Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Μία ποιητική συλλογή που αντλεί
την «ιδέα» της (η λέξη και με την πλατωνική έννοια) από άλλους ποιητές και
μάλιστα αγαπημένους, εκλαμβάνεται
ως ιερό κείμενο. Είναι ο Οδυσσέας
Ελύτης που μας άγιασε τον Διονύσιο Σολωμό και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και
είναι ο Κοσμόπουλος που, ακολουθώντας τα σήματα, επανέλαβε το παράδειγμα με τον
Παπαδιαμάντη στο Κρυπτόλεξο και τώρα
επανέρχεται με τη συλλογή Κατόπιν Εορτής. Στον σάκο του έχει ποιητές που ο θάνατός τους τον συγκίνησε και που
σχεδόν όλων η μετάσταση έγινε την ίδια εποχή: Φεβρουάριος, Απρίλιος, Πάσχα,
χωρίς, βέβαια, αυτό να ισχύει πάντα, αλλά επειδή, εν μέρει ισχύει, μοιάζει σαν
να αποτελεί τον κανόνα, οπότε η εποχή παραπέμπει και στα πάθη.
Όλα τα ποιήματα είναι συνθεμένα ως
«μνήμη», ως ευλαβικά αφιερώματα στους ποιητές που έφυγαν από τη ζωή σε ώρα
εαρινή. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως η Άνοιξη
δεν είναι απλώς η εποχή των λουλουδιών αλλά και των Παθών. Όταν ο Ελύτης γράφει: «ΤΗΝ
ΑΝΟΙΞΗ δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς,
ή, έστω,/ σ’ έναν Μποτιτσέλι όσο σε μια
μικρή Βαϊφόρο κόκκινη», (Ο μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον» IV»), στην Άνοιξη -πάθη αναφέρεται και στην άνοιξη -Πάσχα που για να φτάσει
στην Ανάσταση πρέπει να περάσει από το Μαρτύριο.
Ο Κοσμόπουλος «σημαίνει» το
σήμαντρο για να τιμήσει τον ονοματιζόμενο σε
κάθε ποίημα, επιλέγοντας λέξεις και φράσεις ηχηρές, από του καθενός το
ιδίωμα. Μας τους παρουσιάζει με το δικό του στίχο αλλά με τα δικά τους λόγια.
Φιλτράρει το λόγο του μέσα από τον δικό
τους και σε κάθε ποίημα, σαν σε διαφάνεια, βλέπουμε και τους δύο μαζί. Το δικό
του ποίημα είναι το ύφασμα που πάνω του θα κεντήσει τα λόγια τους, αλλιώς, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι το ποίημά του είναι ένα παλίμψηστο ή είναι ένας
ζωγραφικός πίνακας που ξεθώριασε και μας δείχνει τις από κάτω παλαιότερες,
ζωγραφιές, τα παλαιότερα λόγια. Και έτσι να νέα είναι παλαιά και τα παλαιά νέα.
Δώδεκα είναι οι μνημονευόμενοι
ποιητές (όσοι και οι Απόστολοι) και είκοσι τα ποιήματα, περισσότερα του ενός
για μερικούς. Σονέτα, κυρίως, που άλλοτε τηρούν τον ορθόδοξο κανόνα του είδους
και άλλοτε παρεκκλίνουν.
Πρώτος τη τάξει απόστολος της
Ποίησης ο Διονύσιος Σολωμός, που μετοίκησε στην Κέρκυρα το 1828 και έζησε εκεί
μέχρι το θάνατό του, στις 9 Φεβρουαρίου του 1857, σχεδόν τριάντα χρόνια. Ο
Κοσμόπουλος συνθέτει δύο σονέτα. Το πρώτο έχει τίτλο «Ο Διονύσιος Σολωμός στην
Κέρκυρα, Φεβρουάριος 1856» με μότο «In modo misto genuine» (με
τρόπο μικτό αλλά νόμιμο). Σ’ αυτό ο
Σολωμός, ακριβώς έναν χρόνο πριν από το θάνατό του, μιλάει με διάμεσο τον
Κοσμόπουλο, με λέξεις ιταλικές και ελληνικές. Αυτός είναι ο μικτός τρόπος, αλλά
νόμιμος; Πάντως, στα Επτάνησα ισχύει
ακόμα τουλάχιστον, αυτός ο τρόπος. Κι επειδή ο Κύριος είναι κοντά, «Μαράν Αθά»,
ο ποιητής αισθάνεται την ψυχή του σαν την «πεταλούδα» των Ελεύθερων Πολιορκημένων του να πετά πάνω από της λίμνης τα νερά.
Εκείνο που δυο φορές επαναλαμβάνεται στο ποίημα είναι η μετατροπή του μαύρου σε
χαρά και ουρανό, όπως φαίνεται στους στίχους:
«τα σωθικά μου τα μαβιά όντας θα λύσω / θα στάξει μαύρη ολόχρυση χαρά» και στην
τελευταία στροφή «Πίσω από την άβυσσο,
στην κρυφή μου άκρη/ νύχτες που γεννούσα ασβέστη/ βάφοντας την πίσσα κι ουρανός επέστη». Είναι το θαύμα που αναβαθμίζει τα «σωθικά»
και την «πίσσα» ή αλλιώς βοηθάει το αντίγραφο να πλησιάσει την ιδέα του.
Στο δεύτερο σονέτο με τον ίδιο
τίτλο αλλά χρονολογημένο ένα χρόνο μετά, 1857, έτος θανάτου του ποιητή, και με
μότο «con rime obbligate» (με ομοιοκαταληξίες προσυμφωνημένες), ο Σολωμός προβαίνει σε απαρίθμηση
των πικρών της ζωής – λύπες, ρίγη, πίκρα -
αλλά με τη χαρά της πληροφορίας πως «αντίκρα
… έγινε κράτος το Έθνος». «Μήγαρις»
θα είχε κάτι άλλο στο νου του ο ποιητής «πάρεξ Ελευθερία και γλώσσα»; Σίγουρα
όχι. Έτσι, ικανοποιημένος από τα
γεγονότα κάνει την προσευχή του, ξεπλένει «σπλάχνα του Βαγιώνε με κρασί», αφήνει πίσω ό,τι τον πίκρανε και τον
απομόνωσε και βρίσκει την ίση αναταπόδοση: «Στον
ουρανό δρεπάνισα χλωρή χαρά./Άνθη αυγερινά του μαρτυρίου οι βόγγοι». Όλα τα
πικρά του βίου μεταλλάσσονται σε ουράνια ανταμοιβή. Είναι η θρησκευτική διάθεση
του ενός ποιητή που, συνταυτισμένη με την ίδια διάθεση του άλλου που και
οι δύο μαζί οδηγούν σε μια δικαίωση, σε
μιαν ανάσταση.
Στη συνέχεια εμφανίζεται «Ο Κώστας
Κρυστάλλης Παραμονή Χριστουγέννων 2013 εν Αθήναις». Ο λόγος του ανθρώπινος και
πικρός, με «καλλικέλαδα πουλιά» που «καίγονται» «στο σπήλαιο πάντα του
στήθους». Η φωτιά του πυρετού τον καίει από μέσα και το κρύο τον παγώνει απέξω.
Ο ποιητής, αφημένος στη φθορά του, βλέπει καθαρά το μέλλον γενέσθαι, και το
δικό του και του έθνους. Διπλή φορά, διπλή φθορά. Την ώρα που ο Χριστός
γεννιέται εκείνος ετοιμάζεται να μπει «στον τάφο». 1894, Αθηνάς κι Ευριπίδου γωνία
θα διαστραυρωθεί με τη μοίρα του. Έτσι
«Το Χριστός Ανέστη του Κώστα Κρυστάλλη Τελευταίο Πάσχα 2014» θα έρθει με
τον Απρίλη, με το άρωμα του βασιλικού και της Πασχαλιάς, που στο όμορφο σονέτο
ανεβαίνει το δρόμο σαν Χριστός την Μεγάλη Εβδομάδα. Τι νόημα έχουν όμως το 2013
και 2014 στους τίτλους;
Το επόμενο ποίημα αφορά το
«Δελτίον Σώματος Γεωργίου Βιζυηνού 15η Απριλίου 1892
Δρομοκαΐτειον Θεραπευτήριον», όπου μπήκε
για να μην βγει ποτέ. Εκεί μέσα πάλεψε με τους δαίμονες του μυαλού του και την
χαμένη για πάντα αγάπη του προς την όμορφη Μπετίνα. Εκεί βρίσκει τον μόνο κοινό
τους δρόμο, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσε να βρεθεί η κοινή οδός, sic itur ad astra. Πέθανε το 1896, στις 15 Απριλίου, ενώ καταφθάνει εκεί, δύο μέρες
μετά, ο «Μιχαήλ Μητσάκης εις το Δρομοκαΐτειον Θεραπευτήριον Χειμώνας 1896», για να πεθάνει πέντε
μήνες μετά, τον ίδιο χρόνο. Ο Κοσμόπουλος του συνθέτει σονέτο με ουρά, ήτοι
δεκαεξάστιχο ποίημα, συμβάλλοντας ή φωτίζοντας τα «ζοφερά» που «πνίγουν τα μυαλά» του ποιητή. Ένας ακόμα στο
ίδιο θεραπευτήριο (ευφημισμός λοιπόν το «θεραπευτήριο», αφού όποιος μπήκε ούτε θεραπεύτηκε ούτε
ζωντανός βγήκε) είναι ο Ρώμος Φιλύρας, ο
οποίος γεννήθηκε το 1888, αρρώστησε από σύφιλη και έζησε από το 1927 έως το
1942 στο θεραπευτήριο, όπου και τρελάθηκε. Στον τίτλο «Ο νόθος
δεκαπεντασύλλαβος ονόματι Ρώμος Φιλύρας Δρομοκαεΐτιον θεραπευτήριον, 1934», η
χρονολογία, «1934», πέρα από το Συνέδριο των Σοβιετικών Συγγραφέων που καταδίκασε τους
υπερρεαλιστές, στων οποίων τις τάξεις είχε προσχωρήσει και ο Φιλύρας, και ένα
ποίημα που έγραψε αφιερωμένο στον Ιωσήφ
Στάλιν, παραμένει σκοτεινή. Ο στίχος του
Κοσμόπουλου, «δρολάπι μέσα μου ανεμοχάλαζο έχω γίνει», αποδίδει το
συγκλονιστικό μαρτύριο του σώματος και του νου.
Πάντως στα 1934 συνελήφθη ο
ποιητής Ιωσήφ Μάντελσταμ και οδηγήθηκε στην εξορία, στο Βορόνεζ, όπου και
πέθανε το 1938. Ο τίτλος του ποιήματος, «Ο Ιωσήφ Μάντελσταμ στο Βορόνεζ
Απρίλιος 1937», μοιάζει με περίληψη του βιογραφικού. Το ποίημα είναι μετάφραση «εκ του Ρωσικού» και
αποτελείται από τέσσερα δίστιχα που περιγράφουν τη δυστυχία του ποιητή.
Ακολουθούν τέσσερα ποιήματα για
τον Νίκο Εγγονόπουλο, με τον γενικό τίτλο «Οκτώβριος 1985 ο Βελισάριος Αναμεσίς
στους Άγρια Λυσσαγμένους». Τα ποιήματα είναι «Προσοφθάλμιο», «Rio dei Greci», «D’ ailleurs je suis poète», «Χαρτίον». Εδώ ο Κοσμόπουλος συνθέτει
Εγγονόπουλο, με εγγονοπουλικά
υλικά και μορφή. Ο Εγγονόπουλος, που άντεξε τους λυσσαγμένους
Φιλιππουπολίτες και απόλαυσε από του «Έρε την κορφή» τη θέα, πέθανε τον Οκτώβριο του 1985. Τώρα από εκεί ψηλά «βγάζει
κλαργιά απ’ τη θάλασσα, ψαρεύει βουνά», «τρώει μπαρούτι», «πίνει φλόγα» στον
γυάλινο κήπο που του έστησε ο ποιητής.
Ακολουθεί το «Εαρινό Μέλισμα του Δ.Π. Παπαδίτσα Απρίλιος 1987» ήτοι
χρονιά θανάτου. Το «Τρίπτυχο Ανεπίδοτο και Αναστάσιμο για τον Χρήστο Μπράβο»
που και αυτός «Απρίλιο 1987» έφυγε από τη ζωή.
«Ο Νίκος Καρούζος στο Νοσοκομείο Υγεία Βράδυ της 15ης
Οκτωβρίου 1990», επέζησε των πολιτικών διωγμών για να υποκύψει στις αρρώστιες.
Ο «Γιάννης Ρίτσος, Ελκόμενος βράδυ της 11ης Νοεμβρίου 1990»
κατέληξε, σαν Χριστός στο Σταυρό Του, σαν την εμβληματική εικόνα της
Μονεμβασιάς του και τις περιπέτειές της, μετά από πολλές περιπέτειες και ο
ίδιος, που του επεφύλαξαν τα πολιτικά και η υγεία του. Τελευταίος ο «Ηλίας
Λάγιος Πρωτοχρονιά του 1895 εν Αθήναις» που έφυγε πρόωρα, επίσης, και
εθελουσίως στις 5 Οκτωβρίου του 2005. Το 1895 όμως;
Τι συμβαίνει λοιπόν εδώ. Τι
προσπαθεί να κάνει ο Δημήτρης Κοσμόπουλος. Είναι πιστεύω εμφανές. Προσκλητήριο
πεθαμένων ποιητών που αγάπησε, εικονοστάσι και αγιοποίησή τους, αφού ο τίτλος όπως είναι γραμμένος μοιάζει με επιτάφια στήλη, με όνομα και, συχνά, χρόνο
θανάτου. Η συλλογή, επομένως, είναι ευλαβικό αφιέρωμα στους ποιητές μας που, με
τον ένα ή άλλο τρόπο, έφυγαν: πικραμένοι και αδικημένοι από τη ζωή, όπως ο
Σολωμός ή από τις απάνθρωπες συνθήκες εργασίας, ο Κρυστάλλης ή από ψυχικές
ασθένειες ο Βιζυηνός, ο Μητσάκης, ο Φιλύρας. Άλλοι πάλι μαρτύρησαν από καθεστώτα και αρρώστιες, ο Ιωσήφ Μάντελσταμ
και Γιάννης Ρίτσος, ή σκέτες αρρώστιες,
ο Καρούζος, άλλοι από «τους άγρια
λυσσαγμένους» συνανθρώπους, ο Εγγονόπουλος, άλλος πολύ πρόωρα, ο Μπράβος και ο
Λάγιος γιατί έτσι ο ίδιος θέλησε. Μια σκυταλοδρομία θανάτου, με τον ένα ποιητή
να περνά τη σκυτάλη στον άλλο μέσα σε εκατόν πενήντα χρόνια, τόσοι πολλοί και,
φυσικά, δεν είναι οι μόνοι, δεμένοι όλοι στο κομποσκοίνι, κάθε κόμπος και μια
μνήμη, κι ένα ποίημα. Κάθε ποίημα κι ένας ποιητής που «σκίζει του ζόφου το πανί», όπως λέει ο
Σεφέρης, και ελευθερώνεται στην αιωνιότητα. Ελευθερώνεται αλλά ο ποιητής που
ακολουθεί τα ίχνη και δεν ξεχνά τους «κοιμηθέντας» τους ανεβάζει ψηλά με
ποίημα, άρτιο, γεμάτο από την ποιητική ουσία τους, σεμνό στη μορφή του, μελισμένο στο λόγο του,
επιμελημένο στη γλώσσα του και στην τεχνική του. Και είναι η επιλογή του
σονέτου η δέουσα λόγω της αυστηρής μορφή
αλλά και του σοβαρού περιεχομένου. Σονέτο που ηχεί και υπενθυμίζει.
Παρόμοιες απόπειρες τέτοιων
πρωτότυπων μορφών αφιερώματος, ο καθένας με τον δικό του ή παραπλήσιο τρόπο,
έχουν κάνει πολλοί: ο Οδυσσέας Ελύτης και σε ποιήματα και στα Ανοιχτά χαρτιά, στο δραματικό «Χρονικό
μιας δεκαετίας». Ο Ανδρέας Εμπειρίκος
στο ποίημα-ποταμός «Οι Μπεάτοι ή της μη Συμμορφώσεως οι Άγιοι».
Περισσότερο συγγενής φαίνεται η συλλογή του Νάσου Βαγενά Στη νήσο των μακάρων, ενώ στο ίδιο κλίμα, αν και σε δοκίμιο
δοσμένη, είναι η δουλειά του Γιάννη Κουβαρά, Της μη Συμμορφώσεως οι Άγιοι. Τέλος η Γιώτα Αργυροπούλου με τη συλλογή της Ποιητών και Αγίων Πάντων συμμερίζεται
τις ίδιες διαθέσεις.
Ο Κοσμόπουλος με την ιδιότυπη αυτή
συλλογή του και την ξεχωριστή ματιά του, με σεμνότητα και αγάπη για τον
κάθε ποιητή και το έργο του, με ένα
αίσθημα που δείχνει πως καθαγιάζει τον μεταστάντα, με γλώσσα και ύφος που
αναδεικνύουν την ελληνική Γλώσσα, αναπτερώνει με τα σονέτα του το στίχο του,
σονέτα κατά κανόνα, δημιουργώντας τη
δική του ποίηση πάνω στην ποίηση του
άλλου, με τον δικό του «τρόπο μικτό αλλά νόμιμο». Όσο για τον τίτλο της
συλλογής, βέβαια, είναι προφανές. Όλα γίνονται Κατόπιν Εορτής, που είναι «μέγα αγαθό και πρώτο».
Πρόβλημα για τον αναγνώστη
παραμένουν όμως οι χρονολογίες που δεν «ταιριάζουν» στα γεγονότα. Εκείνος,
πάντως, ξέρει.