© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Η πρόσληψη του Ρωμανού του Μελωδού, του Πίνδαρου της Εκκλησιαστικής Ποίησης, από τον Οδυσσέα Ελύτη

Διάλεξη του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου, Θεολόγου και Μουσικού, κατά την 7η εκδήλωση του ε΄ κύκλου δράσεων του Κέντρου Λόγου ΑΛΗΘΩΣ
Μπανάτο Ζακύνθου, 20-2-2016

Εισαγωγή
Θα μου επιτρέψετε να σας πω αρχικώς, γιατί επέλεξα αυτό το θέμα: Τον Ρωμανό του Ελύτη. Για μια σειρά από λόγους, όσο κι αν φαίνεται περίεργο.
  • Βλέποντας στα δελτία των ειδήσεων ότι η πόλη Χομς της Συρίας καταστράφηκε ολοσχερώς, λόγω του εμφυλίου που τελειωμό δεν έχει εκεί, όπως ξέρετε, σκέφτηκα: Η Έμμεσα της Συρίας, η γενέτειρα του Ρωμανού. Σύρος ο Ρωμανός, το λέει κι ο Ελύτης, αλλά πολίτης της μεγάλης Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης, οπότε υπηρέτησε διάκονος στη Βηρυτό και κατέληξε στην Κωνσταντινούπολη. Σήμερα οι χριστιανοί της Συρίας δοκιμάζονται σκληρά. Και καλό θα ήταν να μην τους ξεχνάμε. Η ποίηση του Ρωμανού λειτουργεί και παραμυθητικά για όλους μας.
  • Η Ζάκυνθος είναι ένα νησί με το οποίο ο Ελύτης συνδέθηκε ποικιλοτρόπως. Τον Μάιο του 1980, λίγους μήνες μετά την βράβευσή του με το Νόμπελ, τον Δεκέμβριο του 1979, ο ποιητής ήλθε στη Ζάκυνθο προσκεκλημένος του τότε Μητροπολίτου Παντελεήμονος, μακαριστού πλέον, για να ξεκουραστεί. Ή γιατί σύμφωνα με τον λόγιο κ. Διονύση Σέρρα ένιωθε την ανάγκη εξόφλησης (και μ’ αυτόν τον τρόπο) ενός βαθύτερου χρέους του προς τους δύο κορυφαίους πνευματικούς του πατέρες και οδηγούς», τον Κάλβο και τον Σολωμό.
Η σχέση του Ελύτη με δυο Παναγιές της Ζακύνθου: την Κυρία των Αγγέλων και την Πάντων Χαρά. Ο Ελύτης στην επίσκεψή του στη Ζάκυνθο τον Μάιο του 1980, φωτογραφήθηκε μπροστά στην ιστορική εκκλησία της «Κυρίας των Αγγέλων» και την μνημονεύει στην συλλογή του ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ:
Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ
(απόσπασμα [2.])
ἀλλὰ τότε ἀκόμα ὑπήρχανε
τριανταφυλλιὲς μὲ σημασία θρησκευτικὴ
ἀλληλούια
ἡ Κυρία τῶν Ἀγγέλων
μὲ χρυσὸ ἀλεξίπτωτο
κατέβαινε ὣς τὸ μαξιλάρι σου
Η άλλη Παναγία είναι η Πάντων Χαρά: Αυτήν την εικόνα που φυλάσσεται εδώ στον Άγιο επέλεξε ο Ελύτης για να ονομάσει το εκκλησάκι του. Έφυγε από την ζωή αφήνοντας ένα τάμα, το οποίο εκπλήρωσε η ποιήτρια Ιουλίτα Ηλιοπούλου: Στο μικρό και παρθενικό νησί των Κυκλάδων Σίκινο, στην οποία –σημειωτέον- δεν πήγε ποτέ ο Ελύτης, ανηγέρθη παπαδιαμαντικό παρεκκλήσι –με το πέλαγος να χάσκει από κάτω- της Παναγίας της Παντοχαράς. Ο Ελύτης στον Κήπο με τις αυταπάτες λέει προφητικά: Έρχομαι ... στην Παρθένο της Σικίνου πριν να υπάρξει... Η Παντοχαρά, που ο Ελύτης την βρήκε στη Ζάκυνθο και την μετέφερε στη Σίκινο. Γι’ αυτό, θέλοντας να συνδέσω τη Ζάκυνθο με την Σίκινο, για την ημέρα των θυρανοιξίων του ναΐσκου ζήτησα από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια, ο οποίος είχε και προσωπική –ποιητική, θα έλεγα σχέση με τον Ελύτη- να γράψει ένα απολυτίκιο, το οποίο και ψάλαμε εκεί στις 6 Αυγούστου 2011. Το απολυτίκιο τελειώνει με την φράση: “χαίροις, ωραιότης έλλογος, θεοπερίχυτη”.
Όταν το ψάλαμε, με πλησίασε ένας σοβαρός άνθρωπος ενθουσιασμένος από το κείμενο, και μου είπε “Αν δεν λεγόταν Παντοχαρά θα 'πρεπε να ονομαστεί Θεοπερίχυτη αυτή η Παναγιά του Ελύτη”. Κι εγώ σκέφτηκα αμέσως: “Παντοχαρά η θεοπερίχυτη”!
  • Ένας τελευταίος λόγος για την επιλογή του θέματος: η επέτειος της συμπλήρωσης 20 χρόνων από την αναχώρηση του Ελύτη από τον μάταιο αυτό κόσμο –«αλλά πέρασμα»- όπως έχει γράψει ο Νίκος Καρούζος: «Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα». Κι ο Ελύτης μας άφησε ανεξίτηλο το ίχνος του. Νομίζω απόψε πραγματοποιείται εδώ η πρώτη εκδήλωση στην Ελλάδα για την επέτειο των 20 χρόνων από το ξόδι του ποιητή.
Ας έρθουμε τώρα στον Ρωμανό του Ελύτη.
Ο Ρωμανός ο Μελωδός ανήκει στην προσωπική μυθολογία του Ελύτη.
Σε συνέντευξή του, που δημοσιεύθηκε τη μέρα των γενεθλίων του, 2 Νοεμβρίου, το 1975, ο Ελύτης δηλώνει: «Με απασχολούν κυριότατα μορφές που αγαπώ, από τον Ρωμανό τον Μελωδό και τον Παπαδιαμάντη ως τον Ανδρέα Εμπειρίκο» (Συν τοις άλλοις, σ. 139).
Σε άλλη συνέντευξή του, δύο χρόνια αργότερα, το 1977 στα Επίκαιρα, απαντώντας στο ερώτημα πώς ικανοποιεί το ενδιαφέρον του για την ελληνική παράδοση, ο ποιητής θα πει:
«Αισθάνομαι ότι είναι ανάγκη αυτούς που αγαπούμε, να τους φέρνουμε κοντά στη δική μας ευαισθησία… Από το Βυζάντιο διάλεξα τον Ρωμανό τον Μελωδό κι έχω κάνει μια μικρή εργασία, ανέκδοτη ακόμα» (Συν τοις άλλοις, σ. 156).
Ο Ελύτης γράφει το δοκίμιό του για τον Ρωμανό τον Μελωδό το 1975. Το κείμενό του παραμένει αδημοσίευτο ως το 1986, οπότε δημοσιεύεται στο τριμηνιαίο περιοδικό λογοτεχνίας, θεωρίας της λογοτεχνίας και κριτικής ΕΚΗΒΟΛΟΣ (τεύχος 15, 1986). Αναδημοσιεύεται πολύ αργότερα και στον τόμο Εν λευκώ του ποιητή, τον δεύτερο –μετά τα Ανοιχτά Χαρτιά– με πεζά του (1972-1995).
Από αυτό το δοκίμιο σας διαβάζω την εξαίσια εισαγωγή:
«Το φως της λαμπάδας που άναψε αυτός ο νεαρός διάκονος της Βηρυτού, φτάνοντας μία μέρα στη Βασιλεύουσα μ’ ένα τυλιχτάρι κάτω από τη μασχάλη, για να κλειστεί σ’ ένα καμαράκι και να γράψει εκατοντάδες ποιήματα, δεν ομολογεί απλώς πίστη και αφοσίωση στην εκκλησία του Χριστού· καίει και θρέφεται από μια παράδοση που δεν είχε ίσως κανένα πλέον αντίκρισμα στον απέραντο ελληνόφωνο πληθυσμό (ηττημένη καθώς ήτανε από τον μονοθεϊσμό και τις νέες ανθρωπιστικές αξίες), κρατιότανε όμως γερά, σαν τρόπος εκφραστικός, αγκιστρωμένη από τη γλώσσα κι έτοιμη, μεσ’ απ’ αυτήν, να περάσει στο αντίπαλο στρατόπεδο, για να κατισχύσει με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που ο φορέας της είχε, ειρηνικά κι εκείνος, πετύχει να βρεθεί, από υποτελής, κυρίαρχος και ιδρυτής μιας παντοδύναμης αυτοκρατορίας.
Αν ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν αδύνατον να προβλέψει το αποτέλεσμα που θα μπορούσε να είχε η μετακίνησή του, πόσο μάλλον ο Ρωμανός. Λίγοι, ελάχιστοι, ακόμη και σήμερα, έχουμε συνειδητοποιήσει ότι το χαρτί που του έδωσε κάποια νύχτα η Παναγία να καταβροχθίσει, όπως μας λένε τα συναξάρια, τον έκανε άξιο να μεταμοσχεύσει από τον κορμό του αρχαίου στον κορμό του μεσαιωνικού ελληνισμού έναν ειδικό τρόπο του εκφράζεσθαι που έφτασε σώος ως τις μέρες μας. Είναι κάτι τόσο μεγάλο αυτό και -δυστυχώς- σε τόσο μικρό ποσοστό φανερωμένο, που η δυσκολία να το αποδείξεις το αφήνει να πάρει μοιραία το σχήμα της υπερβολής.
Και πρώτα - πρώτα, ο ίδιος ο Ρωμανός θα ’χε λόγους να διαμαρτυρηθεί: καμιά σχέση δεν ήθελε να ’χει αυτός με τον αρχαίο κόσμο. Ούτε καν Ελληνας δεν ήταν. Σύρος ή κατά τον Maas, Εβραίος, έγραψε στην κοινή του καιρού του, μια μεταβατική φάση της ελληνικής, που -υπάρχουνε πολλά δείγματα- τη χειρίσθηκε με τους δισταγμούς και τα παραπατήματα ενός ξένου. Κάτι περίπου σαν τους μεγάλους σύγχρονους ποιητές μας που δεν ήξεραν ελληνικά, όπως έλεγε ο Σεφέρης για τον Σολωμό, τον Κάλβο και τον Καβάφη και που ωστόσο -ίσως γι’ αυτό- αναπαρθενεύσανε, από έναν δρόμο απροσδόκητον ο καθένας τους, τον ποιητικό λόγο.»
Το δοκίμιο αυτό του Ελύτη δεν έχει ακόμα «ανακαλυφθεί», θα έλεγα, από τους φιλολόγους και τους εδικούς ερευνητές.
Η πρώτη αναφορά σ’ αυτό έγινε από τον σπουδαίο νεοελληνιστή David Connoly, ο οποίος σε μια επιστημονική ανακοίνωσή του με τίτλο: «Μεταφράζοντας πρισματική ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης και Τα ελεγεία της Οξώπετρας», αναφέρεται στα δύο είδη ποίησης που διακρίνει και αντιπαραθέτει ο Ελύτης: την «πρισματική» και την «επίπεδη». Ο Conolly παρατηρεί ότι η πρισματική ποίηση, σύμφωνα με τον Ελύτη, είναι αυτό το ιδιαίτερο γνώρισμα που χαρακτηρίζει τη γνήσια ελληνική ποιητική παράδοση και το οποίο απαντάται στον Όμηρο, τον Πίνδαρο, τους αρχαίους λυρικούς ποιητές, τον Ρωμανό, τον Κάλβο και, κατά συμπέρασμα, τον ίδιο τον Ελύτη. Δηλαδή, όπως λέει ο ίδιος ο Ελύτης, «πρόκειται για ρήσεις όπου τα μέταλλα της γλώσσας και των εικονιστικών στοιχείων συγχωνεύονται. Και όπου η διατύπωση μιας αλήθειας είναι και η διέγερση ενός κόσμου αφομοιώσιμου από την προσληπτικότητα της φαντασίας μας. Αυτές είναι που ψηλαφώ τώρα στο Ρωμανό…».
Στο δοκίμιο, το θέμα του Ελύτη είναι φυσικά και η γλώσσα του Ρωμανού. Έτσι, ο ποιητής παραθέτει κι ένα «πρόχειρο», όπως το χαρακτηρίζει, «Γλωσσάριο» του Ρωμανού, το οποίο καταδεικνύει την επιμέλεια του Ελύτη και την ουσιαστική προσέγγισή του στην ποίηση του βυζαντινού υμνογράφου. Επίσης, παραθέτει στίχους και ημιστίχια με εκφραστικές επιτυχίες του Ρωμανού, ο οποίος «σὰν χειριστὴς τοῦ γλωσσικοῦ ὀργάνου, ἔφτασε χάρη στὴν ἰδιοφυΐα του, ν’ ἀγγίζει τὴ σπανιότητα στὴν ἔκφραση καὶ νὰ τὴ συλλάβει αὐτογέννητη, ταυτισμένη μὲ τὴν ὑπερβατικὴ εἰκόνα.»


Στο δοκίμιο συναντάμε και την εμβληματικὴ γνωμάτευση του Ελύτη:
«τὸ σχέδιο διαγράφεται καθαρὰ στὸν ποιητικὸ ὁρίζοντα: τρεῖς κολῶνες ποὺ συγκρατοῦν τὶς καμπύλες τῶν ἁψίδων σὲ μίαν ἀπὸ τὶς προσόψεις τοῦ ἑνιαίου ἑλληνικοῦ λόγου: Πίνδαρος, Ρωμανὸς ὁ Μελωδός, Ἀνδρέας Κάλβος». Πρόκειται για την πιο γνωστή «ρήση» του Ελύτη, από το δοκίμιο για το Ρωμανό.

Ο καθηγητής Φώτης Δημητρακόπουλος σε σχετικό άρθρο του αποφαίνεται πως: Τὸ δοκίμιο αὐτὸ τοῦ ποιητῆ τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» ἀποτελεῖ θαυμάσια εἰσαγωγὴ στὴν ποίηση τῶν κοντακίων τοῦ Ρωμανοῦ. Και συμπληρώνει: Στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα διαθέτουμε τὶς γραμματολογικὲς προσεγγίσεις τοῦ Ν. Β. Τωμαδάκη, Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία, τὸ ὁμότιτλο ἔργο τοῦ Κάρολου Μητσάκη, καὶ τὸν οἰκεῖο τόμο τῆς Πατρολογίας τοῦ Παναγιώτη Χρήστου.

Άρα, ο Ελύτης είναι ο μόνος μη θεολόγος που ασχολείται σοβαρά με τον Ρωμανό ως ποιητή και αγκωνάρι, θα λέγαμε, του γλωσσικού μας πολιτισμού. Αυτό δεν είναι καθόλου λίγο.

Ο Ρωμανός, επισημαίνει σε σχετική μελέτη της η ερευνήτρια Μαριλένα Πρωίμου, έχει μια ιδιαίτερη αξία για τον Ελύτη ως εκφραστής της ελληνικότητας με όχημα τη γλώσσα, της οποίας η συνέχεια είναι και συνέχεια του πολιτισμού, του οποίου ο Ρωμανός αποβαίνει απολογητής «εκών άκων». Και αυτό που καταξιώνει το Ρωμανό είναι η ποιητική τεχνική, η ιδιαίτερη μορφή, που εκδηλώνεται σε δύο τομείς: τη γλώσσα (λεξιλόγιο) και τη σύνταξη.
Το δοκίμιο Ελύτη για τον Ρωμανό είναι σημαντικό για την Μαριλένα Πρωίμου γιατί αποκαλύπτεται σ’ αυτό η ποιητική διαδικασία κατά τον Ελύτη που θα μπορούσε να συνοψισθεί στα εξής σημεία:
  • Επιλογή σπάνιων λέξεων και αδοκίμαστου συνδυασμού τους.
  • Δημιουργία ποιητικής και ψυχικής ετοιμότητας – ποιητική «έκπληξη»
  • Καθαρότητα στη σύλληψη του κόσμου.
Ο Ελύτης μαγεύεται κυριολεκτικά από τον Ρωμανό και επηρεάζεται καθοριστικά από αυτόν, καθώς θεωρεί ότι ο Ρωμανός διασώζει μέσα στον χριστιανικό κόσμο την πρισματική ποιητική έκφραση των αρχαίων.
Σύμφωνα με τον μακαρίτη, κράτιστο φιλόλογο Τάσο Λιγνάδη στη σχετική μελέτη του για το περίφημο Άξιον Εστί του Ελύτη, οι επιρροές του ποιητή από τον Ρωμανό είναι πάμπολλες.
Ο Λιγνάδης παραπέμπει σε 10 τουλάχιστον ύμνους – κοντάκια του Ρωμανού, απ’ όπου έχει εμπνευσθεί ο Ελύτης και συγκεκριμένα: «Εις την Γέννησιν», «Εις τον Νιπτήρα», «Εις τους Αγίους 40 μάρτυρας», «Εις τα άγια νήπια», «Εις την άρνησιν του Πέτρου», «Εις τα Θεοφάνια», «Εις την Σαμαρείτιδα», «Εις την Ανάστασιν», «Εις την Υπαπαντήν», «Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν». Μια φράση του Ρωμανού είναι αρκετή για τον Ελύτη.
Όμως, ειδικά στο Άξιον Εστί, έχουμε και την μορφή που δανείζεται ο Ελύτης από τον Ρωμανό. Η στιχουργική μορφή των Ασμάτων ακολουθεί πιστά και στην οπτική της εμφάνιση τρόπους διατυπώσεως της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, και κατ’ εξοχήν των κοντακίων του Ρωμανού, από την Οξφορδιανή έκδοση των MaasTrypanis του 1963, την οποία είχε υπ’ όψιν του ο Ελύτης (Λιγνάδης, σ. 30).
Ο ίδιος ο Ελύτης σε συνέντευξή του το Νοέμβριο του 1981, λέει ότι η «συμμετρία» στην ποίηση είναι πρόνοια: «Όταν κάνεις ένα έργο που είναι μεγαλύτερο από μία σελίδα και αποτελεί πια ένα μεγάλο σύνολο, πρέπει να έχει μια ορισμένη αρχιτεκτονική. Εγώ, λοιπόν, δεν θα το ‘λεγα συμμετρία, αλλά αρχιτεκτονική… Να σας δώσω ένα παράδειγμα: το Άξιον Εστί δε θα μπορούσε ποτέ να σταθεί, αν δεν είχα την πρόνοια να έχω τη σχεδόν μαθηματική αυτή διάταξη στοιχείων του ποιήματος. Νομίζω ότι στα μεγάλα ποιήματα αυτό είναι απαραίτητο και έχω παραδείγματα και από παλιά ακόμα. Και ο Πίνδαρος είχε τέτοια πρόνοια και ο Ρωμανός ο Μελωδός στο Βυζάντιο…» (Συν τοις άλλοις, σ. 241). Και σε άλλη συνέντευξή του επεξηγεί για το ίδιο θέμα: «Πολύ με βοήθησαν, για ν’ αντιμετωπίσω αυτό το πρόβλημα, δύο μεγάλα πνεύματα της ελληνικής παράδοσης: ο Πίνδαρος, στα κλασικά χρόνια, και ο Ρωμανός ο Μελωδός, στο Βυζάντιο… Στις μεγάλες συνθέσεις, η αρχιτεκτονική αυτή μέριμνα – με την εναλλαγή των συλλαβικών μέτρων και την, κατά μαθηματικά διαστήματα, επαναφορά τους – αποδείχθηκε ευεργετική. Ο ειδικός τόνος γεννούσε τον ειδικό τύπο. Και αυτό χωρίς ο αναγνώστης να είναι υποχρεωμένος, όπως ο ειδικευμένος μελετητής, έστω και να υποψιάζεται καν την ύπαρξή τους για να χαρεί το αποτέλεσμα που εντέλει – και πολύ σωστά – μόνον αυτό μετράει» (Συν τοις άλλοις, σ. 262-63).
Εδώ πρέπει να αναφέρουμε και κάτι όχι και τόσο γνωστό. Στον λόγο του Ελύτη στην Ακαδημία της Στοκχόλμης, με αφορμή το βραβείο Νόμπελ που του απονεμήθηκε, υπάρχουν και κάποιες παράγραφοι που δεν συμπεριελήφθησαν στην τελική έκδοση του κειμένου. Δημοσιεύονται όμως στον σχετικό ιστότοπο της Ακαδημίας, στη γαλλική και αγγλική εκδοχή του λόγου. Σε μία απ’ αυτές ο Ελύτης λέει ότι ακολούθησε το παράδειγμα του Ρωμανού για την αρχιτεκτονική του Άξιον Εστί.
Άρα είναι παραπάνω από σαφής η επίδραση του Ρωμανού στην αρχιτεκτονική και τη μορφή του Άξιον Εστί.
Στον Μικρό Ναυτίλο του Ελύτη ο Ρωμανός έχει την τιμητική του, καθώς η περίφημη φράση «Μυρίσαι το άριστον» που κυριαρχεί ως γενικός τίτλος ενοτήτων στη συλλογή, είναι για πολλούς συνώνυμη του Ελύτη, αλλά είναι δάνειο από τον Ρωμανό (το μνημονεύει και ο ποιητής στο σχετικό δοκίμιό του). Επίσης, στο Ταξιδιωτικό Σάκο του (Όττω τις εράται), πάντα στον Μικρό Ναυτίλο, ο ποιητής φυσικά παίρνει μαζί του και Ρωμανό, δύο στίχους:
Και το αίμα μου μέλαν, όθεν βάπτω και γράφω
Το άνθος γλυκάζον εμοί γέγονεν τιθύμαλλος
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι στον Μικρό Ναυτίλο, ο Ελύτης έχει ως τίτλους των διαφόρων ενοτήτων του εναλλάξ Σαπφώ (όττω τις εράται), Ρωμανό (Μυρίσαι το άριστον) και Κάλβο (Και με φως και με θάνατον). Τρεις πυλώνες του ελληνικού πολιτισμού που για τον Ελύτη είναι καθοριστικής σημασίας. Άλλωστε, ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά (σ. 448) λέει ότι νιώθει ένας «αριστοκράτης, ο μόνος που έχει το προνόμιο να λέει τον ουρανό «ουρανό», και τη θάλασσα «θάλασσα», ακριβώς όπως η Σαπφώ ακριβώς όπως ο Ρωμανός, εδώ και χιλιάδες χρόνια, και μόνον έτσι να βλέπω αλήθεια το γαλάζιο του αιθέρος ή ν’ ακούω το ρόχθο του πελάγους…».
Θα κλείσω, επιτρέψτε μου, με τον επίλογο του δοκιμίου Ελύτη, όπου ο Ελύτης κάνει λόγο για την ποιητική ασκητική του Ρωμανού, που φαίνεται ότι θέλγει και τον ίδιο.
«Διάκονος ήταν και καθώς φαίνεται, διάκονος έμεινε ως το τέλος της ζωής του ο Ρωμανός με τόσες πτυχές στην ιδιωτική του ζωή όσες και στο φτωχό του ράσο. Είναι αυτό ένα μεγαλείο που, ανεξάρτητα εντελώς από κάθε ηθική, χριστιανική ή άλλη, μας βοηθεί να βλέπουμε τους δημιουργούς μέσα στη μόνωσή τους και να τους παρακολουθούμε στον αγώνα τους για μιαν αφιλόκερδη αποτίμηση της ζωής και των αξιών που περικλείνει.
Εκεί, σ’ ένα κελί του ναού της Θεοτόκου της εν τοις Κύρου, τον φαντάζομαι κι εκείνον να βαδίζει επάνω κάτω μια ζωή ολόκληρη, παλεύοντας με τις λέξεις όπως ο Σολωμός κι ας ήταν ένας κόμης όπως ο Παλαμάς κι ας ήταν ένας γραμματικός. Δε γίνεται αλλιώς η ποίηση. Κακομαθημένοι στις μέρες μας, προσπαθούμε να γεμίσουμε τα βιογραφικά κενά με υποθέσεις: 'αδύνατον ένας ποιητής με τόση φήμη και με την εύνοια επιπλέον του Ιουστινιανού να μην είχε καταλάβει ύπατα αξιώματα'. Λησμονούμε ότι για μερικούς ανθρώπους η συγγραφή δεν είναι φιλοδοξία. Είναι υψηλή αποστολή.
Εν χάρτη της ψυχής μου γεγραμμένην την αίτησιν έχω, λέει. Και βέβαια, η ορθόδοξη αγωγή του Ρωμανού απωθεί την παρούσα ζωή, προσβλέπει στη μέλλουσα. Όμως αρκεί να φανταστούμε σαν 'μέλλουσα' την παρούσα, κεκαθαρμένη, φτασμένη σε μιαν ιδανική τελειότητα, για να προσμετρήσουμε τον βαθμό της παραδιόρθωσης που επιφέρει, με τα έργα του τα ποιητικά, στα φαινόμενα και να διαβάσουμε, πίσω από τις γραμμές μιας δογματικής έκφρασης, την ομολογημένη του λατρεία σε ό,τι θ’ αποκαλούσαμε 'διαυγές', 'άσπιλο', 'άφθαρτο' -συνώνυμα όλα τους ενός ποιητικού παραδείσου.
Οι χρόνοι που ακολούθησαν μας έδωσαν ασφαλώς περισσότερο έμπειρους στον χειρισμό της γλώσσας υμνογράφους. Ομως αυτός, ο πρώτος, παραμένει μοναδικός· ο πλησιέστερος και προς τους αρχαίους και προς τους σύγχρονους ποιητές μας· ένας κρίκος ανοξείδωτος ανάμεσα σε δύο μεγάλες περιόδους ενός και του ίδιου πολιτισμού. Αυτός επέτυχε να διατηρήσει και ν’ ανανεώσει τους εκφραστικούς πυρήνες που πρέπουν στο ήθος του ελληνικού λόγου. Και αυτός θεμελίωσε αρχιτεκτονήματα που ο ίδιος σχεδίασε πάνω στις ανάγκες της συγγραφικής του αποστολής. Τα δύο αυτά, επιστεγασμένα από την ηθική του προσωπικότητα, την αναπτυγμένη στο μάκρος μιας συνεπέστατης προς τις ιδέες του ζωής, είναι που του έδωσαν το δικαίωμα να πλαγιοϋπογράφει τις συνθέσεις του με την τόσο περήφανη, στο βάθος, ρήση: Τούτο του ταπεινού Ρωμανού.»
Στους περίφημους στίχους του Ελύτη από το Άξιον εστί
«Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί
Όπου και να θολώνει ο νους σας
Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
Και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»,
Μπορούμε, νομίζω, να προσθέσουμε:
Και μνημονεύετε Ρωμανό τον Μελωδό. 

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

π. Κων. Ν. Καλλιανός: ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ


Μνήμη τῆς Μητέρας μου Μαγδαληνῆς
Σὲ λίγη ὥρα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια ἀπουσίας τῆς Μητέρας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. Τέσσερα χρόνια ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ συννεφιασμένο ἀπόγευμα τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, τοῦ σωτηρίου ἔτους 2012, λίγο πρὶν ἀρχίσει ὁ πρῶτος Κατανυκτικὸς ἑσπερινὸς ποὺ μᾶς εἰσάγει στῆς Μεγάλης τῆς Σαρακοστῆς τὸ Θεῖο, καὶ χαρμολυπικὰ στολισμένο, ἱερὸ στάδιο.
Κι ἦταν ἡ ἀναχώρήσή της συνδυασμένη μὲ κάποια γεγονότα ποὺ πραγματικὰ σήμερα ἔρχονται στὸ νοῦ καὶ τοῦ φανερώνουν κάποιες ἱερὲς στιγμὲς ποὺ ποτὲ δὲ λησμονοῦνται, ἀλλὰ καὶ τονίζουν μὲ τὴ σημειολογία τους, τὸ θεοσημείωτο χνάρι τους.
Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς, λοιπόν, ἦταν τότε... Καὶ γὐρω στὸ μεσημέρι ἐμφανίζεται μιὰ ὁμάδα Κληματιανῶν, ὥστε νὰ συμμετάσχουν στὶς ἐκδηλώσεις γιὰ τὰ ἐθιμικὰ δρώμενα τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς λεγόμενης Ἀποκριᾶς. Κι αὐτὸ συνέβη γιὰ πρώτη φορά. Καὶ μάλιστα ἀπό τότε, μήτε ποὺ ξανάγινε, δηλαδή, μήτε ποὺ ξαναφάνηκαν. Κι ἄκουσε ἡ ἑτοιμοθάνατη Μάνα τοὺς συγχωριανούς της γιὰ στερνὴ φορὰ νὰ τραγουδᾶνε τὰ παλιὰ τὰ τρααγούδια τοῦ χωριοῦ μας, λὲς καὶ ξαναβγῆκε πάλι, ὅπως τὸ συνήθιζε, λίγο παραέξω ἀπό τὴν πάνω πόρτα τοῦ φούρνου νὰ δεῖ νὰ χορεύουν πάνω στὴ πλατεία, στὴ «Βελανιά», καὶ νὰ τραγουδᾶνε τὰ κορίτσια μὲ τὶς φ᾿ στάνες τό, «Ἄχ, χειλακι μου γραμμένο, σὲ μὲ ἔχεις τρελλαμένο...» ἤ τὴ «Σοῦσσα» κ. ἄ. πολλά. Κι ἦρθε ἡ ὥρα τούτη τόσο καλεστικὴ καὶ σημαδιακή, λές καὶ τὴν καλοῦσαν νἂ ξαναβγεῖ καὶ ν᾿ ἀποχαιρετίσει... Ὅπως κι ἔγινε. Γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ἔφυγε σιωπηλά, ἀθόρυβα, μέσα στὴν ἡρεμία τοῦ ὕπνου της, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συντροφιὰ τῶν ὀνείρων της. Κι ὅλα ἐτοῦτα, σιμὰ στὴν ἀγαπημένη της φωτιά, στὴ θερμάστρα δηλαδή, ποὺ τῆς θύμιζε τὴ παλιὰ τὴ παραστιά, ἀλλὰ πιὸ πολὺ τὴ φωτιὰ τοῦ φούρνου της, ποὺ τὴν ἀγαπησε, γιατὶ ἐκείνη τὴ συνέδραμε ὤστε νὰ ἐργαστεῖ τὴν ἐπίπονη διακονία ποὺ ἐπιτελοῦσε γιὰ χρόνια πολλά. Ἀπὸ τὴ συντροφιὰ τῆς φωτιᾶς, λοιπόν, ξεκίνησε τὸ ταξίδι της γιὰ τὴν αἰωνιότητα... Γιὰ νὰ πάει τώρα πιὰ νὰ συναντήσει τὰ δικά της τὰ ἀγαπημένα της πρόσωπα, περιμένοντας παραλληλα κι ὅσους ἀπὸ μᾶς θὰ τὴν ἀκολουθήσουν. Ἐν καιρῷ εὐθέτῳ.
Τέσσερα χρόνια ἀπουσίας καὶ παρουσίας μαζί, λοιπόν. Γιατὶ καὶ νομίζεις ὅτι εἶναι σιμά σου κι ἀπὸ τὴν ἄλλη συνειδητοποιεῖς τὴν ἔλλειψη τῆς παρουσία της... Γιὰ νὰ γεμίζουν οἱ στιγμὲς τοῦ βίου ἀπὸ τὴ χαρμολύπη ποὺ πλανᾶται πάντα καὶ συνάμα νὰ γίνεται ἡ ἀκίδα ἐκείνη ποὺ τρυπᾶ βαθειὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν πληγώνει.
Ἀφουγκράζεσαι ἀπὸ μακρυὰ νὰ σιμώνει ἡ χορεία τῶν προγόνων σου ποὺ ὑποδέχτηκαν τὴ Μητέρα κατὰ τὴν εὔσημο ἡμέρα ταύτη. Κι ὕστερα ἀγναντεύεις ἕνα ἔρημο σπίτι ποὺ χωνεύει μέσα στὴ μοναξιά του καὶ τὴν ἐγκαρτέρηση κάποιου ποὺ θ᾿ ἀνοίξει τὴ θυρα του, θὰ τὸ ἐπισκεφτεῖ γιὰ λίγο κι ὕστερα θ᾿ ἀναχωρήσει. Ὅπως δηλαδή, εἶναι κι ὁ ἴδιος ὁ βίος μας. Μιὰ φευγαλέα ἐπίσκεψη στὸν κόσμο αὐτό κι ὕστερα ἔρχεται ἡ ἀναχώρηση, δίχως τίποτα νὰ πάρουμε στὰ χέρια, μονάχα μὲ γεμάτη τὴν ψυχὴ ἀπό εἰκόνες, συπεριφορὲς τῶν ἄλλων καὶ ὄνειρα... Εὐτυχῶς, πολλὰ ὄνειρα. Γι᾿ ἄλλους χαμένα, ἐπειδή, δυστυχῶς, δὲν κατάλαβαν ὅτι κι αὐτὰ τροφὴ εἶναι ἀπὸ τὴν ὁποία κρατᾶμε πάντα τὰ χρήσιμα στοιχεῖα, ἀπορρίπτοντας πάντα ὅ,τι εἶναι περιττὸ καὶ ἄχρηστο.
Τέσσερα χρόνια, λοιπόν. Μικρὴ μὲν ἡ χρονικὴ ἀπόσταση, ἀλλὰ μεγαλο τὸ χάσμα καὶ φυσικὰ τὸ τραῦμα. Ποὺ ὡστόσο ἐπουλώνεται μὲ τὰ χρόνια . Μόνο τὸ χνος τῆς πληγῆς ἀπομένει πάντα, τεκμήριο ἀδιάψευστο...
26 Φεβρ. 2016 ὥρα 4. 15 μ.μ.
π. κ.ν.κ.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Δημήτρη Κοσμόπουλου: ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΤΑΡΚΟΦΣΚΙ, 2008 [επιλογή 9 ποιημάτων]


μλετ στὴν Ρώμη

Κρατᾶνε τὰ κομμένα τους κεφάλια, στοῦ σοῦπερ-μάρκετ τὶς σακκοῦλες.
Κι ἐγὼ σφίγγω τὰ χέρια μου. Οἱ τσέπες μου γεμάτες πέτρες. 
Γιέ μου Ἀντριοῦσα, ντρέπομαι νὰ σ᾿ ἀντικρύσω. Παντοῦ κλαδεύουνε ζωοῦλες.
Ἡ ζωή σου στὴν ψυχή μου. Ἡ ψυχή μου συννεφιάζει. Μετράει
Κύριε, τοῦ βίου μου ἡ φωτιά; Ὦ Κύριε, μὲ τὴν ἀρρώστειά μου, γιατρέ.

Καὶ μὲ τὸν πόνο μου, ξερὸ ψωμί, στάλαξε μέσα μου ἡ δρόσος τοῦ Θεοῦ.
Βάρος πανάλαφρο στερεώνει τὴν καρδιά μου. Τοῦ Θεοῦ προσκυνῶ.
τὴν Δόξα. Νοιώθω τὸν ἅγιό μου χαμό. Νερό, βροχή, ποτάμια, χιόνι—
ἄνεμος ἀπ᾿ τὰ δάση τῆς πατρίδας, σαπίζει ἐντός μου. Στὸ ταβάνι
ἀστροφεγγιά. Κι ἡ νύχτα, ὁ θάνατος ὁ θηρευτής, μὲ χάνει.

Ἥλιος, ἂν εἶναι ἰταλικός, χλωμὸς μὲ τὴν καρδιά του σιδερόφυλλη
ὅμως εἶναι κι ὁ Ἥλιος ὁ μεσάνυχτα, ἱλαρὸ νερὸ καὶ ρόδου συντριβάνι.
Κύριε, Ἄρχοντα τοῦ βίου μου, ἔλαβα τ᾿ ὄνομά σου ἄμφιο καὶ παλτό. Ποιὰν ὀφειλὴ 
νὰ ξεπληρώσω ὀρφανὸς στὰ σταυροδρόμια, ἀχνός, καιόμενο λιβάνι.
Μία βασιλεία νοστάλγησα, καρβουνιασμένο ἀποκερο, κι ἡ αὔρα σου στολή μου.


Θέμα απλούν

Το σήμερα σέρνει το χθες,
σε δίχτυ από πλεγμένες φλούδες λεύκας.

Νερό τρέχει απ’ το σώμα μου,
πλημμυρίζει τα μάτια.
Αντιγράφει στο δέρμα μου,
τις πτυχές της άμμου.

Όμως εγώ αναζήτησα την δίψα.
Όχι το νερό.

Σε μια σχεδία από κορμούς σημύδας,
από τα καπνισμένα πατερά του πατρικού μου,
το σήμερα γέρνει και ξεψυχά.
Για να συρθεί απ’ το αύριο.

Νερό με γεύση χώματος.
Γεννάει η φωνή μου δάση.
Σε μιαν υδάτινη εικόνα,
σπίτια από ξύλο και φωτιά.

Χριστέ μου.
Φωτερή σαγήνη.


Ὀφηλία

Στὸν καναπὲ κουρνιάζοντας καὶ μισομουδιασμένη 
μὲ χέρι νὰ λιγοθυμᾶ ἀπ᾿ τὸ τηλεκοντρὸλ
δὲν θὰ τὸν δεῖς.
Ὄμορφη καὶ κρυστάλλινη σὰν τὰ νερὰ τοῦ καταρράχτη
ἔσχαβε μέχρι νὰ σ᾿ ἐλευθερώσει, 
στὴν θάλασσα νὰ περπατᾶς τοῦ ἀληθινοῦ σου χρόνου
Ἔσκαβε μὲς στὸ ψέμμα τῶν εἰκόνων.
Κόλλα τὸ αὐτὶ στὸ μαξιλάρι, 
στὸν βρύα γιομᾶτο τῆς βελανιδιᾶς
ἑκατόχρονο κορμό.
Ἀχοῦσε τὴν ἀνάσα του.
Φωνοῦλες παιδικὲς κυλιοῦνται στὸ χορτάρι, 
τὰ χρόνια, τὰ κουρέλια τῆς ψυχῆς.

Καὶ θὰ συναντηθεῖτε. Στὸ φέγγος 
τοῦ κριοῦ. Στοῦ μαρτυρίου 
τὸ σέλας.


Vino di toscana
San Gregorio, † 10.7.84

Πολύφυτο, βαθύτατο, στῆς σιγανῆς λαμπάδς; 
—καθὼς ἀρχίζει μάχη σκιῶν στὴν βραδυνὴ θαμπάδα— 
στὸ λαδικὸ τὸ φῶς, στὸ ῥεῖθρο τῆς ψυχῆς 
χωριό, πλατειὰ φυλλώθηκες, νὰ μὲ δεχθεῖς.

Πηλόχτιστο ἔχω τὸ κορμὶ κι ἕνα σακκούλι χώμα— 
μ᾿ ὅλα τὰ σύμφωνα μιᾶς γλώσσας ἄγνωστης— καρδιά. 
Ἕνα σταφύλι χῶμα κι ἀπὸ φῶς μία καρυδιὰ 
στὸν πόνο ψήνονται. Ψυχὴ καὶ σῶμα.

Κι ὁ θάνατος ἀκόμα.


Κύκνειο

Παληὰ παραθυρόφυλλα τῆς μνήμης μου κι ἀνοίγουν. 
Χρυσῆ, σταρένια θάλασσα στὸ βουλιαγμένο καλοκαίρι. 
Ἡ πέτρα καὶ τὸ ξύλο σφιχταγκαλιασμένα. 
Μέσα μου τοῖχοι, παραθύρια ἀλλοτινά. 
Φτάνουν χοροὶ τῆς ἄνοιξης, μὲ πετροκότσυφα καὶ θαμνοψάλτες.

Φτάνει ἕνας τόπος ποὺ τὸ χιόνι σπάνια τὸν ἀφήνει. Ἕνας 
ἀέρας νὰ ἡσυχάσει δὲν μπορεῖ. Παληὰ τοῦ χρόνου μου 
παραθυρόφυλλα. Ρουφῆχτρες.

Βγαίνω κι ἀφήνω τὴν ψυχὴ στὰ πόδια σου. Ὅπως 
ἡ νύχτα γονατίζει μπρὸς στὸν ἥλιο.

Νύχτα ρωσίδα, γεωγραφία. Λαβωμένη. 
Ὅμως ὁ θάνατος γεμάτος ἥλιο.


Ὕμνος

Ὁ ὕπνος εἶναι μικρὸς θάνατος. 
Ὅμως ὁ θάνατος, γλυκὸς ὕπνος.

Κοιμᾶται ὁ σπόρος, ἥσυχα, στὸ χῶμα. 
Μέχρι τὴν Ἄνοιξη.

«Μὴν τὰ κοιτᾶς τὰ μαῦρα δέντρα. 
Στὸ χῶμα κοίτα, τὰ πράσινα βλαστάρια». 
Εἶπε ἡ χαροκαημένη.

Μυρίζει ξοδεμένο παρελθὸν καὶ σάπια φύλλα. 
Μυρίζει Ἀνάσταση.


3η Δεκεμβρίου 1986, Paris

Συνάντησα ξανὰ στὸν διάδρομο τοῦ νοσοκομείου, τὸ φαλακρό, μικρὸ παιδί. Ἔχει λευχαιμία. Ἡ χλωμάδα του ἔκαιγε τὸ γκρίζο πρωινὸ κι εἶχε γιὰ μάτια δύο γαλάζιες στάλες. Μοῦ ψιθύρισε: «Ξέρεις γιατί βασανιζόμαστε; Γιατὶ ὁ Χριστὸς εὐλόγησε νὰ μᾶς μάθει τὰ βάσανα ποὺ πέρασε ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο. Ἐγὼ κατάλαβα τί τράβηξε. Γι᾿ αὐτὸ γεννήθηκα». Στὴν κρύα νύχτα, σπάζει τὸ τζιτζίκι τῆς φωνῆς του μέσα στὸ κεφάλι μου.

Ἔρχεται μεσημέρι τοῦ Ἰβάν, νὰ κάψει ὅλους τοὺς ἴσκιους.


Το κοτσύφι του Ταρκόφσκι 

Πολύδροσο, Χαλάνδρι και Μαρούσι, δεν με ξεχάσατε κοτσύφια. Με πυροβολισμούς φωνητικών πιδάκων, από τους κάλυκες του πιο αθώου χρόνου. Σε κυπαρίσσια λιγοστά, σ’ εληές, ξεμεινεμένα πεύκα. Σε μπαζωμένα ρέματα. Αλλά και στην βελανιδιά, μέσα στον ίσκιο, μέσα στον ύπνο μου αόρατα σαλεύουσα. Παρισινό φθινόπωρο, Jardin du Luxembourg, λουζόμουνα στο συντριβάνι του αυγινού σας ψάλματος. Σαν το σκυλί, που ’χει απολέσει αφεντικά και σπίτι μα βρήκε στην φωνή σας της πατρίδας του νερά.

Ξέρω, μου τα ’στειλες να μου γλυκαίνουνε τον δρόμο. Το μαύρο τίναγμά τους να μου δείχνει ότι είμαι πένθιμης αγάπης υποτακτικός. Καλογέρια του δικού μου ουράνιου δάσους. Αγγελικά πουλιά, στο τίποτέ μου κρεμασμένα, καρποί χερουβικοί που το γυρίζουνε σε δέντρο του παντός, σκιρτητικό.

Ωστόσο απόψε βρέχει και, πέφτοντας η νύχτα, ψάχνω να βρω τον τρόπο για το ευχαριστώ. Το στήθος μου έγινε Μονή Βαθέος Ρύακος. Όσο κι αν πόθησα, είκοσι χρόνια μια σπασμένη προσευχή σού μουρμουρίζω. Ωστόσο να· δροσολογιέται ο κότσυφας μες στο κυπαρισσάκι, απέναντι. Είναι μια μαύρη σαϊτιά, κι όλο χορεύοντας, μούσκεμα, ανεβοκατεβαίνει στα μυρωμένα σπλάχνα του δέντρου. Κι όπως ξεπλέκει τα νυχτερινά ασυλλάβιστα σ’ έναν κελαηδισμό, τρέχει το αθώο νερό, βροχή μες στην βροχή κι οι τοίχοι πλημμυρίζουν δάκρυα.

«Νερό μου, μητρική σινδόνη, νόστε υγρέ, αμνιακό της γης υγρό, καύσιμο της αγάπης», τραγουδούσε σιωπηλά ο γιος της στέπας, της σημύδας ο βλαστός, ο Αντρέι Ταρκόφσκι. Ένα κοτσύφι τον εγνώρισε. Μπήκε απ’ το παράθυρο του νοσοκομείου, ν’ απαγκιάσει στην παλάμη του. Κοιτάχτηκαν ώρα πολλή. Κι αυτό γινόταν κάθε μέρα, ώς το τέλος.

Ο πόνος έκαιγε τα σπλάχνα του και τα ’κανε νερό. Στα μάτια του, είχε αρχίσει κι εκεί να βρέχει. Ένα κατάλευκο άλογο έβοσκε στο κυματισμό χορτάρι του μυαλού του. Έτρεχε να το φτάσει, έτρεχε ο μικρός Ιβάν. Είναι από τούτο που στην τελευταία φωτογραφία φαίνεται βουλιαγμένος στο απογευματινό φως, και το κοτσύφι μες στη χούφτα του χρυσόμαυρο κερί, λυχνάρι.

Όταν ο πόνος πια τον μαύρισε κι έφεξε φεύγοντας σαν ρώσικου ύμνου ποταμός, την ώρα που στον Βόλγα και στο Νιέβα σήκωναν οι βάρκες τα πανιά – το κοτσύφι γύριζε τραγουδώντας μεθυσμένα το φως της βροχής. Ώσπου το βρήκανε με το κεφάλι μέσα στο φτερό, πάνω στο φρέσκο επιτάφιο χώμα.

Τι μου λέει το κοτσύφι απέναντι, μαύρη αστραπή στο μουσκεμένο κυπαρίσσι, με την λαλιά του βροχερή; Ποιαν άνοιξη, Μητέρα, ευαγγελίζεται; Μην είναι μαύρο σήμαντρο ο άγγελος του Ταρκόφσκι; Γιατί βρέχει, όπως στις παλιές ρωσικές ταινίες, Μητέρα.

Τι τραγουδάει ο κότσυφας;

Σπασμένος άνθρωπος, σάπιο τσιγάρο ανάσα, Θε μου· πώς να με πάρεις δίχως να έχω μάθει την γλώσσα, ενός, έστω, πουλιού;


Πάροδος

«Ὁ τόπος του ξημέρωμα Παρασκευῆς, 
μέσα στὶς λίμνες ξεψυχώντας, στὰ νερά. 
Μαζεύονται τὰ σύννεφα κι Ἐκεῖνος ἀνεβαίνει 
στῆς ἐρημιᾶς τὸ χιόνι· σὰν κουραστοῦνε οἱ σταυρωτὲς 
στέκει τοὺς περιμένει.
Παρασκευὴ μὲ ξύδι ἀέρα καὶ πικρὸ οὐρανὸ 
γδαρμένη ἀπὸ φωνὲς Μανάδων ποὺ τοὺς παίρνουν τὰ παιδιά τους», 
εἶπε τὸ φυλλοθρόισμα στὸ πατρικὸ τὸ δάσος
τοῦ Ἀνδρέα Ταρκόφσκι.
«Ὁ τόπος του εἶναι Κυριακὴ ξημέρωμα, 
φυτρώνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο κι ἀπὸ τὴν μαύρη πίσσα, 
μὲ τὰ ξερὰ τῆς δόξας τὰ χορτάρια προσανάμματα.
Κατάμαυροι οἱ Ἑσπερινοί, μ᾿ ἀνασασμοῦ κεράκι, 
κι εἶναι χρυσὸ τὸ δάκρυ του μὲ γεύση τῆς θαλάσσης», 
ριγήσανε μὲ τρόπο Ἀνοίξεως οἱ καπνισμένες πλάκες
κατὰ τὰ μέρη Διονυσίου Ἱερομονάχου Σολωμοῦ.
«Ρίχνει χαλάζι πετρωτό», 
σφύριζε ὁ μετανάστης τ᾿ οὐρανοῦ
πουλί, σπιρτοχελίδονο, στὸ περιβόλι τὸ δικό μου.
Ποὺ μοῦ ἔστρωναν οἱ δυό τους Δεῖπνο, βράδυ Πέμπτης
μυστικῆς, κι ἀργοῦσε Ἐκεῖνος νά 'ρθει.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου: ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΣΤΙΣ ΣΥΝΕΙΚΟΝΕΣ ΤΟΥ ΕΛΥΤΗ


ποιητής Οδυσσέας Ελύτης ασχολήθηκε από νωρίς με το κολάζ. Ο ίδιος εξηγεί: “Σκοπός μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ' ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλους του σταυρού της γλώσσας. Και μου φάνηκε, με το πείραμα που έκανα, ότι κρατούσα ίσως στα χέρια μου το κατάλληλο κλειδί. Πολλές παλιές μου ορέξεις άρχισαν σιγά – σιγά, με άλλου είδους απαιτήσεις, ν' ανεβαίνουν από τον βυθό των ποιημάτων μου στην επιφάνεια” (Το δωμάτιο με τις εικόνες, Ίκαρος 1986, σ. 8).
Το κολάζ για τον Ελύτη δεν ήταν, λοιπόν, παιχνίδι, αλλά μια άλλη θέαση της ποίησης. Και ίσως κολάζ και ποιήματα ήσαν συγκοινωνούντα δοχεία. 

Στα κολάζ του ποιητή δεσπόζει η γυναικεία μορφή. Και μαζί της, στέκονται μετεωριζόμενοι οι άγγελοι, που τόσο κεντρική θέση κατέχουν στην ποίηση του Ελύτη. Ώσπου κάποιες φορές γυναίκα και άγγελος ταυτίζονται. 
Θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τον αγγελικό κόσμο του Ελύτη μέσα από τα κολάζ, τα ποιήματα και τα κείμενά του, έχοντας αυτά ως ασφαλή οδηγό και φωτεινό σηματολόγιο. Ο ίδιος ο ποιητής μάς οδηγεί χρονολογικά στις συνεικόνες του.


Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ (1966)

Αυτή η σύνθεση δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο ποίημα Δώδεκα Νήσων Άγγελος από τα Ετεροθαλή (σ. 328)

Κως Λέρος Σύμη Αστροπαλιά
Κάρπαθος Τήλος Καστελλόριζο…
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας 
Τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του 
Άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης του 
Μυστικού που ξεχύνεται «χρυσέαις 
Νιφάδεσσι»
Ο Ευγένιος Αρανίτσης σε κείμενό του για τα κολάζ του Ελύτη γράφει για τον Άγγελο της Αστυπαλαίας:
Εκείνο που με μπερδεύει ευχάριστα. Εκείνο που ανοίγει κάτω απ' το βάρος της ματιάς μια παγίδα, κάνοντάς την να σκοντάφτει, να στριφογυρίζει και να παλινδρομεί, είναι μια ευθυγράμμιση, ένας ψευτο-παραλληλισμός, μια ανάπτυξη από κινήσεις που προεκτείνονται: ο τοίχος του σπιτιού στην επάνω εικόνα με τον τοίχο του σπιτιού στο δεύτερο επίπεδο, το πέλμα του αγγέλου με τον ορίζοντα (αυτός ο άγγελος δεν πετάει, παραπατάει: το αριστερό του πόδι πέφτει σ' ένα κενό ουρανού – βυθού), η ουρά του μανδύα του αγγέλου με το μονοπάτι που οδηγεί στο λόφο, το πλακόστρωτο δάπεδο με το περβάζι του παραθύρου... Τι μου λέει; Τι μου δείχνει; Μου δείχνει τον άγγελο ή το φόντο; Ίσως μόνο μια πολύ λεπτή, ολότελα αόρατη μεμβράνη κάπου ανάμεσα σ' όλ' αυτά”.

Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ (1967) 

Άγγελος βυζαντινός με σκήπτρο επισκιάζει ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Θάλασσα, ένα ερημονήσι στο βάθος κι ένα “μπουκέτο” κοχύλια σε πρώτο πλάνο, συνθέτουν το όλο σκηνικό. Στις δύο άκρες του κολάζ μια μπορντούρα σαν από περσικό χαλί. Και στην κορυφή της σύνθεσης το πάνω μέρος ενός σκαλιστού βημόθυρου. Μια ολόφωτη συνεικόνα με καθαρά αιγαιοπελαγίτικο χρώμα.
Ο Άγγελος που σκέπει το νησί μάς παραπέμπει στο υμνολογικόν: “Όπου επισκιάσει η χάρις σου αρχάγγελε, εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις...” (Δοξαστικό Αίνων 8ης Νοεμβρίου). Κάτι που ο Ελύτης το λέει, άλλαις λέξεσι, στη VILLA NATACHA στα Ετεροθαλή (σ. 349).
Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς
Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω.
Το σχήμα του Αγγέλου απαιτεί κατά τον Ελύτη επώδυνη διεργασία, όπως και κάθε ομορφιά, που προϋποθέτει τους άγρυπνα τα μάτια της ψυχής. Γι' αυτό αποφαίνεται ο ποιητής:
O ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή και ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω, πολύ πιο επώδυνη από την άλλη, που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους (από την ομιλία του Ελύτη κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, 10-12-1979).
Όμως εδώ πρέπει να παραθέσουμε και την άποψη του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος έχει επισημάνει την εικόνα του σκέποντος το νησί Αγγέλου:
Το απρόοπτον του Ελύτη έρχεται πάντα με την παρόρμηση και το θάρρος που του δίνουν τα χρώματα να σχηματίσει συνθέσεις. Γιατί η σύνθεση είναι ο απώτερος σκοπός του. Τα ψυχρά χρώματα που θα απωθούσαν ένα ζωγράφο για να σχηματίσει το σώμα μιας κοπέλας μέσα στη θάλασσα, ή τα φτερά ενός βυζαντινού αγγέλου που αγκαλιάζουν και σκέπουν ένα νησί, στον Ελύτη συρράπτουν όλα μαζί μια σπάνια φωτοχυσία. Το μέλλον, ίσως, μιας άλλης ποίησης (περιοδικό χάρτης, τεύχη 21-23, Αθήνα, Νοέμβριος 1986, σ. 430).

TO MHNYMA (1968)

Το κολάζ υπομνηματίζει ο ίδιος ο Ελύτης στο προλογικό του σημείωμα για το βιβλίο Το δωμάτιο με τις εικόνες (σ. 8):
H κόρη – άγγελος· ένας άγγελος θηλυκός σε όλη του τη δόξα· με φτερούγες από κάτι άλλο, που η ζωή δε μας το είχε προσφέρει ως τότε: φτερούγες από θαλασσινά όστρακα. Ναι, αυτό ήταν. Να σημάνει ο συναγερμός των φυσικών στοιχείων· ο μετεωρισμός τους στον αιθέρα της φαντασίας· και το κατακάθισμά τους σε μια διαφορετική, απρόβλεπτη, μη ωφελιμιστική (επιμένω σ’ αυτό) επανασύνθεση.

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ (1977)
Σ’ αυτό το κολάζ ο Ελύτης χρησιμοποιεί τρία στοιχεία: Ένα ακατοίκητο σπίτι στη μέση της σύνθεσης, τον ολόσωμο εικονογραφικό τύπο του ιαματικού Αγίου Παντελεήμονα δεξιά, και έναν άγγελο επάνω αριστερά. Ο άγγελος αυτός προέρχεται από το εικονογραφικό σχήμα «Παναγία του Πάθους», όπου κατέχει την ίδια ακριβώς θέση. Η εικόνα εικονίζει τη Θεοτόκο στηθαία με τον Χριστό που κοιτάζει τους αρχαγγέλους, οι οποίοι φέρουν τα σύμβολα του Πάθους, δηλαδή το δοχείο με το ξύδι, τη λόγχη, το σπόγγο και τον Σταυρό. Ο περίφημος κρητικός ζωγράφος Ανδρέας Ρίτζος (1421 – 1492), στον οποίο αποδίδεται μια σπουδαία τέτοια εικόνα, φαίνεται πως συνέβαλε ιδιαίτερα στη διάδοση αυτού του τύπου της Παναγίας του Πάθους στις κρητικές εικόνες. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τον έναν άγγελο, αυτόν που κρατάει το δοχείο με το ξύδι, τον οποίο βρήκε, προφανώς, σε νεώτερη εκδοχή αυτού του εικονογραφικού τύπου (βλ. Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, Βικελαία Βιβλιοθήκη – Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1993, σ. 437).
Ο Ελύτης δίνει στο κολάζ την ονομασία ενός ποιήματος από Τα Ρω του Έρωτα (σ. 279-280).

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ

Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
που 'ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο

Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή

μες στον αέρα πιάνω

Μια κοριτσίστικη φωνή
κι ένα σκοπό στο πιάνο

Μαρία και Βασιλική
χλωμή σαν Παναγίτσα
Με την νταντέλα τη λευκή
και τη χρυσή καρφίτσα

Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
σ' άλλους καιρούς μπορεί και ν' αγαπήθηκα.

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΟΣΠΗΛΙΑ (1978)
Αυτό το κολάζ, όπου ο Άγγελος “εποπτεύει” μια γυμνή κόρη που στρώνει την θαλασσοϋφαντη πετσέτα της σε μια θαλασσοσπηλιά, επιβεβαιώνει την Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα στην εκτίμησή της για τις συνεικόνες του ποιητή:
Για τον Ελύτη το κολάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων…”
Ο Άγγελος στο κολάζ προέρχεται από την περίφημη εικόνα Η Αγία Τριάδα (Φιλοξενία του Αβραάμ) του μεγάλου Ρώσου αγιογράφου και αγίου της Ρωσικής Εκκλησίας Αντρέι Ρουμπλιώφ, (περ. 1350-1430) που βρίσκεται στην Πινακοθήκη Τretyakov στη Μόσχα. Είναι ο κεντρικός Άγγελος, δηλαδή ο Πατήρ.
Ο Ελύτης χρησιμοποιεί εδώ ένα μέρος μιας εικόνας – σύμβολο για την Ρωσική αλλά και την καθόλου Ορθοδοξία. Αξίζει να θυμηθούμε ότι η ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι για τον Αντρέι Ρουμπλιώφ, τελειώνει με την εικόνα της Αγίας Τριάδας του Ρουμπλιώφ, η οποία από ασπρόμαυρη γίνεται έγχρωμη καθώς κλείνει η ταινία. Και νιώθεις ένα θάμβος, καθώς το πλάνο του Ταρκόφσκι σε συνέχει κυριολεκτικά, έτσι που να νομίζεις ότι είσαι ο τέταρτος της Τριάδας!
Στο συγκεκριμένο κολάζ του Ελύτη, βέβαια, ισχύει μάλλον η παρατήρηση του Ευγένιου Αρανίτση: “Η Ορθοδοξία είναι μια σχολή καταπολέμησης των δυνάμεων της σάρκας: στους μύθους του Ελύτη, όπως αυτοί παρουσιάζονται στα collages, η σάρκα, αντίθετα, ενισχύει την Πίστη αναταράζοντας εύθυμα τη χορεία των αγγέλων με το κυμάτισμα της επιθυμίας για ζωή. Τούτο το σκάνδαλο είναι η “φώτιση”, το συμπλήρωμα της θεολογίας με μια αναπάντεχη κίνηση αυτοάρνησης που καταργεί την παθητικότητα του θεατή: αν ο Θεός βρίσκεται παντού, γιατί να μη βρίσκεται και στο πρόσωπο μιας γυναίκας; Με το να μας εμπνέει την επιθυμία για τούτο το πρόσωπο, δεν επιδιώκει, άραγε να μας υποδείξει το δρόμο που οδηγεί σ΄ Αυτόν;” (Το δωμάτιο με τις εικόνες, σ. 78).

ΘΗΛΥΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Μέχρι τη μέση του κολάζ η παραπομπή στον αποκρυσταλλωμένο από τα βυζαντινά χρόνια εικονογραφικό τύπο είναι ξεκάθαρη. Ο ποιητής δανείζεται το «σώμα» μιας αγιογραφίας, προεκτείνοντάς το προς τα κάτω σε φόρεμα. Ο ουράνιος απεσταλμένος με τη θηλυκή μορφή κρατεί σκήπτρο και τη σφαίρα του κόσμου που εκπέμπει λάμψη.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία οι άγγελοι ως πνευματικά, άυλα όντα δεν έχουν φύλο. Για τον... υλικό Ελύτη, όμως, οι άγγελοι μπορεί να είναι και θήλεις:
Αχ, αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.
Θήλεις άγγελοι 
Που από ψηλά μού ενεύσατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα...
(Ιουλίου Λόγος, από Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, σ. 567).
Εν κατακλείδι, ο Άγγελος του Ελύτη, είτε ως ποίημα είτε ως κολάζ, τραγουδά μαζί με τη Μαρία Νεφέλη:
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω απ’ τον γκρεμό.
(Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης από την Μαρία Νεφέλη, σ. 389).
Και ο ίδιος ο ποιητής επικαλείται τον άγγελό του για να πορευτεί την Ιδιωτική Οδό του: 
Ω, ας είναι καλά ο άγγελός μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα 'λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυο μου φωτάκια π ρ ό σ ω   η ρ έ μ α (Οδυσσέα Ελύτη, Ιδιωτική Οδός, Ύψιλον, Αθήνα 1990, σ. 53).
Σημείωση: Οι παραπομπές στα ποιήματα του Ελύτη γίνονται στην συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού του έργου από τον Ίκαρο (Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, 2002).

Related Posts with Thumbnails