© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2016

Για το βιβλίο της Ελένης Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου “Βεβαιότητες που λιγοστεύουν” (Οι Εκδόσεις των Φίλων 2016)

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Αρχίζω το βιβλίο της Ελένης Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου, Βεβαιότητες που λιγοστεύουν, από το μότο του Μπέρτολντ Μπρεχτ: «εσείς όμως σαν έρθει η μέρα που ο άνθρωπος συμπαραστάτης θα ’ναι τ’ ανθρώπου να μας θυμάστε με επιείκεια», το οποίο με τη σειρά του μας πάει πολύ πιο πίσω στον Άμλετ του Σαίξπηρ, όταν, τη στιγμή που μονομαχεί και σε λίγο θα πεθάνει, ζητά συγγνώμη από τον Λαέρτη: «Συγχώρεσέ με, κύριε, σου ’καμα άδικο· όμως/ η ευγένεια της ψυχής σου ας μου το συγχωρέσει». Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: ποια είναι εκείνη η μέρα που ο ένας ζητάει επιείκεια και ο άλλος συγχώρεση; Και εύλογα θα απαντούσαμε πως είναι η στιγμή, η μέρα, ο χρόνος ωρίμασης. Είναι τότε που ο άνθρωπος έχοντας αφομοιώσει κάθε πόνο και κάθε λύπη, οργή, μίσος, αγανάκτηση, έχοντας μέσα του αποσταγμένη σαν κατακάθι την εμπειρία από ό,τι είδε έπραξε, ένοιωσε, μαλακώνει. Γίνεται άνθρωπος που βιώνει την αλήθεια του. Και τότε ζητά την «επιείκεια», κατά Μπρεχτ και την συγγνώμη, κατά Σαίξπηρ. Είναι το τέλος της ζωής που υποχρεώνει τον άνθρωπο να κάνει τη στροφή προς τα μέσα και να αναζητήσει τον εαυτό του που ποτέ δεν βρήκε ούτε θα βρει. Είναι η ώρα των ισολογισμών, όταν το φως λιγοστεύει, οι οπτικές αλλάζουν και τίποτα δεν φαίνεται βέβαιο, όταν οι βεβαιότητες λιγοστεύουν.

Η ποιήτρια μας έχει δώσει δείγματα της ποιητικής της δραστηριότητας, όπου με βαθιά συναίσθηση της ανθρώπινης ύπαρξης και του ρόλου της στη ζωή πραγματεύεται το υλικό της, βάζοντας το χέρι της επί τον τύπον των ήλων, αγγίζοντας δηλαδή τα πράγματα, βιώνοντας τα συναισθήματα, ζώντας και αφομοιώνοντας ό,τι η ζωή και η κάθε μέρα φέρνει.

Στα τριάντα οχτώ ποιήματα των Βεβαιοτήτων που λιγοστεύουν θα αναπτύξει το στοχασμό της, πάνω στο αβέβαιο, ρέον, περαστικό και ασταθές. Τα πάντα ρει είπε ο μέγας Ηράκλειτος, όλα αλλάζουν συνεχώς και τίποτα δεν είναι σταθερό. Τα μακροπρόθεσμα σχέδια ναυαγούν από απρόσμενες εκπλήξεις. Ωραία που φύσηξε ο μπάτης κι σβήστηκε η γραφή τραγούδησε ο Γιώργος Σεφέρης, ακριβώς για να δείξει πως στη ζωή, ακόμα κι αν όλα τα έχεις υπολογίσει, ακόμα κι αν έδωσες καρδιά, πνοή, πόθους και πάθος, όλα μπορεί να ανατραπούν. Ερήμην μας κυλά ο καιρός και δεν μας λογαριάζει. «Άρνηση» λέγεται το ποίημα του Σεφέρη και η άρνηση της ζωής στα έργα μας είναι το σημαινόμενο των στίχων. «Μας διώχνουνε τα πράγματα», έλεγε, πριν από τον Σεφέρη, ο Καρυωτάκης.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, και τόσοι παλαιότεροί μας άλλοι εκφράζουν μια τέτοια απαισιοδοξία για τη ζωή; Γιατί ο άνθρωπος δεν ευγνωμονεί το αγαθό που λέει ο Σολωμός πως είναι «μέγα» και «πρώτο»; Ποιο είναι εκείνο το μικρόβιο που εισβάλλει κρυφά στη σκέψη για να δηλητηριάσει με τη βαριά φιλοσοφία την ποίηση; Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά εκείνο που υπερισχύει είναι η νιότη που φεύγει και είναι ο κόσμος γύρω μας που βρίσκει χιλιάδες τρόπους για να μας υπενθυμίσει ότι πάει ο καιρός της δόξας σαν τα τέσσερα άλογα της Αποκάλυψης, που «περάσανε δίχως σέλα ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε» (Ελύτης). Ο άνθρωπος, χωρίς τη ζωική ορμή του, σταματά την έντονη δράση για να πέσει στην περισυλλογή. Είναι η ώρα των λογαριασμών, για ό,τι έγινε καλώς ή κακώς, για ό,τι παράπεσε, για ό,τι αγνοήθηκε. Στην άκρη στο ποτάμι ή στη θάλασσα, κάτω από τα άστρα θα στοχαστεί και ανάλογα με την ικανότητά του ο καθένας θα κολυμπήσει ή θα πνιγεί «στα ρηχά των άστρων».

Η Ελένη Ηλιοπούλου-Ζαχαροπούλου θα βουτήξει στα βαθιά. Είναι η ώρα που και εκείνη, με μια ποιητική συλλογή, αν και σε όλο το έργο της έχει δώσει σαφή δείγματα, θα στοχαστεί βαθιά. Θα δει τον εαυτό της σε παραλλαγές, έτσι όπως προέκυψε από τα πάθη, τα ανθρώπινα, τα κοινωνικά, τα παγκόσμια. Από τους πρώτους μάλιστα στίχους της είναι ολοφάνερο ότι αποδέχεται την αδυναμία να αλλάξει κανείς τη ροή των πραγμάτων «κάποια έπρεπε να γίνουν έτσι». Κάποια άλλα τα ύφανε «με φαντασία και άγνοια» (έτσι είναι η ζωή) και άλλα παρέλειψε. Στον καθρέφτη βλέπει τα πολλά θραύσματα του είναι της. Τα πολλά πρόσωπα που έλεγε ο Σωκράτης ότι είχε όταν γεννήθηκε και το ένα που ήταν ταγμένο στο κώνειο (Π. Βαλερύ, Ευπαλίνος ή ο Αρχιτέκτων). Τώρα πια ξέρει πως το «ζην είναι χρόνος απαρέμφατος», απροσδιόριστος, αφανέρωτος, ωστόσο ουσιαστικός. Έτσι η ποιήτρια μπαίνει στη βαθιά ουσία του είναι και μη είναι σαν να γράφει τον πρόλογο μιας φιλοσοφικής μελέτης, η οποία συνεχίζεται με το «υπάρχειν–συνυπάρχειν / χρόνος τελολογικός αμφίσημος». Η τελεολογία είναι μια ιδέα φιλοσοφική που υποστηρίζει ότι τα πάντα στη ζωή έχουν αιτία και σκοπό-τέλος. Μόνο που ο άνθρωπος το αγνοεί. Τι σημαίνει λοιπόν, «χρόνος τελολογικός» αφού ο χρόνος δεν έχει σκοπό ή ακόμα και δεν υπάρχει καν και είναι απλώς μια επινόηση του ανθρώπου για να βάλει τάξη στη ζωή και στη δράση του; Πιστεύω πως εδώ η ποιήτρια θέλει ακριβώς να στερήσει του χρόνου τη δυναστική ιδιότητα να ορίζει το υπάρχειν- συνυπάρχειν ή απλούστερα να δείξει τη δυσκολία της συνύπαρξης. Και συνεχίζει: «Το ‘‘είμαι’’ σημαίνει ‘‘κατανοείν’’», ορίζοντας τη σκέψη ως μόνη σταθερά που αποδεικνύει την ύπαρξη, ένα αλλιώτικο αλλά ίδιο με το καρτεσιανό cogito ergo sum. Είμαι/υπάρχω, σκέφτομαι/ κατανοώ. Τα ζεύγη συμφωνούν, τα της κοινωνίας όμως συναινούν; Επειδή υπάρχω σημαίνει ότι μπορώ και να συνυπάρχω; Και αν αυτό συμβαίνει από τη μία όχθη, συμβαίνει και από την αντίπερα; Η ύπαρξη εξασφαλίζει και τη συνύπαρξη; Στο παρασκήνιο αυτής της γραμματικής περιδιάβασης, η οποία άρχισε από το πώς γίνονται κάποια πράγματα, βρίσκεται το ρήμα «κοινωνώ» που καταλήγει «στο τίποτα». Αυτό το τίποτα, το Μεγάλο Τίποτα, όπως το όρισε και ο Καβάφης, είναι η απαρχή κάθε φιλοσοφικού στοχασμού και κάθε απελπισίας ή ελευθερίας της σκέψης, ανάλογα με τον σκεπτόμενο. Είναι η ανατριχίλα του μυαλού και όλης της ύπαρξης. Τότε είναι που αναδύεται η υπαρξιακή αγωνία για τη ζωή και το νόημά της. Τότε και εκεί, ενδημεί η μέρα και η στιγμή που μπαίνει το ερώτημα που θέσαμε στην αρχή για την «επιείκεια» και τη συγγνώμη.

Κατακερματισμένη σκέψη και αισθήματα, ασαφείς διαθέσεις, μπερδεμένα νοήματα, θραύσματα του είναι σε πολλά αντίγραφα και παραλλαγές. Στο εδιζησάμην εμωυτόν καταλήγει : «η Κερκόπορτα είμ’ εγώ./ Ω, περάστε!/ Δεν υπάρχουν αντιστάσεις./ Στο ναι και στο όχι / ξοδεύτηκα./ Τ’ αδιάκοπα όρια/ ‘‘οι τύποι των ήλων’’». Αυτή η άνετη ομολογία δεν είναι χαλαρή αντίσταση αλλά στάση. Με το «ξοδεύτηκα» δίνει τον αγώνα, με την «Κερκόπορτα» δίνει τη λύση. Και η λύση είναι ένας τόπος αθώος όπου «ο καθένας ήσυχα ματώνει».

Σαν «Σχοινοβάτης» μπήκε στα επικίνδυνα τοπία του μυαλού, έψαξε τις λέξεις τις «ευθύβολες» και «ανυπόκριτες». Σαν «Χαρτοστάτης», σε σχήμα κλειδιού ζητά την πόρτα που έχει χάσει, σαν «το νόημα που σου ’πεσε απ’ τα χέρια», καθώς λέει ο Ελύτης. Το νόημα της ζωής γενικώς. «Λυπούμαι που άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι/ ανάμεσα από τα δάχτυλά μου χωρίς να πιω μια στάλα», λέει ο Σεφέρης, εκφράζοντας το πολύ που ξοδεύτηκε και το καθόλου που δεν γεύτηκε. Έτσι είναι η ζωή, ένας δρόμος μακρύς, που σαν τον οδοιπόρο, συλλογίζεται πώς την σπατάλησε ή τι θα έπρεπε να κάνει και δεν έκανε για να την απολαύσει. Άλλοτε πάλι νοιώθει σαν «πλατανόφυλλο» που σέρνει η βροχή. Το «Φθινόπωρο» ανέκαθεν σηματοδοτούσε την αρχή ενός τέλους, ο «Αύγουστος», την όμορφη νιότη που χάθηκε, τα καλοκαίρια που έγιναν «Ευμενίδες χωρίς αντίκρισμα», και πάλι ο Αύγουστος κι οι άνεμοι, όλα γίνονται σύμβολα μιας φθίνουσας πορείας.

Το ποίημα «Ενδοχώρα» είναι ίσως το κέντρο της πιο ειλικρινούς και καλοεκφρασμένης διάθεσης, της πιο εσωτερικής εκμυστήρευσης: «Το δέντρο φάνταζε / της εύφορης γης /και της καλής βροχής. / Σκαλίζοντας προς τις ρίζες / φωνή ακούστηκε / απ’ τα ερέβη της γης: / «Χαίρε Ραββί! / Και η Γεθσημανή / επάνω του σωριάστηκε / σαν τύψη». Τα ποιήματα «Ροή αμετάκλητη», «Ένας τρόπος ερμηνείας», «Σημειολογία», και όχι μόνο, η ποιήτρια έχει άμεση την επαφή με τα πράγματα και τα φαινόμενα και ως εκ τούτου η ειλικρίνεια και η ομορφιά , που εκφράζουν βρίσκει αμέσως τον αποδέκτη, εκεί δηλαδή που ο λόγος αφήνει πίσω του τα βαθιά νερά της φιλοσοφίας και τις δυσπρόσιτες ή «δυσανάγνωστες» έννοιες, ποιήτρια γίνεται βαθιά ανθρώπινη. Το μήνυμα σωστά το έχει μεταφέρει. Η ζωή γεννιέται για να περάσει και να φύγει. Ο Σεφέρης είπε, το κοινότοπο «ο κόσμος είναι απλός», εμείς δυσκολευόμαστε στην πρόσληψή του. Εν τω μεταξύ, η Ζαχαροπούλου έχει αποδεχτεί το μήνυμα: «όλα επάνω σου περνούν / υπερ-βαίνουν· / μένουν /και σε γερνούν». Σαν να λέει: δεν φταίω που σκέφτομαι αλλιώς· είναι που μεγάλωσα και στοχάζομαι περισσότερο. Είναι που νοιάζομαι «για την φανέρωση της αλήθειας/ και την αποδοχή της ‘‘Ανάγκης’’ … Για τον ‘‘λόγον διδόναι’’ / και τη μαγεία της Ποίησης».

Related Posts with Thumbnails