Καθόταν μόνη κι
έβλεπε τηλεόραση, όταν ξαφνικά έσβησε. Ταυτόχρονα ακούστηκε σύριγμα, σαν κάτι
που πέρασε ξύνοντας την ταράτσα, κάτι που χάθηκε αμέσως κι όλη η χαμηλή συνοικία
έμεινε σε απόλυτο σκοτάδι.
Η Λένη στο
διώροφο. Γεροντοκόρη εδώ και χρόνια, μ’ έναν αρραβωνιαστικό άφαντο, βυθισμένον
μαζί με τα καράβια, γύρευε σε ποιους ορίζοντες… Η Λένη περίμενε με την
βεβαιότητα τού κακομαθημένου ανθρώπου του 21ου αιώνα, που άλλοι
φροντίζουν γι’ αυτόν, άλλοι ανοίγουν τους διακόπτες, φτάνει εκείνη… βέβαια… να
πλήρωνε ταχτικά τους φόρους και τους λογαριασμούς. Περίμενε. Αν ήταν η διακοπή
στο τοπικό δίκτυο του νησιού, θα τέλειωνε σε πέντε, το πολύ δέκα, λεπτά.
Τίποτα. Απεργία
δεν είχαν ανακοινώσει… Μισόκλεισε τα μάτια να ξεθαμπωθεί από την TV και τ’ άνοιξε πάλι. Ο κόσμος είχε κολλήσει πάνω της.
Είχε χάσει απότομα όλο το βάθος. Ποτέ δεν υπήρξαν μεσάνυχτα τόσο σκοτεινά. Κ’ η
νύχτα ποτέ δεν είχε μπει τόσο βαθιά στο φωτεινό της σπίτι. Τώρα το γέμιζε με
όλη της τη μαύρη μεγαλοπρέπεια. Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουνε νύχτες πια!
Σηκώθηκε ψηλαφητά.
Κάπου υπήρχε απολειφάδι κεριού Ανάστασης και στο συρτάρι της κουζίνας είχε
βάλει, πέρσι, σπίρτα. Πασπάτεψε. Βρήκε και το κερί, το στήριξε σ’ ένα ποτήρι…
Θαυμάσια! Χρυσό φως γαλήνιο και κάπως σαν να σε φύλαγε, φώτισε το γνωστό τραπέζι.
Μπορούσε να περιμένει. Ίσως και να ξάπλωνε κομμάτι.
«Όχι», σκέφτηκε,
«δεν θα κοιμηθώ απ’ τις εννιάμιση. Αμάν πια…» Κι όμως, υπήρχε νύστα γύρω και
κάτι επιτακτικό τής έλεγε για ύπνο και ότι «κουκουλώσου Λένη – Λενάκι, στο
κρεβάτι έχει πάντα ασφάλεια».
Αντιστάθηκε και
βγήκε στη βεράντα. Η συνοικία χαμένη. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα που να θυμίζει
δρόμους – σπίτια – γειτόνους. Το ίδιο το νησί είχε βουλιάξει στο ανεξέλεγκτο
της θάλασσας. Πάνω, κατάστικτος κι ακόμα πιο πολύ, ολόφωτος ο ουρανός και μια
ανεξήγητη μοναξιά γύρω, μαζί με γαλήνη, ότι έτσι έπρεπε κι εκείνη τώρα δα είχε
βρει την ισορροπία του εαυτού της.
- Δε βαριέμαι πια, είπε δυνατά. Δεν ψάχνω τι να κάνω; Νύχτα του Θεού είναι κι εγώ υπάρχω.
Κουνούπια
ζουζούνισαν. Μπήκε μέσα κι άνοιξε τις κουρτίνες. Ήρθε φεγγάρι λειψό, πορτοκαλί
κι ανάσκελο. Φεγγάρι της βαθιάς νύχτας, ποτισμένο υγρασία, μαζί κι ένα φως
μύθου ατέλειωτου. Έτσι κάπως, έτσι κάπως… Δεν μπορούσε να θυμηθεί.
Κάθισε στον
καναπέ, μπροστά στην μπαλκονόπορτα της βεράντας και προσπαθούσε πιεστικά να
φθάσει κάπου με τη μνήμη. Δυσκολευόταν. Φεύγαν τα πρόσωπα πηδώντας και
προεξοφλώντας κάτι που είχε γίνει και δεν υπήρχε πια.
Ο άντρας της σε
τέτοιον φωτισμό άφωτο την κράταγε απ’ τους ώμους. Πώς ήταν το πρόσωπό του; Δεν
είχε μείνει εικόνα καμιά. Και τη μάνα, γιατί να την βλέπει μόνον γριά, όπως
αβοήθητη τραγουδούσε πρίμο-σεκόντο με τη θεία (πάει κι αυτή…), καθώς αρμένιζε
σχεδόν φλόγινο το τοτινό φεγγάρι, μια σπιθαμή απ΄ τον ορίζοντα, τρομαχτικό στην
απόλυτα βουβή του όψη;
- Μα τέτοια, τέτοια σιωπή…, είπε.
Δεν είχε τριζόνια,
γκιώνηδες, δεν πέρναγαν μηχανάκια, παιδιά να κλαιν, μαρσαρίσματα, έστω θρόισμα
στα καλάμια. Μονάχα αυτό το βουβό φεγγάρι, που ανέβαινε ανύπαρχτο ανήφορο μπρος
στα παράθυρά της, σκορπώντας στη θάλασσα ουρά χρυσή, συνοδεία παραπλάνησης,
όπως όλα δα στον κόσμο τούτο.
Πέρασε σ’ άλλη
διάσταση πιο μαύρη, ανόνειρη, σαν να κόλλησε πάνω της καταπακτή κι
εξαφανίστηκε. Αυτή, η Λένη των 45 χρόνων, το Λενιώ των 20, το Λενάκι των 10.
Τα πήρε όλα μαζί
της, τυλιγμένα γύρω της σαν τα ρούχα που φόραγε. Κι ο χρόνος στάθηκε. Το
φεγγάρι είχε γλιστρήσει κ’ είχε πια χαθεί.
Ζάκυνθος 2010
[Εικαστικό σχόλιο στο διήγημα: Stomer Matthias (c. 1600 – after 1652) / Old Woman with a Candle]