«Αἱ
γενεαί πᾶσαι μακαρίζομέν σε τήν μόνην
Θεοτόκον...»
Ἀλήθεια,
τί ἄλλο θά μπορούσαμε νά ποῦμε, νὰ
καταθέσουμε στή Χάρη Σου, Παναγία μας,
ἀφοῦ τὸ ξέρουμε πιά, ὅτι Ἐσὺ μοναχὰ
μᾶς συμπονᾶς καί μᾶς σκέφτεσαι. Μᾶς
συλλογᾶσαι ὡς Μάνα κι ὡς Παν- ἁγία.
Γιατὶ μέσα στὸ δικό μας, τὸ ἀνθρώπινο
τὸ γένος ἔχει βλαστήσει καί εἶσαι
μεγαλωμένη, ἔχοντας ὅλους τούς καημούς
καί τά βάσανα τῶν ἁπλῶν, φτωχῶν κι
ἀσήμαντων συν-ανθρώπων Σου στήν ποδιά
Σου -προίκα, λὲς πολύτιμη-, ποὺ θὰ Τήν
παραδώσεις ἀκέραιη στά Χέρια τοῦ Κυρίου
Σου: Ἐκείνου δηλαδή, πού Σέ ἀξίωσε «ἐν
κοιλίᾳ θεοπρεπῶς» νὰ Τὸν δεχτεῖς.
Ἐκείνου ποὺ μᾶς ἀξίωσε «θείας
κοινωνοὶ φύσεως» (πρβλ. Β΄ Πέτρ. 1, 4)
νὰ καταστοῦμε: Ποιοί, ἐμεῖς οἱ ἀχρεῖοι
καὶ συνάμα ἄφρονες. Οἱ εὐεργετηθέντες
ἀχὰριστοι, ποὺ ἀναμασᾶμε καθημερινὰ
τὴν ἀγνωμοσύνη μας ἐπιμένοντας πάντα
στὸ θέλημά μας καὶ στὴν ἐκζήτηση
εὐκαιριῶν γιὰ αὐτοπροβολή, αὐτοδικαίωση,
αὐτονομία.
Κι
ὅμως Ἐσὺ δὲν τὰ ὑπολογίζεις ὅλ᾿
αὐτά. Γιατὶ εἶσαι Μάνα. Καὶ μιὰ Μάνα
τὸ παιδί της τὸ ἀγκαλιάζει καὶ προσπαθεῖ
νὰ τὸ συνεφέρει, ὅσα σφάλματα καὶ νὰ
κάμει. Γιατὶ μπορεῖ νὰ μὴ μᾶς γέννησες,
μᾶς ἀναγέννησες ὅμως κι αὐτὸ εἶναι
ὕψιστο εὐργέτημα, ποὺ ὀφείλουμε νὰ
μὴν τὸ ξεχνᾶμε, γιατὶ τότε δὲν θὰ
εἴμαστε μοναχα ἀχαριστοι, ἀλλὰ κάτι
πολὺ περισσότερο: θὰ μεταποιηθοῦμε
ἀπὸ ἄνθρωποι σὲ κτήνη. Μὲ βάναυση
συμπεριφορά, ἠθικὴ πώρωση καὶ ἁγριότητα
ποὺ ὑπερβαίνει καὶ τοὺς νόμους τῆς
ζούγκλας. Ἐσὺ ὅμως μᾶς θέλεις μὲ τὴ
σφραγίδα τῆς ἁγιότητας, ὡς Παν-Αγία
ποὺ εἶσαι. Γιὰ νὰ ἀνατρέψουμε τὰ
σχέδια τοῦ μισοκάλου, ὅπως Ἐσὺ κάποτε
μὲ τὴν ἐνάρετο βιοτὴ θεοπειθῶς
ἔπραξες, ὅταν «Τῷ ἕκτῳ μηνὶ ἀπεστάλη
Ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίσαθαί
Σε..». «Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα
σου...», εἶπες. Ὅπως, δηλαδή, οἱ παλιοὶ
λέγανε: «Τοῦ Θεοῦ νὰ γένει..» Κι ἔγινε
τοῦ Θεοῦ τὸ θέλημα: νά ξανανοίξει ὁ
Παράδεισος ποὺ γιὰ τὸν Ἄνθρωπο ἔφτιαξε,
κι Ἐσὺ τὰ κλειδιά του τὰ κρατᾶς καὶ
μᾶς τὰ φιλεύεις νὰ εἰσοδεύσουμε...
Καλή μας Παναγία, γλυκυτάτη Μάνα!!!
Πῶς,
λοιπόν, νὰ μὴ Σοῦ ποῦμε μὲ λαχτάρα,
συγκίνηση καὶ παιδικὴ εἰλικρίνεια τὰ
παρακάτω, ποὺ ἀσφαλῶς συνοψίζουν ἕνα
πράγμα: ὅτι εἶσαι μιὰ μεγαλη τρυφερὴ
ἀγκαλιὰ ποὺ μέσα της ἀπαγκιάζουμε.
«Πρὸς
τίνα καταφύγω ἄλλην Ἁγνὴ; ποῦ προσδράμω
λοιπὸν καὶ σωθήσομαι; ποῦ πορευθῶ;
ποίαν δὲ ἐφεύρω καταφυγήν; ποίαν
θερμὴν ἀντίληψιν; ποῖον ἐν ταῖς
θλίψεσι βοηθόν; Εἰς σὲ μόνην ἐλπίζω,
εἰς σὲ μόνην καυχῶμαι, καὶ ἐπὶ σὲ
θαρρῶν κατέφυγον».
Μιὰ
ἀγκαλιὰ ποὺ τὴ νοιώθουμε καὶ τώρα,
καθὼς ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν θεία Σου
Κηδεία. Ἐπειδὴ εἴμαστε σίγουροι πῶς,
«ἐν τῆ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ
κατάλιπες, Θεοτόκε..» Κι ἔτσι εἶναι.
Δεκαπενταύγουστος
2016
π.
κ. ν. κ