© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Νίκου Γράψα, ΣΥΓΝΩΜΗ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να σκέφτεται, το ίδιο πράγμα αναρωτιέμαι.
Τι φοβούνται οι άνθρωποι και μαζεύουν χρήματα και κρύβουν σκέψεις και αισθήματα;
Όπου μπεις σε κοιτάνε από πάνω ως κάτω. Ψάχνουν το βλέμμα σου να διαπιστώσουν τις διαθέσεις σου.
Πέρασε ο καιρός, ταξίδεψα ανατολικά, ταξίδεψα δυτικά, ταξίδεψα βόρεια. Κατάλαβα πως τα ερωτήματα αυτά με απασχολούν ακριβώς γιατί μεγάλωσα εδώ, στην "Έλλάδα", μια χώρα δηλαδή που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει γιατί δεν υπάρχουν Ελληνες, άνθρωποι δηλαδή που δέχονται τη δημόσια κριτική σκέψη και το διάλογο με λογική συνέπεια όπως οι Ελληνες, που φιλοσοφούν με μέθοδο ανάλυσης, σύνθεσης, αφαίρεσης και δομής όπως οι Ελληνες, που έχουν θεούς προστάτες των Τεχνών όπως οι Ελληνες, που αθλούνται και αγωνίζονται για ένα κλαράκι ελιάς -χωρίς πολυεθνικούς σπόνσορες- όπως οι Ελληνες, που δεν ακολουθούν επίσημο κρατικό θρησκευτικό δόγμα όπως οι Ελληνες, που μοιράζουν τα χωράφια της πόλης σε ίσα και ισάξια κομμάτια ένα για κάθε φυλή όπως οι Αθηναίοι.
Λένε οι ανθρωπιστικές επιστήμες, πως ικανές και αναγκαίες προϋποθέσεις για τη συγκρότηση ενός έθνους είναι η γλώσσα και η θρησκεία. Και τότε άρχισα να προσέχω τη γλώσσα που μιλούσα. Αρχισα να σκέφτομαι τα ονόματα και τα επίθετα που άκουγα και έβλεπα. Αρχισα να μεταφράζω λογικά και όχι συναισθηματικά την πραγματικότητα γύρω μου. Ούτε την ίδια θρησκεία με τους Ελληνες είχα ούτε και την ίδια γλώσσα μιλούσα ακριβώς πέραν της χρήσης κάποιων ίδιων λέξεων. Αλλο συντακτικό άλλη γραμματική, άλλο λεξιλόγιο.
Αρχισα να σκέφτομαι πως η έννοια του έθνους είναι μάλλον απατηλή, τουλάχιστον σήμερα. Ποιος καθόρισε και πότε τα σύνορα. Όλη η Ευρώπη εθνοποιήθηκε τον 19ο αιώνα. Η Ελλάδα συνέχισε και στις αρχές του 20ού, κάποιοι βαλκάνιοι ακόμα περιμένουν.
Και πιο πριν; Τεράστιες αυτοκρατορίες για δύο χιλιάδες χρόνια, απ' το 200 π.Χ. Δυτική ρωμαϊκή, ανατολική ρωμαϊκή ("Βυζάντιο"), Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, (κεντρική Ευρώπη), Γαλλική, Ρωσική, Οθωμανική. Τι έγινε, λοιπόν.
Οι λαοί μοιράστηκαν τυχαία. Μπήκαν τα σύνορα και χωρίστηκαν ακόμη και οικογένειες, όπως έμαθα αργότερα από κάποιον κάτοικο της Φλώρινας που αυτός σήμερα είναι 'Ελληνας' και τα ξαδέρφια του "σκοπιανοί", με το ίδιο επίθετο και τον ίδιο πρόγονο.
Άρχισα να γράφω, λοιπόν, λέξεις που δεν ήταν ελληνικές, κατά κατηγορία, αυτές που χαρακτηρίζουν την κουλτούρα ενός λαού για να διαπιστώσω το μέγεθος της "εθνικής" απάτης.

Φαγητά
Ιμάμ, πίτα, πίτσα σαρδέλα, ατζούγια, μπακαλιάρος, πιλάφι, ροσμπίφ, κακαβιά, σπεντζοφάϊ, σουτζούκι, λουκάνικο, ντολμάς, κεφτές, μπριζόλα, κοκορέτσι, ζαμπόν, μπον φιλέ, ογκρατέν, μπολονέζ, ναπολιτέν, παρμεζάνα, προσούτο, εκμέκ, μπακλαβά, κανταϊφ, προφιτερόλ, λουκουμά, μπουγάτσα, πραλίνα, νουγκατίνα, σοκολάτα, τιραμισού, βανίλια, μαρμελάδα, σαβουαγιάρ, σαντιγί κλπ, κλπ.
Λέξεις αραβικές, τουρκικές, γαλλικές, αγγλικές, ιταλικές, σλαβικές.

Ρούχα
Παντελόνι, πουλόβερ, καπαρντίνα, μπουφάν, καπέλο, παλτό, κασκόλ, γάντι, κομπινεζόν, σουτιέν, κυλόττα, μπλούζα, μπότες, κοστούμι, γιλέκο, γραβάτα, κάλτσα, φερμουάρ, τσέπη, μπατζάκι, κολάρο, καθώς και υφάσματα, κασμίρι, τζην, μοχέρ, βισκόζ, κοτλέ, τεριλέν, τσόχα, μερσεριζέ, οργάτζα, ατλάζι, σατέν, μπροκάρ κλπ, κλπ. λέξεις ιταλικές, ισπανικές, αγγλικές, γαλλικές, κλπ, κλπ.
ακόμη και η "εθνική" στολή έχει στοιχεία με ξενικά ονόματα. Φουστανέλα , γιλέκο, φέσι, τσαρούχι. Μάλιστα κι άλλοι λαοί έχουν την ίδια "παραδοσιακή" στολή, Αλβανοί και Γιουγκοσλάβοι.
Ήταν φυσικό. Κάθε λαός που πρώτος παράγει κάτι, το ονομάζει στη γλώσσα του. Εξαιρούνται κάποιες επιστημονικές εφευρέσεις και ανακαλύψεις που κατονομάζονται, συνήθως, στα λατινικά ή τα ελληνικά.
Συνέχισα τους καταλόγους με λέξεις που ενώ προφέρονται σε άλλες γλώσσες, πέραν της ελληνικής, σήμερα θεωρούνται ελληνικές και χαρακτηρίζουν την κουλτούρα μας.

Σπίτι
Σπίτι, βεράντα, μπαλκόνι, κουζίνα, σαλόνι, γκαράζ, πόρτα, σερβάν, καναπές, ντουλάπα, κουρτίνα, καλοριφέρ, τζάκι, σόμπα, σοφίτα, κατσαρόλα, ταψί, καζάνι, πιάτο, μπρίκι, τσουκάλι, μπιντέ, πόμολο, τζάμι, πορτατίφ, λαμπατέρ, σκάλα, ασανσέρ, σκαμπό, μοκέτα, κουβέρτα, ταβάνι, ντιβάνι, σεντόνι, μαξιλάρι, χαλί, κιλίμι, βελέτζα, σκαμνί, σέηκερ, μίξερ, φριτέζα, φλυτζάνι, σκούπα, τρούλος κλπ, κλπ.

Διασκέδαση- περιποίηση
Κέφι, γλέντι, σινεμά, ταβέρνα, βίντεο, μοντάζ, οπερατέρ, κάρτα, μανικιούρ, άφτερ- σέηβ, κολόνια, κραγιόν, μανό, φράτζα, μπούκλα, σεσουάρ, μπουντουάρ κλπ.

Μουσικά όργανα
Πιάνο, τσέλο, βιολί, σαντούρι, ντράμς, νταούλι, ζουρνάς, κλαρίνο, φλάουτο, τρομπέτα, κόρνο, σαξόφωνο, μαέστρος, μπαγκέτα, ούτι, λαούτο, μπουζούκι, μαντολίνο κλπ.

Ποτά
Μπύρα, ουίσκι, βότκα, λικέρ, κοκτέηλ, κονιάκ, ούζο, βερμούτ, τζιν, καφές, τσάϊ, κόκα κόλα κλπ, κλπ.

Ζώα
Σκύλος, κότα, τσακάλι, μουλάρι, γάϊδαρος, κατσίκα, γουρούνι, τσίχλα, μπεκάτσα, κόκορας, τσαλαπετεινός κλπ.

Λουλούδια-φυτά
Γαρδένια, γαρίφαλο, αζαλέα, κατιφές, γιούκα, γιασεμί, τσουκνίδα, μποκαμβίλια, παπαρούνα, μπιγόνια, ιβίσκος, γλαδιόλα, ορτανσία, νερατζιά, μουσμουλιά, κερασιά, ντομάτα, καλαμπόκι, δαμάσκηνο, γκορτσά, πεπόνι, μπανάνα, μπουρνέλα κλπ, κλπ.

Η καθημερινότητά μου φαίνεται πως δεν είναι καθόλου ελληνική.
Σκεφτόμουν μήπως η νέα "Ελλάδα" είναι μια επινόηση εκ των "έξω" και "πάνω", όπως λέει η επιστήμη, μόνο και μόνο για τη δημιουργία μιας πλαστής εθνικής ταυτότητας. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις του 19ου αι., το γνωρίζουμε όλοι πόσο φρόντισαν για το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς το συμφέρον τους, φυσικά. Στα Βαλκάνια υπάρχουν σήμερα- ο Τίτο καθυστέρησε το σχέδιο για λίγο με την ενιαία Γιουγκοσλαβία- δέκα χώρες, προς το παρόν, πρώην τμήματα της Οθωμανίας, σε έκταση ίση μόνο με της Γαλλίας όλες μαζί.
Συνεχίζω τη γλωσσική μου περιήγηση.

Χρώματα
Μπλε, τυρκουάζ, μοβ, λιλά, ραφ, βεραμάν, ροζ, γκρενά κλπ.

Αγορά
Χασάπης, μανάβης, μπακάλης, μπουλνόζα, γκρέϊτερ, τρακτέρ, κομπρεσέρ, καμπάνα, μανιβέλα, βολάν, σοφέρ, καπό, πορτμπαγκάζ, ντεμπραγιάζ, παρμπρίζ, αμορτισέρ, βάρκα, τρένο, πούλμαν, ρουλεμάν, ρόδα, κούρσα, τσιμπίδι, σακβουαγιάζ, σπρέι, πέτρα, στόκος, μπογιά, βίδα, πρόκα, πένσα, τανάλια, πριόνι, κασμάς, τσαπί, μπρούτζος, αλουμίνιο, βενζίνη, βαλβολίνη, τσιμέντο, βερνίκι, τρόμπα, πετονιά, χαρτί, κατσαβίδι, σανίδα, μαδέρι, τάβλα, σοβάς, σοβαντιπί, κοντραπλακέ, τσίγκος, λαμαρίνα, νοβοπάν, μελαμίνη, τανάλια, ψαλίδι, ρακέτα, καρμπόν, βιβλίο, καπνός, τσιγάρο, πούρο, πακέτο, μπουκάλι, μπετόνι, τενεκές, κουβάς, κολυμπήθρα, κλπ, κλπ.

Κοινωνικά
Κουμπάρος, κουνιάδος, μπατζανάκης, χαζός, βλάκας, μπούφος, μάγκας, τσογλάνι, μόρτης, τσουτσέκι, μπαμπέσης, νταντά, γκουβερνάντα, τσιράκι, μπράβος κλπ, κλπ.

Αποφάσισα να σταματήσω. Είχα καταλάβει τι σημαίνει Μεσόγειος και Βαλκάνια δύο χιλιάδες χρόνια χωρίς σύνορα, επικοινωνία και συνύπαρξη λαών. Ευτυχώς που άργησαν να βάλουν τα σύνορα οι ευρωπαίοι. Σήμερα θέλουν να τα καταργήσουν και πάλι στο πλαίσιο μιας ενωμένης Ευρώπης και να συμπεριλάβουν και την Τουρκία, μάλλον ευτυχώς και πάλι. Ιστορικές αναγκαιότητες. Που βασίζονται, όμως, οι ελληνάρες και επιμένουν περί ελληνικού έθνους, το οποίο μάλιστα αδιάσπαστα εξελίσσεται από την αρχαιότητα; (ξεπεράσατε και τον Ισαάκ Ασίμωφ "εθνικά" μου αδέρφια;)
Σκέφτηκα να ψάξω τα ονόματα. Επίθετα, μικρά και ονόματα πόλεων και χωριών. (Τα ελληνικά ονόματα είναι γνωστά, έστω σε όσους σπούδασαν αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Τα ονόματα περιοχών, ποταμών, λιμνών, νησιών και λοιπών τοπωνυμίων είναι γνωστό πως είναι προελληνικά, σε μια γλώσσα προγενέστερη της κλασικής αρχαιοελληνικής του 5ου αι). Με περίμενε μια μεγάλη έκπληξη. Χιλιάδες ονόματα και επίθετα μη ελληνικά.
Τελικά, όσο πιο ξενικό όνομα έχει κάποιος ελληνάρας, τόσο περισσότερο υπεραμύνεται της ύπαρξης αδιάσπαστου ελληνικού έθνους στο οποίο επιθυμεί να ανήκει κι αυτός, φυσικά.
Αρχισα να τους καταλαβαίνω τους ελληνάρες. Από ψυχιατρικής απόψεως. Οι περισσότεροι άνθρωποι, κυρίως στις χώρες όπου δεν ενθαρρύνεται και δεν προετοιμάζεται, από τα παιδικά χρόνια ακόμη, η ανεξαρτησία του ατόμου, νοιώθουν προστασία μόνο αν ανήκουν σε κάποια ομάδα. Η σιγουριά της μάζας. Σ' αυτό, φυσικά, έχουν συμβάλλει και τα υπανάπτυκτα τριτοκοσμικά πολιτεύματα, όπως αυτό της νέας "Ελλάδας", που ουδόλως ευνοούν τις προσωπικές ελευθερίες και δεν ενθαρρύνουν τα δικαιώματα και την αυτονομία των πολιτών.
Ελληνάρες μου, ο ομφάλιος λώρος, και το οιδιπόδειο, σας κρατάει ακόμη δεμένους με τη μαμά και το μπαμπά, τον παππού και τη γιαγιά, το "έθνος" και το κράτος, και συνεπώς τη βία. Όχι απλώς δεμένους, συγκολλημένους. Οι εθνικός πατερναλισμός δεν έχει τελειωμό. Και ο φόβος σας.
Προς τη διερεύνηση των ονομάτων, λοιπόν. Είναι γνωστό στους κατέχοντες ελληνικά πως λέξη ελληνική από διφθόγγους "μπ", "γκ", "τσ", "ντ", δεν υπάρχει. Πέραν τούτου πολλές ρίζες ονομάτων ή και ολόκληρες οι λέξεις, είναι ξενικές. Πολλά εβραϊκά ονόματα, όπως Μαρία, Αννα, τα θεωρούμε συλλήβδην ελληνικά καθώς και κάποια λατινικά Κωνσταντίνος, Στέλλα κλπ.
Λάθος ελληνάρες.

Ονόματα
Μαρία, Αννα, Ιωάννης, Συμεών, Ιωσήφ, Μωϋσής, Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ρουθ, Σαλώμη, Μάρκος, Πέτρος, Παύλος, Μαγδαληνή, Μαρίνα, Στέλλα, Ανδρέας, Κωνσταντίνος, Βλάσης κλπ, κλπ. Λουκάς, Ελισάβετ, Γιακουμής, Ιάκωβος.

Ας μη χαίρονται οι ελληνάρες για πολλούς αγίους και αυτοκράτορες του "Bυζαντίου", ότι δήθεν είναι "Ελληνες", επειδή πιστεύουν, αφελώς, ότι έχουν ελληνικά ονόματα. Αν και ούτε αυτό θα ήταν αρκετό. (ο άγιος Γεώργιος, αν και έχει ελληνικό όνομα, ήταν βαθιά σκουρόχρωμος).

Και τώρα η πιο μεγάλη έκπληξη. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων αναφέρω κομμένες τις λέξεις. Συμπληρώστε τις καταλήξεις. Και για να μη νομίσει κανείς πως ο γράφων είναι ρατσιστής, έστω και υποσυνείδητα, σας λέω πως το επίθετό του δεν είναι η μετοχή αορίστου του ρήματος γράφω, ο γράψας, αλλά πιθανότατα εξηγείται διαφορετικά.
ι. από την περιοχή Grapsi (σύνορα Ελλάδας Αλβανίας)
ιι. από το ιταλικό Gramsi (εξ ου και η παραλλαγή Γράμψας ή Γράμμισας). (Τη μεγαλύτερη έκπληξη την ένοιωσα, όταν κάποιος φίλος αρβανίτης από τη Θήβα, που η μάνα του μιλάει ακόμη αρβανίτικα τώρα που σας γράφω, ακούγοντας το παρανόμι του παππού μου, 'Φρεμεντίτης", πολύ απλά μου εξήγησε πως στα αρβανίτικα "φρεμ" σημαίνει ανάσα και "ντιτ" σημαίνει μέρα. Ρώτησα για επιβεβαίωση έναν Αλβανό και μου είπε ακριβώς το ίδιο. "φριέμ" ανάσα, "ντιτ" ημέρα. Όλο μαζί, κάτι σαν χάραμα, πρωινό ξύπνημα, αυγή.)

Ξεκινώ από ονόματα διασήμων ελληναράδων πολιτικών.

Επίθετα
γκιουλεκ, τσοχατζ, μπιστ, τσιγκ, μεϊμαρ, γκεσουλ, καραμαν, καρατζαφ, κουτσικ, τσουρ, λαλιωτ, φουρ, τζουμ, τζιβ, τζεβ, βουλγαρ, μητσοτ, σουρλ, λιαπ, παπουλ, κατριβ, ρεπ, μπαλ, μπουλ, μπολ, χατζι, τραγκ, τσαλ, κατσι, βενιζ, μπενιζ, τσικ, τσοκ, τσουκ, τσιτ, αραπογ, μπουτ, και άλλα, μπομπολ, πετραλ, αλαφ, βαρδιν, λατσ, τραϊφ, τσιφ, και τα καλλιτεχνικά, μπαρκ, κουρκουλ, μαρκουλ, τερζ, μητρ, τσακν, μαχαιρ, καζαντζ, νταλα, βεγγ, νίκα, μπαλα, καλατζ, μαριν, βεμπ, τσιβιλ, γαβαλ, βιταλ, νταντων, περπινια (το μόνο γαλλικό μεταξύ αρβανιτοσλαβορωμανοτουρκοαραβικών!), μπουλουγ,σαραγου, κουρτ, μπελ, βουρν, δεμιρ, καμπανε, βλαντ, βλαχο, βελεντζ, παρτσαλ, δερτιλ, γαρμπ, καρβε, βογλ, λασκα, δανδουλ, κιμουλ, ζορμπα, κραουν, λεκ, νεγκ, μπονατς, τουρν, σαλε, παπακαλ, ροκο, ρεμο, λαμπε, κεδρα, τσακιρ, παπα, για να μην αναφέρω και τα επιθετοποιημένα ονόματα τα οποία ορίστηκαν ως επίθετα για ανέστιους, πλανόδιους, άστεγους, τσιγγάνους ή χωρίς έγγραφα ανθρώπους που βρέθηκαν στην από ΄δω πλευρά όταν έμπαινε ο φράχτης, γεωργί, δημητρί, νικολά, αλεξί, διονυσί, αλεξάνδρ, κλπ, κλπ.

Είναι, τουλάχιστον, διασκεδαστικό, εκτός από θλιβερό, να ακούς κάποιον με επίθετο ας πούμε τουρκογιώ- ή γκιουλέ-, να προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι διαφορετικός, και μάλλον ανώτερος!, από ένα Τούρκο, Αλβανό, Βούλγαρο. Ελληνάρες μου καλοί, εθνικά μου αδέρφια, γιατί έχουμε ξενικά επίθετα και ονόματα οι περισσότεροι; Σε τι σας εξυπηρετεί η εθνότητα καλοί μου συμπολίτες; Δεν είναι μια χίμαιρα, μια ξωθιά, ένα δαιμόνιο; Θυμόσαστε τον Ρήγα από τις Φερές; Ονειρεύτηκε την ένωση των βαλκανίων. Εσείς τον πνίξατε στο Δούναβη καλοί μου εθνοελληνάρες!

Ανοίξτε ένα ελληνικό χάρτη, αν δεν ταξιδεύετε στην Ελλάδα, και διαβάστε τα ξενικά ονόματα των χωριών. Οκ, ο Φαλμεράυερ ήταν κακός επιστήμονας. Γιατί τα ελληνικά χωριά να έχουν ξενικά ονόματα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη των κατοίκων τους, όσο κι αν η πολιτεία τους άλλαξε τα επίσημα ονόματα ; ανοίξτε τη "Δομή". Θα βρείτε την άποψη των ελλήνων ιστορικών: όλες οι χώρες της Μεσογείου, πρώην τμήματα αυτοκρατορίας, είναι πολυεθνικές, πολυπολιτισμικές, θύλακες φυλετικής πανσπερμίας.Το πιο αστείο συμβαίνει με το Ζορμπά τον "Έλληνα". Έχει ξενικό όνομα και ξενικά πράττει, γλεντάει, κάνει κέφι και χορεύει χασαποσέρβικο που μετονομάστηκε σε- υβριδικό- "συρτάκι".

Πόλεις και χωριά
Πολλές περιοχές της Αττικής φέρουν τα ονόματα των αρβανιτοβλάχων τσιφλικάδων που τις έφραξαν πρώτοι ή άλλα, κυρίως αλβανικά ονόματα. Οι αλβανοί το ξέρουν. Και οι 'Ελληνες' της Αττικής το ξέρουν ότι οι πρόγονοί τους ήταν πρώην αλβανοί. Γι αυτό τους μισούν. Οι περισσότεροι νέο'έλληνες' ντρέπονται για την καταγωγή τους. Λες και υπήρχε αριστοκρατία στα βαλκάνια κι αυτοί έμειναν απέξω. Σήμερα φωνάζουν πως είναι Ελληνες γιατί είναι καλύτερα, από οικονομικής απόψεως, να είσαι Ελληνας παρά κάτι γειτονικό.

Μαζέψτε χρήματα, ελληνάρες μου, ξορκίστε το άπορο παρελθόν σας.
Γαλάτσι, Μαρούσι, Σπάτα, Σούλι, Καπαντρίτι, Πικέρμι, Χαρβάτι (Παλλήνη), Λιόπεσι, Ζούμπερι, Λιόσα(με παχύ "σ"), Μάντρα, Μαλακάσα, Ρέντη, Πλιάκα, Γκράβα, Βίλια, Κριε κούκι, Ντράφι, Μαγούλα, Χασιά, Ντερβενοχώρια, Σούρμενα, Μπουρνάζι, Χαϊδάρι (έχουμε και μικρασιάτες) κλπ, κλπ.
Σκούρτα, Ρεντίνα, Σαρδίνια, Φραγκίστα, Καπαρέλι, Λέπουρα, Δόμβραινα, Μαντούδι, Αρκίτσα, Ρεγκίνιο, Τσαγγαράδα, Βελεστίνο, Νταμούχαρη, Μούρεσι, Μαρτίνο, Ματαράγγα, Μέγδοβας, Λαμπίρη, Κιάτο, Δερβένι, Αράχοβα, Στεμνίτσα, Βούρμπιανη, Δημητσάνα, Λιμποβίτσι, Βλόγγος, Βυτίνα, Βαλτεσινίκο, Βαλτέτσι, Ζυγοβίστι, Στεμνίτσα, Λάλας, Κρέστενα, Ρουπακιά, Λούτσα, Ρόκκα, Λυγουριό, Καρατζάς, Ζίτσα, Ζερμπίτσα, Σαπιέντζα, Σχίζα.Σπιναλόνγκα, Καρδαμύλη, Λάγια, Δελβινάκι, Καλπάκι, Ψάκα, Τέροβο, Βόνιτσα, Κορυτσά, Γρίμποβο, Βίτσι, Ζάλογγο, Κούκεσι, Μπανάτο, Μανταμάδο, Μπόχαλη, Τσιλιβί, Χανιά, Χάνια, Μουζάκι, Μπελούσι, Πάργα, Πρέβεζα, Μπενίτσες, Λάκκα, Σέκλιζα, Γαβαλού, Ζαγορά, Τσαρίτσανη, Τύρναβος, Γρεβενά, Ζάκας, Σαμαρίνα, Μέτσοβο, Τσεπέλοβο, Κεράσοβο, Βουτσαράς, Σιάτιστα, Σαρακίνα, Κιλκίς, Σουφλί, Καβάσιλα, Βερτίσκο, Ζαγκλιβέρι, Καρβάλη, Καβάλα, Κομοτηνή, Σέλερο, Βιτάλι, Μπατσί, Σάριζα, Σπέτσες, κλπ, κλπ, εκατοντάδες ακόμη.
Φυσικά και έχουν ενσωματώσει στη γλώσσα τους πολλές ελληνικές λέξεις άλλοι λαοί, κυρίως ότι αφορά σε πολιτική, τέχνες, επιστήμες και άλλα λόγια στοιχεία. Κι όχι μόνο λέξεις. Πολλοί έχουν εφαρμόσει ελληνικές τεχνικές, νοοτροπίες, σκέψεις που δεν τις έχουμε εφαρμόσει ούτε εμείς οι νέο "Έλληνες".
Κατάλαβα, τελικά, πως Ελληνας αυτό ακριβώς σημαίνει. Όχι Ζορμπάς, αλλά Θεωρητική σκέψη, Τέχνη, Επιστήμη, Φιλοσοφία, Λογική, Αρχιτεκτονική, Μηχανική, Γλυπτική, Μουσική, Θέατρο, Ποίηση, Μαθηματικά, Αθλητισμός.
Λέξεις που χρησιμοποιούνται διεθνώς στην ελληνική γλώσσα γιατί Ελληνες τις πρωτοδιατύπωσαν και τέλος. Μετά οι Ελληνες χάθηκαν. Η γνώση ταξίδεψε αλλού.
Αν θέλει να καμαρώνει κανείς γιατί είναι Ελληνας, ας γνωρίσει τον ελληνικό πολιτισμό. Λέτε οι ελληνάρες που φωνάζουν να έχουν διαβάσει τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη ή τον Τίμαιο του Πλάτωνα, να έχουν διαβάσει τους ιάμβους του Αρχίλοχου, τις δημηγορίες του Θουκυδίδη, την Κοσμογονία του Ησίοδου;
Μάλλον όχι. Αν τα είχατε διαβάσει ελληνάρες μου θα είσαστε σεμνοί, ήρεμοι και σώφρονες, όπως εκείνοι. Αν και δεν είμαστε Ελληνες ας γίνουμε τουλάχιστον ελληνικοί, όπως λέει ο ποιητής Καβάφης.
Κι άλλοι λαοί ισχυρίζονται πως είναι κληρονόμοι των Ελλήνων, πνευματικοί απόγονοι. Οι ελληνάρες ισχυρίζονται πως είναι και φυσικοί απόγονοί τους. Φανταστείτε ένα τύπο, τον συνάντησα στον στρατό, τον λοχία Μουρτζούκο Βλάση (με παχύ "σ") από την Τσαρίτσανη να λέει ότι είναι απόγονος των Ελλήνων. Έλεος! Μα, εσάς ελληνάρες, σας απασχολούν οι μαθητικές παρελάσεις που λάνσαρε ο δικτάτορας Μεταξάς το 1936 κι όχι οι Τέχνες και η Φιλοσοφία. Και για να μη θεωρηθώ προγονολάτρης και ελληνολάτρης γενικά και αόριστα, εξηγούμαι και εξηγείστε και εσείς στους εαυτούς σας. Για ποιους έλληνες καμαρώνετε ακριβώς;
Για τους "πολιτισμένους" Αθηναίους στρατηγούς, που ξεπάτωσαν τους συμμάχους τους στις Κυκλάδες ως οι πρώτοι ιμπεριαλιστές, και που διέθεταν 150.000 δούλους στα μεταλλεία του Λαυρίου φερμένους ποιος ξέρει από ποιες "συμμαχικές" πόλεις;
Για τους τρομερούς περσοφάγους Σπαρτιάτες που ξεπάτωσαν τους Μεσσήνιους και τους μετέτρεψαν σε είλωτες; ,
Για τους λαμπρούς Μακεδόνες που, πατέρας και γιος, Φίλιππος και Αλέξανδρος ξεπάτωσαν τις πόλεις συμμάχους των Αθηναίων μέχρι την Κόρινθο;
Για τους Τριάκοντα Τυράννους; Για τον Λύκο και τον Άνυτο που ψευδομαρτύρησαν κατά του Σωκράτη; κλπ, κλπ.
Ή μήπως γι αυτούς που σκότωσαν τον Ανδρούτσο, αυτούς που δίκασαν τον Κολοκοτρώνη, αυτούς που έστησαν την "ελλάς ελλήνων χριστιανών", κλπ, κλπ., για να θυμηθούμε και τη νεότερη ιστορία;
Ελληνάρες μου καλοί, εθνικά μου αδέρφια, μας ξεγέλασαν. Μας εξαπάτησαν. Δεν υπάρχουν έθνη, δεν υπάρχουν φυλές, δεν υπάρχουν ράτσες. Υπάρχουν μόνον άνθρωποι. Ανθρωποι που σκέφτονται, ας το δεχτούμε, με τη λογική της ελληνικής αρχαιότητας και των επιγόνων ευρωπαίων, άνθρωποι που αισθάνονται και διαβλέπουν, όπως ινδιάνοι, ινδοί, ινδονήσιοι και αφρικανοί, και άνθρωποι που ούτε σκέφτονται ούτε αισθάνονται, όπως εσείς, καλοί μου, και οι απανταχού φανατικοί, δογματικοί και φιλοπόλεμοι τρελοί.
Διαλέξτε που θέλετε να ανήκετε και μη ζητάτε να σας ανήκουμε όσοι έχουμε αλλεργία σε έθνος, πατρίδα, θρησκεία και άλλα χημικά κατασταλτικά και καρκινογόνα χάπια.
Συγνώμη για το μάθημα.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΖΗΤΩ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ, Η ΧΑΡΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ

Υ.Γ. Αν θέλετε να κάνετε κάτι χρήσιμο για την πατρίδα σας, να πείσετε τους ηγέτες του πολιτισμού και της παιδείας για την αναγνώριση των ελληνικών παραδοσιακών οργάνων. Είμαστε η μόνη μεσογειακή χώρα που από την παραδοσιακή μουσική το επίσημο κράτος αναγνωρίζει μόνο το πτυχίο του ψάλτου!

(Τι λέτε γι' αυτό αδέρφια; Αλλο ένα τρομερό μας ρεκόρ;)
20/2/07

* Ο Νίκος Γράψας σπούδασε Ελληνικό και Ευρωπαϊκό Πολιτισμό στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Ανώτερα θεωρητικά Μουσικής στο Εθνικό Ωδείο. Είναι συνθέτης και μουσικός και διδάσκει μουσική στα Δημόσια Μουσικά Σχολεία και στο Εθνικό Ωδείο.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Διονύση Σέρρα, ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ ΤΟΥ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ

Το Μουσείο Ερμιτάζ (Αγία Πετρούπολη)

Το σπίτι-μουσείο του Λέοντα Τολστόι, στη Μόσχα

Ο τάφος του ποιητή Μαγιακόφσκι (Μόσχα)

Ο τάφος του Ντοστογιέφσκι (Αγία Πετρούπολη)

Η είσοδος στο Κρεμλίνο της Μόσχας

Γεγονότα και γραμμές

Ταξίδια μνήμης και ζωής

«Τους δύο τούτους προαιώνιους αντί- παλους και συνεργάτες – το Πνέμα και την Ύλη – λαχτάριζα τώρα να φτάσω μιαν ώρα αρχύτερα και να δω να παλεύουν μέσα στην κόκκινη κλειστή παλαίστρα του Κρεμλίνου.»
Νίκος Καζαντζάκης (Ταξιδεύοντας. Ρουσία)

ΜΙΑ ιδιαίτερη επιθυμία κάποιων φίλων ή γνωστών Ζακυνθινών για ένα ολιγοήμερο ταξίδι διακοπών στην ιστορική, πολύπαθη και μακρινή – μα όχι απρόσιτη – Ρωσία, στη χώρα των άλλοτε περιώνυμων ή διαβόητων Τσάρων και των μαχητικών μπολσεβίκων, των αυτοκρατόρων και των προλετάριων, των αριστοκρατών ή των αστών και των μουζίκων, των επιφανών ή κορυφαίων μορφών της Τέχνης, των Γραμμάτων και των Επιστημών…, ικανοποιήθηκε και πραγματώθηκε ευχάριστα εφέτος (24-31 Ιουλίου), χάρη κυρίως στην κατανόηση, την προσπάθεια και την επιμονή, τη θέληση και την αποφασιστικότητα του Νίκου Κωνσταντάκου, ξεπερνώντας μ’ επιτυχία, ως το τέλος, τις όποιες δυσκολίες ή αντιξοότητες. Έτσι, μ’ επικεφαλής τον ίδιο και με τη συμμετοχή δεκατριών (13) συμπολιτών έγινε μια εκδρομή αναψυχής και γνώσης, αναζητήσεων και διαπιστώσεων, διάρκειας οχτώ ημερών, σε μια μεγάλη χώρα, που διαδραμάτισε στη διαδρομή των αιώνων (και διαδραματίζει ακόμα, παρά τις όποιες αλλαγές), σε παγκόσμιο επίπεδο, ρόλο πολύπλευρο, σημαντικό, δυναμικό, ανατρεπτικό κ.ά., με πρόσωπα και γεγονότα καθοριστικής σημασίας, οικουμενικής απήχησης και διάστασης πολυφωνικής (πολιτικής, στρατιωτικής, κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής, καλλιτεχνικής κ.ά.).

ΜΕΣΑ σε λίγες έστω μέρες, δόθηκε η δυνατότητα σε γνώριμα άτομα με διαφορετική ψυχοσύνθεση, νοοτροπία, ιδεολογική τοποθέτηση ή με άλλες αντιλήψεις, «πιστεύω» και μ’ ενδιαφέροντα ποικίλα να περιηγηθούν, να περπατήσουν, να προσεγγίσουν, να δουν και να γνωρίσουν, λίγο – πολύ, αξιοθέατα μέρη και χώρους δημόσιους ή ιδιωτικούς, όπου σε τρεις ιστορικές πόλεις – στην πολύκοσμη Μόσχα (με το περιβόητο Κρεμλίνο και το περίφημο και περίτεχνο Μετρό της), στο από τον 9ο αιώνα γνωστό και παραδοσιακό Νόβγκορντ (με τα δικά του σωζόμενα μνημεία και τα γαλήνια τοπία του) και στην επιβλητική και απολαυστική Αγία Πετρούπολη (με το έξοχο ανάκτορο – μουσείο Ερμιτάζ, τα Θερινά Ανάκτορα, τους κήπους, τους ναούς κ.ά.π.), αλλά και στο ξεχωριστό μοναστηριακό συγκρότημα του Ζαγκόρσκ (14ος αι.), είδαν το φως της ζωής, έδασαν, δημιούργησαν ή άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους, εκφράζοντας διακριτά και πολύτροπα όχι μόνο τον προσωπικό τους «κόσμο» και την εποχή τους αλλά και την πολυσύνθετη ψυχή και το πνεύμα της πατρικής μαρτυρικής τους γης και του ηρωικού λαού της – σε συγκεκριμένες καλότυχες ή δύσκολες στιγμές και συνθήκες – μορφές εκλεκτές, χαρισματικές ή πρωτοπόρες όπως αυτές του Αλέξανδρου Νιέφσκι, του Ιβάν του Τρομερού, του Μεγάλου Πέτρου, της Μεγάλης Αικατερίνης, του Αντρέι Ρουμπλιώφ, του Πούσκιν, του Τολστόι, του Ντοστογιέφσκι, του Τσαϊκόφσκι, του Σοστάκοβιτς, του Στραβίνσκι, του Ζαχάρωφ κ.ά.π.

ΕΚΕΙ, μέσα στους ήσυχους στενούς ή στους πλατείς πολύβουους δρόμους και στις μεγάλες λεωφόρους, ανάμεσα σε μεγαλοπρεπή και θαυμαστά παλάτια, μέγαρα, μουσεία, μοναστήρια, εκκλησίες και κοιμητήρια ή σε παλιές και σε νεότερες κατοικίες και σε ποικίλου ρυθμού ή σχήματος κτιριακές κατασκευές, ανάμεσα σε κτίσματα αρχοντικά και σε λαϊκά ξύλινα φτωχόσπιτα (άλλα εγκατελλειμμένα κι από το χρόνο ερειπωμένα ή φθαρμένα και άλλα ομορφοδιατηρημένα), ανάμεσα σε κάστρα, τείχη, γέφυρες, χρυσούς ή πολύχρωμους – σαν κράνη Τατάρων – τρούλους ανάμεσα σε αχνές ή συντηρημένες αγιογραφίες και σε σώματα ή πρόσωπα της καθημερινότητας (προσκηνυτών, επισκεπτών, διαβατών…), ανάμεσα σε πολυτελή ξενοδοχεία και σε απλής διαμονής ή διασκέδασης καταλύματα, ανάμεσα σε πολύδεντρες ή κατάφυτες απέραντες κ’ επίπεδες εκτάσεις, σ’ ευφρόσυνες πρασινάδες και σ’ άφθονα σκουρόχρωμα ή καθαρά νερά, σε πάρκα δροσερά και σε ποτάμια ηρεμίας (Μόσχοβας, Νέβας…), στα χαραγμένα όρια της κάθε διαδρομής και σε ορίζοντες χωρίς εμπόδια, ανάμεσα στο άσβηστο Χθες και στο επίπονο Σήμερα, ανάμεσα στην πάμφωτη ή σκιόφωτη Μνήμη και στη σφύζουσα – όλο ανάγκες για επιβίωση – Ζωή, ανάμεσα στην Ουτοπία και την Αλήθεια, στην Ιδέα και την Πράξη, ανάμεσα σε σελίδες – λαμπερές ή ζοφερές – της ρωσικής ιστορίας και πραγματικότητας, νιώθει κανείς παρόντα ή αισθητά, νοερά ή απτά, όχι μόνο τα σοφά ή σπουδαία Πνεύματα, που δημιούργησαν την ιδιότυπη «ταυτότηα» του ισχυρού ρωσικού κράτους και πολιτισμού, αλλά και ό,τι άλλο (μελανό ή οδυνηρό) δοκίμασε σκληρά ή σημάδεψε τις αντοχές και τις «φωνές» αυτού του τόπου και των αθώων κάθε γενιάς ανθρώπων του.

ΠΑΝΤΟΥ, σχεδόν, σε κάθε χώρο και γωνιά, τ’ αντίμαχα ή αντιθετικά (μα και συνάλληλα είτε παράπλευρα) «σημάδια» τής άκρας δύναμης και της αδυναμίας, του πλούτου (ή της χλιδής) και της φτώχειας, του κορεσμού ή της πλησμονής και της στέρησης, της γνώσης και της άγνοιας, του δεσποτισμού και της αντίστασης / αντίδρασης, του Πολέμου και της Ειρήνης, της νίκης και της ήττας, της απλής έμφυτης πίστης και της άκρατης νοσηρής θρησκοληψίας ή θεοφοβίας, των συνωμοσιών ή εγκλημάτων για την εξουσία και της (αυτο)θυσίας για το ιδανικό, της γνήσιας καλλιτεχνικής «φύσης» και της περισσής ή ογκώδους ακαλαισθησίας, του μεγαλείου και της απλότητας, του ολοκληρωτισμού ή του δογματισμού και της φιλελεύθερης πνοής, του μεσαιωνισμού ή βυζαντινισμού και της προοδευτικής – εκσυγχρονιστικής τάσης, της άβουλης παθητικότητας και του εύψυχου αγώνα ή της πάλης για το δυνατό (ή το ανέφικτο), του με θετικές και αρνητικές παραμέτρους κομμουνιστικού ιδεώδους ή συστήματος και της άφευκτης στα χρόνια μας κατάρρευσής του, της κυρίαρχης ηδύχαρης για τους πολλούς – Ύλης και του κινητήριου – για λύσεις ή «θαύματα – Πνεύματος, της θύμησης και της Λήθης, του πολύμορφου ακατάλυτου Παρελθόντος και του αντιφατικού (σε μια νέα πορεία Παρόντος…

ΟΛΑ τούτα, και άλλα μαζί, να συνθέτουν πολύσημα τα αδρό «πρόσωπο» και το «κλίμα» μιας χώρας εντυπωσιακής και αξιοθαύμαστης στην ιστορική της εξέλιξη (με τα όποια υπέρ και κατά), αξιοπρόσεκτης και ικανής να οδηγήσει τον νοήμονα και ευαίσθητο ταξιδιώτη ή τον με νου και κάτι ανοιχτό επισκέπτη της σε ποικίλους αφυπνιστικούς συλλογισμούς, σε γόνιμο προβληματισμό και διάλογο δημιουργικό, σε κρίσεις, ερωτήματα και απαντήσεις ουσίας και όχι επιφάνειας ή ρηχότητας. Κι ακόμη, σ’ ένα χωρίς προκαταλήψεις, παρωπίδες ή φανατισμούς π ρ ο σ κ ύ ν η μ α θαυμασμού και σεβασμού για ό,τι καθολικά ωραίο και διαχρονικά ανθεκτικό γεννήθηκε – ή και σήμερα, με την τωρινή του μορφή, επιχειρείται – σ’ έναν ηδύπικρο τόπο, που τόσα πολλά και διαφορετικά εγνώρισε, σε κρίσιμες στιγμές της διαμόρφωσής του, από εσωτερικούς ή εξωτερικόύς κατακτητές… Σ’ έναν τόπο, που αξίζει ιδιαίτερα σήμερα, μέσα στη νέα και ασφυκτική πολιορκία του καταναλωτισμού ή του στείρου ευδαιμονισμού να μη χάσει, αλλοτριωτικά, ό,τι παρέδωσαν ακέραιο και μοναδικό οι αιώνες και ό,τι φωτεινό χάρισε στον υπόλοιπο κόσμο η υφή και η δύναμη της ρώσικης ψηχής και σκέψης.

Αυτής, που πέρ’ από εφήμερα καθεστώτα, θεωρίες, γεγονότα και πρόσωπα ακμής και παρακμής ξεπερνά κάθε φορά τα κάθε λογής «μαύρα» και άγονα ή πνιγηρά στοιχεία (και στοιχειά) και παραδίδει – από τα χρόνια ήδη του Ρουμπλιώφ και ώς τις μέρες τού σύγχρονού μας «μάρτυρα» Αντρέι Ταρκόφσκι – για τους όποιους αδέσμευτους και ανυπότακτους «ταξιδευτές» κάθε εποχής, ό,τι ά ξ ι ο μπορεί να προσληφθεί και να σαρκωθεί σαν δώρημα και μήνυμα για την αληθινή (εσώτερη) του ανθρώπου Ανάσταση ή Επανάσταση.


Κείμενο – Φωτογραφίες: Δ.Σ.

Δέσποινας Καποδίστρια, ΜΑΝΟΥΗΛ ΓΕΔΕΩΝ "Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΓΝΗΣΙΟΣ ΦΑΝΑΡΙΩΤΗΣ"

Ο Μανουήλ Γεδεών, ο «τελευταίος», κατά πολλούς, «γνήσιος Φαναριώτης»[1], υπήρξε αναμφισβήτητα ακαταπόνητος αρχειοδίφης και πολυγραφότατος συγγραφέας. Αν και ίδιος προτιμούσε να λέγεται Μεσαιωνολόγος, θεωρώντας την Τουρκοκρατία και την προεπαναστατική περίοδο ως συνέχεια του Μεσαίωνα, συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού. Στην υπερεβδομηκονταετή συγγραφική του δραστηριότητα παρουσίασε περισσότερα από εφτακόσια δημοσιεύματα, διασκορπισμένα σε δυσεύρετα σήμερα έντυπα της Κωνσταντινούπολης και των Αθηνών, των οποίων δεν υπάρχει, δυστυχώς, πλήρης βιβλιογραφική αναγραφή.

Η ζωή και το έργο του
Γεννημένος στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης (1851) από γονείς κρητικής καταγωγής, αποφοίτησε από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1869) και ασχολήθηκε με την δημοσιογραφία, αρχικά ως συνεργάτης της εφημερίδας Κωνσταντινούπολις και της τουρκόφωνης εφημερίδας Μικρά Ασία και στη συνέχεια ως εκδότης των βραχύβιων εβδομαδιαίων εφημερίδων Πρωία (1876) και Ανατολή (1877), επιδιδόμενος παράλληλα στην αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα, «εκ νεανικής κενοδοξίας», όπως έγραψε κι ο ίδιος. Κατά την περίοδο 1881-1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της Εκκλησιαστικής Αλήθειας, του επίσημου, δηλαδή, οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, διατελώντας ακόμα, αρχισυντάκτης (1882-1885 και 1888-1890) και επίτιμος διευθυντής (1902-1923) του εν λόγω περιοδικού. Στην Εκκλησιαστική Αλήθεια ο Γεδεών δημοσιεύει πλήθος ιστορικών μελετών, ανέκδοτων έως τότε χειρογράφων κωδίκων, πατριαρχικών σιγιλλίων και εκκλησιαστικών εγγράφων. Κυρίως δε μετά το 1897, οπότε και διορίζεται Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Γεδεών αναδιφεί το Πατριαρχικό αρχείο και δημοσιεύει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό.
Ένα μεγάλο, όμως, μέρος του έργου του προέρχεται και από την προφορική παράδοση, που ο Γεδεών πρόφτασε ζωντανή και αγωνίστηκε να τη σώσει, την ίδια στιγμή που οι σύγχρονοί του την παρέβλεπαν, μην έχοντας την επίγνωση ότι η προφορική παράδοση συμπληρώνει τη γραπτή. Στις μελέτες του πολλές φορές ασχολείται με τη γραμματολογία, τη βιογραφία, την μουσική, την πολιτική και θρησκευτική ιστορία, τη βιβλιογραφία, την επιγραφική, τη λαογραφία και την εικονογραφία. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ο κύριος σκοπός του ήταν να καταγράψει και να σώσει κάθε τι το ελληνικό, προσφέροντάς το, μέσω των πολύπλευρων πραγματειών του στις επόμενες γενιές.
Πάντοτε όμως το κέντρο της ερευνητικής του περιοχής παραμένει η πατριαρχική ιστορία του ελληνισμού κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, την «περίοδο των κάτω χρόνων», όπως συνήθιζε να λέει. Παράλληλα, το γεωγραφικό κέντρο της ερευνητικής του δραστηριότητας παραμένει η Κωνσταντινούπολη και η περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη, έχοντας όμως επεκτείνει την αρχειοδιφική του έρευνα και σε περιοχές όπως το Άγιον Όρος και η Πάτμος.

Θητεία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εγκατάσταση στην Αθήνα
Ωστόσο, ο Μανουήλ Γεδεών δεν αρκείται μόνο στην αναδιφική και ιστορική έρευνα κι έτσι κατά την μακρόχρονη θητεία του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο που συμπίπτει με δύσκολες περιόδους της Ελληνικής Ιστορίας και στιγμές έντονης όξυνσης των ελληνο-οθωμανικών σχέσεων, αναμιγνύεται σε όλα τα ζητήματα που συντάραξαν είτε το ίδιο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, είτε γενικότερα την ελληνική ομογένεια της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπως για παράδειγμα, οι ρωσικές βλέψεις επί του Αγίου Όρους, το Βουλγαρικό Σχίσμα, το ζήτημα των θρησκευτικών προνομίων των μειονοτήτων που ζούσαν στα οθωμανικά εδάφη, και τέλος, η στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως προς την Ελληνική κυβέρνηση και την Εκκλησία της Ελλάδος κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού (1916-1922).
Κατά τη διαμονή του στην Αθήνα, δηλαδή από το 1921 έως και το θάνατό του το 1943, ο Γεδεών ίδρυσε (1926) και διηύθυνε τον Σύλλογο των Μεσαιωνικών Γραμμάτων, καθώς και την περιοδική έκδοση του συλλόγου, Μεσαιωνικά Γράμματα (Α΄ 1933, Β΄ 1935). Επιπροσθέτως, εκτός του οφικίου του Μεγάλου Χαρτοφύλακα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, είχε δεχθεί ακόμα τα οφίκια του Χρονογράφου του ιδίου Πατριαρχείου (1901) και του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (1920)˙ ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας και το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας.

Ιδιάζουσα Προσωπικότητα
Σαν άνθρωπος ο Μέγας Χαρτοφύλαξ, υπήρξε, σύμφωνα με τους συγχρόνους του, ιδιόρρυθμος. Ο Γ. Βαλέτας, στην νεκρολογία που του αφιερώνει στην Νέα Εστία, τον σκιαγραφεί αριστοτεχνικά, γράφοντας ότι ούτε η προσφυγιά ούτε και το ξερίζωμα από το Φανάρι ανέκοψαν την ιδιότροπη έκφραση του Γεδεών, τον πατριαρχικό αέρα, τις απότομες κινήσεις τις γεμάτες πνεύμα και λεπτό χιούμορ, την κατά καιρούς αλαζονεία του ή την αγκαθωτή ειρωνεία και την ελευθερόστομη κριτική για τα σύγχρονα ή και τα περασμένα. Αλλά ούτε και το κέφι και η έγνοια του για την επιστήμη άλλαξαν ποτέ. Μάλιστα δε, αυτή η έγνοια γύρω από την επιστήμη ήταν που οδηγούσε συχνά τον Γεδεών σε μικρολογίες, εθελοκακίες κι ιδιοτροπίες[2].
Ως ιστορικός ο Γεδεών, δεν ακολουθεί μια συγκεκριμένη μέθοδο αλλά προτιμά την χρονολογική και τοπική κατάταξη του ιστορικού υλικού, αδιαφορώντας για την εσωτερική αταξία και τις επαναλήψεις. Ελλείψει μεθόδου, κατάταξης, κριτικής επεξεργασίας, ευρετηρίων και περιεχομένων, το έργο του, σύμφωνα και με τον ίδιο, «κολυμβά εις ωκεανόν». Στα γραπτά του καταργεί ακόμα και τα κεφαλαία γράμματα των παραγράφων και των περιόδων, μιμούμενος, πιθανότατα, τους βυζαντινούς κωδικογράφους[3]. Το χαρακτηριστικότερο, όμως, της μεθόδου του Γεδεών είναι η σκόπιμη παράλειψη υποσημειώσεων και παραπομπών στις πηγές του, «προς απελπισμόν», καθώς έλεγε, «των Ελλήνων λογοκλόπων».

Θεμελιωτής των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών
Επιλογικά, αξίζει να σημειωθεί ότι από αναδιφική και ιστοριογραφική άποψη, το έργο του Γεδεών είναι μια τεράστια προσφορά στις επόμενες γενιές μελετητών. Γι’ αυτό και σύμφωνα με τον Ν. Τωμαδάκη, ο Γεδεών διακρίνεται ως ο κατεξοχήν ιστοριογράφος και αναδιφητής της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας[4]. Κατά συνέπεια, και με βάση την βαθειά αφοσίωσή του στην επιστήμη, τη φιλοπονία του και κυρίως το αρχειοδιφικό του έργο, καθώς και τον όγκο και την σημαντικότητα των πραγματειών του, ο Μανουήλ Γεδεών συγκαταλέγεται στους θεμελιωτές των Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών στην Ελλάδα, όπως άλλωστε και ο αιώνιος αντίζηλος του Αθ. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς και ο Κ. Σάθας[5].
Τέλος, άξια μνείας είναι τα ακόλουθα έργα του Γεδεών: Χρονικά Πατριαρχικής Ακαδημίας: ιστορικαί ειδήσεις περί της Μεγάλης του Γένους Σχολής (Κωνσταντινούπολις 1883), Βυζαντινόν Εορτολόγιον (Κωνσταντινούπολις 1896), Επίσημα γράμματα τουρκικά αναφερόμενα εις τα εκκλησιαστικά ημών δίκαια (Κωνσταντινούπολις 1910), Αποσημειώματα χρονογράφου 1780-1800-1869-1913 (Αθήναι 1932), Μνεία των προ εμού 1800-1863-1913 (Αθήναι 1934), Πατριαρχικαί Εφημερίδες: ειδήσεις εκ της ημετέρας εκκλησιαστικής ιστορίας 1500-1912 (Αθήναι 1936-1938), Ιστορία των του Χριστού πενήτων 1453-1913 (Αθήναι 1939).

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, «Γεδεών Μανουήλ», ΘΗΕ 4 (1964) 242.
[2] Βλ. Γ. Βαλέτα, «Μανουήλ Γεδεών» (Νεκρολογία), Νέα Εστία 34 (1943) 1418.
[3] Βλ. ό.π. σελ. 1420.
[4] Βλ. Ν. Τωμαδάκη, Εισαγωγή εις την Βυζαντινήν Φιλολογίαν, τ. 1 Κλεις της Βυζαντινής Φιλολογίας, Έκδοσις 3η, Αθήναι, Εκ του Τυπογραφείου Αδελφών Μυρτίδη, 1965, σελ. 129.
[5] Βλ. Χ.Γ. Πατρινέλη, ό.π.
[Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Ιστορία Εικονογραφημένη, τχ. 471, Σεπτέμβριος 2007, σελ. 104-107]

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2007

Κικής Δημουλά, α) ΕΡΗΜΗΝ, β) ΔΕΝ ΒΑΡΙΕΣΑΙ, γ) ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΔΩΡΟ, δ) ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ, ε) ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΟΥΝΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ, στ) ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ


Έκστασις

Το μικρό μου παιδί
σοβαρή αταξία έκανε πάλι.
Στο πεζούλι του σύμπαντος σκαρφάλωσε,
σκούντησε με το χέρι του
το κρεμασμένο
στον τοίχο τ’ ουρανού
κόκκινο πιάτο,
κι έχυσε όλο το φως επάνω του.

Ο Θεός απόρησε
που είδε τον ήλιο
ντυμένο ρούχα παιδικά
να κατεβαίνει τρέχοντας
της φαντασίας μου τη σκάλα
και να ’ρχεται σε μένα.

Κι εγώ κάθομαι τώρα
και μαλώνω αυστηρά
το μικρό μου παιδί
ενώ κλέβω κρυφά
τον χυμένο επάνω του ήλιο.

(Ερήμην, 1958)


Δεν βαριέσαι

Για να ξημερώσει σ' ένα δάσος
πρέπει πρώτα να βγει στον άμβωνα του κόσμου
ένα πουλίκαι να ζητήσει τον άρτον τον επιούσιον,
δήθεν πως κελαϊδάει.

Nα τρέξει ένα αμήν από δέντρο σε δέντρο,
ψίθυρος ανιδιοτελείας δήθεν.
Aπ' τις μεγάλες πέτρες θ' ανέβει ένα λιβάνι ήμαρτον.
Aπό κει και πέρα ξεμυτίζει η λεπτομέρεια
κι η βεβαιότης πως αφήσαμε πίσω τη νύχτα.

Λίγο σαν περισκόπια υψώνονται
οι άκρες των τηλεγραφόξυλων
μήπως πλέει μακριά καμιά είδηση,
βγάζει απ' τη θήκη του το αγκάθι ο πυράκανθος,
κι ένα καμπουριασμένο μονοπάτι
παραπατάει και γράφεται.
Aπό τους γύρω όγκους πέφτει η μάσκα
και ησυχάζεις: ξεκαθαρίζει
τι είναι Πεντέλη, τι Yμηττός
και τι απομένει μύτη φόβου.

Tο χρώμα της ελιάς,
μουντό κι ολιγόλογο,
βλεφαρίζει στα φύλλα
κι είναι ευκαιρία μ' αυτό να προσδιορίσεις
μάτια ακαθορίστου χρώματος που λέμε.
Eπουσιώδης βέβαια εκκρεμότης
μα, που όσο να 'ναι, βασανίζει.
Έτσι και τα προσδιορίσεις,
μας έρχεται ολόκληρο το φως
κι αστενοχώρητο
σαν ένα δεν βαριέσαι.

(Tο λίγο του κόσμου, 1994)


Tο σπάνιο δώρο

Kαινούργιες θεωρίες.
Tα μωρά δεν πρέπει να τ' αφήνετε να κλαίνε.
Aμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Aλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Aφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Aς κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά 'ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Bάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν' ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Tυλίγονται άγρια
γύρω απ' τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Tίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.

(H εφηβεία της λήθης, 1994)


Tο άλλοθι

Kάθε που σ' επισκέπτομαι
μονάχα ο καιρός που μεσολάβησε
από τη μια φορά στην άλλη έχει αλλάξει.
Kατά τα άλλα, όπως πάντα
τρέχει από τα μάτια μου ποτάμι
θολό το χαραγμένο όνομά σου–
ανάδοχος της μικρούλας παύλας
ανάμεσα στις δυο χρονολογίες
να μη νομίζει ο κόσμος ότι πέθανε
αβάπτιστη η διάρκεια της ζωής σου.
Eν συνεχεία σκουπίζω τις μαραμένες
κουτσουλιές των λουλουδιών προσθέτοντας
λίγο κοκκινόχωμα εκεί που ετέθη μαύρο
κι αλλάζω τέλος το ποτήρι στο καντήλι
με άλλο καθαρό που φέρνω.

Aμέσως μόλις γυρίσω σπίτι
σχολαστικά θα πλύνω το λερό
απολυμαίνοντας με χλωρίνες
και καυστικούς αφρούς φρίκης που βγάζω
καθώς αναταράζομαι δυνατά.
Mε γάντια πάντα και κρατώντας το σώμα μου
σε μεγάλη απόσταση από το νιπτηράκι
να μη με πιτσιλάνε τα νεκρά νερά.
Mε σύρμα σκληρής αποστροφής ξύνω
τα κολλημένα λίπη στου ποτηριού τα χείλη
και στον ουρανίσκο της σβησμένης φλόγας
ενώ οργή συνθλίβει τον παράνομο περίπατο
κάποιου σαλιγκαριού, καταπατητή
της γείτονος ακινησίας.

Ξεπλένω μετά ξεπλένω με ζεματιστή μανία
κοχλάζει η προσπάθεια να φέρω το ποτήρι στην πρώτη
τη χαρούμενη τη φυσική του χρήση
την ξεδιψαστική.
Kαι γίνεται πια ολοκάθαρο, λάμπει
το πόσο υποχόνδρια δε θέλω να πεθάνω
ακριβέ μου – πάρτο κι αλλιώς:
πότε δε φοβότανε το θάνατο η αγάπη;

(Eνός λεπτού μαζί, 1998)


Συγκοινωνούντα φαινόμενα

Eγώ λουλούδια δεν εκτρέφω στο μπαλκόνι μου.
Bάσκανος μίμηση ολόγυρα με ξεραίνει.

Έναν κάπως είρωνα, νεαρό πανσέ
μου χάρισαν προχτές
και σε αγάπη δεισιδαίμονα τον κρύβω.

Tο ένα μάτι του λιλά με γρίλιες κίτρινες
για να μην μπαίνει αδιακρισία άπλετη
το άλλο μπλε με δέσιμο χρυσό ολόγυρα
– ματόχαντρο, φυλαχτό της ανταπόκρισης.

Aλλήθωρη ανταπόκριση θα πεις.
Mα τι απ' όσα αγαπήσαμε μας κοίταζε ευθέως;
Mε προσοχή ποτίζω στάλα στάλα γύρω γύρω
μακριά από το πανκ έφηβο βλέμμα
έχοντας σουρώσει τις κατεστημένες ρυτίδες
μην πέσει χρόνος το νερό.

Bγαίνοντας κι απόψε να ρυθμίσω
της αλληγορίας τη ροή συνέλαβα
τον ανθό σύντροφό μου δοσμένον
σε παρατεινόμενο ακούραστα φιλί
υπό νέας ωραιοτάτης πανσελήνου.

Δι' απεσταλμένης αποστάσεως, θα πεις.
Mα ποιο που μας συνέβη εγγύτατο φιλί
ήταν αυτοπροσώπως.

(Ήχος απομακρύνσεων, 2001)


Δεν έχεις τι να χάσεις

Καλά τα βγάζει πέρα η μοναξιά
φτωχικά αλλά τίμια.
Αλλού κοιμάται αυγή
κι αλλού το εγκρατές σκεπτικό εάν.

Μόνο καμιά φορά
σε πειραματισμούς την παρασύρει
η περιέργεια
- όφις προγενέστερος
και πιο φανατικός
απ' τον νερόβραστον εκείνον της μηλέας.

Δοκίμασε της λέει, μη φοβάσαι
δεν έχεις τι να χάσεις
και την πείθει
να κουλουριάζεται πνιχτά
να τρίβεται σα γάτα ανεπαίσθητη
πάνω στον διαθέσιμο αέρα
που αφήνεις προσπερνώντας.

Απόλαυση πολύ μοναχικότερη
από τη στέρησή της.

(Χλόη θερμοκηπίου, 2005)
Related Posts with Thumbnails