© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΕΥΩΔΙΑΣΤΕΣ ΕΚΕΙΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΕΣ ΖΟΥΠΕΣ

Αὐτὴν τὴν ἐποχή, ἐποχὴ συγκομιδῆς τοῦ ἐλαιόκαρπου καὶ τῆς παραγωγῆς τοῦ λαδιοῦ, νοσταλγικὰ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ εἶναι ὁλάκερο ἐπιστρέφει σὲ χρόνια παλιά, ξεχασμένα σήμερα, ὅπου οἱ μικρὲς χαρὲς ποὺ ζούσαμε, ὅσο περνάει ὁ καιρὸς ὅλο καὶ θεωροῦνται πολὺ πιὸ σημαντικές ἀπὸ πολλὰ ποὺ ζοῦμε σήμερα καὶ τὰ χαρακτηρίζει μιὰ ἀνούσια ρηχότητα.
Ἐπιστρέφει, λοιπόν, κι ὀσμίζεται καμμένη πυρήνα ἐλαιοκάρπου καὶ ἄρωμα τρυφερὸ φρεσκοβγαλμέnου λαδιοῦ, ποὺ ἀχνίζει πάνω στὸ χωριὸ σὰν καπνὸ ἰδιότυπου θυμίαματος - καρπὸ προσευχῆς. Καὶ μήπως δὲν ἦταν ὅλες αὐτὲς οἱ λαδιὲς καρπὸς προσευχῆς τῶν παιδεμένων ἐκείνων χωρικῶν; Οἱ ὁποῖοι ξέρανε πὼς μονάχα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ θὰ ξεπερνοῦσαν τὰ ὅποια ἐμπόδια (καιρικὲς συνθῆκες, κόπο, ἀκόμα καὶ κρυολογήματα, ποὺ δὲν ἦταν ἀσυνήθιστα τότε..).
Μὲ περισσή, λοιπόν, νοσταλγία ἐπιστρέφει ἡ ψυχὴ τοῦτες τὶς μέρες τὶς σταχτιὲς τοῦ φθινοπώρου καὶ ξαναζεῖ σὲ μιὰ παλιὰ καλιάγρια ποὺ χάνεται στὸ μισοσκόταδο ἀπὸ τὸ γκρίζο τῆς μέρας καὶ τοῦ καπνοῦ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ μεγαλη τὴν παραστιὰ ποὺ καίει ἀκατάπαυστα ξύλα καὶ πυρήνα, γιὰ νἄχει μπόλικο ζεστὸ νερὸ τὸ καζανι ποὺ εἶναι πάνω της, ὥστε νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ τὸ κάθε στάμα ποὺ μπεῖ στὴ μηχανὴ νὰ στιφτεῖ.
Ὅμως αὐτὴ ἡ πανάρχαιη παραστιά, αὐτὸ τὸ τζάκι ἦταν ἐκεῖ καὶ γι᾿ ἄλλο σκοπό, ποὺ χάριζε στοὺς Κληματιανοὺς χαρὰ καὶ γεύσεις ἀτίμητες.
Ἐκεῖ, λοιπόν, σ᾿ αὐτὴν τὴν παραστιὰ καψαλίζονταν ἀμέτρητες «κομμάτες» ψωμί. Ψωμὶ Κληματιανό, καλοζυμωμένο, καλοψημένο στὰ ξύλα, μὲ κείνη τὴν παχιὰ καὶ εὐωδιαστὴ «κόρα»... Καψαλίζονταν μὲ προσοχὴ κι ὕστερα βουτοῦσαν αὐτὴ τὴν «κομμάτα» μέσα στὸ φρέσκο λάδι καὶ τὸ γεύονταν μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση. Αὐτὴ ἦταν ἡ περίφημη ζοῦπα, ποὺ ἐδῶ καὶ πενήτα τόσα χρόνια ἡ εὐωδιὰ της ἀπομένει στὴν ψυχὴ ζωντανή, ἀξεπέραστη κι ἀλησμόνητη. Μάλιστα οἱ μεγαλύτεροι τὸ συνόδευαν καὶ μὲ ρακί ἤ κρασί, ἐνῶ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ τὸ τρώγαμε σκέτο, κλείνοντας πάντα τὸ μικρὸ αὐτὸ πρόγευμα μὲ ἕνα ἤ δύο πορτοκάλια, τὰ ὁποῖα ἦταν ἄφθονα στὴ γύρω περιοχή.
Μπορεῖ στὶς μέρες μας νὰ κάνουν κάποιοι προσπάθειες νὰ ἀντιγράψουν τὴν παλιὰ τὴ ζοῦπα, ὅμως ποτὲ δὲ θὰ καταφέρουν νὰ προσεγγίσουν ἐκεῖνες τὶς γευστικότατες, θρεπτικὲς καὶ μοναδικὲς παλιὲς ζοῦπες, ποὺ γίνονταν μὲ τόση ἁπλότητα, καλωσύνη καὶ ἀγαθὴ προαίρεση, προσφορᾶς πάντα...
Μὲ θαμπωμένα τὰ μάτια σκύβω κι εὐγνωμονῶ τὸ λαδωμένο ἐργάτη, ποὺ, γονατιστὸς στὴν παραστιὰ καψάλιζε τὸ ψωμί, τὸ βουτοῦσε ὕστερα στὸ φρέσκο λάδι καὶ μοῦ τὸ πρόσφερε. Δῶρο ἀνεκτίμητο, ποὺ εἶχε μέσα τοῦ πλοῦτο καλωσύνης κι ἀνθρωπιᾶς! Ἀλήθεια, τέτοια δῶρα λησμονοῦνται ποτέ;
π. κ. ν. κ.   

Τετάρτη 15 Νοεμβρίου 2017

Γιώργου Λέκκα: ΟΥΡΑΝΟΣ (νέο ποίημα)


Τόσο πολύ τη λάτρεψα την ομορφιά που ασχήμυνα.
Κι όμως ενώ εκτίω την ποινή μου διαρκώς
στη φυλακή των θελημάτων μου
-ο διχασμός ν’ αντιπαλεύω συνεχώς
την αγάπη που χρειάζομαι για να μένω ζωντανός-
κάθε στιγμή μ’ αναλογεί κι ένα κομμάτι ουρανός
ο φωτεινός και μακρινός.
Προχωρημένο το φθινόπωρο
κι όμως γιορτάζουνε της αναλήψεως τα δέντρα
που τώρα γίνηκαν ουρανοπαγίδες τα γυμνά κλαδιά τους.
Κοίτα. Κάθε στιγμή σ’ αναλογεί κι ένα κομμάτι ουρανός
ο μακρινός ή κοντινός.

14.11.2017

[Ο Πρωτοπρεσβύτερος Δρ. Γεώργιος Λέκκας ζει, εργάζεται και διακονεί στις Βρυξέλλες]

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΤΑΝ ΔΑΨΙΛΩΣ ΕΣΚΕΠΕ Η ΕΙΡΗΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

ἤ, Ἀλησμόνητες εἰκόνες τοῦ χθές

«....οἱ ἄνθρωποι ὅλοι κατεκοιμήθησαν καὶ ἡ ἀμυδρὰ γλυκεῖα ἀπολαμπὴ τῶν κανδηλίων, ὁποὺ φέγγουν ἐμπρὸς εἰς τὰ παλαιὰ εἰκονίσματα τῶν ἀμαυρῶν μελαγχολικῶν Ἁγίων, ἐξέρχεται ἀπὸ τοὺς μικροὺς φεγγίτας» (Ἀλ. Παπαδιαμάντης)
Εἶναι ἀλήθεια πιά, πὼς στὶς μέρες μας, νυχτερινὲς σκηνὲς σὰν ατὲς ποὺ μᾶς διασώζει ἡ ἄχραντη γραφίδα τοῦ γείτονα λογοτέχνη, μοιάζουν σὰν ψεύτικες ἤ ἔστω τοῦ παραμυθιοῦ κάποιο κομματι. Κι ὅμως, ὅσοι τὶς ζήσαμε, σὲ ἄλλους καιροὺς καὶ χρόνους, δοξάζουμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν δωρεὰ αὐτή. Ἄλλωστε, πιστεύω πὼς κι ὁ Παπαδιαμάντης τυχαῖα δὲν τὶς ἀπαθανάτισε, καθὼς τὶς συνέκρινε μὲ κεῖνες τὶς λόφωτες θηναϊκὲς νύχτες.
Μὲ συγκίνηση, λοιπόν, θυμᾶμαι τὰ χειμωνιάτικα τὰ βράδυα στὸ χωριό μας, τὰ ἀχνοφωτισμένα παραθυρα νὰ ἀκτινοβολοῦν ἕνα λαρό, χρυσαφένιο καὶ γλυκὸ φῶς, ποὺ περίσσευε ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ χάριζε μοναδικὴ ἡ λάμπα τοῦ πετρελαίου. Πάντα μὲ χαμηλωμένη φλόγα, ἴσα-ἴσα νὰ φέγγει -γιατὶ σὲ περίπτωση ποὺ ὑψώνονταν περισσότερο ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ σπάσει τὸ λαμπογυάλι. Κι ἦταν μεγάλη παραμυθία αὐτὴ ἡ ταπεινὴ φωτεινὴ ἀνάσα μέσα στὸ χειμωνιάτικο βράδυ γιὰ τὸν καθυστερημένο δοιπόρο, ποὺ βιάζονταν νὰ μαζευτεῖ στὸ φωχικό. Κι στερα, σὰν ψήλωνε πιὸ πολὺ ἡ νύχτα καὶ τὸ σκοτάδι ἀνακατεύονταν μὲ τὸ ἀνεμόβροχο, τόχε χαμήλωνε στὸ ἐλαχιστο τὸ φῶς τῆς λάμπας ἤ κι ἔσβηνε γιὰ οἰκονομία καὶ στὸ σπίτι δέσποζε τὸ φῶς τοῦ καντηλιοῦ ἀπὸ τὴν ἑσπερινὴ τὴν ὥρα ἴσαμε ἀργὰ τὴ νύχτα. Ναί, ἐκεῖνο τὸ ἀσθενικὸ φῶς, τὸ λόχρυσο -λὲς καὶ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ τὰ τὰ φωτοστέφανα τῶν Ἁγίων- ἐκεῖνο τὸ φῶς ποὺ τρεμόπαιζε σὰ φοβισμένο ὅταν κροτάλιζε τὸ ἀνεμόβροχο τὰ πορτοπαράθυρα, ἦταν αὐτὸ ποὺ κράτησε συντροφιὰ στὸν ἄρρωστο, στὸ φοβισμένο παιδί, στὴν ἄγρυπνη μάνα ποὺ ἀγωνιοῦσε γιὰ τὸ γιό της ποὺ ταξίδευε, στὸν φτωχὸ πατέρα ποὺ συλλογιζόταν πς νὰ ἑτοιμάσει τὴν προίκα γιὰ τὴ θυγατέρα...
Ὅλους αὐτοὺς συντροφευε ἡ φτωχή, εἰρηνική κι ἅγια φλόγα τοῦ καντηλιοῦ, ἡ ὁποία, μαζὶ μὲ τὶς ὅποιες κεσίες καὶ προσευχές τους, γαλήνευαν τὴ ψυχή, καὶ, περισσότερο, τῆς θεμελίωναν ὅλο καὶ βαθύτερα τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ Θεό. Πῶς, λοιπόν, νὰ μὴν τοὺς σκέπει ἡ Χάρις Του;
π. κ.ν.κ.

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΟΙ ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ

ἤ, Κοιτώντας τοὺς ξεθωριασμένους τοίχους μιᾶς παλιᾶς Κληματιανῆς καλιάγριας, μέρες ποὺ εἶναι...
Στὸν Βαγγέλη Θ. Τσουκαλᾶ, χαιρετισμός 

Σιμὰ στὰ λείψανα κατοικίας ἀνθρώπων στὸ Παλιὸ τὸ Κλῆμα σώζονται καὶ κάποια ἄλλα λέιψανα ἀπὸ παλιὰ ἐργαστήρια, χρήσιμα στὴν ἐποχή τους ἐργαστήρια, ἐρείπια σήμερα, ὡστόσο γιὰ κάποιους ἀπὸ μᾶς, ποὺ τὰ ζήσαμε -καὶ μᾶς ἔζησαν ἐδῶ ποὺ τά λέμε- εἶναι καὶ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστα κομμάτια ἑνὸς πολιτισμοῦ βαφτισμένου στὴν ἁπλότητα καὶ στὴ νοικοκυροσύνη.
Πρόκειται γιὰ τὶς παλιὲς τὶς καλιάγριες, τὰ ἐλαιοτριβεῖα τοῦ χωριοῦ ποὺ βρίσκονταν κάτω στὸ Ρέμα. Στὸν τόπο μὲ τὰ πολλὰ νερά, ἀφοῦ πρωτίστως το νερὸ χρειάζονταν γιὰ νὰ βγεῖ τὸ λαδι.
Ἄν καὶ κοντὰ πενήντα χρόνια σιωποῦν καὶ μὲ τὸ χρόνο ὅλο καὶ ἐρειπώνονται, ἐν τούτοις ἀκόμα κρατοῦν ἐκείνη τὴν παλιά γοητεία τους μὲ τὸ καλοχτισμένο οἰκοδόμημα. Ὅπως ἐπίσης φαίνονται ἀκόμα οἱ μεγαλες μυλόπέτρες ποὺ στέκουν ἀκίνητες, ἀφοῦ δεκαετίες ὁλάκερες ἔχουν νὰ «τρίψουν» ἐλιὲς... Οἱ μυλόπετρες, ποὺ ὁ μαστρο-Γιώργης ὁ Τσουκαλᾶς πῆγε καὶ τὶς «ἔκοψε»στὴ Ψαθούρα, ὅταν ἔστησε τὴν καλιάγρια στὰ τέλη τοῦ 19ου αἰ.
Πᾶνε χρόνια ὅταν σὲ μιὰ ἐπίσκεψή μου στὸ Ρέμα πρόσεξα σὲ κομμάτι τοίχου τῆς καλιάγριας τοῦ παπποῦ τοῦ Γ. Τσουκαλᾶ, ποὺ εἶχε πέσει τὸ ἕνα στρῶμα τοῦ ἀσβέστη, νὰ ὑπάρχουν κάποιοι λογαριασμοὶ γραμμένοι μὲ τὸ μολύβι στὴ λευκὴ ἐπιφάνειά του. Λογαριασμοὶ χρόνων παλιῶν, τότε ποὺ λειτουργοῦσε ἀκόμα ἡ καλιάγρια. Τότε, πρὶν ἀπὸ πενήντα-ἐξήντα χρόνια... Καὶ ποῦ νὰ ξέραμε ὅτι ἦταν οἱ στερνὲς μέρες ποὺ δούλεψε, ποὺ ἔβγαλε τὰ λάδια τῶν Κληματιανῶν. Γιατὶ ἦρθε μιὰ χρονιά, πού, ἀφοῦ ἔτριψε τὸ στερνὸ τὸ στάμα καί, ἀφοῦ μπῆκε στὰ τσουπιὰ τὸ λάμα, βγῆκε καὶ τὸ τελευταῖο λάδι. Κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σταμάτησε νὰ λειτουργεῖ. Σφάλισε τὶς πόρτες της γιὰ πάντα. Καὶ μόνο ἡ ἐρημιὰ κι ἡ ἐγκατάλειψη ἀπόμειναν ν᾿ ἁπλώνονται, σὰν ἐπιδημία, μέσα στὸ μισοφωτισμένο κτίριο... Γιὰ νὰ θυμίζει μέρες ἀρχαῖες. Μέρες ποὺ μοσχοβολοῦσαν φρέσκο λάδι, καψαλισμένο ψωμί, κομμένο πορτοκάλι καὶ τηγανίτες μὲ πετιμέζι.
Κι εἶναι μεγάλο κρίμα ποὺ αὐτὰ τὰ μοναδικὰ ἐργαστήρια δὲ διασώθηκαν ὡς μουσεῖα, γιὰ νὰ μαθαίνουν οἱ νεότεροι ὅτι οἱ λαδιὲς ἐκεῖνα τὰ χρόνια εἶχαν μεγάλο κόπο γιὰ νὰ βγοῦν. Κόπο στὸ κτῆμα, στὸ κουβάλημα, στὸ «τρίψιμο», στὸ βγάλσιμο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ θεωροῦσαν ἱερὸ καὶ πρόσεχαν μὴ τὸ σπαταλοῦν.
Γιὰ νὰ καταλάβει δὲ ὁ ἀναγνώστης τὸ πὼς δούλευαν οἱ παλιὲς ἐκεῖνες καλιάγριες παραθέτω τὴν ἀνεπανάληπτη περιγραφὴ τοῦ γείτονα Σκιαθίτη λογοτέχνη Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη. 
«(…) Νὺξ παγερὰ τοῦ Δεκεµβρίου. Γαλήνη χιονώδης καὶ κρύα νηνεµία. Ὀµίχλη ἐλαιοκαπνοῦ, σύννεφον, σχηµατισθέν, ὡς ἀπὸ ἐστιῶν ἀπειραρίθµων λουκουµαδοπωλείων, κατεκάλυπτε τοὺς οἰκισµοὺς καί τὸν λιµένα, πυκνωθὲν εἰς µίαν ἀτµοσφαῖραν, ὄζουσαν ἐλαίου καί τηγανίτας (…). 'Ήδη τὰ ἐλαιοτριβεῖα εἶχον ἀρχίσει τὴν ἐργασίαν των, ἐκ τῶν πυραύνων τῶν ὁποίων ἐξήρχετο ὁ ἐλαιώδης καπνός, ἡ πνοὴ τῆς καιοµένης πυρήνας. Βαρέα τινὰ πατήµατα ὡς λαθρεµπόρων, ἠκούοντο εἰς τὰς στενωπούς, αἵτινες ἐβούιζον ὑποκώφως. Οἱ ἐργάται ἀπὸ τῶν οίκιῶν µετεκόµιζον εἰς τὰ ἐλαιοτριβεῖα τὰς ἐλαίας πρὸς ἔκθλιψιν (…). Ὁ ἀρχιεργάτης µὲ λαδωµένον ὑαλίζοντα ὡς βαύκαλιν ὑψηλὸν κοῦκκον καὶ ῥυπαρὰν ποδιάν, ἁπτόµενος ἐλαφρὰ-ἐλαφρὰ τοῦ µοχλοῦ -τῆς µακρᾶς δρυΐνης µανέλλας- τῆς περιστρεφούσης τὸν κοχλιώδη σιδηροῦν ἄτρακτον, µόνον ἵνα διευθύνῃ τήν κίνησιν, ἐνῶ τρεῖς ἄλλοι νεανίαι ὡς λαδωµένοι ποντικοί, ἀκτένιστοι, χασµώµενοι, µόλις ἐγερθέντες -ἡ πρωϊνὴ φρουρὰ- ἐντὸς τῆς ὁµίχης, παραπλεύρως τῆς µηχανῆς, περιέστρεφον ἐπιµόχθως τὸν ἀργάτην τὸν προσέλκοντα τὸν µοχλόν, τὴν παχεῖαν µανέλλαν, διὰ χονδροῦ καραβοσχοίνου περιελισσοµένου περὶ αὐτόν. Καὶ ἠκούοντο οἱ τριγµοὶ τοῦ ἀτράκτου κοχλιουµένου ἐντὸς τοῦ ὄγκου τοῦ δρυΐνου βουρδουναρίου, ὅπερ ὡς ἀρχαῖον δωρικὸν ἐπιστύλιον, µὲ σιδηροὺς κρίκους περιεσφιγµένον, ἐπιστεγάζει τοὺς δύο κίονας τῆς ἐλαιοθλιπτικῆς µηχανῆς, τριγµοὶ φοβεροὶ ὡς µυκηθµοὶ σφαζοµένου ταύρου, θρηνώδεις στεναγµοὶ ραγιζοµένης αἰωνοβίου δρυός, νὰ πέσῃ νὰ θραυσθῇ. Καὶ ὁ ἄτρακτος κατήρχετο ὁλονὲν συστρεφόµενος ἐν τῷ κoχλίᾳ συνθλίβων, πιέζων τὰς ὑπ' αὐτὸν τριχίνας πάνας, εἶκοσι τέσσαρας τὸν ἀριθµόν, κ' ἔρρεεν ἀπὸ τῶν ἀραιῶν πλεγµάτων αὐτῶν στάγδην τὸ ἔλαιον, ὕδατι θερµῷ ἀνάµικτον. Καὶ ὅσον συνεθλίβετο τὸ εἰς τάς πάνας ἔνδον περιτυλιγµένον λάµα -ἡ πολτώδης µᾶζα τῶν συντριβεισῶν ἐλαιῶν- τόσον αἱ σταγόνες µετεβάλλοντο εἰς ἐλαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους, ἀναπέµποντας χρυσοπρασίνους µαρµαρυγὰς ἐν τῷ φωτί, τῆς ἀπὸ τοῦ ἐπιστυλίου κρεµαµένης µεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες καί πληροῦντες τὰ κοῖλα χείλη τοῦ τετραγώνου βάθρου τῆς µηχανῆς, ἔλαιον ἀχνίζον, ὡς τὸ αἷµα εἰς τοὺς βωµοὺς τῶν ἀρχαίων, εἰσρέον εἰς τὴν βαθεῖαν κοπάναν, δρυΐνην τετράγωνον λεκάνην. 
- Φόρτε! ἐκέλευσεν ὁ ἀρχιεργάτης, ὅταν συνεπληρώθη ἡ µία στροφὴ τοῦ ἀτράκτου, ἐκταθέντος τοῦ σχοινίου τοῦ µοχλοῦ. Οἱ νεανίαι ἔπαυσαν τότε νὰ στρέφωνται, ἀνέκυψαν. Εἷς ἐξ αὐτῶν ἀποτυλίσσει τὸ περὶ τὸν ἀργάτην σχοινίον, περιστρέφων αὐτὸν διὰ ταχείας κινήσεως ὡς σβούραν, ὁ δὲ ἀρχιεργάτης ἐκβαλῶν τὸν µοχλόν, τὴν µανέλλαν, ἔθηκεν ἤδη αὐτὴν εἰς τὴν ἄλλην ὀπὴν τῆς ἀτράκτου, ἵνα πάλιν ἀρχίσῃ νέα στροφὴ αὐτοῦ µετὰ φοβερωτέρου τριγµοῦ ὅλης τῆς µηχανῆς, τριγµοῦ καθελκυοµένου εἰς τὴν θάλασσαν πλοίου». 
(Πηγή: Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης, Τὰ Διηγήµατα, ἐπιµ. Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ἐκδ. «Γνώση καὶ Στιγµή», Αθήνα 1991, τ. Β, 100-102. Το ἀπόσπασµα εἶναι ἀπὸ τὸ διήγηµα, «Ο δεκατιστής»).
π. κ.ν.κ. 

Related Posts with Thumbnails