στον Περικλή τον Σταύρακα
Εψές στο αντάμωμα βαρέθηκα τη βουβαμάρα. Κάτι προσπάθησε ο πατέρας μου, μάταια όμως. Κανείς δεν είχε διάθεση για επικοινωνία. Καθόμασταν όλοι σε ένα τεράστιο μοναστηριακό τραπέζι με πλήθος εδεσμάτων απλωμένα επάνω του. Ήταν εκεί θείες και θείοι και αρκετοί φίλοι των δικών μου. Ακόμη και ο ποιητής. Κάτι προσπάθησα να του πω για τα λογοτεχνικά δρώμενα, μα με αντιμετώπισε λες και του τάραξα την ησυχία. Κοίταξα το τραπέζι. Πλούτος. Μα κανείς δεν έτρωγε. Προβληματίστηκα.
«Θα περιμένουνε τα όργανα», σκέφτηκα. Μα πέρναγε η ώρα και κανείς δεν έπαιζε παρά μόνο τα στρατιωτάκια ακούνητα και αμίλητα. Ακόμη και ο ήλιος λες και ήταν χάρτινος. Φορούσαμε όμως όλοι τα καλά μας. Κάτι γιορτάζαμε. Μα δεν έβρισκα το λόγο. Ο πατέρας μου με ρώτησε για τη μάνα.
- Έχει πάει στον Περικλή, του είπα και συνέχισα την προσπάθεια με τον ποιητή.
-Δεν είμαι εγώ αλλά ο αδελφός του, μου απάντησε.
«Απόλυτη ομοιότητα», διέκρινα και γύρισα τη ματιά μου απέναντι. Από αντίκρυ φάνηκε κόσμος συγκεντρωμένος στην είσοδο της πολυκατοικίας στο λόφο. Να σου και η μάνα μου, με τη μαγκούρα ν’ αγωνίζεται να σταθεί. Σηκώθηκα, κοίταξα γύρω μου και, ανάμεσα στους αγέλαστους, πήρα την έγκριση του πατέρα μου.
- Πάω να πάρω τη μάνα και θα ξανάρθω, τού είπα κι έφυγα από τη μάζωξη. Έφυγα με ήλιο και πιο κάτω συννέφιασε. Ο Χάρης με περίμενε.
- Θα με περάσεις απέναντι; τον ρώτησα. Έριξε τα κουπιά και άρχισε να τραβάει τη θάλασσα. Δίπλα στον κόλπο ήταν το μονοπάτι. Ανέβηκα και άρχισα να ζεσταίνομαι. Τι τόπος και αυτός. Από τη μια λιακάδα και να κρυώνεις και από την άλλη νοτιάς και συννεφιά και να καίγεσαι. Λίγο πιο πάνω σταμάτησα. Τον είδα να έρχεται. Φορούσε τα γαμπριάτικά του και ήταν έτοιμος για την συνάντηση.
- Ρε Περικλή, τι κάνεις εδώ κάτω; Άφησες τον κόσμο μόνο του; φώναξα. Απάντηση δεν πήρα. Με κοίταξε απλά και περνώντας από την εκκλησούλα των Αγίων Ασωμάτων έριξε ένα νόμισμα πάνω στην αναποδογυρισμένη από την εγκατάλειψη τράπεζα. Κατόπι κατηφόρισε το μονοπάτι και μπήκε στη βάρκα του Χάρη. Τους αγνάντευα που ξεμάκραιναν. Ο βαρκάρης δεν θα γύριζε πια. Άλλωστε δεν είχα κέρματα και η διαδρομή απαιτούσε αντίτιμο.
Βγήκα στο δρόμο. Όλα γίνηκαν ευκολότερα. Μα πέτρες παντού. «Άκρο Ταίναρο» έγραφε η ταμπέλα και, αφήνοντας τις πύλες πίσω μου, άκουσα ένα μελίσσι που ζωηρά δειπνούσε στους ασφοδέλους.