Ἀναζητώντας τὸ ἀρχαῖον
κάλλος τῶν ἑορτῶν
«Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς
τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν
κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι
καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ
Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσι»
(Α. Παπαδιαμάντης, Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο)
Καθὼς πλησιάζει
καὶ πάλι τὸ Ἅγιο Δωδεκαήμερο, μιὰ περίεργη θλίψη ἔρχεται νὰ προστεθεῖ στὰ ὅσα
συμβαίνουν γύρω μας. Γιατὶ ὄντως ὅλοι μας, λίγο-πολύ, διαπιστώνουμε πὼς ἐπιχειρεῖται,
χρόνο τὸ χρόνο, μιὰ πνευματικὴ καθίζηση, σκοπὸς τῆς ὁποίας εἶναι νὰ διασαλευτοῦν
τὰ ὅσα ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια μᾶς ἄφησαν οἱ πατέρες μας ὡς κληρονομιὰ πολύτιμη. Κι αὐτὸ
φαίνεται στὴ συμπεριφορὰ τῶν Νεοελλήνων ἀπέναντι στὴν Ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ
ζωή.
Ὅμως ἄς πάρουμε τὰ
πράγματα ἀπὸ τὴν ἀρχή.
Κάποτε, στὴν
προβιομηχανικὴ λεγομένη ἐποχή, μέχρι τὰ τέλη περίπου τῆς δεκαετίας τοῦ 1960, ἡ Ἐκκλησία
ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ πιστοῦ. Καὶ γιὰ να τὸ διατυπώσω πιὸ ἁπλᾶ αὐτὸ
θυμίζω, πὼς δὲν ἐννοεῖτο νὰ μὴν ἐκκλησιαστεῖ κάποιος τὴ Νύχτα τῶν
Χριστουγέννων, γιατὶ διαφορετικὰ δὲν καταλάβαινε ὅτι ἦρθαν τὰ Χριστούγεννα.
Μάλιστα, γιὰ νὰ εὐφρανθεῖ ὁ κάθε πιστός, ἔπρεπε νὰ προετοιμαστεῖ μέσα στὸ
Σαρανταήμερο, νὰ νηστέψει δηλαδή, νὰ κοινωνήσει, νὰ ἀναμένει τὴ Γιορτή, γιὰ νὰ
νοιώσει ἐπιτέλους αὐτὸ τὸ Θάλπος ποὺ κομίζει. Τὴ θαλπωρή δηλαδή καὶ τὴ ζεστασιά
συντροφευμένη πάντα μὲ τὴ σιγουριά καὶ τὴν
κατάνυξη. Καὶ γιὰ τὸ καταλάβουμε καλύτερα αὐτὸ, δὲν ἔχουμε παρὰ νὰ σκύψουμε
στὸν παπαδιαμαντικὸ λόγο, ὁ ὁποῖος καὶ προτάθηκε στὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μᾶς εἰσαγάγει στὸ ἀνόθευτο καί γνήσιο
πνεῦμα τῆς Γιορτῆς. Καὶ δὲν εἶναι διόλου τυχαῖο ὅτι στὰ χωριά, ἐκεῖ δηλαδὴ ποὺ
κυριαρχοῦσε τὸ γνήσιο πνεῦμα τῶν ἁπλοϊκῶν πιστῶν, πρόσεχαν πάρα πολὺ τὴν δίαιτά
τους, ἀπέχοντας ἀπὸ τὸ κρέας καὶ γαλακτοτυροκομικά, καταλύοντας μονάχα ψάρι, ὄσπρια,
ἐλιές, χόρτα καὶ ἄλλα νηστήσιμα. Καὶ τὸ πλέον σημαντικὸ εἶναι, πὼς ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἔκαναν μὲ εὐχαρίστηση καὶ
σεβασμὸ στὴν Παράδοση τῶν πάτέρων τους. Ἔτσι, ὅταν ἔφτανε ἡ μεγάλη Γιορτή ζοῦσαν
πραγματικὰ ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρεται στὸ προσόμοιο τῶν Αἴνων: τὸ, «Εὐφραίνεσθε
δίκαιοι, οὐρανοὶ ἀγαλλιᾶσθε, σκιρτήσατε τὰ ὄρη Χριστοῦ γεννηθέντος...». Κι ἡ εὐφροσύνη
αὐτὴ συνεχιζόταν ὅλο τὸ Δωδεκαήμερο. Γιατὶ θεωροῦσαν τὶς μέρες αὐτὲς ἱερές,
φωτεινὲς καὶ φορτισμένες μὲ πανηγυρικὸ πνεῦμα καὶ ἑόρτιο διάθεση .
Φυσικὰ σήμερα, μὲ
τὴν εἴσοδο τοῦ νέου τρόπου ζωῆς καὶ ἐκτιμήσεως τῶν πραγμάτων, ἡ γιορτὴ αὐτὴ τῶν
Χριστουγέννων ἔχει ὑποστεῖ μιὰ ἀπίστευτη παραποίηση. Γιατὶ Χριστούγεννα θεωροῦνται
οἱ στολισμοὶ τῶν σπιτιῶν, τῶν καταστημάτων καὶ τῶν δρόμων. Οἱ ὑπερβολικοὶ ἐξωτερικοὶ
φωτισμοί -ὄχι οἱ ἐσωτερικοί- καὶ ἡ ἔντονη παρουσία τῶν λεγομένων «ρεβεγιόν» ἤ τῶν
ἑορταστικῶν διακοπῶν. Ποὺ ὑποκαθιστοῦν τὸ πνεῦμα τῆς γιορτῆς χωρὶς ὡστόσο νὰ βιώνει ὁ σύγχρονος «πιστός», τό, «ποῦ ἐγεννήθη
ὁ Χριστὸς»καί, γιατί.
Εἰλικρινὰ μιλῶ: Ὁ σημερινὸς πιστός, μὴ ἔχοντας σωστὴ ἐκκλησιαστικὴ
ἀγωγή καὶ μὴ γνωρίζοντας «πῶς δεῖ πορεύεσθαι», περιπολεῖ σὲ θάλασσες τοῦ αἰωνίου ἄγνωστες. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμβιώνει κενὰ
μηνύματα καὶ ἔναγχο βίο, ποὺ τελικὰ τὸν ἀποσυντονίζουν πλήρως. Γιατὶ ὑπακούοντας
σὲ ἐπιταγὲς καὶ σὲ κελευσματα τῆς ἐποχῆς του, ἐν πολλοῖς ἄχρηστα, πασχίζει νὰ συντονιστεῖ μὲ αὐτά. Χωρὶς νὰ
μπορεῖ νὰ καταλάβει ὅτι μπερδεύεται περισσότερο, ἐπειδὴ ἐπιθυμεῖ ὄλα ὅσα προσφέρει ἡ κατανάλωση καὶ ἡ ἀγορὰ δὲν
εἶναι μήτε χρήσιμα, μήτε κι ἀναγκαῖα. Ἔτσι, τὴν παραμονὴ π.χ. τοῦ Ἁγίου
Βασιλείου οἱ περισσότεροι ξενυχτοῦν περιμένοντας «νὰ γυρίσει» ὁ χρόνος. Νὰ φύγει δηλαδὴ ὁ παλιὸς
(!) καὶ νὰ «ἔρθει ὁ νέος»!! Καὶ μετροῦν τὶς ὧρες, τὰ λεπτὰ, τὰ δευτερόλεπτα... Εἰς
μάτην δηλαδή, γιατὶ τελικὰ στὴν οὐσία τίποτε δὲν ἀλλάζει, ἄν μέσα μας
παραμένουμε οἱ ἴδιοι καὶ δὲν καταλάβουμε πὼς ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου δὲν εἶναι
τελικὰ οἱ συμβατικοὶ ἀριθμοὶ ποὺ διαφοροποιοῦνται, ἀλλὰ ἡ διάθεση γιὰ
προσέγγιση τοῦ Μυστηρίου τῆς Σωτηρίας, τὸ ὁποῖο καὶ ἀνακαινίζει τὴν καθημερινότητά μας, ἄρα καὶ
τὸν ἴδιο τὸ χρόνο.
Παλιότερα οἱ ἁπλοὶ
ἄνθρωποι καὶ συνειδητοὶ πιστοὶ δὲν περίμεναν νὰ πληροφορηθοῦν τὴν ἔλευση τοῦ
νέου χρόνου ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε., ὅπως γίνεται σήμερα, ἀλλὰ περίμεναν νὰ πᾶνε στὴν Ἐκκλησία,
νὰ λειτουργηθοῦν, νὰ πάρουν τὸν Ἁγιασμὸ κ.λ.π. νὰ εὐχηθοῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο γιὰ
νὰ καταλάβουν τὴν ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου. Φυσικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ τὴ συνόδευαν
πάντα καὶ κάποιες συναφεῖς ἐνεργειες, ὅπως ἡ ἀλλαγὴ τῶν ξύλων στὴ φωτιά (στὸ
τζάκι) τὴν παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἡ εἴσοδος στὸ σπίτι, πρωΐ-πρωΐ, τοῦ φρέσκου
νεροῦ καὶ τῆς εἰκόνας, τὸ κόψιμο τῆς κουλούρας τῆς ἁγιοβασιλιάτικης στὸ
τραπέζι, ἀφοῦ προηγουμένως τὴ σταύρωναν κ. ἄ. ἀκόμη.
Σήμερα ἀπὸ τὰ
παραπάνω πολὺ ἐλάχιστα διατηροῦνται, γιατὶ ὁ σύγχρονος καὶ σαρωτικὸς τρόπος ζωῆς
δὲν ἐπιτρέπει τέτοιου εἴδους συμπεριφορὲς, ἐπειδὴ θεωροῦνται παρωχημένες ἕως
φαιδρὲς ἀπὸ πολλούς. Μόνο ποὺ ἀντὶ νὰ εἶναι παρωχημένη ὅλη αὐτὴ ἡ ἐθιμικὴ
πρακτικὴ καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς τρόπος βιώσεως τῆς Γιορτῆς, καταντᾶ παρωδία ὅ, τι τὸ ἀντίθετο. Αὐτὸ δηλαδὴ
ποὺ προωθεῖ τὸ ψυχρὸ marketing, τὸ ὁποῖο δὲ νοιάζεται
γιὰ νὰ ἀναπαύει καὶ νὰ εἰρηνεύει τὶς ψυχὲς , ἀλλὰ νὰ τὶς σκοτίζει μὲ ἔγνοιες καὶ
πολὺ περισσότερο μὲ ἐγωϊσμὸ καὶ ἀπανθρωπία: τὰ θεμέλια τοῦ κέρδους δηλαδή.
Αὐτὴ ἡ θλίψη
κατέχει, λοιπόν, τὸν κάθε πιστὸ ποὺ ἀγναντεύει τὸν συνάνθρωπό του νὰ ἀναζητᾶ
τρόπους ἑορτασμοῦ τοῦ Δωδεκαημέρου. Χωρὶς φυσικὰ νὰ γιορτάζει, δίχως νὰ
γνωρίζει καλὰ καλὰ τὶ εἶναι καὶ πῶς νοηματοδοτεῖ τὴ ζωή του ἡ πάντιμος αὐτὴ ἑόρτιος
παρένθεση τοῦ βίου. Ἀπὸ τὶς κορυφαῖες, μάλιστα.