Κρατᾶνε τὰ κομμένα τους κεφάλια, στοῦ σοῦπερ-μάρκετ τὶς σακκοῦλες.
Κι ἐγὼ σφίγγω τὰ χέρια μου. Οἱ τσέπες μου γεμάτες πέτρες.
Γιέ μου Ἀντριοῦσα, ντρέπομαι νὰ σ᾿ ἀντικρύσω. Παντοῦ κλαδεύουνε ζωοῦλες.
Ἡ ζωή σου στὴν ψυχή μου. Ἡ ψυχή μου συννεφιάζει. Μετράει
Κύριε, τοῦ βίου μου ἡ φωτιά; Ὦ Κύριε, μὲ τὴν ἀρρώστειά μου, γιατρέ.
Καὶ μὲ τὸν πόνο μου, ξερὸ ψωμί, στάλαξε μέσα μου ἡ δρόσος τοῦ Θεοῦ.
Βάρος πανάλαφρο στερεώνει τὴν καρδιά μου. Τοῦ Θεοῦ προσκυνῶ.
τὴν Δόξα. Νοιώθω τὸν ἅγιό μου χαμό. Νερό, βροχή, ποτάμια, χιόνι—
ἄνεμος ἀπ᾿ τὰ δάση τῆς πατρίδας, σαπίζει ἐντός μου. Στὸ ταβάνι
ἀστροφεγγιά. Κι ἡ νύχτα, ὁ θάνατος ὁ θηρευτής, μὲ χάνει.
Ἥλιος, ἂν εἶναι ἰταλικός, χλωμὸς μὲ τὴν καρδιά του σιδερόφυλλη
ὅμως εἶναι κι ὁ Ἥλιος ὁ μεσάνυχτα, ἱλαρὸ νερὸ καὶ ρόδου συντριβάνι.
Κύριε, Ἄρχοντα τοῦ βίου μου, ἔλαβα τ᾿ ὄνομά σου ἄμφιο καὶ παλτό. Ποιὰν ὀφειλὴ
νὰ ξεπληρώσω ὀρφανὸς στὰ σταυροδρόμια, ἀχνός, καιόμενο λιβάνι.
Μία βασιλεία νοστάλγησα, καρβουνιασμένο ἀποκερο, κι ἡ αὔρα σου στολή μου.
Θέμα απλούν
Το σήμερα σέρνει το χθες,
σε δίχτυ από πλεγμένες φλούδες λεύκας.
Νερό τρέχει απ’ το σώμα μου,
πλημμυρίζει τα μάτια.
Αντιγράφει στο δέρμα μου,
τις πτυχές της άμμου.
Όμως εγώ αναζήτησα την δίψα.
Όχι το νερό.
Σε μια σχεδία από κορμούς σημύδας,
από τα καπνισμένα πατερά του πατρικού μου,
το σήμερα γέρνει και ξεψυχά.
Για να συρθεί απ’ το αύριο.
Νερό με γεύση χώματος.
Γεννάει η φωνή μου δάση.
Σε μιαν υδάτινη εικόνα,
σπίτια από ξύλο και φωτιά.
Χριστέ μου.
Φωτερή σαγήνη.
Το σήμερα σέρνει το χθες,
σε δίχτυ από πλεγμένες φλούδες λεύκας.
Νερό τρέχει απ’ το σώμα μου,
πλημμυρίζει τα μάτια.
Αντιγράφει στο δέρμα μου,
τις πτυχές της άμμου.
Όμως εγώ αναζήτησα την δίψα.
Όχι το νερό.
Σε μια σχεδία από κορμούς σημύδας,
από τα καπνισμένα πατερά του πατρικού μου,
το σήμερα γέρνει και ξεψυχά.
Για να συρθεί απ’ το αύριο.
Νερό με γεύση χώματος.
Γεννάει η φωνή μου δάση.
Σε μιαν υδάτινη εικόνα,
σπίτια από ξύλο και φωτιά.
Χριστέ μου.
Φωτερή σαγήνη.
Ὀφηλία
Στὸν καναπὲ κουρνιάζοντας καὶ μισομουδιασμένη
μὲ χέρι νὰ λιγοθυμᾶ ἀπ᾿ τὸ τηλεκοντρὸλ
δὲν θὰ τὸν δεῖς.
Ὄμορφη καὶ κρυστάλλινη σὰν τὰ νερὰ τοῦ καταρράχτη
ἔσχαβε μέχρι νὰ σ᾿ ἐλευθερώσει,
στὴν θάλασσα νὰ περπατᾶς τοῦ ἀληθινοῦ σου χρόνου
Ἔσκαβε μὲς στὸ ψέμμα τῶν εἰκόνων.
Κόλλα τὸ αὐτὶ στὸ μαξιλάρι,
στὸν βρύα γιομᾶτο τῆς βελανιδιᾶς
ἑκατόχρονο κορμό.
Ἀχοῦσε τὴν ἀνάσα του.
Φωνοῦλες παιδικὲς κυλιοῦνται στὸ χορτάρι,
τὰ χρόνια, τὰ κουρέλια τῆς ψυχῆς.
Καὶ θὰ συναντηθεῖτε. Στὸ φέγγος
τοῦ κριοῦ. Στοῦ μαρτυρίου
τὸ σέλας.
Vino di toscana
San Gregorio, † 10.7.84
Πολύφυτο, βαθύτατο, στῆς σιγανῆς λαμπάδς;
—καθὼς ἀρχίζει μάχη σκιῶν στὴν βραδυνὴ θαμπάδα—
στὸ λαδικὸ τὸ φῶς, στὸ ῥεῖθρο τῆς ψυχῆς
χωριό, πλατειὰ φυλλώθηκες, νὰ μὲ δεχθεῖς.
Πηλόχτιστο ἔχω τὸ κορμὶ κι ἕνα σακκούλι χώμα—
μ᾿ ὅλα τὰ σύμφωνα μιᾶς γλώσσας ἄγνωστης— καρδιά.
Ἕνα σταφύλι χῶμα κι ἀπὸ φῶς μία καρυδιὰ
στὸν πόνο ψήνονται. Ψυχὴ καὶ σῶμα.
Κι ὁ θάνατος ἀκόμα.
Κύκνειο
Παληὰ παραθυρόφυλλα τῆς μνήμης μου κι ἀνοίγουν.
Χρυσῆ, σταρένια θάλασσα στὸ βουλιαγμένο καλοκαίρι.
Ἡ πέτρα καὶ τὸ ξύλο σφιχταγκαλιασμένα.
Μέσα μου τοῖχοι, παραθύρια ἀλλοτινά.
Φτάνουν χοροὶ τῆς ἄνοιξης, μὲ πετροκότσυφα καὶ θαμνοψάλτες.
Φτάνει ἕνας τόπος ποὺ τὸ χιόνι σπάνια τὸν ἀφήνει. Ἕνας
ἀέρας νὰ ἡσυχάσει δὲν μπορεῖ. Παληὰ τοῦ χρόνου μου
παραθυρόφυλλα. Ρουφῆχτρες.
Βγαίνω κι ἀφήνω τὴν ψυχὴ στὰ πόδια σου. Ὅπως
ἡ νύχτα γονατίζει μπρὸς στὸν ἥλιο.
Νύχτα ρωσίδα, γεωγραφία. Λαβωμένη.
Ὅμως ὁ θάνατος γεμάτος ἥλιο.
Ὕμνος
Ὁ ὕπνος εἶναι μικρὸς θάνατος.
Ὅμως ὁ θάνατος, γλυκὸς ὕπνος.
Κοιμᾶται ὁ σπόρος, ἥσυχα, στὸ χῶμα.
Μέχρι τὴν Ἄνοιξη.
«Μὴν τὰ κοιτᾶς τὰ μαῦρα δέντρα.
Στὸ χῶμα κοίτα, τὰ πράσινα βλαστάρια».
Εἶπε ἡ χαροκαημένη.
Μυρίζει ξοδεμένο παρελθὸν καὶ σάπια φύλλα.
Μυρίζει Ἀνάσταση.
3η Δεκεμβρίου 1986, Paris
Συνάντησα ξανὰ στὸν διάδρομο τοῦ νοσοκομείου, τὸ φαλακρό, μικρὸ παιδί. Ἔχει λευχαιμία. Ἡ χλωμάδα του ἔκαιγε τὸ γκρίζο πρωινὸ κι εἶχε γιὰ μάτια δύο γαλάζιες στάλες. Μοῦ ψιθύρισε: «Ξέρεις γιατί βασανιζόμαστε; Γιατὶ ὁ Χριστὸς εὐλόγησε νὰ μᾶς μάθει τὰ βάσανα ποὺ πέρασε ὅταν ἦρθε στὸν κόσμο. Ἐγὼ κατάλαβα τί τράβηξε. Γι᾿ αὐτὸ γεννήθηκα». Στὴν κρύα νύχτα, σπάζει τὸ τζιτζίκι τῆς φωνῆς του μέσα στὸ κεφάλι μου.
Ἔρχεται μεσημέρι τοῦ Ἰβάν, νὰ κάψει ὅλους τοὺς ἴσκιους.
Το κοτσύφι του Ταρκόφσκι
Πολύδροσο, Χαλάνδρι και Μαρούσι, δεν με ξεχάσατε κοτσύφια. Με πυροβολισμούς φωνητικών πιδάκων, από τους κάλυκες του πιο αθώου χρόνου. Σε κυπαρίσσια λιγοστά, σ’ εληές, ξεμεινεμένα πεύκα. Σε μπαζωμένα ρέματα. Αλλά και στην βελανιδιά, μέσα στον ίσκιο, μέσα στον ύπνο μου αόρατα σαλεύουσα. Παρισινό φθινόπωρο, Jardin du Luxembourg, λουζόμουνα στο συντριβάνι του αυγινού σας ψάλματος. Σαν το σκυλί, που ’χει απολέσει αφεντικά και σπίτι μα βρήκε στην φωνή σας της πατρίδας του νερά.
Πολύδροσο, Χαλάνδρι και Μαρούσι, δεν με ξεχάσατε κοτσύφια. Με πυροβολισμούς φωνητικών πιδάκων, από τους κάλυκες του πιο αθώου χρόνου. Σε κυπαρίσσια λιγοστά, σ’ εληές, ξεμεινεμένα πεύκα. Σε μπαζωμένα ρέματα. Αλλά και στην βελανιδιά, μέσα στον ίσκιο, μέσα στον ύπνο μου αόρατα σαλεύουσα. Παρισινό φθινόπωρο, Jardin du Luxembourg, λουζόμουνα στο συντριβάνι του αυγινού σας ψάλματος. Σαν το σκυλί, που ’χει απολέσει αφεντικά και σπίτι μα βρήκε στην φωνή σας της πατρίδας του νερά.
Ξέρω, μου τα ’στειλες να μου γλυκαίνουνε τον δρόμο. Το μαύρο τίναγμά τους να μου δείχνει ότι είμαι πένθιμης αγάπης υποτακτικός. Καλογέρια του δικού μου ουράνιου δάσους. Αγγελικά πουλιά, στο τίποτέ μου κρεμασμένα, καρποί χερουβικοί που το γυρίζουνε σε δέντρο του παντός, σκιρτητικό.
Ωστόσο απόψε βρέχει και, πέφτοντας η νύχτα, ψάχνω να βρω τον τρόπο για το ευχαριστώ. Το στήθος μου έγινε Μονή Βαθέος Ρύακος. Όσο κι αν πόθησα, είκοσι χρόνια μια σπασμένη προσευχή σού μουρμουρίζω. Ωστόσο να· δροσολογιέται ο κότσυφας μες στο κυπαρισσάκι, απέναντι. Είναι μια μαύρη σαϊτιά, κι όλο χορεύοντας, μούσκεμα, ανεβοκατεβαίνει στα μυρωμένα σπλάχνα του δέντρου. Κι όπως ξεπλέκει τα νυχτερινά ασυλλάβιστα σ’ έναν κελαηδισμό, τρέχει το αθώο νερό, βροχή μες στην βροχή κι οι τοίχοι πλημμυρίζουν δάκρυα.
«Νερό μου, μητρική σινδόνη, νόστε υγρέ, αμνιακό της γης υγρό, καύσιμο της αγάπης», τραγουδούσε σιωπηλά ο γιος της στέπας, της σημύδας ο βλαστός, ο Αντρέι Ταρκόφσκι. Ένα κοτσύφι τον εγνώρισε. Μπήκε απ’ το παράθυρο του νοσοκομείου, ν’ απαγκιάσει στην παλάμη του. Κοιτάχτηκαν ώρα πολλή. Κι αυτό γινόταν κάθε μέρα, ώς το τέλος.
Ο πόνος έκαιγε τα σπλάχνα του και τα ’κανε νερό. Στα μάτια του, είχε αρχίσει κι εκεί να βρέχει. Ένα κατάλευκο άλογο έβοσκε στο κυματισμό χορτάρι του μυαλού του. Έτρεχε να το φτάσει, έτρεχε ο μικρός Ιβάν. Είναι από τούτο που στην τελευταία φωτογραφία φαίνεται βουλιαγμένος στο απογευματινό φως, και το κοτσύφι μες στη χούφτα του χρυσόμαυρο κερί, λυχνάρι.
Όταν ο πόνος πια τον μαύρισε κι έφεξε φεύγοντας σαν ρώσικου ύμνου ποταμός, την ώρα που στον Βόλγα και στο Νιέβα σήκωναν οι βάρκες τα πανιά – το κοτσύφι γύριζε τραγουδώντας μεθυσμένα το φως της βροχής. Ώσπου το βρήκανε με το κεφάλι μέσα στο φτερό, πάνω στο φρέσκο επιτάφιο χώμα.
Τι μου λέει το κοτσύφι απέναντι, μαύρη αστραπή στο μουσκεμένο κυπαρίσσι, με την λαλιά του βροχερή; Ποιαν άνοιξη, Μητέρα, ευαγγελίζεται; Μην είναι μαύρο σήμαντρο ο άγγελος του Ταρκόφσκι; Γιατί βρέχει, όπως στις παλιές ρωσικές ταινίες, Μητέρα.
Τι τραγουδάει ο κότσυφας;
Σπασμένος άνθρωπος, σάπιο τσιγάρο ανάσα, Θε μου· πώς να με πάρεις δίχως να έχω μάθει την γλώσσα, ενός, έστω, πουλιού;
Πάροδος
«Ὁ τόπος του ξημέρωμα Παρασκευῆς,
μέσα στὶς λίμνες ξεψυχώντας, στὰ νερά.
Μαζεύονται τὰ σύννεφα κι Ἐκεῖνος ἀνεβαίνει
στῆς ἐρημιᾶς τὸ χιόνι· σὰν κουραστοῦνε οἱ σταυρωτὲς
στέκει τοὺς περιμένει.
Παρασκευὴ μὲ ξύδι ἀέρα καὶ πικρὸ οὐρανὸ
γδαρμένη ἀπὸ φωνὲς Μανάδων ποὺ τοὺς παίρνουν τὰ παιδιά τους»,
εἶπε τὸ φυλλοθρόισμα στὸ πατρικὸ τὸ δάσος
τοῦ Ἀνδρέα Ταρκόφσκι.
«Ὁ τόπος του εἶναι Κυριακὴ ξημέρωμα,
φυτρώνει ἀπὸ τὴν ἄβυσσο κι ἀπὸ τὴν μαύρη πίσσα,
μὲ τὰ ξερὰ τῆς δόξας τὰ χορτάρια προσανάμματα.
Κατάμαυροι οἱ Ἑσπερινοί, μ᾿ ἀνασασμοῦ κεράκι,
κι εἶναι χρυσὸ τὸ δάκρυ του μὲ γεύση τῆς θαλάσσης»,
ριγήσανε μὲ τρόπο Ἀνοίξεως οἱ καπνισμένες πλάκες
κατὰ τὰ μέρη Διονυσίου Ἱερομονάχου Σολωμοῦ.
«Ρίχνει χαλάζι πετρωτό»,
σφύριζε ὁ μετανάστης τ᾿ οὐρανοῦ
πουλί, σπιρτοχελίδονο, στὸ περιβόλι τὸ δικό μου.
Ποὺ μοῦ ἔστρωναν οἱ δυό τους Δεῖπνο, βράδυ Πέμπτης
μυστικῆς, κι ἀργοῦσε Ἐκεῖνος νά 'ρθει.