ΜΕ ΤΗΝ
ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΟΥ ΑΚΡΟΑΤΗ γράφει η ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ
Καρπός τριών χρόνων
εργασίας, 1878-1881, είναι το Δεύτερο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα σε σι
ύφεση μείζονα, έργο 83 του Γιοχάνες Μπραμς, που ακούσαμε στις 22-11-12.
Αφιερωμένο στον καθηγητή του Eduard Marxsen παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 9
Νοεμβρίου του 1881, στην πρωτεύουσα της Ουγγαρίας, με τον Συνθέτη στο πιάνο και
με μεγάλη επιτυχία. Η δεύτερη παρουσίαση του έργου έγινε στη Στουτγάρδη και
κατόπιν συνέχισε την επιτυχημένη πορεία του σε χώρες της Ευρώπης.
Δύο δεκαετίες περίπου
χωρίζουν το Πρώτο [1858] από το Δεύτερο Κοντσέρτο, το αδιαμφισβήτητο αριστούργημα του Μπραμς, ένα
από τα μεγαλύτερα κοντσέρτα τής
φιλολογίας του πιάνου, όχι μόνο για τη μουσική του ποιότητα αλλά και για
την έκτασή του, από τέσσερα μέρη αποτελούμενο: Allegro non troppo, Allegro appassionato, Andante, Allegro grazioso. Σ’
ένα γράμμα στο φίλο του Herzogenberg
αναφέρει με σκωπτική διάθεση: «Πρέπει να σας πω ότι έγραψα ένα μικρό κοντσέρτο
για πιάνο με ένα μικρό scherzo». Αυτό το
«μικρό» κοντσέρτο απεδείχθη μέσα στο χρόνο μεγάλο και δυνατό.
Η αρχή του πρώτου
μέρους κυλά σε φόρμα σονάτας, ενώ το κυρίως θέμα αναγγέλλεται με μια θαυμάσια
μελωδία από το σόλο τού γαλλικού κόρνου, για να αναπτυχθεί ώς το τέλος από το
πιάνο και την ορχήστρα σε μια μεγαλειώδη δυναμική μουσική δημιουργία.
Ο πολυβραβευμένος
Βραζιλιάνος πιανίστας Nelson Freire με μεγάλη ευαισθησία και με απίστευτη
τεχνική μαεστρία, αναζήτησε και μετέδωσε τη λεπτότητα τής σύνθεσης μέσα από το
αληθινό συναίσθημα και το διάφανο ηχόχρωμά του. Καθήλωσε το ακροατήριο και
άφησε τη σφραγίδα μιας ερμηνείας, που δεν ξεχνιέται ποτέ και παίρνει τη θέση
της στο βάθρο των μεγάλων ερμηνειών.
Ο κορυφαίος Ρώσος Μαέστρος Γιούρι Τεμιρκάνoφ οδήγησε την τέλεια
Ορχήστρα της Αγίας Πετρούπολης σε μια μεγαλοφυή, πυκνή ερμηνεία, που ξεδίπλωσε
το πνεύμα και την καρδιά του κοντσέρτου του Μπραμς και δημιούργησε ρίγη
συγκίνησης.
Στο δεύτερο μέρος
παρακολουθήσαμε την Δέκατη Συμφωνία σε μι ελάσσονα, έργο 93 του Νμίτρι
Σοστακόβιτς, με την οποία επιστρέφει στη συμφωνική γραφή ύστερα από αποχή οκτώ
περίπου ετών.
Γεννημένος στην Αγία
Πετρούπολη στις 25 Σεπτεμβρίου του 1906- ο Προκόφιεφ ήταν τότε 15 χρόνων-
υπήρξε το πρώτο «Μουσικό παιδί» της Ρώσικης επανάστασης. Μέσα στο υψηλό
πνευματικό περιβάλλον των Μαγιακόφσκι, Μέγερχολτ, Άιζενστάιν, Μάλεβιτς, ο
Σοστακόβιτς, αναπτύσσει το δικό του πνευματικό ιδίωμα, αφού εγκαταλείπει το πνεύμα
της Ρώσικης πρωτοπορίας και δέχεται την ευεργετική για το έργο του επιρροή των
Μπαχ και Μάλερ.
Κατά τη Σοβιετική
προπαγάνδα το έργο του Σοστακόβιτς αντανακλά την ιδεολογία της ιμπεριαλιστικής
μπουρζουαζίας. Το Σοβιετικό καθεστώς αποκηρύσσει και απαγορεύει το έργο του, όπως
του Προκόφιεφ και του Χατσατουριάν, ως «φορμαλιστικό». Η
κατηγορία αυτή παρά το γεγονός ότι κανένας δε γνώριζε τη σημασία της, τη
θεωρούσαν καταλυτική για το Συνθέτη, αφού όλοι ήξεραν ότι θα αποτελούσε στο
μέλλον το στόχο του συστήματος. Η μετά Στάλιν εποχή θεωρείται ως η πλέον φιλελεύθερη της Ρωσίας
και της δίνουν τη χαρακτηριστική ονομασία The thaw, το «ξεπάγωμα».
Στις 17 Δεκεμβρίου του
1953, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Δικτάτορα [5 Μαρτίου του 1953, τι ειρωνεία
την ίδια μέρα πεθαίνει και ο Προκόφιεφ],
παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λένινγκραντ η Δέκατη Συμφωνία του Σοστακόβιτς,
υπό την Διεύθυνση του θρυλικού αρχιμουσικού και επί μισό αιώνα στα ηνία της
φημισμένης ορχήστρας, Γιεβγένι Μραβίνσκι.
Γραμμένη κάτω από τη
φόρτιση τραγικών γεγονότων εκφράζει την υπαρξιακή αγωνία ενός ολόκληρου λαού
και δημιουργεί πολλές συζητήσεις με τις αινιγματικές μουσικές αναφορές, τους
μουσικούς κώδικες, το μουσικό ακρωνύμιο
του Συνθέτη, DSCH, [ρε μιb ντο σι]και το όνομα της μαθήτριάς του Elmira [μι λα
μι ρε λα]. Στο δε τραχύ και δραματικό δεύτερο μέρος θεωρείται ότι σκιαγραφεί το
πορτραίτο του Στάλιν του ανθρώπου που τον ονόμασε «Εχθρό του Λαού», του
ανθρώπου που ήλεγχε τη ζωή και το θάνατο κάθε σοβιετικού πολίτη, όπως γράφει στις
Μαρτυρίες του. Η Δέκατη Συμφωνία του,
μαζί με την Πέμπτη και την Εβδόμη, είναι οι δημοφιλέστερες συμφωνίες του. Αν
και εντάσσεται στην τονική μουσική παράδοση, συνυπάρχουν στο έργο του στοιχεία
ρομαντικά και ατονικής γραφής. Οι
δυνατές αντιθέσεις, η ειρωνεία, ο σαρκασμός το γκροτέσκο είναι διάχυτα στο έργο
του. Μετά από αυτή τη συμφωνία αποκαθίσταται και η «υπόληψη» τού συνθέτη, ο
οποίος και καθιερώνεται στη Δύση.
Έχει
γράψει 15 συμφωνίες, 15 κοντσέρτα εγχόρδων, όπερες, 6 κοντσέρτα [για πιάνο, βιολί,
βιολοντσέλο] και θαυμάσια μουσική για τον κινηματογράφο.
Οι συμφωνίες του είναι
αφιερωμένες στις στρατιές των ανθρώπων, που
δεν είχαν την ύστατη τιμή της επώνυμης ταφής και, ριγμένοι, όπως ο Μέγερχολτ, συλλήβδην σε προχειροανοιγμένους
λάκκους, κείτονται εξαφανισμένοι χωρίς κανένα σημάδι του τόπου της ταφής τους.
Ανθρώπινα συναισθήματα
και πάθη κατακλύζουν τη συμφωνία του Σοστακόβιτς, τα οποία διοχετεύονται μέσω
των μουσικών οργάνων συναρπάζοντας το ακροατήριο. Η Ορχήστρα της Αγίας
Πετρούπολης, γνωρίζοντας καλά το μυστικό να υπεισέρχεται στο βαθύ νόημα των
έργων κάθε φορά που καλείται να εκτελέσει, ερμήνευσε κι αυτή τη φορά άριστα,
υπό την καθοδήγηση του διακεκριμένου αρχιμουσικού της Γιούρι Τεμιρκάνοφ, τη
δύσκολη αυτή Συμφωνία. Με εύπλαστο, ζωντανό ήχο
πέτυχε την ύψιστη αισθητική συγκίνηση του άρρητου και υπογράμμισε ακόμα
περισσότερο τα «αινίγματα» της συμφωνίας,
επαληθεύοντας το λόγο του Τεοντόρ Αντόρνο ότι «όλα τα έργα τέχνης, η τέχνη στο σύνολό της, είναι αινιγματικά».