Μνήμη
Ζώη Π.
Καλώς
ήλθες πάλι αργοπορημένος
στου
«Ταπίνη» το μικρό ουζερί
πάντα
η παρέα εκεί σε καρτερεί
να
δηλώσεις το παρόν θλιμμένος
Αναρωτιέμαι
αν πρωτύτερα πενθούσες
και
αν ποτέ σου ’κλεισαν το μάτι
του
στενωπού σου δωματίου οι μούσες
Αλήθεια,
σε άφησαν ποτέ να γράψεις κάτι;
Τι
πάθος να κάνεις την ίδια διαδρομή
ακόμα
κι όταν σ’ άφησαν οι φίλοι
θαρρετά
αντικρίζεις τη ζωή ωμή.
Τίποτα
να μη θυμίζεις, μήτε ύλη
Κι
έτσι σκέπασαν τη δικιά σου προτομή
πολύ
πιο πριν σου ανάψουν το καντήλι.
*
* *
Μνήμη
Δημήτρη Π.
Σαν
τον Χριστό πίστεψες στην Ανάσταση
και
ήσουν μικρός, εφτά χρονών αγόρι
κανείς
δεν σ’ ακολούθησε, ούτε με το ζόρι
μονάχος
ξεκίνησες την επανάσταση.
Για
να πετύχουν την κρυμμένη σου συνείδηση
των
γονέων σου εψιθύρισαν τα χείλη
να
μην ξανάβγεις απ’ το σπίτι το δείλι
είκοσι
μία του Απρίλη σου ’φεραν την είδηση.
Τη
μοναξιά, ποτέ σου δεν εχώνεψες
ψάχνοντας
παρηγοριά σε γυναικείες παρουσίες
ακόμα
και με πουτάνες χόρεψες.
Η
επανάσταση, πνίγηκε στις ουσίες
Παιδί
της φωτιάς, όπως όπως τη βόλεψες
γάρα
στον τάφο σου, τώρα οι απουσίες.