Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ
ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Αρχές Φθινόπωρου, με την ψευδαίσθηση
να χάνεται οριστικά και την γυμνή πραγματικότητα να σού κουρταλεί την θύρα.
Συνεχίζουμε απεγνωσμένα τις καλοκαιριάτικες συνήθειες, επιθυμώντας περισσότερο
να πείσουμε τον εαυτό μας πως το φως συνεχίζει να υπάρχει, παρότι ήδη πατήσαμε
την ισημερία. Θέλουμε - δεν θέλουμε κάθε τέτοια εποχή, προπάντων, αναλογιζόμαστε,
προβληματιζόμαστε και μάταια προσπαθούμε να πάρουμε αποφάσεις. Σκεφτόμαστε ν’
αφήσουμε οριστικά τον τόπο των προφητοκτόνων, αυτόν που τρώει κυριολεκτικά τα
παιδιά του και να βρούμε αυτόν τον σωτήριο, που μας ταιριάζει. Σιχαινόμαστε την
μετριότητα και συχνά την αθλιότητα, που κυριαρχεί γύρω μας και επιβιώνει και η
σκέψη της απόδρασης γίνεται περισσότερο και πιο έντονη. Όμως «η πόλη» του ποιητή επαληθεύεται και
ξαφνικά διαπιστώνεις πως εδώ που γεννήθηκες και έζησες, εδώ και θα γεράσεις.
Τύχη σου τότε θα είναι να βρεις ένα στήριγμα, μια σολωμική «παρηγορία» και να μπορέσεις
να πεις πως τελικά η ευλογία δεν σ’ εγκατέλειψε και πως υπάρχουν στηρίγματα
στην ακριτική εσχατιά σου.
Στήριγμα
στην φετινή μεταβατική περίοδο, την γνώση στην ουσία της πραγματικής αλήθειας,
ήταν για μένα το νέο ποιητικό βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, που με τον
μεστό τίτλο «Ανακαλυπτήρια» κυκλοφόρησε μεσούντος σχεδόν του Σεπτεμβρίου,
από το Κέντρο Λόγου «Αληθώς», που και
αυτό γίνεται αλκυονίδα μέρα στις «κακοκαιρίες» μας.
Μεστή
και ώριμη δουλειά του ποιητή, που σε καιρούς χαλεπούς και υποταγμένος,
συνεχίζει την παράδοση της δημιουργίας, μαζί με ελάχιστους άλλους, αλλά
σοβαρούς εναπομείναντες και αντιστεκόμενους. Απόδειξη περίτρανη πως στους
δρόμους έξω της αφισορρύπανσης του δήθεν πολιτισμού, «ουδέν αντιλαμβάνονται οι λαοί», αλλά για την σωτηρία του τόπου,
υπάρχουν ακόμα προσευχόμενοι!
Μικρές
ικεσίες του αδύναμου ανθρώπου προς το θείο, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το
κάθε ποίημα του βιβλίου, αλλά, όπως συμβαίνει πάντα, κάποιες από αυτές μας
ταιριάζουν περισσότερο. Είναι εκείνες που την συγκεκριμένη στιγμή τις έχουμε
ανάγκη και γι’ αυτό μας λυτρώνουν ή μας στηρίζουν και μες στη φθορά μάς
υπενθυμίζουν το γλυκύ έαρ, που σωστικά υπάρχει και έρχεται, αν κάτι, σαν την
ποίηση αναμφίβολα, σε κρατήσει μέχρι τότε στη ζωή.
Για
το λόγο αυτό, μέσα στα τόσα ποιήματα του βιβλίου, τα αξιοθαύμαστα και
σημαντικά, στάθηκα σε κάποιο παντελώς ανοιξιάτικο και μάλιστα με έντονα τα
στοιχεία της χαρμολύπης ενός περάσματος και μιας διάβασης, που λυτρωτικά πατεί
τα κλειδιά της πεζότητας και της καθημερινότητας του θανάτου και σου υπόσχεται
Λαμπρή.
Πρόκειται
για το ποίημα «Της Χρυσοπηγής», το
οποίο σαν την γιορτή, για μας τους ζακύνθιους, που έχει σαν τίτλο του,
επιστεγάζει την αποκορύφωση της Άνοιξης. Το αντιγράφω:
Της Χρυσοπηγής τα μαλλιά
να μυρίζουν εξανάσταση
παπαρούνες ευλαβείς
να σκορπούν το κόκκινό τους
όπου περνά
το Φρούριο γερνά
γερτό στα νυχτολούλουδα
και κάπου εκεί
στη στροφή των ηδονών
και των αιρετιζόντων
ο Μη μου άπτου
να επωμίζεται το Κόνισμα κι αυτός
αν και σφαδάζει ακόμα από τον πόνο τον πολύ.
Η
επιλογή του συγκεκριμένου ποιήματος δεν έγινε επιδερμικά, επειδή μου θύμισε
ετήσια επαναλαμβανόμενες στιγμές της Παρασκευής της Διακαινησίμου, με φίλους,
στην ντάπια, μπρος από το Κάστρο. Το επέλεξα επειδή επιγραμματικά, όπως στην
αληθινή ποίηση, δίνει την αιτία των γεγονότων και αποκαλύπτει την ουσία των
πραγμάτων. Δεν είναι μια απλή, απριλιάτικη εικόνα, που αντισταθμίζει το μουντό
Φθινόπωρο, αλλά η λιτή του «Κονίσματος», που επισφραγίζει μιαν ανάσταση και
μιαν ανάταση.
Γι’
αυτό υπάρχει και η ποίηση και «ο ποιητής
είναι ο γείτονας του Θεού».