Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Θυμάμαι
μια κλασσική ταινία του παλιού, καλού, ελληνικού κινηματογράφου, στην οποία οι
κάτοικοι ενός νησιού ετοιμάζονταν να δεχθούν τους πρώτους τους τουρίστες. Δεν
μπορούσαν να δουν την εξέλιξη και την σωστή ανάπτυξη του τόπου τους, αλλά
κοντόφθαλμα θωρώντας, προσπαθούσαν να δείξουν εικονικό πολιτισμό και μια
καθημερινότητα ξένη με τη δική τους, αλλά προσαρμοσμένη στα μέτρα και τα γούστα
των επισκεπτών τους. Πρόδιδαν τον εαυτό τους, μη γνωρίζοντας την ανωτερότητά
τους και μαϊμούδιζαν το διαφορετικό και υποδεέστερο, θέλοντας να γίνουν
αρεστοί.
Χαρακτηριστική η σκηνή, που ο πιο
«μορφωμένος» του τόπου άρχισε να μιλά τα δικά του, «πρωτευουσιάνικα» ελληνικά
και γινόταν καρικατούρα. Εμένα προσωπικά μου έχει μείνει η εικόνα, κατά την
οποία κάνει παρατήρηση στην «επαρχιώτισσα» αδελφή του και χαρακτηριστικά την
διορθώνει, λέγοντάς της πως οι κεφτέδες πρέπει να τηγανισθούν «εν τω τηγανίω»!
Αυτή η φράση μου έρχεται στο νου κάθε φορά
που βλέπω να προδίδεται ο δικός μας, μακραίωνος πολιτισμός και μηρυκαστικά και
πρόχειρα ν’ αντιγράφουμε και στο νησί μας κάτι εντελώς διαφορετικό από την
νοοτροπία και ιδιοσυγκρασία μας και να πιστεύουμε μάλιστα πως βελτιωνόμαστε και
εξελισσόμαστε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα των ημερών και οι
ατέλειωτες βασιλόπιτες, οι οποίες κόβονται ακόμα και ας πάμε για Καρναβάλια,
από δεκάδες -δυστυχώς κυριολεκτικά- φορείς και συλλόγους.
Αλήθεια ποια παράδοση διατηρούν, τι συνέχεια
δίνουν και τι μνήμες ξυπνούν στους παρευρισκόμενους; Ποιοι Ζακυνθινοί την έχουν
κρατημένη στην θύμησή τους και στην ανάμνηση των παιδικών και ουσιαστικών για
την διαμόρφωση της κάθε προσωπικότητας χρόνων; Γιατί, αν θυμάμαι καλά, πίτα δεν
φτιάχναμε ποτέ στη Ζάκυνθο, ούτε την κόβαμε. Έθιμό μας είναι η πατροπαράδοτη
κουλούρα και αυτή χαρακτηρίζει τον τόπο μας. Η μυρωδιά από το ψήσιμό της δίνει
το χριστουγεννιάτικο κλίμα και το «ήβρεμά» της ήταν και ευτυχώς είναι η χαρά
αυτών που τους έπεφτε, μια και το «φλουρί» ούτε το γνωρίζαμε, ούτε το είχαμε
ακούσει.
Μου είπε φίλος, ο οποίος ασχολείται με τα
πολιτιστικά του νησιού μας και μάλιστα με επιτυχία, αυτήν την χαρακτηριστική
ιστορία, την οποία εποικοδομητικά σας την μεταφέρω. Αναγκάστηκε να βρεθεί βράδυ
ξημερώματος Πρωτοχρονιάς στο σπίτι των πεθερικών του, το οποίο βρίσκεται στην
ορεινή μας ζώνη, εκεί που –όπως τουλάχιστον θέλουμε να πιστεύουμε– ακόμα
διατηρείται η γνήσια ταυτότητά μας. Ο γαμπρός του, λοιπόν, δηλαδή –επειδή δεν
γνωρίζω καλά τις εξ αγχιστείας συγγένειες– ο άνδρας της αδελφής της γυναίκας
του, επηρεασμένος από την μιμητική τάση των Νεοζακυνθίων, έφερε κοντά μια
βασιλόπιτα, έτσι για το καλό. Ήρθαν τα μεσάνυχτα και η πίτα του Ουρανοφάντορος
θα έπρεπε να κοπεί. Η τιμή δόθηκε, όπως ήταν φυσικό, στον πρεσβύτερο της
οικογένειας και νοικοκύρη του σπιτιού. Πήρε τότε αυτός το μαχαίρι, πλησίασε
αμήχανα το ξενόφερτο και άγνωστό του έδεσμα, κοίταξε με απορία δεξιά και
αριστερά του και μαθημένος από την δική του κουλούρα και το τυπικό της, καθώς
και από το όμορφο ψάλσιμο του απολυτίκιου της Γέννησης σ’ αυτήν, ρώτησε τους
νεότερους: «Και τώρα τι λένε;». Και μην παίρνοντας απάντηση από πουθενά –όπως
ήταν φυσικό– σταύρωσε το κέικ και είπε: «Παναγία κι έλα κοντά»!
Εγώ σας μετέφερα το γεγονός και οι κρίσεις
δικές σας!
Δεν ξέρω πού είχε ψηθεί η βασιλόπιτα της
παραπάνω ιστορίας, αν ήταν σπιτική ή αγοραστή, δεν με ενδιαφέρει με τι συνταγή
είχε γίνει, αλλά την φαντάζομαι «εν τω τηγανίω», όπως ακριβώς στην ελληνική
ταινία.
Για να δημιουργήσεις πολιτισμό, για να τον
συνεχίσεις και για να τον προσαρμόσεις στο σήμερα – που είναι και το ζητούμενο
– πρέπει πρώτα απ’ όλα να τον γνωρίζεις. Διαφορετικά μάλλον κακό κάνεις. Επίσης
πρέπει να τον αγαπάς και να μην ντρέπεσαι γι’ αυτόν. Διαφορετικά ξεπουλιέσαι,
όπως προσπάθησαν να ξεπουλήσουν το νησί τους οι πρωταγωνιστές της ταινίας μας!
Ο Γιάννης Τσακασιάνος σ’ έναν χαρακτηριστικό
του στίχο μας τονίζει, αναφερόμενος στα δικά μας έθιμα και αντέτια: «όχι με σας
που βρέθηκα, σπουργίτης θα ψοφήσω»! Η διδαχή του αυτή θα πρέπει να είναι και η
αναζήτηση και ο σκοπός μας. Διαφορετικά θα ξεκινήσουμε από το μηδέν! Θα είμαστε
λαός δίχως ρίζες! Θα καταντήσουμε κοινωνία δίχως ταυτότητα!
Η
δικαιολογία μερικών πως κόβουμε πίτα για τα μη ζακυνθινά μέλη μας και για τους
εκτός νησιού συγγενείς μας σίγουρα φέρεται «εν τω τηγανίω». Οφείλουμε, βέβαια,
να τους σεβαστούμε, αλλά και αυτοί οφείλουν να σεβαστούν τον τόπο που τους
φιλοξενεί και τους τρέφει. Οφείλουν να γνωρίσουν και τον πολιτισμό του.
Διαφορετικά τους λείπει η παιδεία.
Όσο για μας, ας πάψουμε να εκτιμούμε τα
«καθρεφτάκια». Πολύτιμο και σωστό είναι ό,τι κυλάει στο αίμα μας. Το ξένο δημιουργεί
προβλήματα.
Ας μείνουμε πιστοί στην παράδοσή μας!