Φτωχός και πένης ο Θοδωρής μετέρχεται τον μπογιατζή για τα βασικά του ζην. Θεωρεί τον εαυτό του, εξηγώντας τ’ όνομά του Θεού δώρο, αλλά, εάν ήταν Ισραηλίτης -έτσι του είπε ιερεύς τις- θα λεγόταν εβραϊστί Ιωάννης.
Στις ανάπαυλες των ελαιοχρωματισμών μιας ολόκληρης ζωής, ένα ποτήρι παγωμένο νερό ζήταγε μόνον, που το ‘πινε μ’ έκδηλη ηδονή: Έκλεινε τα μάτια και το ρουφούσε ώς την τελευταία σταγόνα, εξηγώντας:
-Αισθάνομαι πως κάνω βαθύ ταξίδι στην έρημο, διψάω πολύ και ξάφνου βρίσκομαι σε όαση και δροσίζομαι!...
Ο Θοδωρής ζει τώρα σε παράγκα. Επιβιώνει με το τίποτα και προσπαθεί να μην τον παίρνει ο ύπνος ποτέ.
-Όλα τ’ ακούω, λέει. Αν κοιμηθώ πραγματικά, υπάρχει φόβος να μην ξυπνήσω…
Τι κι αν είναι παραμονή των Χριστουγέννων… Τίποτα δεν αλλάζει στη ζωή του. Έξω από την παράγκα, με τους τρύπιους τσίγκους και τις νάιλον προεκτάσεις, μια πολυφθαρμένη τέντα προφυλάσσει από την πύρα του ήλιου, το κρύο, τη βροχή και το νοτιά, που περονιάζει τα κόκαλα. Καθισμένος ολοένα σε μια πλαστική κουτσή πολυθρόνα, που την υποστηρίζει ένας όρθιος τσιμεντόλιθος, κάνει το σύνηθες τσιγάρο του κι όλα τα περιστέρια του Θεού από παντού κάνουν επιδρομή στον ερημίτη. Εκείνος κρατάει ένα μικρό καδρόνι απ’ τις διπλανές οικοδομές κι όταν βλέπει το σμήνος των περιστεριών να εφορμά, αντεπιτίθεται βρίζοντάς τα με ό,τι ανθυγιεινότερο του ‘ρχεται πρώτο στο νου.