Διάλεξη της Φιλολόγου
ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΣΤΑΜΙΡΗ, κατά την 8η σύναξη του δ΄ κύκλου δράσεων του
Μορφωτικού Κέντρου Λόγου «Αληθώς»
(Κυριακή
Ε΄ των Νηστειών, 29 Μαρτίου 2015, στον Ναό της Παναγούλας Μπανάτου εν Ζακύνθω)
Σ’ ένα
κείμενό του, με τίτλο «Θρησκεία και ποίηση», ο Paul Claudel
επισημαίνει δύο βασικά, ανάμεσα στα άλλα, οφέλη ή στις άλλες βοήθειες και στα
άπειρα πλεονεκτήματα που κομίζει η θρησκεία στην ποίηση. Τονίζει κατ’ αρχήν ότι
η πίστη στο Θεό επιτρέπει το εγκώμιο. «Ο
ύμνος είναι, ίσως, ο πιο μεγάλος κινητήρας της νόησης, γιατί αυτή είναι η
έκφραση της πιο βαθειάς ανάγκης της ψυχής, η φωνή της χαράς και της ζωής, το
χρέος όλης της δημιουργίας, αυτό που κάθε πλάσμα έχει ανάγκη από όλα τ’ άλλα.
Κανείς δεν τραγουδά μόνος. Ακόμα και τ’ άστρα τ’ ουρανού, διαβάζουμε στα βιβλία
των αγίων, ψάλλουν μαζί». Ύστερα, «η
θρησκεία δεν μας προσφέρει μόνο το άσμα. Μας φέρνει επίσης και το λόγο. Έδωσε
στον κόσμο όχι μόνο τη χαρά, αλλά και το νόημα». Πιστέψαμε και ξέρουμε πια
ότι «ο κόσμος δεν είναι έργο της Τύχης ή
των τυφλών φυσικών δυνάμεων. Έτσι ξέρουμε ότι υπάρχει και ένα νόημα». Αυτό
το νόημα, αυτή η υπάρχουσα αίσθηση και αντίληψη της σκόπιμης δημιουργίας μάς
δίνει την άνεση, το δικαίωμα και τη δυνατότητα να μιλάμε «για το δημιουργό της, μας δίνει τα μέσα να καταλάβουμε το έργο του, να
τον ρωτήσουμε και να του πληρώσουμε τις οφειλές μας. Μας οδηγεί κοντά Του από
θαυμάσιους, διάφορους δρόμους».
Η νόηση, λοιπόν, κινητοποιεί το λόγο. Κι ο λόγος, ως δείγμα μιας βαθύτερης
ανάγκης για έκφραση της εσωτερικότητας του ανθρώπου, σχηματοποιείται
καλλιτεχνικά, γίνεται ποίημα. Κι αν πρόκειται για έκφραση μιας θρησκευτικής
εσωτερικότητας, τότε επιλέγει ως υποκείμενα των ποιητικών του αναζητήσεων τις μορφές εκείνες από το πάνθεον που του είναι
πιο οικείες, πιο προσιτές, που συμπυκνώνουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για
την απόλυτη ταύτιση. Ήδη, από τις παγανιστικές περιόδους υμνούνταν και
γιορτάζονταν, περίσσια, θεότητες που είχαν σχέση με τη γονιμότητα, τη ζωή, το
θάνατο, τις αξίες της οικογένειας, της πατρίδας, του καθημερινού μόχθου, της
ειρήνης, της γνώσης και της σοφίας. Ο Χριστιανισμός εδραίωσε άλλες αρχές και
πρότυπα, άλλες θρησκευτικές μορφές. Ανάμεσά τους η Παναγία με προεξάρχοντα, κυρίαρχο
ρόλο στη συνείδηση του «υπάρχειν» σε κάθε άνθρωπο. Στη συνείδηση του καλού και
του κακού, του αγώνα και της χαράς, της ελπίδας και του αρνητικού.
Η Παρθένος Παναγία, η Αμίαντος, η Νύμφη η Ανύμφευτος, η Παντάνασσα
Θεοτόκος, η Πανάγαθος και Ελεήμων, το Ρόδον το Αμάραντον με τα χιλιάδες άλλα
προσωνύμια και επιθετικούς
χαρακτηρισμούς, που σχετίζονται με παραδόσεις και θρύλους, ακόμα ζωντανούς στην
ψυχή του ελληνικού λαού, αποτελεί πάντα την
ανθρώπινη καταφυγή. Δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως μία πανίερη
λατρευτική μορφή, αλλά αποτελεί το δοχείο των ανομολόγητων, κρυφών και
φανερών εξομολογήσεων του κάθε χριστιανού. Στην Παναγία, ως αρχέτυπη μορφή,
αποδίδονται χαρακτηριστικά που προκύπτουν ως βίωση της μητρότητας, της χαράς,
της λύπης, του καθημερινού αγώνα, της στέρησης, της λύτρωσης, του αποχωρισμού
και της ελπίδας. Είναι αυτό που είπαμε και πιο πάνω: η ταύτιση του ανθρώπου με
το θεϊκό ιδανικό του. Έτσι, η Παρθένος Μαρία εμπνέει την ποιητική φαντασία.
Γίνεται λόγος και προσευχή, αίνος και εγκώμιο, συντροφεύει σε θάλασσες και σε
στεριές, σε ανθισμένους κάμπους και σε ερημικές βραχοσπηλιές τους ταξιδευτές της
ζωής.
Σ’ αυτόν, λοιπόν, σήμερα, τον περίβλεπτο, ομώνυμο ναό της Παναγούλας του
Μπανάτου Ζακύνθου, όπου οι στίχοι του Άρη Δικταίου:
Τέμπλα ναών, ένας άμβωνας, πεσσίσκοι,
σταυροί εκ φαιού μαρμάρου και κιονίσκοι
διακοσμημένοι με κισσού βλαστούς. Κογχύλια
και, με ανοιχτές ουρές, παγώνια. Ανθέμια,
ρόδακες, ελισσόμενες ταινίες, φύλλα ακάνθης,
αετοί δικέφαλοι- και σε όλη τούτη
τη χαρά των οφθαλμών ανάμεσα, ο Εσταυρωμένος
κ’ η οδυρομένη Παρθένος,
αποδίδουν
την ιερότητα και την υποβλητικότητα του χώρου, και υπό το θλιμμένο βλέμμα της
Παρθένου στην ιερή εικόνα δίπλα μας, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι οι
στιγμές της θεομητορικής παρουσίας στην ελληνική ποίηση είναι αστείρευτες και
ανεξάντλητες. Υπάρχουν στα βυζαντινά χρόνια, εκφράζονται στη λόγια και δημώδη ποιητική
δημιουργία και συνεχίζουν να υπάρχουν χωρίς διακοπή μέχρι και στις δικές
μας ημέρες. Γι’ αυτό, λόγω της πληθώρας
του υλικού, είναι απαραίτητη, κατ’ αρχήν κάποια επιλογή και επικέντρωση σε
μείζονες ποιητές, καθώς και μια σχηματική, θεματική ταξινόμηση.
«Εις την φιλολογίαν αυτήν», επισημαίνει
ο Γεώργιος Ζώρας, «την πρώτην
θέσιν κατέχει αναμφιβόλως η βυζαντινή υμνογραφία. Ουδέποτε άλλοτε η μορφή της
Θεοτόκου εύρε τόσον υψηλόν, τόσον λυρικόν και τόσον εμπνευσμένον από βαθυτάτην
πίστιν ύμνον». Και, βεβαίως, αναφέρεται στον «Ακάθιστο Ύμνο», το
αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, την ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο
στρατηγό του Βυζαντινού κράτους. Μνημείο άφθαστης γλωσσικής τελειότητας, όπου,
με τον άκρατο λυρισμό των αγγελικών χαιρετισμών και των εικόνων, με τις
πολυποίκιλες εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης που προσδίδουν ένα θριαμβευτικό
τόνο, εξυμνείται η ενανθρώπιση του Θεού μέσω της Θεοτόκου. Διαφορετικού
χαρακτήρα είναι το προοίμιο του Ύμνου, όπου με στιχουργική μαχητικότητα οι
απελευθερωμένοι από τον εχθρικό κίνδυνο βυζαντινοί εκφράζουν προς τη Θεομήτορα
τις εκ βαθέων ευχαριστίες τους για τη συμβολή Της στην προστασία και υπεράσπιση
της Πόλης:
Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια
Ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια
………………………………………………………..
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Στα 1708, στην ακμάζουσα τότε ελληνική παροικία της Βενετίας, οι μαθητές
του Φλαγγινιανού Ιεροδιδασκαλείου τυπώνουν ποιητική συλλογή με τίτλο «Άνθη
Ευλαβείας». Πρόκειται για έργα, που αν και δεν έχουν εξαιρετική σημασία,
θεωρούνται αξιόλογα, κυρίως, όσον αφορά στην πρωτοτυπία τους και στο χρόνο της
σύνθεσής τους, σύμφωνα με το Γ. Ζώρα. Χάρις σ’ αυτά τα ποιήματα, που συντέθηκαν
προς τιμήν της Θεοτόκου, με αφορμή το σχολικό εορτασμό εκείνης της χρονιάς για
το Δεκαπενταύγουστο, τον εορτασμό δηλαδή της Μετάστασης της Θεομήτορος,
φανερώνεται «ώς πού μπόρεσε να φθάσει
μέσα στο αρμόδιο πολιτισμικό κλίμα ο ποιητικός μας λόγος», κατά τον Κ. Θ.
Δημαρά. Ακόμα, ο ίδιος επισημαίνει: «Πολλή
τέχνη, αλλά και πραγματική ποιητική έμπνευση επεξεργάζονται τα ποιήματα αυτά,
που αποτελούν την πρώτη μεγάλη επίτευξη ύστερ’ από τα χρόνια της Κρήτης. Είναι
πραγματικά άνθη με όλο το άρωμά τους, με τη γοητεία των ποικίλων χρωμάτων τους».
Σαν εις άρμα λαμπρόν, στα χρυσωμένα
των αγγέλων φτερά, επέτα η θεία
Μητέρα του Θεού, εις την οποία
ήταν όλα τα κάλλη μαζωμένα
……………………………………………
Κι εμέ και τους υιούς μου υποκειμένους
έκαμες. Μαρία, λοιπόν, τυχαίνει
να μας σύρεις αυτού γλυκά δεμένους.
Αλλά, στο πέρασμα των χρόνων, εκτός από τη λόγια παραγωγή, και η δημοτική
μούσα μετέτρεψε τα δικά της αισθήματα και συναισθήματα της κάθε περίστασης σε
στίχους. Αφουγκράστηκε τις εσωτερικές φωνές του λαού στις στιγμές της προσευχής
και του αίνου του προς τη Θεοτόκο. Εξωτερίκευσε κάθε μύχια σκέψη και την ανάγκη
καταφυγής του αδύναμου ανθρώπου προς την άφθαρτη και αμόλυντη Παρθένο. Ο πόνος
έγινε τραγούδι. Η χαρά έγινε τραγούδι. Ο μισεμός των αγαπημένων, η απώλεια, ο
θάνατος, ο σπαραγμός για τη χαμένη ευτυχία, αλλά και ο καημός για την αναζήτηση μιας άλλης, εναποτέθηκαν στα ευλογημένα και θαυματουργά
χέρια της Παντάνασσας. Σ’ ένα πρόσωπο ιερό, μα και οικείο. Ζήτησε την σκέπη,
την προστασία Της. Απευθύνθηκε στην προστάτιδα της πόλης την ώρα της εθνικής
συντριβής και εναπόθεσε σ’ αυτήν το λυτρωμό, συνέδεσε την απελευθέρωση του
έθνους με τη δική της παρουσία:
Η Δέσποινα ταράχθηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μην πολυδακρύζεις
Πάλι με χρόνους, με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι.
Απευθύνθηκε «στη μάνα που μεγαλώνει
ένα παιδί, στη μάνα που πονά για τα
μαρτύριά του, στην τραγική μάνα που σπαράζει την ώρα του μεγάλου πένθους».
Μοιράστηκε τη θλίψη της, το θρήνο της τον έκανε δικό της: (Το μοιρολόγι της
Παναγίας)
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερ’ αγγέλοι, αρχάγγελοι, όλοι
μαυροφορούνε,
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα πάνε κι έρχονται στης Παναγιάς την πόρτα
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν στο θρονί της,
την προσευχή της έκανε για το μονογενή της ……
Καθώς η τέχνη αναπαριστά την πραγματικότητα και αναζητά μέσα από αυτήν την
έμπνευσή της, και η προσωπική ποιητική δημιουργία ανέδειξε αυτή την περίβλεπτη
και μυσταγωγική σχέση του ανθρώπου- κι όχι πάντα, κατ’ ανάγκη, του χριστιανού,
με τη Θεοτόκο. Οι νεοέλληνες ποιητές «μετουσιώσανε
την πίστη σε λόγο, το στοχασμό σε στίχο. Και αγγίζοντας το αθέατο βάθος της
ψυχής αυτού του λαού, ζωντάνεψαν με το χρωστήρα τους τη συνείδηση της πίστης
τους». (Γ. Γιαννάκης)
Είπαμε προηγουμένως ότι θα επιχειρήσουμε μια σχηματική, θεματική
ταξινόμηση, για λόγους καθαρά πρακτικούς, των νεοελληνικών ποιημάτων που
αναφέρονται στην Παναγία. Μια τέτοια πρώτη δέσμη ποιημάτων θα μπορούσε να
περιλαμβάνει όσα συνιστούν προσευχή ή δέηση, αίνο ή εγκώμιο και όσα αποτελούν
καλλιτεχνική μετάπλαση δυνατών στιγμών, γεγονότων της καθημερινότητας.
Στο ποίημα «Δέηση στην Παναγία της μάνας του μετανάστη» ο Λάμπης Αποστολίδης,
με συνειρμούς, ίσως, από αντίστοιχα δείγματα δημοτικών τραγουδιών, με
γνησιότητα, με ειλικρινή αφέλεια και ζεστασιά αποδίδει τη λαχτάρα μιας μάνας να
ξαναδεί τον ξενιτεμένο γιο της. Με αυτό το αντάμωμα ανταλλάσσει τη ζωή της. Και
ζητάει τη διαμεσολάβηση της Παρθένας ως εγγυήτριας γι’ αυτή την ανταλλαγή:
Κι ας ήταν Παρθένα μ’ για πάντα
τα μάτια μ’ να ‘κλεινα- φτάνει
του γιόκα μ’ να ‘βλεπα
Μια στιγμούλα μονάχα
Κι ας ήταν εκείνη
-Παναγιά μ’ μ’ ακούς; Ας ήταν εκείνη
η στερνή μου στιγμή!...
Ο
Αχιλλέας Παράσχος καταφεύγει στην
«αγαπημένη, χλωμή Παναγία», για να πει τον πόνο που έχει στην καρδιά του.
Να θεραπευτεί η άρρωστη φίλη του. Δεν
κατέφυγε σε γιατρούς. Μόνο «στη Δέσποινα
– στη βασίλισσα των ουρανών, τη λευκή του κόσμου σκέπη, στη γλυκιά και καλή
Παναγία». Εδώ αξίζει να παρατηρήσουμε ότι εμφανίζεται το μοτίβο της
ανταπόδοσης, γνωστό και από την αρχαιότητα, όπου διέπει τη σχέση του δεομένου
προς το Θεό. Δέεται τη χάρη και ευσπλαχνία του Θεού και υπόσχεται ανταπόδοση
για το ευεργέτημα:
Ποιος θα φέρνει, Δέσποινα, στην ερημιά λιβάνι,
ανίσως η Μαρία μου, ανίσως αποθάνει ;
Ο Ανδρέας Μαρτζώκης, σε ομότιτλο ποίημά του, απευθύνει εγκώμιο «Στην
Παναγία», «στο γλυκό του κόσμου στήριγμα»,
αλλά καταλήγει σε δέηση και παράκληση, ώστε «η Κυρά» να έχει στη σκέπη της τη
χήρα, τον πεινασμένο, τον ναύτη-ταξιδευτή, τη μάνα του ξενιτεμένου, τον τυφλό,
το νεογέννητο βρέφος. «Να ευλογήσει τα
δάκρυα, όπου με πάθος χύνονται μπροστά στη δυστυχία». Να συγχωρήσει και να
φωτίσει τον αμαρτωλό. Να χαρίσει στην «όμορφη πατρίδα» τη λευτεριά και την
αλλοτινή δόξα. Επίσης, σε άλλο έργο του με
τίτλο “Stabat Mater”, ο αμαρτωλός άνθρωπος δηλώνει ενώπιον της πονεμένης
Μητέρας την αφοσίωσή του προς τη θυσία του μονογενούς υιού της και την ικετεύει
να τον αξιώσει να εξαγνισθεί και αυτός και να καταστεί άξιος της ουράνιας δόξας:
Για μένα τον αμαρτωλό, είδες, γλυκειά Κυρά μου
να μαρτυρεύουν στο σταυρό τ’ αγαπητό Παιδί σου !
Κάμε να σφάξη ο πόνος σου κι εμένα την καρδιά μου
Κι αξίωσέ με να θρηνώ, να κλαίω κι εγώ μαζί σου.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Επτανήσιος ποιητής με το έντονα πατριωτικό και
φιλελεύθερο πνεύμα, ο προσηλωμένος
αγωνιστής στα εθνικά ιδανικά, ανάμεσα στις εμπνεύσεις του από
τις δοκιμασίες της πατρίδας, αφιερώνει ένα μακροσκελές, πολύστιχο έργο του στη «Φανερωμένη».
Πρόκειται για μια ποιητική, λυρική αφήγηση που κινείται στα όρια του μύθου, του
εξωπραγματικού, με στοιχεία ηθογραφίας,
όπου κυριαρχεί η μητρική αγάπη. Αυτή είναι που σπάει τα όρια της ζωής και του
θανάτου, ανάμεσα σε μάνα και ξενιτεμένο γιο με τη θαυματουργό παρέμβαση της «Φανερωμένης»,
«Παρθένου», «Δέσποινας Μαρίας».
Σύντρεξε, μάνα τ’ ουρανού, σύντρεξε το παιδί μου…
Παρθένε μου, εχιονίστηκε… Θε να σβηστεί μαζί μου….
Και ξαναγύρισε με μιας στη γη ξεστηθωμένη
με το παιδί στην αγκαλιά, η Δέσπω η πικραμένη
…………………………………………………………………………
Μοσχοβολούσε η άνοιξη κι ολόγυρά της χίλια
ανθίζουν αγριολούλουδα, χολάτα χαμομήλια.
Και κάπου κάπου αμέτρητες τρελλές πυγολαμπίδες
φωτίζουν τα δυο λείψανα με μυστικές αχτίδες……
«Οι
Χαιρετισμοί» του Νίκου Γρυπάρη αποδίδουν το δοξαστικό κλίμα σ’ ένα μικρό εξωκλήσι
κάποια «Παρασκευή Σαρακοστής», όπου ψάλλονται τα αγγελικά χαίρε για την Ανύμφευτη
Παρθένο.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο «άγιος των ελληνικών γραμμάτων», γαλουχημένος
σε μια ατμόσφαιρα θρησκευτικής και χριστιανικής πίστης, αγάπης και κατάνυξης,
μετουσιώνει και σε ποιητικό λόγο αυτό το πνευματικό του υπόβαθρο. Αφιερώνει
λυρικά εγκώμια «Στην Παναγία την Κουνίστρα», «Στην Παναγία την Κεχριά», «Εις
την Παναγίτσα στο Πυργί» και την ικετεύει να αποκτήσει τη γαλήνη από τη βίωση
της αληθινής πίστης.
Μοναδική περίπτωση που φανερώνει την ύπαρξη και τη σημασία του θρησκευτικού
συναισθήματος στην ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη είναι το φιλοσοφικό ποίημά του με τίτλο «Δέησις».
Στην ιδιάζουσα καβαφική ποιητική, με τον αρχαΐζοντα λόγο και την αρχαιοπρεπή
θεματολογία, οι θεοί από τη λίστα του δωδεκάθεου χλευάζουν και περιγελούν τον
άνθρωπο για τις αδυναμίες και τα πάθη του. Εδώ το θεϊκό στοιχείο δε μένει
ασυγκίνητο μπροστά στον πόνο των ανθρώπων. Και είναι η μοναδική καβαφική αναφορά
στην εικόνα της Παναγίας που, με στοιχεία ανθρωπομορφικά, «ακούει σοβαρή και
λυπημένη» την εξομολόγηση-ικεσία της μάνας του ναύτη που λαχταράει και πονάει
για το γυρισμό του, ενώ η ίδια βρίσκεται σε κατάσταση τραγικής ειρωνείας.
Αγνοεί ότι για το γιο της έχει επέλθει το οριστικό και αμετάκλητο τέλος. Κι
αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που προκαλεί τη θλίψη της Παναγίας. Στο ποίημα
είναι διάχυτη εντέλει «η διάσταση που
υπάρχει ανάμεσα στην επιθυμία των ανθρώπων να βρίσκονται υπό τη συνεχή
προστασία του Θεού και στη σκληρή, μα αναπόφευκτη πραγματικότητα του θανάτου».
Η θάλασσα στα βάθη τής πήρε έναν ναύτη-
η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα ψηλό κερί
………………………………………………………
η εικών ακούει σοβαρή και λυπημένη
ξεύροντας πως δεν θα’λθει πια ο υιός που περιμένει.
«Στον ποιητικό του προσανατολισμό ο Τάκης
Παπατσώνης ανήκει στη μικρή χορεία των θρησκευομένων. Δεν είναι εντούτοις
υμνωδικός, δεν επαινεί. Η ποίησή του δεν εκπορεύεται, όπως στον Παπαδιαμάντη,
από την εστία της πίστεως. Μπορεί να εκκινήσει κι από τη λογική πρόθεση της
ποιητικής δημιουργίας και συνέχεται από μια αντίληψη φιλοσοφική, διαπερνάται
από έναν άνεμο θρησκευτικού ιδεαλισμού», επισημαίνει ο Μιχάλης Περάνθης. Και σαφώς ο Παπατσώνης αποτελεί «ξεχωριστή
περίπτωση ποιητή που βίωσε με απόλυτη ειλικρίνεια και ένταση το φαινόμενο της
θρησκείας». Ο ίδιος εξομολογείται: «Προκειμένου
δε για την έννοια της θρησκευτικότητας πρέπει να επαναλάβω πως είναι η παράλληλη
προς την Ερωτική έννοια». Ο μοντερνισμός του, λοιπόν, καθώς και οι εκφραστικοί
του ακροβατισμοί, πρωτοποριακοί για την εποχή του, έχουν βαθειά θρησκευτική
ρίζα. Σ’ αυτό το κλίμα κινούνται και δύο ποιήματά του, το «Υπέρ χιόνα» και το «Λιτανείες
της Παναγίας», επικλήσεις σε δεύτερο πρόσωπο, όπου επιβεβαιώνεται η άποψη του
Περάνθη και πάλι ότι στο έργο του «Επιμένει
στην Παναγία που πήρε από τους Πατέρες». Δεν της δίνει μια άλλη μορφή :
Προς εσένα η δέησή μου ας γένει
Παναγιά μου, έλα πιο σιμά μου
να χαράξεις το αλαφρό σου χαμογέλιο,
όχι της ειρωνείας, αλλά του ελέους.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, από τους μεγαλύτερους Νεοέλληνες ποιητές, με βαθειά
πίστη στον άνθρωπο και τους αγώνες του, έγραψε το εξαιρετικό ποίημα «Η χαρά της
Παναγιάς». Αίνος στη μορφή της, όπου λυρικές πολύχρωμες αντανακλάσεις, «χρυσά
μαλλιά», «θαλασσιά πεταλούδα», «κόκκινο άνθος» εξιδανικεύουν το κάλλος της .
Αλλά, εκ βαθέων εξομολόγηση, υμνητική προσευχή αναπέμπει ο Βρεττάκος στο “De profundis
clamavi”, όπως
βεβαιώνει και ο τίτλος!
….Κι η θεία σου πόλη σαν μας πάρει
για τη μεγάλη σου τη χάρη
σκυφτοί στις άκρες των βραδιών σου,
με δάκρυα σαν ο ήλιος σβει
θα σου ποτίζουμε βουβοί
τις θάλασσες των λουλουδιών σου
Με άκρατο λυρισμό και υπερρεαλισμό, με σύζευξη του παραδοσιακού με το
μοντέρνο λόγο οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου στα ποιήματά του «Γρηγορούσα». «Άσπρη
μέρα και για μας» και «Μια Παναγιά» αναφέρονται στη μορφή της Παναγίας.
Μελοποιημένα, βεβαίως, από καταξιωμένους συνθέτες αποτελούν γνώριμα, λατρεμένα
τραγούδια.
Η Ζωή Καρέλλη, με το μεγαλόπνοο λυρισμό της επανέρχεται, άλλοτε
περισσότερο, άλλοτε λιγότερο, στην πανίερη μορφή της Παναγίας. «… Αυτή η μεσιτεύουσα γλυκεία ελπίς, /
έμεινε σοβαρή και μ’ αυστηρή θωριά…», λέει στο «Μετά τον Εσπερινό» και «… Σεμνή και αυστηρότατη, ως πρέπει, / στη
μεγίστη δόξα Της…» στο «Εικονοστάσι».
Υπέρβαση των κανόνων της πραγματικότητας και μια ατμόσφαιρα μυστηριακής
προσέγγισης της θρησκευτικότητας είναι διάχυτες
στο σχετικής θεματολογίας ποίημα «Η αντίκρουση του χειμώνα» του Νίκου
Καρούζου.
Ο Γεώργιος Βαφόπουλος, που συγκαταλέγεται στη γόνιμη ποιητική παραγωγή της
Θεσσαλονίκης, μας χάρισε ένα έργο του, το «Μικρή Παναγιά των Αγγέλων». Εδώ ο
ποιητής αφορμάται από το τραγικό γεγονός της μεγάλης πυρκαγιάς που κατέστρεψε,
την 1η Δεκεμβρίου 1958 την «Παναγία των Αγγέλων», ένα σχολείο στο
Σικάγο για μικρά παιδιά, όπου ενενήντα περίπου μαθητές βρήκαν τραγικό θάνατο
μέσα στις φλόγες. Με αίσθηση βαθειάς πνευματικότητας, με διάχυτη την ειλικρινή
συγκίνηση εδώ, ο ποιητής περιγράφει τη συντριβή της Παναγίας για το
συγκλονιστικό συμβάν :
Αλλά η μικρή Μαρία τώρα πια δε βλέπει:
τα μάτια της σε μια λίμνη από δάκρυα είχαν
βουλιάξει
……………………………………………………………………………………
Η μικρή Παναγιά των Αγγέλων γρήγορα μεγάλωσε:
τώρα ήταν η σπαραγμένη γη της Αποκαθηλώσεως.
Σε μια δεύτερη δέσμη σχετικών ποιημάτων θα μπορούσαμε να εντάξουμε
όσα συνδέουν τη Θεοτόκο με κρίσιμες στιγμές της εθνικής μας ιστορίας, εκτός
βέβαια από τους βυζαντινούς ύμνους και τα δημοτικά τραγούδια με αντίστοιχο
περιεχόμενο, για τα οποία έγινε ήδη λόγος.
Αναφερθήκαμε ήδη στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και τονίστηκε η προσήλωσή του στα εθνικά ιδανικά, καθώς και το έντονα
πατριωτικό και φιλελεύθερο πνεύμα του. Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνονται στο
σημαντικό ποίημά του «25 Μαρτίου: Ευαγγελισμός – Ελληνισμός», όπου με τη
φλογερή του πένα συνδέει το θρησκευτικό και εθνικό σημαινόμενο της περίλαμπρης
αυτής εορτής: ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου ευαγγελίζεται την απελευθέρωση της
ανθρώπινης ψυχής και ο εθνικός ξεσηκωμός την απελευθέρωση του έθνους.
Στον Κωστή Παλαμά «ο Ελληνισμός
αντικρίζεται όχι στατικά αλλά δυναμικά, σα φαινόμενο ιστορικό, σαν κάτι που
μέσα στη ροή του χρόνου παθαίνει μεταπτώσεις και μοιραία αλλοιώνεται, αλλά
μένει και θα μείνει ορμή και λάμψη του δημιουργικού πνεύματος, και τα δύο μαζί
σε κράμα θαυμαστό». (Ε. Παπανούτσος). Τα στοιχεία αυτά διατρέχουν το επικής
σύλληψης έργο «Η φλογέρα του βασιλιά». «Ένα
ταξίδι του Βουλγαροκτόνου στην Αθήνα, μαρτυρημένο και τούτο από το βυζαντινό
χρονογράφο Κεδρηνό, αποτελεί το “φανερό” περιεχόμενο του έπους, τον
καμβά του καλύτερα, όπου ο ποιητής κεντάει μ’ εξαιρετικήν επιμέλεια και πολύ
πλατιάν αναπνοή τα κύρια θέματά του. Ο Βασίλειος παίρνει τα παρδαλά φουσάτα του
και πηγαίνει στην Αθήνα για να αναπέμψει τα ευχαριστήρια της νίκης στη Θεοτόκο,
στην Αθηνιώτισσα Κυρά, που ο ναός της έχει χτιστεί μέσα στον Παρθενώνα, … για
ν’ αναπέμψει ακριβώς εδώ, πάνω στην Ακρόπολη, μέσα στο μεγάλο Ναό της Παρθένας
(της Αθηνάς Παρθένας στ’ αρχαία χρόνια και τώρα της Παναγιάς Παρθένας) την
ευχαριστήρια δέηση ο πολέμαρχος βασιλιάς. Τυχαίο δεν είναι, δεν μπορούσε να
είναι για την επική ματιά του ποιητή που συγκινημένος βλέπει σ’ αυτό το
προσκύνημα την αδέλφωση του χριστιανικού και του κλασικού κόσμου μέσα στα
ελληνικά πεπρωμένα» (Ε.
Παπανούτσος).
Ο Λόγος όγδοος της επικής αυτής ποιητικής σύλληψης αποτελεί εγκώμιο προς τη
Θεοτόκο. Γίνεται αναφορά στους θρύλους γύρω από την εκκλησία της στον Παρθενώνα
και απευθύνεται περίφημος χαιρετισμός. Είναι η νέα θεότητα που αντικατέστησε
την αρχαία θεά της σοφίας από τον περίτρανο ναό της. «Περίεργη, απίθανη,
παθητικά ωραία θεότητα»:
Μοναχική, ξαρμάτωτη και απάνου εδώ αρασμένη
μακριάθε, ανέγχιχτη, άχαρη και σαν πνιμένη μέσα
σ’ ένα φακιόλι κόκκινο, σ’ ένα μαντί γεράνιο,
χωρίς κοντάρι και σκουτάρι, ουδέ γοργόνειο
σκιάχτρο,
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, το χέρι στην καρδιά της.
……
Ο Άγγελος
Σικελιανός, ήταν φιλόσοφος ποιητής με σφαιρική κοσμοθεωρία. «Η οντολογική του βεβαιότητα, η πίστη στο
απόλυτο κύρος των οραμάτων του τού επέτρεψαν να προβάλει τον προσωπικό του
μύθο… Θέλησε πάντα να σταθεί ανάμεσά μας σα μια Μορφή αδιάφθορη από την
ασυναρτησία της καθημερινής ζωής και ν’ αναπτύξει το πνεύμα του σύμφωνα με το προαίσθημα
του προορισμού του» (Π. Πρεβελάκης). Σ’ αυτόν το «σεπτό
και ελληνικό», κατά το Βρεττάκο, ποιητή ανήκει το σπουδαίο έργο «Μήτηρ Θεού».
Πρόκειται για ύμνο στην Παναγία, στη Γυναίκα, στη Μάνα Φύση. «Ο ποιητής συνάπτει τις δύο αιώνιες μητέρες
της ζωής, τη Φύση και την Παναγία, με την υπαγόρευση των μητριαρχικών
αντιλήψεων που κηρύσσονται σε όλη την ποίησή του» (Θ. Ξύδης). Το καθαρά θρησκευτικής πνοής «Πάσχα Ελλήνων»
αποτελεί την προσπάθεια της εκ νέου αφήγησης της ζωής του Χριστού,
εμπλουτισμένη με στοιχεία από τα απόκρυφα Ευαγγέλια. Τα δύο έργα συνδέει, εκτός
των άλλων, ο κοινός στόχος: να αποτελέσουν παράγοντα εθνικής αναμόρφωσης στην
κρίσιμη περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής. Σχετικής θρησκευτικής πνοής
είναι και τα μικρότερης έκτασης ποιήματα «Παρηγορήτισσα» και «Η Παναγία της
Σπάρτης». Εμφανέστατα όμως η θεομητορική μορφή συνδέεται με την Ελλάδα και τις καίριες στιγμές της ιστορίας της στο «Δεκαπενταύγουστο
του 1940» και στο «Ύμνος στην Παναγία»:
…. σήμαντρα , πλάτανοι , νερά, όλα μιλούν σαν ένα:
η Ελλάδα που, τη χάρη της, ξυπνάει και χαιρετά
Στεριές, νησιά και πέλαγα, μια Κόρη και μια Μάνα,
η Ελλάδα, στην αθάνατη, γονατιστή, πλαγιά
που τρέμει μπρος της η άβυσσο, ακούοντας την
καμπάνα,
τα θεόρατα τα μάτια Σου στυλώνει, Παναγιά…
Το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσας, το παιχνίδισμα και το
σφιχταγκάλιασμά του, κάτω από το φως του ήλιου, με τα εξωκλήσια των βράχων
συνθέτουν τη φυσιογνωμία του ελληνικού
τοπίου. Αυτή η ιδιάζουσα φυσιογνωμία τροφοδότησε την έμπνευση των ποιητών, που
σε πολλές περιπτώσεις, συνέδεσαν το κάλλος του τοπίου με την παρουσία και τη
μορφή της Παναγίας, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια άλλη δέσμη έργων με την
ίδια θεματική προσέγγιση.
Στον Παπαδιαμάντη η βίωση του φυσικού κάλλους ως θαυμαστού θεϊκού
δημιουργήματος αποτελεί κίνητρο για την εξωτερίκευση του θρησκευτικού του
αισθήματος. Γεγονός που πιστοποιείται και από τα ποιήματά του που αφιέρωσε στην
Παναγία. Έπειτα, ο Οδυσσέας Ελύτης, στο πλαίσιο της κυρίαρχης ελλαδοκεντρικής,
θαλασσοκεντρικής- αιγαιακής ιδεολογίας του, στο «Άξιον εστί» «μας παρέδωσε τη δική του ποιητική εκδοχή
των “Χαιρετισμών”, η οποία θα έλεγε κανείς,
πως είναι συνώνυμη της θάλασσας, του θαύματος, του ονείρου, του ανέμου». Η «Μακρινή Μητέρα- Ρόδο μου Αμάραντο» με αναφορά
στην Παναγία – Ελλάδα – Μάνα, στο ίδιο έργο, αποτελεί κορυφαία εσωτερική
επίκληση-αναφώνηση του ποιητή.
Ακόμα, το πώς αποτυπώνει στα λυρικά του ξεσπάσματα ο ποιητής την Παναγία
φαίνεται στο «Ο μικρός ναυτίλος», όπου η ποικιλότητα των ονομάτων της Παρθένου
συνδυάζεται με την ποικιλοχρωμία και ποικιλομορφία του αιγαιοπελαγίτικου
τοπίου. Στο
«Ναυτάκι του περιβολιού» εισάγεται για πρώτη φορά ένα θέμα θρησκευτικής
λατρείας, η Παναγιά-Ευαγγελίστρια. Αυτό δικαιολογείται από την έντονη παρουσία
της Θεοτόκου στην καθημερινή ζωή της οικογένειας του παιδιού. Η Παναγία
λειτουργεί μάλιστα ως γυναικεία μητρική παρουσία που του παραστέκεται και τον εγκαρδιώνει, ενώ
ερεθίζει τη φαντασία του, ώστε να την πλάθει με πολύμορφη εμφάνιση.
Στη συλλογή «Προσανατολισμοί» ο Ελύτης ταξιδεύει το Δεκαπενταύγουστο «με το καΐκι και τα πανιά της Παναγίας». Σ’
αυτό το ποίημα φανερώνεται το πληθωρικό ξέσπασμα της φύσης, που μέσα σ’ αυτό, «το φως της γιορτής της Παναγίας ξεχωρίζει
πιο δυνατό, πιο λευκό από τους τοίχους των εκκλησιών και των σπιτιών της
Ελλάδας, πιο γαλάζιο κι απ’ τη φωτεινότητα του Αιγαίου». Ενώ αλλού («Τα
τζιτζίκια») η μητριαρχική μορφή της Θεοτόκου, με δυνατή αφαιρετική, ποιητική
λειτουργία, κυριαρχεί στο Αιγαίο Πέλαγος:
Η Παναγιά το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της
τη Σίκινο, την Αμοργό και τ’ άλλα τα παιδιά της.
Τέλος, το «Άνεμος της Παναγίας» επιβεβαιώνει την εξομολόγηση του Ελύτη
στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «Στην αγκαλιά της Παναγιάς έβαλα λουλούδια…».
Στο ίδιο κλίμα της σύζευξης του θαλασσινού τοπίου με την καταλυτική παρουσία της Παναγίας κινούνται
και τα σχετικά ποιήματα του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου:
Το πέλαγος ασπρίζει κάτου από τ’ άσπρο φεγγάρι,
ασπρίζει ζουμπούλι και γιασεμί
………………………………………………………
που τραγουδά και στενάζει η Μεγαλόχαρη,
η Παναγιά του πελάγου, η Τηνιακή,
η θαλασσόχαρη Παναγίτσα.
Ο
πληθωρικός ποιητής Γιάννης Ρίτσος έχει σαφή πολιτικοποιημένο λόγο και προβάλλει
με την ποίησή του κοινωνικά μηνύματα ενταγμένα μέσα στο ανθρώπινο στοιχείο.
Ολόκληρο, όμως, το έργο του περιέχει μια απαράμιλλη ποικιλία εικόνων που
επιβεβαιώνουν το διάλογο του ποιητή με τη φύση. Ενδεικτικό το ποίημα «Από το όνειρο
καλοκαιρινού μεσημεριού», όπου, σε μια πρώτη ανάγνωση, περιγράφονται οι
αντιδράσεις του ανθρώπινου και φυσικού στοιχείου «Όταν περνούσε η Παναγία κάτω από τα δέντρα…».
Κυρίαρχα χαρακτηριστικά στην ποίηση της Κικής Δημουλά είναι η τολμηρή ως
ανατρεπτική χρήση της γλώσσας, η σύγκρουση ανάμεσα στην ύπαρξη και την
ανυπαρξία, αλλά και η ευρηματικότητα των εικόνων της. Στο ποίημα «Παραφασάδα» σ’
έναν περίπατο μια συνηθισμένη μέρα του Οκτώβρη, στην Κηφισιά, το τοπίο αποκτά
μια διαφορετικότητα υπερλογική, μεταφυσική, όταν «η Παναγία η Ελευθερώτρια / τραβάει κουπί μέσα στην πάχνη».
Κυρίως όμως η χριστιανική αντίληψη προσλαμβάνει την Παναγία ως Μητέρα,
Ζωοδόχο Πηγή. Σύμβολο της γέννησης και του θανάτου μέσα στον αέναο κύκλο της
ζωής. Σύμβολο της μητρικής προσφοράς,
του μητρικού πόνου. Είναι το αρχέτυπο της μάνας που συντρίβεται και σπαράζει στην
απώλεια του σπλάχνου της. Με αυτή την οπτική, εκτός από τη δημοτική μούσα, και
η πένα δόκιμων ποιητών μας ύμνησε το
πανίερο πρόσωπο της Παρθένου. Έτσι που δικαιούμαστε να κατατάξουμε τα ποιήματα
αυτά σε μια άλλη ενιαία ομάδα.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου στην «Προσευχή στην Κυρία των Αγγέλων» αναφωνεί: «Δόξα στον πόνο που σε σπάραξε, Μητέρα των
θλιμμένων».
«Αυτό
που ξεχωρίζει στο Σολωμό πιο πολύ από τις ποιητικές ή καλλιτεχνικές του αρετές
είναι η βαθιά θρησκευτικότητα και η σταθερή απόλυτη πίστη. Ο Σολωμός ήταν μια
βαθιά συνείδηση θρησκευτική που βρίσκει και διαισθάνεται κάτω από τυχαία
περιστατικά το αόρατο νόημα που τα συνέχει και τα αιτιολογεί, που αισθάνεται
μέσα στη φύση, την παρουσία , δηλαδή, ενός θεού», επισημαίνει
ο Λίνος Πολίτης. Πράγματι, στα πρωτόλεια ιταλογραμμένα σονέτα του υπάρχουν
κάποια που θεματικά αναφέρονται στη
Θεοτόκο Μαρία.
Ύστερα, στον «Κρητικό» η οπτασία, η αφαιρετική εικόνα της φεγγαροντυμένης,
για πολλούς, αποδίδεται στην Παναγία. Στο «Λάμπρο», ποίημα πατριωτικό και
θρησκευτικό, εθνογραφικό και κοινωνικό μαζί, υπάρχει αναφορά στη Μητέρα του
Χριστού. Την ημέρα της Λαμπρής, μέσα στο φωτολουσμένο ναό με την κατανυκτική
και περίλαμπρη ατμόσφαιρα, η Παναγία, αντί να συμμετέχει στον εορτασμό της
μεγαλειώδους Ανάστασης του Χριστού, κλείνει τα μάτια στις συνέπειες των
συγκλονιστικών παθών των ανθρώπων.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, στο «Μοιρολόι για έναν νεκρό» αποδίδει με υπερβατικό
λυρισμό τις συγκλονιστικές στιγμές της Ταφής του Χριστού: «… το βράδυ σώπαινε μ’ όλα του τα καμπαναριά / σύγνεφο, πικροσύγνεφο / γιατί
δεν έμπαινες μπροστά / κι από την κοντινή την εκκλησιά / γιατί δεν έσκουζες,
παρθένα Παναγιά……». Επίσης, ο Π. Σινόπουλος, με δάνειο από τους Ψαλμούς,
αναφωνεί: «-Γλυκύ μου έαρ. Γιε μου, πού
βασίλεψε η αγία σου ομορφιά;» στο σχετικό ποίημά του με τίτλο «Μετά την
Αποκαθήλωση».
Αναφερθήκαμε προηγουμένως στο πώς αξιοποιεί ο Σικελιανός καλλιτεχνικά τη
συγκεκριμένη πρόσληψη του προσώπου της Παναγίας. Αλλά, αυτή τη μάνα – σύμβολο
χρησιμοποίησε και ο Κώστας Βάρναλης στα ποιήματά του «Η μάνα του Χριστού» και «Οι
πόνοι της Παναγιάς». Εδώ, ο αιρετικός, ρεαλιστής, μαρξιστής ποιητής ξαφνιάζει με το συγκλονιστικό,
σπαραχτικό και υψηλής δραματικής
αξίας λόγο του. Ο ίδιος δικαιολογείται: «Αν η Παναγία μού κίνησε το ποιητικό μου
ενδιαφέρον, είναι γιατί μπορούσε εύκολα να γίνει η Μάνα-Σύμβολο, ο τύπος όλων
των μανάδων…, ο τύπος και το σύμβολο της πραγματικής μητρότητας». Εδώ η
Παναγία, πλήρης τρυφερών συναισθημάτων αλλά και κακών προαισθημάτων για την
τύχη του παιδιού της, εκφράζει τον ανθρώπινο πόνο κάθε μάνας:
Πού να σε κρύψω γιόκα μου να μη σε φτάνουν οι
κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποιαν κορφήν
ερημική;…»
Συμπερασματικά, η ελληνική ποιητική παραγωγή, σε επίπεδο βυζαντινής
υμνογραφίας, λαϊκής μούσας και δόκιμης, ατομικής παραγωγής, συμπεριέλαβε στις
καλλιτεχνικές αναζητήσεις και διαδρομές της, διαχρονικά, το ιερό πρόσωπο της
Παναγίας Παρθένου, σαν σύμβολο καταφυγής σε στιγμές προσωπικού ή εθνικού πόνου,
σαν σύμβολο του κάλλους και της αληθινής μητρότητας. Τη διαχρονία στην ουσία
της πολύμορφης και ζεστής σχέσης του ανθρώπου με την Παντάνασσα αποτυπώνει με
την ποιητική του γραφή ο Κωνσταντίνος Τσάτσος:
Μπρος στο δικό σου κόνισμα,
που ήτανε της γιαγιάς, της προγιαγιάς μου
το άγιο κόνισμα
το ασημωμένο
της Παναγιάς της Μυρτιδιώτισσας
που λεν πως είναι
της θάλασσας η Παναγιά,
των πειρατών, των πλάνητων
και των ξεριζωμένων.
Στο κόνισμά σου μπρος
σταυροκοπιέμαι
καλά-καλά δεν ξέρω, κάποτε
αν είσαι Εσύ, μητέρα μου,-
ή αν είναι Εκείνο,
όμως κάτι άξιο και άχραντο είναι
ένα μονάκριβο για μένανε,
μέσα στα απέραντα του κόσμου.
Ζάκυνθος, Μάρτης 2015