ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
«Ούτε σε αναρχία ούτε σε σκλαβιά να μη δεχθείς να ζήσεις»
[Ευμενίδες. Χορός 525] ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Με το ανέβασμα της τρίπρακτης Όπερας «Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» των Μπρεχτ- Βάιλ, στην Αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη [13, 15, 17 Μαρτίου] ξεκίνησε μία λαμπερή συνεργασία του διάσημου Theatro Real της Μαδρίτης με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Η Καταλανική ομάδα του θεάτρου, La Fura dels Baus αναζήτησε νέους τρόπους έκφρασης μέσα από τη μουσική, το χορό, τα σκηνικά εφέ. Γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην έναρξη τελετής των Ολυμπιακών αγώνων της Βαρκελώνης. Συνεργάστηκε με τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεν Γκάρντεν, το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ. Η Όπερα των Μπρεχτ-Βάϊλ, «Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», παρουσιάστηκε το Σεπτέμβριο του 2010, σε σκηνοθεσία της Καταλανικής ομάδας υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Ζεράρ Μορτιέ.
Ο Γερμανός δραματουργός, ποιητής και σκηνοθέτης, πατέρας του επικού θεάτρου, Μπέρτολντ Μπρεχτ, γεννήθηκε το 1896 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε στο Ανατολικό Βερολίνο το 1956. Σπούδασε Ιατρική στο Μόναχο και στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο υπηρέτησε ως νοσοκόμος. Με την άνοδο του Ναζισμού αυτοεξορίστηκε σε διάφορες χώρες και κατέληξε στην Αμερική όπου κυνηγήθηκε από τον Μακαρθισμό. Τη δεύτερη σύζυγό του Χελένε Βάιγγελ παντρεύτηκε το 1930 και μαζί της ίδρυσε το περίφημο «Μπερλίνερ Ανσάμπλ» μετά το τέλος του πολέμου, όταν επέστρεψαν στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1949.
Ο Γερμανοεβραίος συνθέτης Κουρτ Βάιλ γεννήθηκε στο Ντεσάου το 1900 και πέθανε στη Νέα Υόρκη το 1950. Έχει συνδέσει το όνομά του με την όπερα και κυρίως με το έργο του Μπρεχτ, όπως «Η όπερα της πεντάρας», «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα», «Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» κ.α.
Η έντονη αμφισβήτηση των θεατρικών τάσεων του 19ου αιώνα, από το επικό έργο του Μπρεχτ, ανέδειξε τον κοινωνικό ρόλο της Όπερας και δημιούργησε για τον 20ό αιώνα ένα έργο αυτόνομο που όχι μόνο δεν ακολούθησε την παραδοσιακή μορφή της Κλασικής Όπερας, αλλά την «ειρωνεύτηκε», αναμειγνύοντας ήχους της τζαζ και την ίδια ειρωνεία επεφύλαξε για την εύπορη ευημερούσα τάξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης η οποία, θεοποιώντας το χρήμα, δε θα αργούσε να παραδοθεί στις αγκάλες του ναζισμού. Στην όπερα μια συμμορία γκάνγκστερς κυνηγημένη από την αστυνομία καταφέρνει να ξεφύγει και να ιδρύσει μια πόλη, την πόλη της ευχαρίστησης όπου όλα επιτρέπονται. Μέσα από αυτό το δραματικό στοιχείο ο Μπρεχτ δείχνει την τραγική αλήθεια της κοινωνίας και ασκεί κριτική στο σοσιαλιστικό σύστημα. Δεν προσπαθεί να βρει λύση αλλά να προκαλέσει, να αναδείξει την ψευδαίσθηση μέσα στην οποία οι άνθρωποι ζουν. Μεγάλος οραματιστής της δεκαετίας του 30, ο Μπρεχτ, προείδε τον πόλεμο και την άνοδο του Ναζισμού και αγωνίστηκε για την αποτροπή του. Μόνο που τα μηνύματά του οι «Άρχοντες» τα προσπερνούσαν και οι νέοι «Εστεμμένοι» χειρότεροι από τους πρώτους εγκαθίδρυσαν την ανομία στη «Νέα Βαβυλώνα». Η Όπερα ολοκληρώθηκε μέσα σε δύο χρόνια και ανέβηκε για πρώτη φορά στις 9 Μαρτίου του 1930 στο Νέο Θέατρο της Λειψίας αφού η προγραμματισμένη πρεμιέρα στο Βερολίνο είχε ακυρωθεί λόγω του «ωμού και χυδαίου» χαρακτήρα του έργου. Η παράσταση στη Λειψία έγινε με περικοπές καθ’ υπόδειξη της Διεύθυνσης και αποτέλεσε ένα τρομερό πολιτικό σκάνδαλο για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης. «Και το γιουχάρισμα τη βραδιά της πρεμιέρας ήταν σε μεγάλο βαθμό οργανωμένο», θα πει ο βιογράφος του Κουρτ Βάιλ, Γιούργκεν Σεμπέρα. Η παράσταση του Βερολίνου τελικά έγινε το Δεκέμβρη του 1931 υπό την διεύθυνση του Αλεξάντερ φον Τσεμλίνσκι. Την Τζένη Χιλ ερμήνευσε η σύζυγος του Κουρτ Βάιλ, Λότε Λένια η οποία συνέδεσε το όνομά της με όλες τις επιτυχίες των δύο δημιουργών.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση στα Γερμανικά με Ελληνικούς υπέρτιτλους, στην ποιητική μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου, στις 13-3-2012. Η συγκλονιστική σκηνοθεσία ήταν των Άλεξ Ογέ και Κάρλους Παντρίσα. Τα σκηνικά του Αλφόνς Φλόρες και τα κοστούμια του Γιουκ Καστέλ. Την πολυεθνική ομάδα των τραγουδιστών αποτελούσαν η Αμερικανίδα υψίφωνος Τζέιν Χένσελ, ιδανική Λεοκάντια, η Πολωνή σοπράνο Ελζπιέτα Ζμίτκα, μοναδική Τζέννη Χιλλ, οι εξαιρετικοί τενόροι, ο Αμερικανός Ντόναλντ Κάας, ως Φάττυ ο πληρεξούσιος, ο Ολλανδός Χουμπ Κλάσενς, ως Μωυσής Τριάδας και αρκετοί Έλληνες καλλιτέχνες ανάμεσά τους οι τενόροι μας Χάρης Ανδριανός που μας χάρισε μια υψηλού επιπέδου ερμηνεία ως Μπίλ ο κουμπαράς, το ίδιο και ο Τάσος Αποστόλου, ως Τζο. Σε πρωταγωνιστικό ρόλο η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της ΕΡΤ υπό την διεύθυνση του αρχιμουσικού Νίκου Τσούχλου ο οποίος έσπασε στην κυριολεξία το γνωστό κλασικό ύφος και έδωσε με την ορχήστρα του κάτι εξαιρετικά νέο, φρέσκο και ενδιαφέρον. Την άρτια προετοιμασία της δύσκολης αυτής Όπερας είχαν ο Δημήτρης Γιάκας και η Μάτα Κατσούλη.
Η μεγάλη έκπληξη ήταν οι Σκηνοθέτες, οι οποίοι έπιασαν το σφυγμό της εποχής. Εμπνεόμενοι από την ισχυρά ΕΥΡΩΠΗ, που μετατρέπει τους ανίσχυρους, όπως την ΕΛΛΑΔΑ, λαούς σε χωματερή ΑΝΘΡΩΠΩΝ, κάλυψαν τη σκηνή με τεράστιο όγκο σκουπιδιών απ’ όπου ξεπηδούσαν όντα παραμορφωμένα μα τόσο οικεία! Μέσα από τούτη τη χωματερή γεννιέται η πόλις του Μαχαγκόννυ με προστάτες τους εγκληματίες, τους καταχραστές και τους προδότες. Κι όμως οι απλοί πολίτες καταλαβαίνουν ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο «Βασίλειο» του Μαχαγκόννυ που κρύβεται επιδέξια. Μια «πόλη» κατ’ όνομα, χωρίς καμιά δομή με το λαό «ελεύθερο» να κάνει ό,τι θέλει. Τυχοδιώκτες, πόρνες, μαστροποί, δολοφόνοι, αυτοί είναι οι «άγγελοι» του Μαχαγκόννυ. Ακολουθώντας τη «σκληρή», σύλληψη των Μπρεχτ και Βάιλ, η ομάδα των Καταλανών, έστησε ένα «σκληρό ανέβασμα» και κατάφερε, αναβιώνοντας την πτώση του πολιτισμού στη σύγχρονη «Βαβυλώνα», να ερεθίσει τη σκέψη του θεατή, να τον προβληματίσει και να δώσει εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς από τις πάνδημες διαδηλώσεις! Αλλά και οι Καλλιτέχνες με την ευρηματική, ανατρεπτική ερμηνείες τους, ξεσκέπασαν τον σοσιαλιστικό καπιταλισμό, ανέδειξαν τη σάπια δομή του, τη διαφθορά, την απληστία, τη δίψα για εξουσία, την εγκληματικότητα, τη μεθοδευμένη φτώχεια, την εξαθλίωση των λαών. Διαχρονικό το θέμα, αγγίζει το τώρα και συγκλονίζει διπλά. Ζώντας και πικρό- ζώντας τη σημερινή παρακμή, την άκρα ταπείνωση του ανθρώπου στο σύγχρονο Μαχαγκόννυ, το νιώθουμε, τίποτα δεν άλλαξε ύστερα από τόσο αίμα, τόσο πόνο, τόσες θυσίες. Ο βασανιστής είναι πάντα ίδιος και ο βασανιζόμενος το ίδιο ανίσχυρος και ανήμπορος.
Ισχυρότερο ράπισμα για τους «Άρχοντες» της πόλης από την παράσταση, «Άνοδος και πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών δε θα μπορούσαμε να φανταστούμε!