Συμβατά όμως με τη χριστιανική μας παράδοση, που θέλει  τους μεταστάντες να μεταναστεύουν στον ουρανό, και με την πλατωνική να μετουσιώνονται σε άστρα. Ωστόσο, είναι εδώ, στο σπίτι μας, η ανεξίτηλη σκιά εκείνων που αγαπάμε, «εκείνων που απέμειναν σκιές κυμάτων» (Γ. Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης). Κι εδώ μπαίνουν στη θέση του άσπρου τοίχου και τα κύματα, οι «κυματοστραμμένοι αντικατοπτρισμοί» (Μικρός Nαυτίλος, 20), του Ελύτη. Οπότε, θάλασσα, χαρτί,  καθρέφτης, τοίχος τον ίδιο ρόλο επιφορτίζονται.  Και είτε  άσπρος, είτε ώχρα, ο τοίχος εκπέμπει τους αντικατοπτρισμούς του, τα σήματα στους ζωντανούς, μιλάει βουβά για απόντες, για νεκρούς και αγαπημένους.
Μπορεί, λοιπόν, να είναι κυριολεκτικά άσπρος, πράγμα που καθόλου δεν ενδιαφέρει την ποίηση, μπορεί να είναι μεταφορικά άσπρος, πράγμα που υποδηλώνει το κενό που άφησε κάποιος φεύγοντας και, τέλος, με την αστραφτερή και θαμπωτική του όψη, μέσα στη μυστηριακή, ακίνητη Άνοιξη, μπορεί να είναι οθόνη προβολής του πέραν, γεμάτος από την αυταπάτη του παρατηρητή- αφηγητή πως συναντιέται πάνω του με τους  αγαπημένους.

εκείνης που εγκατέλειψε πιο πρώτη τον αγώνα
κι εκείνου που ακολούθησε μετά
αφήνοντας λευκό τον κάτασπρο τον τοίχο.

 Αφήνοντας κενό το έρημο το σπίτι.

«Από το πώς αστράφτουν τα τζάμια καταλαβαίνω αν πέρασε άγγελος» (Ημερολόγιο, «Τρίτη, 7») λέει πάλι ο Ελύτης. Κι ο αστραφτερός τοίχος έχει πολλά να πει…  κι εγώ…

Ω και αν έχω! Αλλά πώς με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
(Τα Ελεγεία της Οξώπετρας,La pallida morte”).

Related Posts with Thumbnails