Γράφει
η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Ο
όρος «πληροφορητικότητα» χρησιμοποιείται
στη σύγχρονη επιστήμη και αφορά μία από
τις λειτουργίες της γλώσσας. Πρωτίστως
η «πληροφορητικότητα» σχετίζεται με
τις πληροφορίες που δίνει το κείμενο,
κυρίως όμως σχετίζεται με τον τρόπο που
δίνονται αυτές οι πληροφορίες·
ήτοι τη σύνταξη, την επιλογή της λέξης,
τη μορφή και τον ήχο της, τις μνήμες που
ξυπνάει, τα επίπεδα μνήμης που βρίσκονται
κάτω από την επιφάνειά της. Και η Ιστορία
της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ μεγάλη.
Και βεβαίως η γλώσσα είναι εργαλείο για
να συνεννοηθούμε στην καθημερινή μας
επικοινωνία, αλλά και μέσο μαγείας,
λέει ο Ελύτης. Και το ποσοστό της μαγείας
εξαρτάται από το πόσο έμπειρος,
ευφάνταστος, διαβασμένος, μορφωμένος,
ευαίσθητος είναι ο λογοτέχνης. Οπότε
και το κείμενό του είναι πληροφορητικό.
Και επειδή το ύφος είναι ο άνθρωπος
είπε ο Μπυφόν, μας το παρέδωσε και ο
Σεφέρης, από το ύφος αναγνωρίζουμε τον
άνθρωπο. Το «λογοτεχνικό έργο είναι
φτιαγμένο από λέξεις», λέει ο Τοντόροφ
(Ποιητική, 53). Και μπορεί η λεκτική ουσία
να είναι αμιγής, ο τρόπος εκφοράς της
όμως αλλάζει ανάλογα με ποιος μιλάει ή
γράφει. Σε ό,τι αφορά την ποίηση τα
νοήματα είναι κοινά αλλά η εκφορά τους
από τον εκάστοτε ποιητή είναι που τους
δίνει διάρκεια στην ανθρώπινη μνήμη.
Και
ο Σανουδάκης αυτό το πετυχαίνει, σε κάθε
είδος που γράφει: ποίηση, δοκίμιο,
επιφυλλίδα - μαρτυρία, διαμαρτυρία,
γιατί ως ποιητής έχει την ευαισθησία
και το ταλέντο, αλλά πίσω από αυτά έχει
και τη γνώση, και την παιδεία και την
ικανότητα, να εκμεταλλευτεί τη γλώσσα
σε όλες της τις ηλικίες, από την εποχή
των λυγρών σημείων μέχρι σήμερα. Έχει,
δηλαδή, την ικανότητα να ανασύρει από
την πανάρχαια κοίτη της τη λέξη και να
την τοποθετήσει στο κείμενο που γράφει
τώρα, δείχνοντας όμως την μακρά πορεία
που έχει διανύσει αυτή η λέξη, πριν
καταλήξει στο κείμενό του φορτωμένη με
την ιστορία της, την ομορφιά της, την
ακουστική της και τις ποικίλες σημασίες
της. Γιατί η ελληνική λέξη γλώσσα είναι
φάσμα και δίνει προοπτική στο κείμενο
και πνευματικό κέντρισμα στον αναγνώστη.
Κοιτάζοντας
τα ποιήματα, παρατηρούμε ότι ο ποιητής
δεν μας παραδίνεται εύκολα. Το ποίημα
αντιστέκεται, γι’ αυτό ο αναγνώστης
πρέπει να επιμείνει. Η γλώσσα είναι
πυκνή, πρέπει να αποδώσει το αμετάδοτο,
το συναίσθημα καλυμμένο, πρέπει να
ψάξεις, η διατύπωση κεντημένη πόντο-πόντο,
πρέπει να παρατηρήσεις, το νόημα κρυμμένο,
πρέπει να το ανακαλύψεις, η λέξη επιλεγμένη
έτσι ώστε να λέει πολύ περισσότερα από
το ένα και μοναδικό εκείνο που εν πρώτοις
φαίνεται. Είναι η προίκα της ελληνικής
γλώσσας, η οποία από τη φύση της έχει
πολυσημία και αρμονία, είναι φάσμα, εδώ
ταιριάζει καλύτερα η λέξη, συνδηλώσεων
και σημασιών. Οπότε ο αναγνώστης του
πρέπει να κάνει πολλές παρεκκλίνουσες
διαδρομές για να φτάσει, έχοντας μπροστά
του πολλούς ανοιχτούς δρόμους.
Ο
Σανουδάκης είναι ο ποιητής του ουτοπικού
πόθου, αυτός που, όπως και οι πρόγονοί
του ποιητές, καίγεται από τον καημό της
πάσχουσας Ρωμιοσύνης και αναζητεί το
χαμένο παράδεισο, που δεν είναι ίδιος
με τον παράδεισο κάποιου άλλου, και που
δεν είναι απολύτως χαμένος, αλλά είναι
βαθιά κρυμμένος.
Ως
Επιβάτης Υπεραστικού Λεωφορείου
σκοπεύει να κάνει μακρύ ταξίδι. Και δεν
θα ταξιδέψει στον άλλο κόσμο, που και
αυτό συνυποδηλώνεται, αλλά θα ταξιδέψει
«μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα»
λέει ο Ελύτης, στο χώμα της ελληνικής
γης, για να ανασύρει τα στοιχεία της
ταυτότητάς του που αυτά τον έχουν
στοιχειώσει.
Πρώτο
ποίημα της συλλογής είναι το «Ρέμπελο
όνειρο στη λιακάδα». Εδώ, καμιά λέξη δεν
ταιριάζει λογικά με τη διπλανή της. Ο
ρέμπελος είναι ο επαναστατημένος, αλλά
και ο τεμπέλης. Αυτός ταιριάζει στη
λιακάδα. Το «όνειρο» όμως, πώς να ταιριάξει
με τον ρέμπελο και με τη λιακάδα; Κι
όμως η μεταμορφωτική δύναμη της ποίησης
– του λόγου- μας δίνει το ρέμπελο σαν
χαμίνι, σαν αγόρι με κουρεμένο κεφάλι
αλλά όνειρο ακούρευτο που λέει ο Ελύτης,
στη λιακάδα της ζωής, δηλαδή της νιότης,
της ομορφιάς που έχει και η ζωή και η
νιότη. Το όνειρο, επίσης, βαφτίζεται
«θηρίο ανήμερο», «ανυπάκουο στον κανόνα
της Ειμαρμένης», άρα πείσμον και
επαναστατικό. Όμως, δεν υπακούει την
Ειμαρμένη; Και ποιος είναι αυτός που
μπορεί να μην υπακούει την «Ειμαρμένη»;
Ο Καζαντζάκης είχε βάλει τον Ζορμπά να
πει: «Όχι δεν υπογράφω». Είναι όμως στο
χέρι του; Αν ο ποιητής έλεγε «μοίρα» θα
περιόριζε την εξουσία της στα ηθογραφικά
συμφραζόμενα. Η «Ειμαρμένη», όμως,
έρχεται από μακριά, δείχνει την αρχαία
καταγωγή της· είναι η Ανάγκη που θα τον
υποτάξει, ενώ το «ρέμπελο όνειρό» του
δεν λέει να υποταχθεί. Ο Σανουδάκης με
αυτή τη φράση κουβαλάει την ιστορία
των προγόνων του. Οι λέξεις του είναι
το όχημα. Το ασυμβίβαστο ελεύθερο πνεύμα,
τώρα και από τότε και από πάντα. Κι ακόμα
κάτι. Αυτός ο ταραχοποιός με τη μοτοσυκλέτα,
είτε το θέλει ο Σανουδάκης είτε όχι, δεν
μπορεί να μην μας θυμίσει τις «Δύο
μηχανές στον ίδιο
δρόμο» από τη συλλογή «Διανυκτερεύσα
πλατεία» ή τον ταραχοποιό
μοτοσικλετιστή της Μαρίας Αγαθοπούλου
Κέντρου.
Πάω
στο δεύτερο ποίημα που έχει τον
πληροφορητικότατο τίτλο «Αναβρυτήριον
Χερρονήσου». Η πρώτη λέξη, «Αναβρυτήριον»
από το «ανάβρυτο», σημαίνει τον τόπο
από όπου αναβρύζει νερό. Η δεύτερη λέξη
στην αρχαία αττική της διάλεκτο είναι
προφανής, η χερσόνησος. Όμως, η συγκεκριμένη
«χερρόνησος»
με το «αναβρυτήριον»
της, με την όλη περιγραφή της από τον
ποιητή, είναι ένας θαυμάσιος θαλάσσιος
αρχαιολογικός χώρος, όπου ακούω τα
αναβρύζοντα νερά του και βλέπω τα
ψηφιδωτά, τους ψαράδες και τα ψάρια,
όπου ο εκείνος και η παρέα του, όταν
ακόμα ήταν «μικροί ίουλοι τυμβωρύχοι»,
μικρά άμυαλα παιδιά που δεν είχαν ακόμα
πετάξει γένι, έμπαιναν και έπαιζαν με
τους πεσσούς, τις ψηφίδες του ωραίου
ψηφιδωτού, - ψηφίδα- ψηφίδα/ θρύμματα-
θρύμματα, κάνοντας
αυτό που λέει ο Ηράκλειτος «αιών παις
εστί, παίζων πεσσεύων», δηλαδή ξήλωναν
το ωραίο ψηφιδωτό, βοηθώντας το έργο
του Χρόνου. Σήμερα, ό,τι επέζησε από τη
φθορά είναι «μαστιγωμένο απ’ τον
παλιομοδίτικο χρόνο».
Και σ’ αυτή τη φράση δύο λέξεις βαραίνουν
πολύ: το «μαστιγωμένο», σαν να είναι
σώμα ζωντανό, και το «παλιομοδίτικο»,
που κανείς δεν του δίνει σημασία.
Φυσικά
δεν μας διαφεύγει και μια σκηνή από την
Κίχλη του Σεφέρη.
Η Κίχλη είναι ένα βουλιαγμένο καράβι
κι εκεί «τα παιδιά κάναν μακροβούτια»
και τα γυμνά τους
σώματα «πήγαιναν σαν αδράχτια στο
βυθό και ο ήλιος έραβε στην πλάτη τους
με βελονιές μαλαματένιες, πανιά και
ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια-/ακόμη
τώρα κατεβαίνουνε λοξά/ προς τα χαλίκια
του βυθού/οι άσπρες λήκυθοι.
Και
μας γεννιέται μια αίσθηση πως εκείνες
οι «ψηφίδες» του Σανουδάκη κι εκείνα
τα «χαλίκια» και οι «άσπρες λήκυθοι»
του Σεφέρη δεν είναι τίποτα άλλο από
τους πεσσούς του Ηράκλειτου, το χρόνο
που ξηλώνει σιγά σιγά ό,τι ο ίδιος έχει
υφάνει. Εμάς και τα έργα μας. Και βέβαια
μια και μνημονεύσαμε τον Σεφέρη δεν
πρέπει να αφήσουμε αμνημόνευτο εκείνον
το στίχο του Σανουδάκη, τον «νηών
κατάλογον/ της Β΄ ραψωδίας του Ομήρου»
(της Ιλιάδας
δηλαδή) που βέβαια μας πάει κατευθείαν
στον «βασιλιά της Ασίνης», όπου επίσης
βρίσκεται μια θάλασσα αστραφτερή κι
ένα ερειπωμένο κάστρο, «μαστιγωμένο
απ’ τον παλιομοδίτικο χρόνο» κι εκείνο.
Κι εδώ μέσα σε ένα στίχο συναντώνται
τρεις εποχές, τρεις ποιητές. Ο Όμηρος,
ο Σεφέρης, ο Σανουδάκης, λες και η «ιδέα»
ποιητής είναι ο Δίας που αλλάζει μορφή
ανάλογα με την περίσταση. Το
ποίημα συνεχίζεται. Μιλάει για το «άλαλον
ύδωρ». Κι αυτό μας ταξιδεύει στην Κασταλία
όπου «απέσβετο» το «λάλον ύδωρ», πέρασε
εκείνος ο παλιός καιρός που το νερό
χρησμοδοτούσε, όμως καταγράφηκε «στο
ταμείο της μνήμης». Η φράση δεν μπήκε
τυχαία στο στίχο. Και η περιγραφή
συνεχίζεται:
«Πλάι
στον αρμυρισμένο βράχο» βρίσκονται
/ «τα θεμέλια του ιερού
της Βραβρωνίας Αρτέμιδος/ και το ξόανο
της Ιφιγένειας εν Ταύροις». Τραγωδία,
Ευριπίδης, θυσία, Βραυρώνα. Ο ναός αυτός
βρίσκεται «κάτω από τον
τρίκλιτο επισκοπικό ναό/ με το τερέρισμα
των κυμάτων του οίνοπα πόντου». Σε
πόσα επίπεδα αρχιτεκτονεί εδώ ο
Σανουδάκης; Εν αρχή ην ο μύθος και στα
θεμέλια του έλαβε υπόσταση το Ιερό της
Αρτέμιδας. Και εκεί μέσα βρίσκεται το
ξόανο που έφερε η Ιφιγένεια από τη χώρα
των Ταύρων. Άρα είναι πραγματικότητα,
δεν είναι μύθος (γιατί «ο μύθος κρύπτει
νουν αληθείας» είπε ο Κάλβος). Και από
πάνω υψώθηκε ο τρίκλιτος επισκοπικός
ναός και γύρω παντού ακούγεται το
«τερέρισμα των κυμάτων του οίνοπα
πόντου». Αυτό – το τερέρισμα- σαν λέξη,
ποιας ηλικίας είναι; Και ποιας το κύμα;
Και ο οίνωψ πόντος δεν είναι ομηρικός;
Με τρεις λέξεις ο ποιητής γεφύρωσε το
χάσμα των καιρών, των πολιτισμών και
των θρησκειών.
Επιμύθιο:
Ο Καιρός περνάει σαν τον ήλιο που
αδιάφορος κάνει τη διαδρομή του, όπως
αδιάφορος κάνει τον περίπατό του και ο
τουρίστας «πέριξ της
σιδερένιας περίφραξης του έγκλειστου
βυζαντινού αναβρυτηρίου».
Από το μύθο στην Ιστορία, από τον Όμηρο
στα κλασσικά χρόνια, στα Ελληνιστικά
και στα ρωμαϊκά και στα σημερινά, και
στην αιωνιότητα της φύσης, ο ποιητής
έκανε κύκλο στης αγάπης του - της Ιστορίας
και της Ποίησης - τον κήπο. Γιατί το όραμα
δεν το εμποδίζει καμιά περίφραξη,
αναβρύζει από υποσυνείδητες
πηγές και αισθητοποιείται στις διαδρομές
του Ήλιου που πάει κι έρχεται στις
αμιλλητήρες τροχιές του, παίρνοντας
τη μορφή ενός συναισθηματικού
καρδιογραφήματος.
Με
μια δρασκελιά σαν του Διγενή και θα πάω
στο ποίημα «Πάνω σ’ ένα ξένο δίστιχο».
Ο τίτλος είναι σεφερικός, «Πάν σ’ έναν
ξένο στίχο» λέει ο Σεφέρης και ο Σανουδάκης
πάρα πολύ ωραία εκμεταλλεύεται την
ευκαιρία που του παρέχει η διακειμενικότητα,
την οποία αντλεί αφενός από την Ιστορία
και αφετέρου από την παράδοση της
μαντινάδας, για να συνθέσει ποίημα
κάδρο, όπου θα προβάλει το δίστιχο,
που ο δύστυχος Ρωμανός Διογένης έστειλε
με επιστολή στην αγαπημένη του «ολίγον
πριν από τη σύλληψή του / μετά τη μάχη
του Ματζικέρτ»: Χίλιες
ευχές, ένα φιλί, μια βιόλα κι ένα χάδι/
εκρέμασα του φεγγαριού να σου βαστά το
βράδυ.
Ερώτημα:
Τι θέλει να πει με αυτό το ποίημα ο
Σανουδάκης; Έστειλε πράγματι επιστολή,
με δίστιχο, ο δύστυχος Ρωμανός; Εκείνη
την ώρα που κινδύνευε η ζωή του αυτός
είχε στο νου του τους έρωτες; Ό,τι και
να θέλει να πει, η μαντινάδα υπάρχει. Η
τέχνη σώζει. Ο Ρωμανός πέθανε από τη
φριχτή του μοίρα, αλλά η μαντινάδα
σώθηκε, είτε την συνέθεσε αυτός ή κάποιος
άλλος ανώνυμος που ωστόσο τη συνέθεσε.
Κι
ένα χαϊκού: «Εγώ το
φυλλοβόλον δέντρον/ κι εσύ το χάδι του
εαρινού/ δροσοβόλου άερα».
Και για να μη μας θυμώσει ο Ελύτης θα
παραθέσω: «Το γερτό
πατζούρι εσύ,/ ο αέρας που το ανοίγει
εγώ» (Μονόγραμμα
ΙΙΙ). Ο αέρας- έρως δροσίζει και τα δύο
στιγμιότυπα των ποιητών μας.
Δεν
μου φτάνει ο χρόνος να αναφερθώ λεπτομερώς
στα συγκλονιστικά κείμενα του βιβλίου
Δραπέτης των ημερών.
Θα σταθώ λίγο μόνο στο πρώτο, «Ο Λέων
του Χάνδακα», όπου ο έπαινος στον άνδρα
της δημοσιογραφίας πλέκεται με
βενετσιάνικες βελονιές και από τον
ωκεανό της ελληνικής αναδύεται ο
«γλυκασμός της προσλαλιάς του» … μέχρι
την ώρα που «αντίζηλος ο Χάρων έρριψε
το γάντι και ως λέων ο Λέων απεδέχθη την
πρόσκληση αιμάτινης πάλης στους
φαιοκόκκινους δρόμους του εγκεφάλου».
Στα «μαρμαρένια αλώνια» λέει το ακριτικό
ποίημα, «Ψηλά στου Διγενή τ’ αλώνια»,
λέει ο Χατζιδάκις, «Στα περβόλια», λέει
ο Θεοδωράκης, στους «φαιοκόκκινους
δρόμους του εγκεφάλου» λέει ο Σανουδάκης
και όλοι για το ίδιο πράγμα λένε. Για
τον αγώνα του ανθρώπου με τον Χάροντα.
Θα
τελειώσω με μια αναφορά στο πιο αγαπημένο
μου από όλα τα αγαπημένα βιβλία του, το
Σφαιριστήριο λαβυρίνθου.
Το
βιβλίο ανοίγει με την «Αγορά πλήθουσα».
Αρχαία φράση που δηλώνει το χρόνο, την
ώρα που η αγορά έχει μεγάλη κίνηση.
Πρωταγωνιστής ο Αντρέας. Ο αφηγητής
βεβαιώνει: «Τον είδα χθες βράδυ να
κατεβαίνει πετώντας από την κορυφή της
πύλης Voltone, αφού προηγουμένως
είχε αποκολληθεί απ’ τ’ ανάγλυφο του
υπέρθυρου … Φορούσε φτερά του λιονταριού
του Αγίου Μάρκου, ενδεδυμένος λευκή
εσθήτα, ενώ στο δεξί χέρι κρατούσε, όπως
συνήθιζε, ένα μπουκάλι κρασί Μαλβαζίας.
Με μια ανάλαφρη κίνηση, ο Αντρέας που
τον θεωρούσαν τρελό και μπεκρή,
προσγειώθηκε στην οικεία του θέση,
μεταξύ Μπαλαμούτσου και Μεϊντάνι γωνία».
Ο Σανουδάκης μας δίνει τις συντεταγμένες
του χώρου και του χρόνου: μεσημέρι,
«Μπαλαμούτσου και Μεϊντάνι γωνία», που
αφορούν ένα πραγματικό γεγονός. Το πώς
προσγειώθηκε όμως ο Αντρέας «από την
κορυφή της πύλης Voltone»
και πώς αποκολλήθηκε από το υπέρθυρο
είναι το μη πραγματικό·
είναι φανταστικό γεγονός. Είναι θαύμα.
Το ότι έφερε «φτερά του λιονταριού» και
ήταν «ενδεδυμένος με λευκή εσθήτα» μου
δείχνει άγγελο. (Για τους φίλους του
κινηματογράφου θυμίζω ότι με παρόμοιο
τρόπο κατέβασε αγγέλους ο Βιμ Βέντερς
στην ταινία του «Τα φτερά του έρωτα», ή
με το γερμανικό της τίτλο «Ο ουρανός
πάνω από το Βερολίνο»). Σαν κινηματογραφιστής,
ο αφηγητής Σανουδάκης, ανοίγει το πλάνο
του, το κάδρο του, μελετά τις γραμμές,
από την κορυφή κάτω, στο
κέντρο, και από το κέντρο στα πλάγια.
Εικόνες, σχήματα, χρώματα, φωτοσκιάσεις,
πρόσωπα, γκριμάτσες, το
φτερούγισμα του Αντρέα. Κι εκεί στο
πλήθος μέσα, η κίνηση, τα τροχοφόρα, ο
τροχονόμος σε ώρα δράσης, όλα σταματούν,
σαν η φύση να κρατάει την αναπνοή της
για να χωνέψει το θαύμα. Ο αφηγητής είναι
έξω από το πλάνο, κάνει κύκλο με το βλέμμα
του το γυροσκοπικό, διαγράφει
κινηματογραφικά τον κύκλο σε πλάνο
πανοραμίκ, για να σταθεί και πάλι πάνω
στον Αντρέα, με την παιδική ψυχή και
αφέλεια, που θα «σκάσει στα γέλια», κατά
κυριολεξία, και θα γίνει η πόλη θρύψαλα,
σαν το μεγάλο μπιγκ μπαγκ του κόσμου,
και στη συνέχεια θα πάρει τις ψηφίδες
της μαζί του, πετώντας πάλι στην πύλη
Voltone. Ο Αντρέας με τη λευκή
εσθήτα και το πρόσωπο, που δεν είναι
στραβό και μεθυσμένο, ούτε το στόμα
μπουκωμένο, αλλά είναι ιδανικό «σαν
μονοκοντυλιά αγιογραφίας του Μιχαήλ
Δαμασκηνού». Ο Αντρέας είναι σαν τα
πρόσωπα εκείνα τα κατατρεγμένα, τους
σαλούς ή σαλεμένους, που όμως
αντιμετωπίζονται ως ιερά. Η φράση «σαν
μονοκοντυλιά αγιογραφίας του Μιχαήλ
Δαμασκηνού» αναβαθμίζει την εικόνα του
Αντρέα και τον κάνει να μοιάζει με τις
φιγούρες που απεικονίζονται στα μεγάλα
έργα τέχνης.
Ο
Πρωταγόρας έλεγε ότι η πειθώ είναι νίκη
χωρίς σπαθί, αλλά μια ουσία που
προϋποθέτει πολλαπλές όψεις»1.
Ο λόγος του Σανουδάκη
διαθέτει αυτές τις πολλαπλές όψεις,
πείθει γοητευτικά και μας παρακινεί να
ξαναγίνουμε παιδιά, να αποκτήσουμε και
πάλι τα ψαλιδισμένα φτερά που ο
ορθολογισμός μας στέρησε και μας μετέβαλε
σε ψυχρά μηχανιστικά όντα. Βλέπετε, το
πληκτρολόγιο του υπολογιστή μας δεν
διαθέτει πλήκτρο για να δείξει τον
πολυτονικό κυματισμό της ψυχής. Γράφει
μονοτονικά. Δεν είναι
σαν το πλήκτρο του πιάνου που με ένα
χτύπημα μας δίνει όλη την οκτάβα. Όμως
ο Σανουδάκης, ακόμα και
αυτό το αναίσθητο μηχάνημα – μεταξύ
μας, πάρα πολύ χρήσιμο- το έχει καταφέρει
να αισθάνεται. Με το δάχτυλό του, στο
πλήκτρο, γίνεται ο άρχοντας του χρόνου
πριν και μετά τη δημιουργία. Εν αρχή ήν
ο Λόγος. Και ο λόγος του είναι η αλήθεια
Η ετυμολογία της λέξης «αλήθεια» είναι:
Α + λήθη, που σημαίνει δεν ξεχνώ. Κι όπως
η αρχαιολογική υπηρεσία αναστηλώνει
μνημεία, ο λόγος αναστηλώνει τη μνήμη.