[Διάλεξη κατά την 2η Σύναξη του β΄ κύκλου δράσεων τού Κέντρου Λόγου Ενορίας Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ
Πλάτωμα Φανερωμένης Μπανάτου, 29 Σεπτεμβρίου 2012]
Ο πολύς Δημήτριος Γουζέλης, παραδίδοντάς μας τον
περίφημο και μοναδικό «Χάση» του, μας πληροφορεί πως δεν τον έγραψε με άλλο
σκοπό «πάρεξ δια ξεφάντωσιν των φίλων».
Άθελά του, ίσως, μας δίνει με αυτήν του την περιεκτική έκφραση έναν ορισμό του
λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου, των γνωστών «Ομιλιών».
Πράγματι, το ιδιότυπο αυτό είδος της λαϊκής
έκφρασης των κατοίκων του νησιού μας έχει πάνω απ’ όλα σκοπό την διασκέδαση των
απλών ανθρώπων, γι’ αυτό και κυρίως παίζεται την πιο εύθυμη και ελεύθερη εποχή
του χρόνου, την περίοδο του Καρναβαλιού. Το εκφράζει άριστα και το γνωστό
τελάλημα:
Σωπάτε κύρ(γ)ιοι το λοιπόν, την Ομιλία να πούμε
να την γροικήσει ο λαός και να φχαριστηθούμε.
Κ’ είναι πράγματι ευτύχημα για ένα λαό να
ευχαριστιέται με θέατρο, να ψυχαγωγείται με τέχνη! Κάτι τέτοιο επαληθεύει την
παιδεία του και τον πολιτισμό του!
Ήδη από το
1571 οι Ζακυνθινοί γιόρτασαν με θεατρική παράσταση τη νίκη των χριστιανικών
δυνάμεων στην ναυμαχία της Ναυπάκτου, παίζοντας ένα έργο συμβολικό, τους
«Πέρσες» του Αισχύλου, στην παλιά τους πόλη, που για ασφάλεια βρισκόταν
περιτειχισμένη μέσα στο Κάστρο. Με τον τρόπο αυτό δείχνουν την αγάπη τους για
τις τέχνες και πρωτοπορούν. Η παράσταση αυτή έγινε από νέους ευγενείς, που οι
φαμίλιες τους ήταν γραμμένες στο Libro d’oro. Μα κι ο λαός φαίνεται να μην
πηγαίνει πίσω.
Την περίοδο του Καρναβαλιού, η οποία μεταφέρθηκε
από την τότε Γαληνοτάτη πρωτεύουσα και άρχιζε την εποχή εκείνη από την γιορτή
του Άι-Γιαννιού, την επόμενη των Φώτων, διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις σε
δρόμους και πλατείες και με τον τρόπο αυτό ετυμολογούσε σωστά και στην πράξη
την αρχαιοελληνική λέξη ψυχαγωγία.
Η χρονική αυτή στιγμή της Αποκριάς δικαιολογούσε
άριστα αυτήν του την έκφραση. Οι μεταμφιέσεις και η αντιστροφή των φύλων
επέτρεπαν την συμμετοχή στις «Ομιλίες» μόνο των ανδρών και η ανατροπή των κοινωνικών
δεδομένων δεν ξένιζε που δικαιωνόταν ο ποπολάρος και έχανε ο αριστοκράτης. Η
μωρέττα, επίσης, παρείχε την ασφάλεια της δημοκρατίας και επέτρεπε την
πολυπόθητη ελευθεροτυπία.
Στις κλασσικές «Ομιλίες» κυριαρχούσε ο έρωτας και
θριάμβευε η δικαιοσύνη. Οι πόθοι, δηλαδή, και οι επιθυμίες του λαού γινόταν
πράξη στην θεατρική του έκφραση και μέσα από την συνισταμένη των τεχνών
πραγματοποιούσαν οι απλοί άνθρωποι εξεγέρσεις και επαναστάσεις.
Ο Κρίνος παντρεύεται τελικά την Ανθία και ο Αλέξης
την Χρυσαυγή του. Τα νιάτα υπερτερούν και τα γηρατειά έχαναν την πατροπαράδοτη
εξουσία τους. Και δεν θα μπορούσε να
συμβεί κάτι το διαφορετικό σε μια εποχή του χρόνου, που ο δύσκολος
χειμώνας χάνονταν και η επερχόμενη άνοιξη δημιουργούσε πολλές και ποικίλες
υποσχέσεις.
Δεν είναι τυχαίο, που οι κλασσικές «Ομιλίες» παρουσιάζουν
πάντα και δικαστήριο, το οποίο δεν εκφράζει πια την εξουσία, όπως στην πράξη
συμβαίνει, αλλά τον λαό και την επιθυμία του ακροατηρίου ή πιο σωστά των θεατών
της παράστασης. Αυτό ενώνει θεατρίνους και θεατές και αποδεικνύει πως οι δύο
αυτές λέξεις έχουν κοινό το πρώτο τους συνθετικό, γι’ αυτό και συνυπάρχουν,
δίχως να τους χωρίζουν πάρκα και αυλαίες.
Και πράγματι. Οι «Ομιλίες» παίζονταν σε δρόμους και
πλατείες, δίχως σκηνικά και φορτωμένες σκηνογραφίες. Είχαν, δηλαδή, μια σκηνική
οικονομία, που χρόνια μετά θα την αναζητούσε το λόγιο θέατρο και πολύ αργότερα
θα την ανακάλυπταν οι πρωτοποριακοί σκηνοθέτες.
Ο τελάλης σταματούσε να διαλαλεί με την κουδούνα
του, οι θεατρίνοι έπαιρναν θέση σε κεντρικό σημείο, οι θεατές έκαναν τριγύρω
έναν αυτοσχέδιο κύκλο και η διδασκαλία ξεκινούσε. Έτσι μπορούσε σκηνή και κοινό
να γίνουν ένα και όλοι να συμμετέχουν ενεργά στην παράσταση.
Τα δρώμενα μάλιστα δεν περιορίζονταν την ώρα μόνο
της παράστασης, αλλά πραγματοποιούνταν και όσο ο περιφερόμενος θίασος πήγαινε
από την μια γειτονιά στην άλλη, με τα πειράγματα των θεατών και τις αυτοσχέδιες
απαντήσεις των ηθοποιών, αλλά και τα άλλα τυχαία, εκτός υπόθεσης συμβάντα, τα
οποία τελικά έδεναν μαζί της και γίνονταν μέρος της. Χαρακτηριστική γι’ αυτήν
την υπόθεση είναι η πληροφορία που μας δίνει η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου,
στην οποία το λαϊκό θέατρο πολλά χρωστάει. «Καμιά
φορά», γράφει, «σαν περπατεί ο
θίασος, ακούς ν’ απευθύνονται στην Αφροδίτη φωνάζοντάς τον Νικόλα ή βλέπεις την
Ανθία να καπνίζει ξέγνοιαστα». Και αυτό είναι σίγουρα μια σωτήρια προέκταση
της παράστασης.
Μα και το τυχαίο, το οποίο στην τέχνη είναι τις
περισσότερες φορές δημιουργικό, παίζει συχνά σημαντικό ρόλο στο λαϊκό θέατρο
της Ζακύνθου. Γι’ αυτό ας θυμηθούμε μια μαρτυρία του Διον. Ρώμα, η οποία
τονίζει την μεγάλη αξία αυτής της παραμέτρου. «Θυμάμαι εγώ ο ίδιος», μας διηγείται, «μιαν Ομιλία που παρακολούθησα
παιδί εδώ και κάπου 50 χρόνια, (Άγιοι Πάντες τι αριθμός!). Ήταν ο “Κρίνος και η
Ανθία”, κατά την οποία το παλικάρι κλέβει την βασιλοπούλα και καταλήγει στο
Κριτήριο. Με αγωνία περιμένει η Ανθία τριγυρισμένη από την Αυλή της. Λες και τη
βλέπω την καημένη ν’ αγανακτεί για τη θανατική καταδίκη του αγαπημένου της και
μουντζώνοντας να σκούζει: “Τον Κρίνο εδικάσατε: Όρσεεε τσοι δικαστάδες!!!”.
Συγχρόνως όμως η απότομη κίνηση του φασκελώματος παραμέρισε λίγο τη μάσκα και
λάμψανε στο φως του ήλιου οι αρειμάνιες ξανθές … μουστάκες της».
Μα πέρα από το εκτός σκηνοθεσίας, αλλά εντελώς μέσα
στην παράσταση, ευτράπελο, το οποίο χαρακτηρίζει την ελευθερία του λαϊκού
θεάτρου της Ζακύνθου, ας δούμε και μιαν άλλη παράμετρο, δείγμα και αυτό
χαρακτηριστικό του, το οποίο μας τονίζει ο πολυτάλαντος συγγραφέας του
«Περίπλου». Είναι το φως του ήλιου, το οποίο δεν κάνει μόνο να φανεί το
ανατρεπτικό φύλο της πρωταγωνίστριας, αλλά είναι και ο φυσικός φωτισμός της
«Ομιλίας». Οι απλοί, ερασιτέχνες θεατρίνοι με αυτό έμαθαν να παίζουν και μ’
αυτό ελευθέρωναν την έκφρασή τους. Προβολείς, μικρόφωνα και άλλα σχετικά τους
ήταν άχρηστα και η παρουσία τους σε μια δική τους παράσταση θα έβλαπτε και θα
στερούσε τον αυθορμητισμό και την πηγαία έκφραση.
Η σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο τραγουδιστή φωνή τους
μεγεθυνόταν μέσα από τη μάσκα και η ερμηνευτική τους οικονομία γινόταν ο
πλούτος της καλλιτεχνικής τους προσπάθειας. Ήξεραν να εκφραστούν δίχως
πουντέλια και να κάνουν τέχνη χωρίς φτιασιδώματα. Αυτό δίνει και την μεγαλύτερη
αξία στην προσπάθειά τους και διαχρονικότητα στην τέχνη τους.
Είχα την τύχη να γνωρίσω στα παιδικά μου χρόνια το
ξεψύχισμα του επτανησιακού πολιτισμού και να δω τέτοιες παραστάσεις. Πολλές,
μάλιστα, με τον αξέχαστο Γεράσιμο Πανά, τον σπουδαίο αυτό λαϊκό θεατρίνο, ο
οποίος ήταν μια φιγούρα ανεπανάληπτη. Ξεκινούσε ο θίασος από τον Άγιο Παύλο ή
τουλάχιστον αυτό πίστευε η δική μου γεωγραφική γνώση της Χώρας, μια και ίσως
δεν ξεχνούσαν και τον μακρινό για με Άγιο Λάζαρο, προχωρούσαν -μέσω
Τσαρουχαραίικων- προς τους Αγίους Σαράντες, όπου σταματούσαν για να δώσουν
παράσταση και μετά και από άλλες στάσεις κατέληγαν στον Φόρο, την ιστορική
πλατεία του Αγίου Μάρκου, την πολυκύμαντη, όσο και οι κατά καιρούς ονομασίες
της, όπου εκεί γινόταν και το φινάλε.
Απαραίτητες, τότε, και οι «κουνουπιδίες», έκφραση
και συνέχεια της τζαντιώτικης μάντζιας και τα πειράγματα του κοινού, με τις
αναγκαίες, αθυρόστομες, συχνά, απαντήσεις των θεατρίνων. Αυτά έδιναν στην
παράσταση άλλη διάσταση και της σταθεροποιούσαν τον χαρακτηρισμό του λαϊκού
θεάτρου.
Συχνά στις «Ομιλίες» έβγαινε και δίσκος, όχι για να
καλυφθούν τα ελάχιστα έξοδα, δείγμα της οικονομίας της αληθινής τέχνης ή να
κερδίσουν οι ηθοποιοί, αλλά για να μπορέσουν να πιούν το βράδυ το κρασάκι τους
στην ταβέρνα και να μην είναι εντελώς άφραγκοι. Πολλές φορές, επίσης, τον λαϊκό
θίασο τον καλούσαν για παράσταση στα διάφορα αρχοντικά, με το απαραίτητο, βέβαια,
ρεγάλο.
Την καθολική διάσταση που είχαν πάρει οι «Ομιλίες»
στο νησί την επιβεβαιώνει και το γεγονός πως νωρίς πέρασαν και αυτές στην
σημαντική εβραϊκή κοινότητα της Ζακύνθου, η οποία τις προσάρμοσε στα δικά της
δεδομένα. Έτσι οι παραστάσεις τους δίνονταν στην χαρούμενη περίοδο του Πουρίμ
και με αυτές διασκέδαζαν Εβραίοι, αλλά και χριστιανοί, που τις παρακολουθούσαν.
Πολύτιμη γι’ αυτήν την πτυχή και έκφραση του λαϊκού
θεάτρου της Ζακύνθου είναι η μαρτυρία του Αβραάμ Μ. Μόρδου, η οποία
δημοσιεύεται στο βιβλίο του Σαμουήλ Ερμ. Μόρδου «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου, χρονικό πέντε αιώνων». Εκεί διαβάζουμε τα
εξής χαρακτηριστικά: «Το Πουρίμ ήταν
γιορτή χαράς και ευθυμίας με ανταλλαγές γλυκών μεταξύ των πλέον κοντινών μας
συγγενών και φίλων, με υπαίθριες ομιλίες, που διοργάνωνε η εβραϊκή παροικία με
σκοπό την διασκέδαση των μελών της Κοινότητας, καθώς και όλου του κόσμου».
Απ’ αυτήν την μαρτυρία, εκτός από την αρμονική
συνύπαρξη των Χριστιανών και των Εβραίων της Ζακύνθου, η οποία βρίσκει το
αποκορύφωμά της στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, με την διάσωση των
δεύτερων, φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, πρέπει να σταθούμε και σε
μια άλλη σημαντική φράση, η οποία επιβεβαιώνει τα όσα στην αρχή ισχυριστήκαμε.
Οι «Ομιλίες» είχαν σκοπό την διασκέδαση, όπως σημειώνει κάποιος που τις έζησε,
γι’ αυτό και στο χαρούμενο και εύθυμο Πουρίμ, όπως ακριβώς στο Καρναβάλι των
χριστιανών.
Οι «Ομιλίες» της Ζακύνθου τείνουν κάποτε να
ατονήσουν και ίσως να ξεχαστούν, αλλά τους δίνει πνοή η Διεθνής Συνάντηση
μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου, η οποία, μεταξύ των άλλων, διέσωσε και έδωσε
την αξία που έπρεπε στην πανάρχαια αυτή συνήθεια των προγόνων μας.
Με τον καιρό, όμως, και κυρίως την πολυσυζητημένη
εποχή της Μεταπολίτευσης, όταν τα πάντα θα έπρεπε ν’ αλλάξουν, μετά από την
καταπίεση μιας ολόκληρης επταετίας και συχνά δίχως λόγο και αιτία το λαϊκό
θέατρο της Ζακύνθου άρχισε να αλλάζει μορφή και να χάνει την αυθεντικότητα της
πρωταρχικής του έκφρασης. Λίγο η τηλεόραση, λίγο ο δίχως σκέψη μιμητισμός, λίγο
οι νεότερες ιστορικές συνθήκες, αφαίρεσαν τις μάσκες, δίνοντας συχνά μορφή
τραβεστί στους θεατρίνους. Έβαλαν γυναίκες στην ερμηνεία, στερώντας τα
δημιουργικά παραλειπόμενα και προπάντων φόρτωσαν σκηνή και σκηνικό με ό,τι η
λαϊκή δημιουργία τόσα χρόνια απέφευγε και απεχθανόταν. Έτσι, είδαμε στον Άγιο
Μάρκο «Ομιλία» με κυριολεκτικά πάνω στο πάρκο «την Άρτα και τα Γιάννενα», με
επαγγελματικούς φωτισμούς, με συμμετοχή γυναικών στους ανάλογους ρόλους,
μικρόφωνα και συχνά δίχως τον απαραίτητο δεκαπεντασύλλαβο.
Ίσως ήταν η αναγκαία έκφραση των καιρών και η κακή
επιρροή των σίριαλς. Το φυσικό φως του ήλιου το αντικατέστησαν τότε οι
προβολείς, τα ηχεία της χειροποίητης μωρέττας, τα μικρόφωνα και το λαϊκό πήρε
την μορφή του μικροαστικού και του νεοπλουτίστικου. Παρότι, δε, γράφτηκαν
σημαντικά νέα έργα, που με το ταλέντο και τη γνώση των δημιουργών τους,
πλούτισαν το ρεπερτόριο, η έκφρασή τους άρχισε να παίρνει άλλη μορφή και το
αποτέλεσμα κινδύνευε να γίνει νόθο, σε σχέση με την πρωταρχική γνησιότητα.
Αντί για τον Κρίνο, την Ανθία, τον Αλέξη, την
Χρυσαυγή, την Δάφνη, τον Μυρτίλο, τον Φίσκο, τον Φέξη, τον Ξάνθιπππο και τον
Μπελέτη, πολιτικά πρόσωπα εμφανίζονταν στην σκηνή, αριστοτεχνικά
διακωμωδούμενα, αλλά έχοντα θέση σε επιθεώρηση μάλλον, παρά σε «Ομιλία». Το
ίδιο συνέβη και με τα τουριστικά επακόλουθα, την κριτική των τεκταινόμενων,
αλλά και την παρουσίαση της νεοπλουτίστικης πραγματικότητας.
Άλλοι ισχυρίστηκαν πως όλα αυτά ήταν απαραίτητα και
πως μπόλιαζαν με νέο αίμα τις «Ομιλίες» και άλλοι τα πολέμησαν και τα
ειρωνεύτηκαν, θέλοντας να παραμείνει το πανάρχαιο αυτό είδος της λαϊκής
έκφρασης στις αρχικές του εκφράσεις.
Το ποιοι έχουν δίκιο θα το αποδείξει ο χρόνος και η
ιστορία. Ίσως, όμως, η αλήθεια βρίσκεται στην χρυσή τομή και εκεί υπάρχει η
λύση. Μπορεί η ανανέωση του θεατρικού αυτού είδους και η προσαρμογή του στο
σήμερα να είναι απαραίτητη, αν, βέβαια αποδειχθεί η συνέχεια και το συμπαγές
της εξελικτικής αλυσίδας, αλλά αυτό πρέπει να γίνει απαραίτητα με σύνεση και
σπουδή και προπάντων βασισμένο στην επιστημονική και ουσιαστική γνώση του χθες.
Το έτσι κάνω, γιατί έτσι νομίζω, της επιπόλαιας έκφρασης, που μας μαστίζει,
είναι και επίφοβο και καταστροφικό. Ισοπεδώνει και ούτε δημιουργεί, ούτε
προχωρεί.
Η ουσιαστική, όμως, γνώση της ιστορίας, δεν είναι
διόλου εύκολη υπόθεση και απαιτεί κόπο, μέθοδο και προπάντων πολύμορφη παιδεία.
Μα για να γίνουν όλα αυτά απαιτείται η πλήρης γνωριμία με το αντικείμενο.
Πρέπει πρώτα να διαπιστώσουμε τι ακριβώς είναι οι «Ομιλίες» και μετά να δούμε
αν χρειάζεται να τις συνεχίσουμε και να τις προσαρμόσουμε στους καιρούς μας.
Στην προσπάθεια αυτής της γνώσης κινούμενη και
θέλοντας να προτείνει την επαναφορά του θέματος στην ουσιαστική του βάση,
απαλλαγμένο από όλα αυτά που του φόρτωσε επίφοβα η επιπολαιότητα της εποχής
μας, η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», η οποία τα τελευταία χρόνια και
συγκεκριμένα από το 2005 έχει επαναφέρει στην καθημερινότητά μας τους
περίφημους ιππικούς αγώνες της Ζακύνθου, ερευνώντας συγχρόνως και επιστημονικά
την ιστορία τους, αλλά και την εποχή που τους δημιούργησε, στο πλαίσιο των
τετραήμερων εκδηλώσεών της, που με διεθνή συμμετοχή έγιναν το περασμένο
τετραήμερο του Αγίου Πνεύματος, παρουσίασε μια «Ομιλία», όπως αυτή νόμιζε πως
πρέπει να διδάσκεται.
Επιλέχτηκε η «Ομιλία» «Η Χρυσαυγή» για πολλούς και ποικίλους λόγους. Πρώτον, για την
κλασσική της μορφή. Δεύτερον, γιατί είναι η μόνη της οποίας έχουμε πολλές
παραλλαγές, γεγονός που δείχνει το αυτοσχέδιο του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου,
αλλά και την σωστή προσαρμογή του στις νεότερες συνθήκες. Τέλος επειδή, μαζί με
τον «Κρίνο και την Ανθία», είναι οι μόνες που παίχτηκαν και ξαναπαίχτηκαν και
είναι οι πιο αγαπημένες ηθοποιών και κοινού.
Στην παράσταση χρησιμοποιήθηκαν μωρέττες,
ενδυμασίες όπως μας τις κληροδότησε η παράδοση και με σεβασμό τηρήθηκε ο
απαραίτητος, τραγουδιστός δεκαπεντασύλλαβος. Φυσικά και δεν χρησιμοποιήθηκαν
πάρκο, μικρόφωνα και σκηνικά. Ο θίασος ξεκίνησε από την ιστορική εκκλησία της
Φανερωμένης (της ακμής της εικαστικής επτανησιακής τέχνης), όπου παίχτηκε η
πρώτη σκηνή. Μέσω των οδών Δοξαράδων και Κάλβου, κινήθηκε προς τον με σχετική
πλούσια παράδοση Άγιο Παύλο, όπου στο πλάτωμά του μιλήθηκε η δεύτερη σκηνή και
διαβαίνοντας την Πλατεία Ρούγα, έφτασε στον χώρο μπρος από το καμπαναρίο της
Ανάληψης τού επαναστάτη Μαρτελάου, όπου παραστήθηκε η τρίτη σκηνή. Το φινάλε
δόθηκε στην τριγωνική πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου οι πλάκες της μπορούμε να
πούμε άφοβα πως γνώρισαν και γνωρίζουν όλη την ιστορία και την εξέλιξη των
«Ομιλιών». Εκεί έγινε η σκηνή του δικαστηρίου και η δικαίωση των ερωτευμένων.
Για την πραγματοποίηση αυτού του τολμήματος, το
οποίο, όπως όλοι σχεδόν διαπίστωσαν, στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία, σημαντικό
ρόλο έπαιξε ο εκπαιδευτικός και γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της
Εταιρείας «Giostra di Zante», Νίκος Αρβανιτάκης, ιδρυτής
και ψυχή της «Υακίθης», που σε λίγο θα απολαύσουμε, ο οποίος, εκτός από το όλο
στήσιμο, ήταν και ο δημιουργός των μασκών. Πολύτιμοι συνεργάτες αποδείχθηκαν
και τα παιδιά του θεατρικού τμήματος του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγκερυκού «Ο
Μαρτελάος», τα οποία σήκωσαν, βασισμένα στην πείρα τους και την παράδοση του
χωριού τους, το βάρος της παράστασης, δεχόμενα πρόθυμα την πρόταση και
προσπαθώντας να έχει όσο γίνεται πιο καλό αποτέλεσμα και να μην βεβηλώσουν την
ιστορία.
Βλέποντας από απόσταση πια το επιχείρημα και
κρίνοντάς το, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε πολλά. Εμείς, όμως, θα σταθούμε
στα σημαντικότερα συμπεράσματα και τα πιο ουσιαστικά και μ’ αυτά θ’
ασχοληθούμε.
Πρώτον: Για τις «Ομιλίες» τα πιο
κατάλληλα σκηνικά είναι τα μνημεία μας και οι φυσικοί χώροι της πόλης μας και
του νησιού μας. Τι καλύτερο από το να παίζεται «Η Χρυσαυγή» ή οποιοδήποτε άλλο
έργο μπρος από την πρόσοψη -θα ’ταν προτιμότερο να την λέγαμε φατσάδα- της
Φανερωμένης, στην παραμένουσα λαϊκή γειτονιά του Αγίου Παύλου, στον Φόρο ή και
στο νεότερο καμπαναρίο της Ανάληψης, που σέβεται την ιστορία και τον πολιτισμό
μας. Είναι το φυσικό τους φόντο και το τοπίο που τα δημιούργησε. Όλα τα άλλα θα
ήταν ανθρώπινες, γι’ αυτό και ατελείς απομιμήσεις.
Δεύτερον: Τα μικρόφωνα είναι περιττά σε
μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχει η σωστή ακουστική των φυσικών χώρων και προ
πάντων παραμένει η κίνηση, απαραίτητη στο θέατρο, την οποία αυτά κατά κανόνα στερούν.
Η παρουσία τους εμένα προσωπικά μου θυμίζει ανάλογες περιπτώσεις, όχι και τόσο
ταλαντούχων τραγουδιστών ή ψαλτών, οι οποίοι τα θεωρούν απαραίτητα, για να
κρυφτούν οι ατέλειές τους.
Τρίτον: Η παράσταση των «Ομιλιών» στον
φυσικό τους χώρο, σε δρόμους δηλαδή και πλατείες, με το φως του ήλιου και όχι
σε σκοτεινές και ψυχοπλακωτικές αίθουσες, δίνει το προνόμιο, που ήδη αναφέραμε,
της συνύπαρξης θεατρίνων και θεατών. Μια από τις πιο συγκινητικές και αληθινές
στιγμές της παράστασης της «Χρυσαυγής» ήταν αναμφίβολα εκείνη, που καθώς ο
θίασος πήγαινε από την μια περιοχή στην άλλη, έβγαιναν στις εισόδους των
μαγαζιών και τα μπαλκόνια των σπιτιών οι κάτοικοι και φώναζαν «τον μπίρονα» ή
άλλα, αυτοσχέδια πειράγματα. Έτσι δόθηκε η πραγματική μορφή της «Ομιλίας» και
φάνηκε διάφανα η ταυτότητά της.
Τέταρτον: Η ερμηνεία μόνο από άνδρες των
λαϊκών αυτών παραστάσεων, εκτός από τις ανατροπές του φύλου και των
κατεστημένων, δίνει περισσότερη κωμική διάσταση και υπηρετεί πιο σωστά τον
σκοπό της «Ομιλίας». Η ύπαρξη γυναικών οδηγεί αλλού και από την σύγκριση
σίγουρα χάνει ο ερασιτεχνισμός.
Πέμπτον: Η μάσκα σε αυτές τις
περιπτώσεις είναι απαραίτητη. Παρέχει φαντασία στον θεατή και ασφάλεια στον
ερμηνευτή. Έχει τελετουργικότητα και λειτουργικότητα και παραπέμπει σε πρωταρχικές
αλήθειες. Είναι το όργανο του μίμου και η αλήθεια του θεάτρου.
Έκτο και τελευταίο: Το
θεατρικό κείμενο και ιδιαίτερα αυτό του λαϊκού θεάτρου, δεν χρειάζεται
βωμολοχίες, ούτε πολιτικά υπονοούμενα, όπως τελευταία συχνά συμβαίνει, για να
περάσει στο κοινό. Αυτά είναι τα εργαλεία και τα βοηθήματα των μετριοτήτων. Ο
κόσμος γελά συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά σύντομα ξεχνάει. Ο απλός
λόγος είναι η μεγαλοσύνη της υπόθεσης και η σωστή σάτιρα η αιτία της
κλασικότητάς του. Επίσης τα μεγάλα πράγματα λέγονται με λίγες κουβέντες. Έτσι
οι δίωρες και βάλε παραστάσεις των «Ομιλιών» εκτός από το ότι κουράζουν,
ξεφεύγουν συχνά από την ουσία και φλυαρούν. Είναι καλύτερα να λέμε γιατί
τελείωσε κάτι, παρά γιατί ακόμα δεν τελείωσε.
Σημασία έχει, πάντως, σήμερα πως οι «Ομιλίες»
εξακολουθούν να υπάρχουν και ν’ αποτελούν σημαντική έκφραση των κατοίκων του
νησιού. Παίζονται στην περίοδο του Καρναβαλιού, στα πανηγύρια και με διάφορες
άλλες, εορταστικές ευκαιρίες. Εξακολουθούν, μάλιστα, να παραμένουν πάντα η
αιτία «δια ξεφάντωσιν των φίλων».
Ας τις δούμε με σοβαρότερη ματιά. Ας τις
ξανακοιτάξουμε με γνώση και υπευθυνότητα. Είναι ένα κομμάτι σημαντικό του
πολιτισμού μας και μια ακρογωνιαία μορφή της ταυτότητάς μας. Η δική τους,
αληθινή ταυτότητα, μπορεί να γίνει το στήριγμά μας για το μέλλον. Αρκεί να τις
απαλλάξουμε από τα φκιασίδια και να τις δούμε στην γνήσια μορφή τους.
Γιατί η τέχνη είναι όπως και η ομορφιά. Είναι
γνήσια ωραία, μόνο όταν αρέσει και άβαφη, χωρίς ξένες επεμβάσεις. Διαφορετικά
είναι εφήμερο ψέμα.