Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Στο προηγούμενο κείμενό μας, θέλοντας να καυτηριάσουμε και να δείξουμε την αντίθεσή μας για όλες αυτές τις ξενόφερτες στο νησί μας βασιλόπιτες, που από απαίδευτο μιμητισμό κόβονται τα τελευταία χρόνια και στον τόπο μας, αγνοώντας την πατροπαράδοτη και τόσο πλούσια σε ιστορία και συμβολισμούς κουλούρα, θυμηθήκαμε την αξέχαστη, μεγάλη κωμικό μας Γεωργία Βασιλειάδου και συγκεκριμένα την κλασσική πια ταινία της «Η θεία απ’ το Σικάγο».
Για άλλους λόγους, που θα τους δείτε στη συνέχεια, θα παραμείνουμε και σήμερα στην ταλαντούχο ηθοποιό και θα θυμηθούμε μιαν άλλη, εξίσου σημαντική για την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου ταινία, που πρωταγωνιστούσε και δεν είναι άλλη από την συχνά επαναλαμβανόμενη, αλλά ουδέποτε δαπανώμενη: «Η κυρά μας η μαμή», την οποία πολλές φορές έχουμε δει και ξαναδεί, αλλά ποτέ δεν την βαριόμαστε και πάντα, παρότι κάποιων δεκαετιών πια, ανακαλύπτουμε την φρεσκάδα και την επικαιρότητά της. Είναι που φωτογραφίζει άριστα τη νεοελληνική πραγματικότητα και όχι πια στην σκηνή, όπως παλιότερα, αλλά στο πανί ή την μικρή οθόνη, τονίζει και υπερμεγεθύνει τα ελαττώματά μας, με σκοπό τον καυτηριασμό τους στην αρχή, την γελοιοποίησή τους, ύστερα και στη συνέχεια την εξάλειψή τους.
Η υπόθεση, λοιπόν, της ταινίας, όπως όλοι σίγουρα θυμάστε είναι η εξής: Ένας γιατρός, ο αξεπέραστος Ορέστης Μακρής, για εντελώς δικούς του προσωπικούς λόγους, εγκαταλείπει το αστικό κέντρο και επιστρέφει στο απομακρυσμένο χωριό της γυναίκας του, για να ζήσει μόνιμα εκεί, εξασκώντας, βέβαια, το επάγγελμά του, σαν γιατρός, το οποίο με κόπο και μόχθο, όπως τότε συνέβαινε στους περισσότερους, είχε σπουδάσει.
Τα προβλήματα, όπως είναι φυσικό, που είχε ν’ αντιμετωπίσει στάθηκαν πολλά, αλλά το σπουδαιότερο ήταν αυτό της επαγγελματικής του αντιζηλίας με την μαμή του χωριού, την δική μας ηθοποιό, η οποία δεν περιοριζόταν μόνο στο να ξεγεννά τις έγκυες γυναίκες της μικρής και ξεκομμένης από τον υπόλοιπο κόσμο κοινωνίας, αλλά με κομπογιαννιτισμούς και ξόρκια εκτελούσε και ιατρικά καθήκοντα.
Οι απαίδευτοι και βυθισμένοι στην άγνοιά τους χωρικοί συχνά την προτιμούσαν και σ’ αυτήν κατέφευγαν σε κάθε περίπτωση, αγνοώντας τον επιστήμονα και μη έχοντας εμπιστοσύνη στα όσο υπεύθυνα γνώριζε. Χαρακτηριστική, μάλιστα είναι η σκηνή, που τον καλούν να ξεγεννήσει μια… γελάδα. Είναι οι ρόλοι, που αντιστρέφονται από άγνοια και η επικινδυνότητα, που προκύπτει από τον σκοταδισμό. Το νέο είναι δύσκολο να το δεχτούμε, δέσμιοι όλων αυτών, που ανεπαισθήτως, όπως θα έλεγε και ο σοφός Καβάφης, μας έχουν επιβάλλει και δύσκολα κατανοούμε το ξένο. Είναι ένα ελάττωμα όχι μόνο της φυλής μας, αλλά ολόκληρης της ανθρωπότητας, το οποίο υπάρχει σε όλες τις τάξεις, αλλά κυρίως ανθεί στις μικρές και απαίδευτες, ως εκ τούτου, κοινωνίες, οι οποίες, όπως έγραφε και η Ιωάννα Καρυστιάνη, σαν τα μικρά ηφαίστεια, αυτοπυρπολούνται, ρίχνοντας την λάβα τους στους πρόποδές τους.
Δεν ξέρω αν σήμερα, διανύοντας ήδη την δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, υπάρχουν ακόμα χωριά, που προτιμούν την μαμή από τον γιατρό. Θα ευχόμουν η νοοτροπία αυτή να είχε εξαλειφθεί και άνθρωποι να μην πήγαιναν χαμένοι από άγνοια και κουταμάρα. Είμαι σίγουρος, όμως, πως «μαμές» στο χώρο του πολιτισμού υπάρχουν και μάλιστα πολυάριθμες στο νεοελληνικό χώρα, ακόμα και σε πόλεις, αλλά και το νησί μας με την μεγάλη, αναμφίβολα, πολιτιστική παράδοση και την συχνή, από πολιτικούς, κυρίως – αυτοί έκαναν την μεγάλη συφορά – μηρυκαστική επανάληψη της συνέχισής του από εμάς τους απογόνους. Φοβάμαι, δε, πως η μάζα συχνά - πυκνά, όπως στην «Κυρά μας την μαμή» συνέβαινε, εξακολουθεί ν’ αγκαλιάζει το εύπεπτο, μια και αυτό την βολεύει και οι «υπεύθυνοι» αυτό καλλιεργούν για την επιβίωσή τους και για καθαρά ψηφοθηρικούς λόγους, κάνοντας αντί για καλό, καταστροφή.
Η λαϊκή σοφία λέει, πως επιπλέουν πάντα οι φελλοί και οι κάθε είδους ακαθαρσίες. Και έχει απόλυτο δίκιο. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει ο χρόνος – Κρόνος και αναζωογονητικά και δημιουργικά κατατρώει ό,τι άχρηστο και επιφανειακό και ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Αυτά, όμως, αφορούν εσχατολογικές δημοκρατίες και δικαιοσύνες, που θα γίνουν για μας, χωρίς εμάς. Μα τι θα γίνει με το τώρα;
Ο κάθε «μωρός Έπαρχος», για να θυμηθούμε και πάλι τον Μεγάλο Αλεξανδρινό, παίρνει γύρω του – και στο χώρο του πολιτισμού - «ξόανα επίσημα και σοβαροφανή», όπου «άθλια τα ελληνικά των, οι βάρβαροι» και με τον τρόπο αυτό συντηρεί την καρέκλα του και τον ύπνο των υπηκόων του. Οι τελευταίοι πιστεύουν πως κάτι και μάλιστα το σπουδαίο και σοβαρό κάνουν, ενώ στην ουσία τρυπούν το νερό. Οι κενοί – και όχι καινοί – πανηγυρικοί συνεχίζονται και έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι, έστω φαινομενικά οι περισσότεροι, δίχως τίποτα να συντελείται και τίποτα να προχωρεί. Έτσι οδηγούμεθα σ’ έναν πρόωρο και άδικο θάνατο, σε μια επίφοβη για την εξέλιξη του κόσμου αυτοκτονία.
Όπως είναι έγκλημα να πας το άρρωστο παιδί σου σε κομπογιαννίτη γιατρό ή – για να ξαναγυρίσουμε στην ταινία μας – σε μαμή, έτσι είναι κατά κανόνα καταστροφικό να παραδίνεις τον πολιτισμό σε αδαείς, αγράμματους και επίδοξους ανθρώπους. Αυτοί θα τον πεθάνουν, έστω και χωρίς τη θέλησή τους.
Εμείς, μάλιστα, οι Ζακυνθινοί, με την παράδοση των «Ψευτογιατρών» του πολύ Σαβόγια Ρούσμελη, έχουμε μια ακόμα μεγαλύτερη υποχρέωση. Πολύ πριν η Γεωργία Βασιλειάδου κρούσει στο πανί τον κώδωνα του κινδύνου, ο δικός μας συγγραφέας τον γελοιοποίησε στο σανίδι και αυτό αποτελεί για μας όχι μόνο καύχημα και παρακαταθήκη, αλλά και τεράστια ευθύνη.
Αν κάνουμε στην άκρη όχι μόνο τις «μαμές» του πολιτισμού, αλλά και τους ψηφοθήρες πάτρωνές τους, τότε σίγουρα μπορούμε να ελπίζουμε. Ίσως τότε ξανά εμφανιστεί ένας άλλος, νεώτερος Ρούσμελης, υπογραμμίζοντας δημόσια την μικρότητάς μας και ίσως σταθεί αιτία να σταματήσει ο εξευτελισμός μας. Διαφορετικά ας μας εγχειρίζουν οι αγράμματες μαίες και ας ξεγεννούν οι σπουδασμένοι γιατροί τις φοράδες.
Καλό μα ξημέρωμα!