[Ωδή α΄]
Χάραμα των ήσκιων
της νύχτας πταίσματα
πλανώδια φώτα
σαν κυριακάτικα
στην κάμαρή μου αρμόζονται
του αργαλειού τα πρώτα πείσματα
δημοσίας κρίσεως
ο χτύπος νανουρίζει με.
Μάρτη να φορέσεις
κλωνά του φόβους σου
αλλότριοι στίχοι
της τάβλας του έρωτα
γυρεύουν αποστήθιση
της πατρίδος τα καμώματα
των θνητών τα σήματα
η αλήθεια τσουρουφλίζει με.
Να, πού μαθητεύω:
Του μύθου άμαθος
στο φρύδο της δύσης
αναστηλώνοντας
μικρών ηρώων θαύματα
της αγάπης τα τοξεύματα
με τον ήλιο χιόνι μου
τον βίο φως αβίωτο.
[Ωδή β΄]
[παραλείπεται συνήθως
δια το πένθιμον]
[Ωδή γ΄]
Ύδατα της αγάπης
ποιος νάξερε να τα χύνει στον δρόμο…
Κερώνονται οι λέξεις
κακοκαιριάζουν αιφνίδια.
Τώρα θα βρω τον αίτιο.
Πού σπάζει θάλασσα
να μαζέψω τα συντρίμμια της;
Με το άλλο αυτί ν’ ακούσεις
ποιος έφταιξε και φυραίνουν οι μέρες.
Τα πρώτα στα χαρίζω
μη μού ζητάς και τα δεύτερα.
Νόστο δεν είχες άλλοθι.
Πού ‘ναι το κράτος σου
να κηρύξω επανάσταση;
Μοιάζει φωνήεν τέλους
η άνοιξη που βουίζει στα δέντρα
ωμέγα τοσοδούλι
σαν την αλήθεια του ψέματος.
Άρα και ‘γω σαν άλλοτε
το πήρ’ απόφαση
να μοιράσω τα υπάρχοντα.
[Ωδή δ΄]
Ασβεστωμένοι στίχοι του συρμού
καταργούν την οργή
και τα περίλυπά της
μέχρι να δουν τα μάτια μου
νέο ποντισμό
το βάθος των ονείρων
σαββατοκύριακο.
Άκου, σφαδάζει γόης ουρανός
αψηφά τους καημούς
και τις μικρές ευθύνες
χάρες δεν έχει αύριο
φως απ’ τη σχισμή
τη ζήλια των αγγέλων
ανταποδίδοντας.
Των ασωμάτων πόλη νυκτική
ικριώματα θεών
πολυτελή σερβίτσια
ώσπου να δω χαιρέκακα
χόβολη ψυχών
το χώμα των σωμάτων
νεροαμμόσπιτα.
[Ωδή ε΄]
Σα να μιλώ γλώσσα νεκρή
θα σπαραχθώ απ’ τις γλώσσες του κόσμου.
Εσπερίζω ξένος αναλφάβητος
στην αυλή του πρώτου σχολείου μου
απελπίζοντας τα παιδιά
μην επουλώσουν τις ουλές των δακρύων
και πάντες λησμονηθούν στην πρώτη Ανάσταση.
Έξω σκουριάζουν τα νερά
ώσπου να βγεις απ’ το τσόφλι της λήθης
και ζηλεύω την ακτημοσύνη σου
που δεν έχω δραχμή ν’ ανταλλάξω˙
α, Παλαιέ των Ημερών,
πώς ευωδιάζει αναπόδραστα ο τόπος
στον Άδη λες κιθαρίζεται Απρίλιος.
Θρόισμα φέρνει την οργή
στρώνεις τραπέζι απουσιαζόντων
μα των ζώντων έρωτες ανώφελοι
νεφελώνουν στίχους του Ακαθίστου
αποδιώχνοντας τα πουλιά
να μη ραμφίζουν το ψωμί και το αίμα
πλην όμως στήνεις καρτέρι Άρχων Μάιος.
[Ωδή στ΄]
Αμπαρώνεις μα δεν ασφαλίζεις
χάνεις την πρόβα του φωτός
έτη νυκτός στον τάφο
να γλιστράς ως τη μέσα θυρίδα
για ν’ ανταλλάξεις τα λίγα σου κέρματα
ενώ τρίζει το κρυφό κατώι
σφοδρά γρυλίζουν από πάνω ουρανοί
άλφα ονομάζοντας τ’ ωμέγα τους.
Επισκέψεις γλυπτών ονομάτων
έρχονται λένε τον καφέ
εύκολα παίρνουν λόγια
δωρεάν οι αισθήσεις εφέτος
κοινή συναινέσει θάβουν τις ώρες μου
τους ριψάσπιδες ανέμους πάλι
μπροστά στο λάκκο μαρμαρώνουν τις ευχές
φεύγοντας σφραγίζουν την εξώπορτα.
Αγκωνάρι καιρού αποσπόρι
λάμνει στο βέβαιο πρωί
τ’ άλλα πεθαίνουν πρώτα
κουρκουρίτσες εκπλήσσονται νάτες
ξερό Πηγάδι τα πρόσωπα στέρεψε
τα τζιτζίκια στορίζουν εξόδους۠˙۠۠
αχ, να υπήρχε νυχτοβάτης οφθαλμός
άριστα θ’ απέδιδε το δίκιο τους.
[Ωδή ζ΄]
Δάκρυα χάμου
κι ανατριχιάζουν τα χώματα
της αγάπης μέγας χορηγός
ελί-χρυσο θαύμα κρινάκι φύεται
για να μυρίζει ανόρθωση πενθούντων˙
Τη Χαρά
να φοράτε μη λυπάσθε.
Νήπιος λόγος
των ηφαιστείων αντίλογος
των ωραίων όροι και βουνά
σεμνότατο δίχτυ διασώζει κόκαλα
για να μυρίζει ανόρθωση πενθούντων˙
Τη Χαρά
να φοράτε μη λυπάσθε.
Φως επηρμένο
αποτεφρώνει τα έντομα
των αθώων πρώτη φυλακή
γυμνάζει αχόρταγο σώμα πύθωνα
για να μυρίζει ανόρθωση πενθούντων˙
Τη Χαρά
να φοράτε μη λυπάσθε.
[Ωδή η΄]
Μόλις βρεθούνε τα κλειδιά
να διαπλατώσετε τις πορτίτσες του παντός
αφού πριν απ’ το μέγα σκίρτημα
δημοπρατείσθε σχεδόν
ανάγκη λοιπόν νέων τραυμάτων˙
μα όσο θα μπορείτε
τις πνοές να οσφρανθείτε
ενώ θ’ ασθμαίνουν όλα
στο Κάλλος αφεθείτε.
Λάμψη μεγάφωνη παντού
κι αν λίγο σύρετε το καπάκι της γιορτής
λυγμοί βοούν πατροπαράδοτοι
των προγραμμένων φιλιά
κολόνες επειγόμενες να γύρουν˙
μα όσο θα μπορείτε
τις πνοές να οσφρανθείτε
ενώ θ’ ασθμαίνουν όλα
στο Κάλλος αφεθείτε.
Όψιμο Πάσχα και τυφλό
αποκλαδίζετε τις γαζίες της αυλής
το πάρε-δώθε παρατράβηξε
πανευλαβή πτηνά
ωραία εισοδεύετε στο Έαρ˙
μα όσο θα μπορείτε
τις πνοές να οσφρανθείτε
ενώ θ’ ασθμαίνουν όλα
στο Κάλλος αφεθείτε.
[Ωδή θ΄]
Λόγω των όντων υπάρχεις
υπομένεις ακόμη
αλαφιασμένες Κυριακές
ξανά στη διαπασών
κυλιόμενα μίση της γενέτειρας
καντηλήθρες εν καύσει
προπέτασμα λυγμού.
Κατά χρέος, Μητέρα, μη γράφεις Ποίηση.
Γλώσσα κρυπτή δασκαλεύεις
ποιο κλειδάκι θ’ ανοίξει
τα συρταράκια ιδεών
τ’ αρχεία της ψυχής
δια χειρός επωνύμου θεομόναχου
μιλημένου να στέλνω
μηνύματα γραπτά.
Για κανόνες εξαίρεσης δεν ευθύνεσαι.
Έχω δεν έχω σκοτάδι
κατοικίδια πένθη
ευθανασίες αντοχές
όσο έχω φωνή
συγκαλώ τα ευρύχωρα ονόματα
επισκέπτες ελέους
χειρόγραφα νερά
τον σωσία του Θάνατου οπωσδήποτε.
να διαπλατώσετε τις πορτίτσες του παντός
αφού πριν απ’ το μέγα σκίρτημα
δημοπρατείσθε σχεδόν
ανάγκη λοιπόν νέων τραυμάτων˙
μα όσο θα μπορείτε
τις πνοές να οσφρανθείτε
ενώ θ’ ασθμαίνουν όλα
στο Κάλλος αφεθείτε.
Λάμψη μεγάφωνη παντού
κι αν λίγο σύρετε το καπάκι της γιορτής
λυγμοί βοούν πατροπαράδοτοι
των προγραμμένων φιλιά
κολόνες επειγόμενες να γύρουν˙
μα όσο θα μπορείτε
τις πνοές να οσφρανθείτε
ενώ θ’ ασθμαίνουν όλα
στο Κάλλος αφεθείτε.
Όψιμο Πάσχα και τυφλό
αποκλαδίζετε τις γαζίες της αυλής
το πάρε-δώθε παρατράβηξε
πανευλαβή πτηνά
ωραία εισοδεύετε στο Έαρ˙
μα όσο θα μπορείτε
τις πνοές να οσφρανθείτε
ενώ θ’ ασθμαίνουν όλα
στο Κάλλος αφεθείτε.
[Ωδή θ΄]
Λόγω των όντων υπάρχεις
υπομένεις ακόμη
αλαφιασμένες Κυριακές
ξανά στη διαπασών
κυλιόμενα μίση της γενέτειρας
καντηλήθρες εν καύσει
προπέτασμα λυγμού.
Κατά χρέος, Μητέρα, μη γράφεις Ποίηση.
Γλώσσα κρυπτή δασκαλεύεις
ποιο κλειδάκι θ’ ανοίξει
τα συρταράκια ιδεών
τ’ αρχεία της ψυχής
δια χειρός επωνύμου θεομόναχου
μιλημένου να στέλνω
μηνύματα γραπτά.
Για κανόνες εξαίρεσης δεν ευθύνεσαι.
Έχω δεν έχω σκοτάδι
κατοικίδια πένθη
ευθανασίες αντοχές
όσο έχω φωνή
συγκαλώ τα ευρύχωρα ονόματα
επισκέπτες ελέους
χειρόγραφα νερά
τον σωσία του Θάνατου οπωσδήποτε.
[Μάρτιος 2002]