Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Του
π. Παναγιώτη Καποδίστρια
[Έργο Χρυσούλας Σκεπετζή] |
ΤΗΣ
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ήλιε νοητέ * και μυρσίνη
συ δοξαστική
μη
παρακαλώ σας μη * λησμονάτε τη χώρα μου!
Μ’
αυτούς τους στίχους ο ποιητής Οδυσσέας
Ελύτης ζητούσε βοήθεια για την Ελλάδα,
όταν οι καιροί ήταν δύσκολοι και η Ελλάδα
ήταν στα «στενά». Τα τελευταία χρόνια
η Ελλάδα ξαναείναι στα «στενά». Αλλά
πρέπει να ζήσει και θα ζήσει. Είναι η
χώρα που γέννησε το φως, το οποίο εκτός
του ότι διαδίδεται δια του κενού
διαδίδεται και δια του πολιτισμού, για
να μην πω πως ταυτίζεται μαζί του.
Αυτές
τις μέρες, λοιπόν, είχα την τύχη να
παρευρεθώ σε τρεις ενημερώσεις από
μεγάλους φορείς του πολιτισμού μας. Η
πρώτη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, όπου
ανακοινώθηκε το πρόγραμμα της αμέσως
προσεχούς περιόδου. Η δεύτερη στο Χίλτον,
όπου ανακοινώθηκε το πρόγραμμα της
Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών μέχρι το
καλοκαίρι. Η τρίτη στην Εθνική Λυρική
Σκηνή, Θέατρο Ολύμπια αλλιώς, όπου,
επίσης, ανακοινώθηκε το Πρόγραμμα όλης
της περιόδου.
Βεβαίως
είναι γνωστός ο πρόλογος του κάθε
διευθυντή των προαναφερθέντων ογκολίθων
του πολιτισμού μας και μόνιμη επωδός.
Η οικονομική κρίση. Με τις συνέπειές
της κοιμούνται και ξυπνούν οι ιθύνοντες.
Το Μέγαρο περίμενε μια υπογραφή που θα
του εξασφάλιζε ηρεμία, αλλά η κανονική
κυβέρνηση δεν πρόλαβε, η υπηρεσιακή δεν
είχε αρμοδιότητα και η τρέχουσα ΠΡΕΠΕΙ
να το διευθετήσει. Αλλιώς τα πράγματα
είναι δύσκολα. Το Μέγαρο ανακοίνωσε το
Πρόγραμμα των εκδηλώσεών του μέχρι τα
Χριστούγεννα. Μέχρι τότε αντέχει. Αν
«πέσει» θα συμπαρασύρει την Κρατική, η
οποία στεγάζεται στο Μέγαρο, και ας έχει
ανακοινώσει το Πρόγραμμά της μέχρι το
καλοκαίρι, διότι διακατέχεται από
«Αισιοδοξία και χιούμορ», παρά το ότι
από την Ορχήστρα κάθε χρόνο αποχωρούν
μέλη λόγω συνταξιοδότησης και δεν
αντικαθίστανται με νέα. Η επιλογή των
νέων στελεχών έχει γίνει μεν, δεν
προσλαμβάνονται νέοι δε. Δη
δε χρημάτων και άνευ τούτων ουδέν εστί
γενέσθαι των δεόντων
έλεγε ο Αθηναίος ρήτορας Δημοσθένης,
δείχνοντάς μας από πότε είχε αρχίσει η
κρίση.
Και
βέβαια σε ώρες κρίσης οικονομικής αυτό
που «περισσεύει» είναι ο πολιτισμός.
Εκεί θα κόψει το νυστέρι του οικονομικού
χειρουργού. Και πονάει πάρα πολύ. Έτσι,
ασυμβίβαστοι με μια μοίρα που δεν μας
ανήκει, θα αναφωνήσουμε κι εμείς:
Salut!
Divinités par la rose et le sel
Et
les premiers jouets de la jeune lumière…
(Paul
Valéry,
La jeune parque)
Είναι
ο Βαλερύ, λες, με προσωπείο αρχαίου
τραγωδού που επικαλείται: Βοήθεια
θεοί για το ρόδο και το αλάτι, και τις
πρώτες χαρές από το νεαρό φως. Και,
να ’το νεαρό φως που ποτέ δεν γερνάει.
Ο
τρίτος πολιτισμικός μας φορέας η ΕΛΣ
μας ενημέρωσε, επίσης, για το Πρόγραμμά
της, μέχρι το καλοκαίρι, που και εκεί το
νυστέρι έχει μπει βαθιά, όμως σε βάθος
χρόνου, όχι πολύ μακριά, με ισχυρό χορηγό
και προστάτη, θα επιβιώσει και θα
αναβαθμιστεί. Και επειδή για τη Λυρική
Σκηνή πρόκειται, η σκέψη μου δανείζεται
μια μουσική φράση από τον Ναμπούκο
του Βέρντι «Va pensiero».
Πού «Va» όμως;
Σκέφτομαι
καμιά φορά αυτό που ο λαός λέει μοίρα
και οι ορθολογιστές σύμπτωση. Η «πετάμενη»
σκέψη μου κοιτάζει από ψηλά και τραγουδά:
Oh
mia Patria
sì bella
e perduta!
Όμως,
«no perduta».
Όχι δεν υπογράφω, καθώς έλεγε κι εκείνος
ο Ζορμπάς του Καζαντζάκη. Τι όμως ήταν
εκείνο που με έκανε να μη θέλω να
υπογράψω; Όπως είπα η σκέψη μου πέταξε
και είδε από ψηλά μια νοητή γραμμή ή
φλέβα, ξεκινημένη από τότε που γεννήθηκε
ο κόσμος, που ήταν ποτάμι κι έπειτα
έγινε δρόμος και την είπαν λεωφόρο
Συγγρού.
Αυτή
η λεωφόρος αρχίζει, βέβαια, από τη
Καλλιρρόη. Πάντως η προέκτασή της προς
τα πάνω φτάνει στο Μέγαρο Μουσικής
Αθηνών και πιο πάνω φτάνει στη δροσερή
Κηφισιά και στα αετόμορφα βουνά της
Αττικής, όπου και τα θεμέλιά μας, καθώς
λέει ο ποιητής. Με αφετηρία το Μέγαρο,
όμως, κατεβαίνοντας την Βασιλίσσης
Σοφίας, αμέσως μετά το Χίλτον είναι η
Εθνική Πινακοθήκη, πιο κάτω δεξιά είναι
το Ωδείο Αθηνών, πιο κάτω αριστερά είναι
το Καλλιμάρμαρο, απέναντι το Φωκιανό
και από πίσω το Ζάππειο. Πιο κάτω αριστερά
ο Άη-Σώστης, «σώσον Κύριε, τον λαόν σου»
και πιο κάτω, είμαστε κανονικά στην
λεωφόρου Συγγρού, ο μέγας ευεργέτης
Αριστοτέλης Ωνάσης εις διπλούν. Ήτοι
σχεδόν αντικριστά, δεξιά το Ωνάσειο
καρδιολογικό και αριστερά η Στέγη
Γραμμάτων και Τεχνών. Λίαν προσεχώς ο
άλλος μέγας ευεργέτης Σταύρος Νιάρχος,
που έχει ρίξει στο Φαληρικό Δέλτα τα
νέα θεμέλια της Λυρικής και όχι μόνο,
θα αποκαλύψει άλλο ένα θαύμα.
Ο
Αριστοτέλης από εδώ και ο Σταύρος από
εκεί, πάντα ο ένας απέναντι στον άλλο.
Ο ανταγωνισμός τους εν ζωή συνεχίζεται
εν πολιτισμώ. Να είναι καλά εκεί που
είναι. Άλλωστε δεν έχουν πια χρεία
χρημάτων. Εδώ όμως τα χρήματα μπορούν
να κάνουν θαύματα. Και λίγο πιο κάτω η
θάλασσα του Φαλήρου. Κι έρχομαι τώρα
στο πού πέταξε η σκέψη μου.
Ο
πρώτος χρονολογικά βραβευμένος ποιητής
της Ελλάδας με Νόμπελ είναι ο Γιώργος
Σεφέρης. Σε τρία τουλάχιστον ποιήματα
μνημονεύει τη λεωφόρο Συγγρού. Το ένα
με τίτλο «Λεωφόρος Συγγρού, 1930» τελειώνει
με τους στίχους: «Σπάσε
το νήμα της Αριάδνης και να! / Το γαλάζιο
κορμί της γοργόνας».
Το άλλο έχει τίτλο «Ένας λόγος για το
καλοκαίρι». Από αυτό το ποίημα απομονώνω
τους στίχους: «Κι όμως
αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού / το
διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου / που
μας άφηνε θαυματουργά στη θάλασσα / την
παντοτινή για να μας πλύνει από τις
αμαρτίες». Και το τρίτο
είναι η «Λεωφόρος Συγγρού, Β΄». Γι αυτή
«λεωφόρο Συγγρού την
πλατιά και μυστική»
αναρωτιέται ο ποιητής «Δεν
ξέρω πότε ο δρόμος μας θα ξυπνήσει».
Αυτά στα 1935. Πέρασαν ογδόντα χρόνια. Ο
ποιητής δεν είδε την εξέλιξη των ελληνικών
πραγμάτων. Όμως, ο δρόμος εξακολουθεί
να οδηγεί στη θάλασσα και τα πλευρά του
να ελίσσονται ανάμεσα στα χορηγικά
μνημεία που σημαίνουν, προδηλώνουν,
στέλνουν σήματα ελπίδας μέσα από τα
μάρμαρά τους που λάμπουν στον ήλιο. Και
πιο κάτω κυματίζει το γαλάζιο κορμί της
γοργόνας. Της Ελλάδας που συνεχώς αναζητά
και ποτέ δεν παραιτείται από τον Μέγα
Αλέξανδρό της. Είτε είναι αυτός ο
Ελληνισμός είτε η Ελευθερία είτε ο
πολιτισμός είτε… Η Μελίνα κάποτε είπε
πως ο πολιτισμός μας είναι η βαριά
βιομηχανία μας. Δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Ο δρόμος, δηλαδή, δείχνει την πορεία, το
ταξίδι, το πνεύμα, το στόχο που είναι η
απέραντη θάλασσα και που δεν μπορεί
κανείς να την εξαντλήσει, μπορεί όμως
να την αρμενίσει με το λόγο και την
Τέχνη.
Όταν
ο «οροφουργός»,
Μιχαήλ Άγγελος, σήκωσε το βλέμμα του
στην Καπέλα Σιξτίνα τον άγγιξε ο Θεός·
έτσι πρέπει να έγινε και «απέδωσε
τέτοιο Άγγιγμα»
1
που ζωντάνεψε τον πεσμένο άνδρα. Κι
εμείς τώρα, κοινοί θνητοί, πεσμένοι, που
τη χάρη εκείνου δεν έχουμε, παρακαλούμε:
στείλε Θεέ μου «ερωδιό
Αστροφόρο»
στην Ελλάδα μας να «καναρινίσει»2
το νέο Σου «Άγγιγμα»!
--------------------------------------------------------------