© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Η πληροφορητικότητα στο έργο του Αντώνη Σανουδάκη

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο όρος «πληροφορητικότητα» χρησιμοποιείται στη σύγχρονη επιστήμη και αφορά μία από τις λειτουργίες της γλώσσας. Πρωτίστως η «πληροφορητικότητα» σχετίζεται με τις πληροφορίες που δίνει το κείμενο, κυρίως όμως σχετίζεται με τον τρόπο που δίνονται αυτές οι πληροφορίες· ήτοι τη σύνταξη, την επιλογή της λέξης, τη μορφή και τον ήχο της, τις μνήμες που ξυπνάει, τα επίπεδα μνήμης που βρίσκονται κάτω από την επιφάνειά της. Και η Ιστορία της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ μεγάλη. Και βεβαίως η γλώσσα είναι εργαλείο για να συνεννοηθούμε στην καθημερινή μας επικοινωνία, αλλά και μέσο μαγείας, λέει ο Ελύτης. Και το ποσοστό της μαγείας εξαρτάται από το πόσο έμπειρος, ευφάνταστος, διαβασμένος, μορφωμένος, ευαίσθητος είναι ο λογοτέχνης. Οπότε και το κείμενό του είναι πληροφορητικό. Και επειδή το ύφος είναι ο άνθρωπος είπε ο Μπυφόν, μας το παρέδωσε και ο Σεφέρης, από το ύφος αναγνωρίζουμε τον άνθρωπο. Το «λογοτεχνικό έργο είναι φτιαγμένο από λέξεις», λέει ο Τοντόροφ (Ποιητική, 53). Και μπορεί η λεκτική ουσία να είναι αμιγής, ο τρόπος εκφοράς της όμως αλλάζει ανάλογα με ποιος μιλάει ή γράφει. Σε ό,τι αφορά την ποίηση τα νοήματα είναι κοινά αλλά η εκφορά τους από τον εκάστοτε ποιητή είναι που τους δίνει διάρκεια στην ανθρώπινη μνήμη.
Και ο Σανουδάκης αυτό το πετυχαίνει, σε κάθε είδος που γράφει: ποίηση, δοκίμιο, επιφυλλίδα - μαρτυρία, διαμαρτυρία, γιατί ως ποιητής έχει την ευαισθησία και το ταλέντο, αλλά πίσω από αυτά έχει και τη γνώση, και την παιδεία και την ικανότητα, να εκμεταλλευτεί τη γλώσσα σε όλες της τις ηλικίες, από την εποχή των λυγρών σημείων μέχρι σήμερα. Έχει, δηλαδή, την ικανότητα να ανασύρει από την πανάρχαια κοίτη της τη λέξη και να την τοποθετήσει στο κείμενο που γράφει τώρα, δείχνοντας όμως την μακρά πορεία που έχει διανύσει αυτή η λέξη, πριν καταλήξει στο κείμενό του φορτωμένη με την ιστορία της, την ομορφιά της, την ακουστική της και τις ποικίλες σημασίες της. Γιατί η ελληνική λέξη γλώσσα είναι φάσμα και δίνει προοπτική στο κείμενο και πνευματικό κέντρισμα στον αναγνώστη.
Κοιτάζοντας τα ποιήματα, παρατηρούμε ότι ο ποιητής δεν μας παραδίνεται εύκολα. Το ποίημα αντιστέκεται, γι’ αυτό ο αναγνώστης πρέπει να επιμείνει. Η γλώσσα είναι πυκνή, πρέπει να αποδώσει το αμετάδοτο, το συναίσθημα καλυμμένο, πρέπει να ψάξεις, η διατύπωση κεντημένη πόντο-πόντο, πρέπει να παρατηρήσεις, το νόημα κρυμμένο, πρέπει να το ανακαλύψεις, η λέξη επιλεγμένη έτσι ώστε να λέει πολύ περισσότερα από το ένα και μοναδικό εκείνο που εν πρώτοις φαίνεται. Είναι η προίκα της ελληνικής γλώσσας, η οποία από τη φύση της έχει πολυσημία και αρμονία, είναι φάσμα, εδώ ταιριάζει καλύτερα η λέξη, συνδηλώσεων και σημασιών. Οπότε ο αναγνώστης του πρέπει να κάνει πολλές παρεκκλίνουσες διαδρομές για να φτάσει, έχοντας μπροστά του πολλούς ανοιχτούς δρόμους.
Ο Σανουδάκης είναι ο ποιητής του ουτοπικού πόθου, αυτός που, όπως και οι πρόγονοί του ποιητές, καίγεται από τον καημό της πάσχουσας Ρωμιοσύνης και αναζητεί το χαμένο παράδεισο, που δεν είναι ίδιος με τον παράδεισο κάποιου άλλου, και που δεν είναι απολύτως χαμένος, αλλά είναι βαθιά κρυμμένος.
Ως Επιβάτης Υπεραστικού Λεωφορείου σκοπεύει να κάνει μακρύ ταξίδι. Και δεν θα ταξιδέψει στον άλλο κόσμο, που και αυτό συνυποδηλώνεται, αλλά θα ταξιδέψει «μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα» λέει ο Ελύτης, στο χώμα της ελληνικής γης, για να ανασύρει τα στοιχεία της ταυτότητάς του που αυτά τον έχουν στοιχειώσει.
Πρώτο ποίημα της συλλογής είναι το «Ρέμπελο όνειρο στη λιακάδα». Εδώ, καμιά λέξη δεν ταιριάζει λογικά με τη διπλανή της. Ο ρέμπελος είναι ο επαναστατημένος, αλλά και ο τεμπέλης. Αυτός ταιριάζει στη λιακάδα. Το «όνειρο» όμως, πώς να ταιριάξει με τον ρέμπελο και με τη λιακάδα; Κι όμως η μεταμορφωτική δύναμη της ποίησης – του λόγου- μας δίνει το ρέμπελο σαν χαμίνι, σαν αγόρι με κουρεμένο κεφάλι αλλά όνειρο ακούρευτο που λέει ο Ελύτης, στη λιακάδα της ζωής, δηλαδή της νιότης, της ομορφιάς που έχει και η ζωή και η νιότη. Το όνειρο, επίσης, βαφτίζεται «θηρίο ανήμερο», «ανυπάκουο στον κανόνα της Ειμαρμένης», άρα πείσμον και επαναστατικό. Όμως, δεν υπακούει την Ειμαρμένη; Και ποιος είναι αυτός που μπορεί να μην υπακούει την «Ειμαρμένη»; Ο Καζαντζάκης είχε βάλει τον Ζορμπά να πει: «Όχι δεν υπογράφω». Είναι όμως στο χέρι του; Αν ο ποιητής έλεγε «μοίρα» θα περιόριζε την εξουσία της στα ηθογραφικά συμφραζόμενα. Η «Ειμαρμένη», όμως, έρχεται από μακριά, δείχνει την αρχαία καταγωγή της· είναι η Ανάγκη που θα τον υποτάξει, ενώ το «ρέμπελο όνειρό» του δεν λέει να υποταχθεί. Ο Σανουδάκης με αυτή τη φράση κουβαλάει την ιστορία των προγόνων του. Οι λέξεις του είναι το όχημα. Το ασυμβίβαστο ελεύθερο πνεύμα, τώρα και από τότε και από πάντα. Κι ακόμα κάτι. Αυτός ο ταραχοποιός με τη μοτοσυκλέτα, είτε το θέλει ο Σανουδάκης είτε όχι, δεν μπορεί να μην μας θυμίσει τις «Δύο μηχανές στον ίδιο δρόμο» από τη συλλογή «Διανυκτερεύσα πλατεία» ή τον ταραχοποιό μοτοσικλετιστή της Μαρίας Αγαθοπούλου Κέντρου.
Πάω στο δεύτερο ποίημα που έχει τον πληροφορητικότατο τίτλο «Αναβρυτήριον Χερρονήσου». Η πρώτη λέξη, «Αναβρυτήριον» από το «ανάβρυτο», σημαίνει τον τόπο από όπου αναβρύζει νερό. Η δεύτερη λέξη στην αρχαία αττική της διάλεκτο είναι προφανής, η χερσόνησος. Όμως, η συγκεκριμένη «χερρόνησος» με το «αναβρυτήριον» της, με την όλη περιγραφή της από τον ποιητή, είναι ένας θαυμάσιος θαλάσσιος αρχαιολογικός χώρος, όπου ακούω τα αναβρύζοντα νερά του και βλέπω τα ψηφιδωτά, τους ψαράδες και τα ψάρια, όπου ο εκείνος και η παρέα του, όταν ακόμα ήταν «μικροί ίουλοι τυμβωρύχοι», μικρά άμυαλα παιδιά που δεν είχαν ακόμα πετάξει γένι, έμπαιναν και έπαιζαν με τους πεσσούς, τις ψηφίδες του ωραίου ψηφιδωτού, - ψηφίδα- ψηφίδα/ θρύμματα- θρύμματα, κάνοντας αυτό που λέει ο Ηράκλειτος «αιών παις εστί, παίζων πεσσεύων», δηλαδή ξήλωναν το ωραίο ψηφιδωτό, βοηθώντας το έργο του Χρόνου. Σήμερα, ό,τι επέζησε από τη φθορά είναι «μαστιγωμένο απ’ τον παλιομοδίτικο χρόνο». Και σ’ αυτή τη φράση δύο λέξεις βαραίνουν πολύ: το «μαστιγωμένο», σαν να είναι σώμα ζωντανό, και το «παλιομοδίτικο», που κανείς δεν του δίνει σημασία.
Φυσικά δεν μας διαφεύγει και μια σκηνή από την Κίχλη του Σεφέρη. Η Κίχλη είναι ένα βουλιαγμένο καράβι κι εκεί «τα παιδιά κάναν μακροβούτια» και τα γυμνά τους σώματα «πήγαιναν σαν αδράχτια στο βυθό και ο ήλιος έραβε στην πλάτη τους με βελονιές μαλαματένιες, πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια-/ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά/ προς τα χαλίκια του βυθού/οι άσπρες λήκυθοι.
Και μας γεννιέται μια αίσθηση πως εκείνες οι «ψηφίδες» του Σανουδάκη κι εκείνα τα «χαλίκια» και οι «άσπρες λήκυθοι» του Σεφέρη δεν είναι τίποτα άλλο από τους πεσσούς του Ηράκλειτου, το χρόνο που ξηλώνει σιγά σιγά ό,τι ο ίδιος έχει υφάνει. Εμάς και τα έργα μας. Και βέβαια μια και μνημονεύσαμε τον Σεφέρη δεν πρέπει να αφήσουμε αμνημόνευτο εκείνον το στίχο του Σανουδάκη, τον «νηών κατάλογον/ της Β΄ ραψωδίας του Ομήρου» (της Ιλιάδας δηλαδή) που βέβαια μας πάει κατευθείαν στον «βασιλιά της Ασίνης», όπου επίσης βρίσκεται μια θάλασσα αστραφτερή κι ένα ερειπωμένο κάστρο, «μαστιγωμένο απ’ τον παλιομοδίτικο χρόνο» κι εκείνο. Κι εδώ μέσα σε ένα στίχο συναντώνται τρεις εποχές, τρεις ποιητές. Ο Όμηρος, ο Σεφέρης, ο Σανουδάκης, λες και η «ιδέα» ποιητής είναι ο Δίας που αλλάζει μορφή ανάλογα με την περίσταση. Το ποίημα συνεχίζεται. Μιλάει για το «άλαλον ύδωρ». Κι αυτό μας ταξιδεύει στην Κασταλία όπου «απέσβετο» το «λάλον ύδωρ», πέρασε εκείνος ο παλιός καιρός που το νερό χρησμοδοτούσε, όμως καταγράφηκε «στο ταμείο της μνήμης». Η φράση δεν μπήκε τυχαία στο στίχο. Και η περιγραφή συνεχίζεται:
«Πλάι στον αρμυρισμένο βράχο» βρίσκονται / «τα θεμέλια του ιερού της Βραβρωνίας Αρτέμιδος/ και το ξόανο της Ιφιγένειας εν Ταύροις». Τραγωδία, Ευριπίδης, θυσία, Βραυρώνα. Ο ναός αυτός βρίσκεται «κάτω από τον τρίκλιτο επισκοπικό ναό/ με το τερέρισμα των κυμάτων του οίνοπα πόντου». Σε πόσα επίπεδα αρχιτεκτονεί εδώ ο Σανουδάκης; Εν αρχή ην ο μύθος και στα θεμέλια του έλαβε υπόσταση το Ιερό της Αρτέμιδας. Και εκεί μέσα βρίσκεται το ξόανο που έφερε η Ιφιγένεια από τη χώρα των Ταύρων. Άρα είναι πραγματικότητα, δεν είναι μύθος (γιατί «ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας» είπε ο Κάλβος). Και από πάνω υψώθηκε ο τρίκλιτος επισκοπικός ναός και γύρω παντού ακούγεται το «τερέρισμα των κυμάτων του οίνοπα πόντου». Αυτό – το τερέρισμα- σαν λέξη, ποιας ηλικίας είναι; Και ποιας το κύμα; Και ο οίνωψ πόντος δεν είναι ομηρικός; Με τρεις λέξεις ο ποιητής γεφύρωσε το χάσμα των καιρών, των πολιτισμών και των θρησκειών.
Επιμύθιο: Ο Καιρός περνάει σαν τον ήλιο που αδιάφορος κάνει τη διαδρομή του, όπως αδιάφορος κάνει τον περίπατό του και ο τουρίστας «πέριξ της σιδερένιας περίφραξης του έγκλειστου βυζαντινού αναβρυτηρίου». Από το μύθο στην Ιστορία, από τον Όμηρο στα κλασσικά χρόνια, στα Ελληνιστικά και στα ρωμαϊκά και στα σημερινά, και στην αιωνιότητα της φύσης, ο ποιητής έκανε κύκλο στης αγάπης του - της Ιστορίας και της Ποίησης - τον κήπο. Γιατί το όραμα δεν το εμποδίζει καμιά περίφραξη, αναβρύζει από υποσυνείδητες πηγές και αισθητοποιείται στις διαδρομές του Ήλιου που πάει κι έρχεται στις αμιλλητήρες τροχιές του, παίρνοντας τη μορφή ενός συναισθηματικού καρδιογραφήματος.
Με μια δρασκελιά σαν του Διγενή και θα πάω στο ποίημα «Πάνω σ’ ένα ξένο δίστιχο». Ο τίτλος είναι σεφερικός, «Πάν σ’ έναν ξένο στίχο» λέει ο Σεφέρης και ο Σανουδάκης πάρα πολύ ωραία εκμεταλλεύεται την ευκαιρία που του παρέχει η διακειμενικότητα, την οποία αντλεί αφενός από την Ιστορία και αφετέρου από την παράδοση της μαντινάδας, για να συνθέσει ποίημα κάδρο, όπου θα προβάλει το δίστιχο, που ο δύστυχος Ρωμανός Διογένης έστειλε με επιστολή στην αγαπημένη του «ολίγον πριν από τη σύλληψή του / μετά τη μάχη του Ματζικέρτ»: Χίλιες ευχές, ένα φιλί, μια βιόλα κι ένα χάδι/ εκρέμασα του φεγγαριού να σου βαστά το βράδυ.
Ερώτημα: Τι θέλει να πει με αυτό το ποίημα ο Σανουδάκης; Έστειλε πράγματι επιστολή, με δίστιχο, ο δύστυχος Ρωμανός; Εκείνη την ώρα που κινδύνευε η ζωή του αυτός είχε στο νου του τους έρωτες; Ό,τι και να θέλει να πει, η μαντινάδα υπάρχει. Η τέχνη σώζει. Ο Ρωμανός πέθανε από τη φριχτή του μοίρα, αλλά η μαντινάδα σώθηκε, είτε την συνέθεσε αυτός ή κάποιος άλλος ανώνυμος που ωστόσο τη συνέθεσε.
Κι ένα χαϊκού: «Εγώ το φυλλοβόλον δέντρον/ κι εσύ το χάδι του εαρινού/ δροσοβόλου άερα». Και για να μη μας θυμώσει ο Ελύτης θα παραθέσω: «Το γερτό πατζούρι εσύ,/ ο αέρας που το ανοίγει εγώ» (Μονόγραμμα ΙΙΙ). Ο αέρας- έρως δροσίζει και τα δύο στιγμιότυπα των ποιητών μας.
Δεν μου φτάνει ο χρόνος να αναφερθώ λεπτομερώς στα συγκλονιστικά κείμενα του βιβλίου Δραπέτης των ημερών. Θα σταθώ λίγο μόνο στο πρώτο, «Ο Λέων του Χάνδακα», όπου ο έπαινος στον άνδρα της δημοσιογραφίας πλέκεται με βενετσιάνικες βελονιές και από τον ωκεανό της ελληνικής αναδύεται ο «γλυκασμός της προσλαλιάς του» … μέχρι την ώρα που «αντίζηλος ο Χάρων έρριψε το γάντι και ως λέων ο Λέων απεδέχθη την πρόσκληση αιμάτινης πάλης στους φαιοκόκκινους δρόμους του εγκεφάλου». Στα «μαρμαρένια αλώνια» λέει το ακριτικό ποίημα, «Ψηλά στου Διγενή τ’ αλώνια», λέει ο Χατζιδάκις, «Στα περβόλια», λέει ο Θεοδωράκης, στους «φαιοκόκκινους δρόμους του εγκεφάλου» λέει ο Σανουδάκης και όλοι για το ίδιο πράγμα λένε. Για τον αγώνα του ανθρώπου με τον Χάροντα.
Θα τελειώσω με μια αναφορά στο πιο αγαπημένο μου από όλα τα αγαπημένα βιβλία του, το Σφαιριστήριο λαβυρίνθου.
Το βιβλίο ανοίγει με την «Αγορά πλήθουσα». Αρχαία φράση που δηλώνει το χρόνο, την ώρα που η αγορά έχει μεγάλη κίνηση. Πρωταγωνιστής ο Αντρέας. Ο αφηγητής βεβαιώνει: «Τον είδα χθες βράδυ να κατεβαίνει πετώντας από την κορυφή της πύλης Voltone, αφού προηγουμένως είχε αποκολληθεί απ’ τ’ ανάγλυφο του υπέρθυρου … Φορούσε φτερά του λιονταριού του Αγίου Μάρκου, ενδεδυμένος λευκή εσθήτα, ενώ στο δεξί χέρι κρατούσε, όπως συνήθιζε, ένα μπουκάλι κρασί Μαλβαζίας. Με μια ανάλαφρη κίνηση, ο Αντρέας που τον θεωρούσαν τρελό και μπεκρή, προσγειώθηκε στην οικεία του θέση, μεταξύ Μπαλαμούτσου και Μεϊντάνι γωνία». Ο Σανουδάκης μας δίνει τις συντεταγμένες του χώρου και του χρόνου: μεσημέρι, «Μπαλαμούτσου και Μεϊντάνι γωνία», που αφορούν ένα πραγματικό γεγονός. Το πώς προσγειώθηκε όμως ο Αντρέας «από την κορυφή της πύλης Voltone» και πώς αποκολλήθηκε από το υπέρθυρο είναι το μη πραγματικό· είναι φανταστικό γεγονός. Είναι θαύμα. Το ότι έφερε «φτερά του λιονταριού» και ήταν «ενδεδυμένος με λευκή εσθήτα» μου δείχνει άγγελο. (Για τους φίλους του κινηματογράφου θυμίζω ότι με παρόμοιο τρόπο κατέβασε αγγέλους ο Βιμ Βέντερς στην ταινία του «Τα φτερά του έρωτα», ή με το γερμανικό της τίτλο «Ο ουρανός πάνω από το Βερολίνο»). Σαν κινηματογραφιστής, ο αφηγητής Σανουδάκης, ανοίγει το πλάνο του, το κάδρο του, μελετά τις γραμμές, από την κορυφή κάτω, στο κέντρο, και από το κέντρο στα πλάγια. Εικόνες, σχήματα, χρώματα, φωτοσκιάσεις, πρόσωπα, γκριμάτσες, το φτερούγισμα του Αντρέα. Κι εκεί στο πλήθος μέσα, η κίνηση, τα τροχοφόρα, ο τροχονόμος σε ώρα δράσης, όλα σταματούν, σαν η φύση να κρατάει την αναπνοή της για να χωνέψει το θαύμα. Ο αφηγητής είναι έξω από το πλάνο, κάνει κύκλο με το βλέμμα του το γυροσκοπικό, διαγράφει κινηματογραφικά τον κύκλο σε πλάνο πανοραμίκ, για να σταθεί και πάλι πάνω στον Αντρέα, με την παιδική ψυχή και αφέλεια, που θα «σκάσει στα γέλια», κατά κυριολεξία, και θα γίνει η πόλη θρύψαλα, σαν το μεγάλο μπιγκ μπαγκ του κόσμου, και στη συνέχεια θα πάρει τις ψηφίδες της μαζί του, πετώντας πάλι στην πύλη Voltone. Ο Αντρέας με τη λευκή εσθήτα και το πρόσωπο, που δεν είναι στραβό και μεθυσμένο, ούτε το στόμα μπουκωμένο, αλλά είναι ιδανικό «σαν μονοκοντυλιά αγιογραφίας του Μιχαήλ Δαμασκηνού». Ο Αντρέας είναι σαν τα πρόσωπα εκείνα τα κατατρεγμένα, τους σαλούς ή σαλεμένους, που όμως αντιμετωπίζονται ως ιερά. Η φράση «σαν μονοκοντυλιά αγιογραφίας του Μιχαήλ Δαμασκηνού» αναβαθμίζει την εικόνα του Αντρέα και τον κάνει να μοιάζει με τις φιγούρες που απεικονίζονται στα μεγάλα έργα τέχνης.
Ο Πρωταγόρας έλεγε ότι η πειθώ είναι νίκη χωρίς σπαθί, αλλά μια ουσία που προϋποθέτει πολλαπλές όψεις»1. Ο λόγος του Σανουδάκη διαθέτει αυτές τις πολλαπλές όψεις, πείθει γοητευτικά και μας παρακινεί να ξαναγίνουμε παιδιά, να αποκτήσουμε και πάλι τα ψαλιδισμένα φτερά που ο ορθολογισμός μας στέρησε και μας μετέβαλε σε ψυχρά μηχανιστικά όντα. Βλέπετε, το πληκτρολόγιο του υπολογιστή μας δεν διαθέτει πλήκτρο για να δείξει τον πολυτονικό κυματισμό της ψυχής. Γράφει μονοτονικά. Δεν είναι σαν το πλήκτρο του πιάνου που με ένα χτύπημα μας δίνει όλη την οκτάβα. Όμως ο Σανουδάκης, ακόμα και αυτό το αναίσθητο μηχάνημα – μεταξύ μας, πάρα πολύ χρήσιμο- το έχει καταφέρει να αισθάνεται. Με το δάχτυλό του, στο πλήκτρο, γίνεται ο άρχοντας του χρόνου πριν και μετά τη δημιουργία. Εν αρχή ήν ο Λόγος. Και ο λόγος του είναι η αλήθεια Η ετυμολογία της λέξης «αλήθεια» είναι: Α + λήθη, που σημαίνει δεν ξεχνώ. Κι όπως η αρχαιολογική υπηρεσία αναστηλώνει μνημεία, ο λόγος αναστηλώνει τη μνήμη.

1 Ουμπέρτο Έκο, Εμπειρίες μετάφρασης. 

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΕΝ ΕΦΕΣΩ]

Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου 
κατὰ τὴν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τὴν Βασιλικὴν
τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου ἐν Ἐφέσῳ
(8 Μαΐου 2015)


Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοὶ καὶ συλλειτουργοί,
Εὐλαβέστατοι πατέρες, 
Ἐξοχώτατε,
Ἐντιμότατε κύριε Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐν Σμύρνῃ,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Χριστὸς Ἀνέστη!

«Πολλὰ ἔχων ὑμῖν γράφειν, οὐκ ἠβουλήθην διὰ χάρτου καὶ μέλανος, διότι ἤλπιζον ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (πρβλ. Β΄ Ἰωάν. 12), λέγομεν καὶ ἡμεῖς μετὰ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου πρὸς ἐσᾶς, ἀντικρύζοντες τὰ ἱλαρὰ πρόσωπά σας, καθὼς σήμερον, ποὺ ἡ Ἁγία Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν μνήμην τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου καὶ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξιώνει νὰ τὴν τιμήσωμεν εἰς τὸν ἡγιασμένον ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ ἁγίου τόπον τοῦτον, εἰς τὴν Βασιλικὴν τὴν ὁποίαν ἀνίδρυσεν ὁ αὐτοκράτωρ Ἰουστινιανός, εἰς ἀντικατάστασιν τοῦ παλαιοτέρου ναοῦ, τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνεγείρει οἱ Ἐφέσιοι. Καὶ τὸν κατεσκεύασε τόσον μέγαν καὶ ὡραῖον, σημειώνει ὁ ἱστορικὸς τῆς ἐποχῆς Προκόπιος εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ κτισμάτων», ὥστε νὰ εἶναι παραπλήσιος καὶ ἐφάμιλλος εἰς ὅλα πρὸς τὸν ναὸν τὸν ὁποῖον ἀνήγειρεν ὁ ἴδιος εἰς τὴν Bασιλίδα τῶν πόλεων καὶ ἀφιέρωσεν εἰς τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους.

Εἰς αὐτὸν τὸν ναόν, τοῦ ὁποίου σώζονται σήμερον ὀλίγα ἀλλὰ θαυμαστὰ κατάλοιπα, ὡδήγησε καὶ ἡμᾶς ἡ ἀγάπη τοῦ ἀποστόλου καὶ μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, ἄλλους ἐξ ἡμῶν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν καὶ ἄλλους ἀπὸ τὴν Σμύρνην, τὴν Ἑλλάδα, τὴν Κύπρον καὶ ἀλλαχόθεν, διὰ νὰ ἑορτάσωμεν ἐδῶ ἀπὸ κοινοῦ τὴν ἱερὰν μνήμην του, ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀγάπην τῆς κοινῆς πίστεως τὴν ὁποίαν καὶ ἐκεῖνος μᾶς ἐδίδαξεν, ἀλλὰ καὶ ἑνωμένοι μὲ τὴν ἀγάπην διὰ τὸν τόπον αὐτόν, τὴν γῆν τῶν πατέρων μας, εἰς τὴν ὁποίαν ἔζησαν ἐπὶ αἰῶνας καὶ παρήγαγον πολιτισμὸν θαυμαζόμενον ἀπὸ ὅλους, ὅπως εἴπαμε καὶ χθὲς εἰς τὸν ἑσπερινόν.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα ἐν Κυρίῳ,

Ὁ Θεὸς μᾶς ἠξίωσε καὶ ἐφέτος, ὡς καὶ ἄλλοτε κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη, νὰ τελέσωμεν τὴν Θείαν Λειτουργίαν εἰς τὸν ἱστορικὸν αὐτὸν χῶρον κατόπιν ἀδείας τῶν Τουρκικῶν ἀρχῶν, τὰς ὁποίας καὶ ἀπὸ τῆς θέσεως αὐτῆς εὐχαριστοῦμεν θερμῶς. Εὐχαριστοῦμεν θερμῶς καὶ ὅλους ἐσᾶς, τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητάς, τέκνα εὐσεβῆ καὶ ἀγαπητὰ τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, πνευματικὰ τέκνα τῆς Ἰωνίας, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας εὐρύτερον, τὰ ὁποῖα ἤλθετε διὰ νὰ συνεορτάσωμεν τὴν ἑορτὴν τοῦ προστάτου τῆς Ἐφέσου, τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.

Σᾶς καλωσορίζομεν εἰς τὸν ἡγιασμένον καὶ μαρτυρικὸν αὐτὸν τόπον, εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων σας, εἰς τὴν γῆν τῶν ἁγίων καὶ τῶν μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς Ἰωνίας τὴν Ἔφεσον, ὅπου ἀκούεται ἡ φωνὴ τοῦ εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, ὅπου ἀκούεται τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου κατὰ τῶν ἀρχαίων θεῶν. Τοὺς ἀκούομεν νὰ νουθετοῦν μέσῳ τῶν ἐπιστολῶν τους καὶ νὰ διδάσκουν ὄχι μόνον τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου ἀλλὰ καὶ τοὺς χριστιανοὺς ὅλου τοῦ κόσμου καὶ κάθε ἐποχῆς, περὶ τῆς ἀγάπης καὶ περὶ τῆς πνευματικῆς πανοπλίας τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὴν διάθεσίν μας διὰ τὸν πνευματικὸν πόλεμον ποὺ καλούμεθα νὰ διεξαγάγωμεν ἐναντίον τοῦ κακοῦ καί «τοῦ κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (πρβλ. Ἐφεσ. ς΄, 12). 

Αἰσθανόμεθα μεγάλην συγκίνησιν καὶ πιστεύομεν ὅτι τὴν ἰδίαν αἰσθάνεσθε καὶ ἐσεῖς ἐπισκεπτόμενοι προσκυνηματικῶς μαζὶ μὲ τὸν Πατριάρχην σας τὰ ματωμένα χώματα τῆς Ἰωνίας, ὅπως τὰ ὀνομάζει ἡ Διδὼ Σωτηρίου, ἀπὸ τὸν πλησιόχωρον Κιρκιντζὲν τῆς ὀρεινῆς Ἐφέσου, ἀπὸ ὅπου «ξαγναντεύαμε», ὅπως γράφει, «ὁλόκληρο τὸν καρπερὸ κάμπο τῆς Ἔφεσος, ποὺ ἦτανε δικός μας ἴσαμε τὴ θάλασσα». 

Τὰ χώματα αὐτὰ εἶναι ὄντως ποτισμένα ἀπὸ μαρτυρικὰ αἵματα, ἀπὸ ἀσκητικοὺς ἱδρῶτες καὶ δάκρυα. Διότι δὲν εἶναι ὀλίγοι οἱ μάρτυρες τῆς πίστεως τοὺς ὁποίους προσέφερεν ἡ γῆ τῆς Ἰωνίας, καὶ εἰδικώτερον ἡ Ἔφεσος. Δὲν εἶναι ὀλίγοι οἱ μοναχοὶ καὶ οἱ ἀσκηταὶ οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εἰς τὸ γειτονικὸν μέγα μοναστικὸν κέντρον τοῦ Γαλησίου Ὄρους, ἀπὸ τοῦ ἱδρυτοῦ αὐτοῦ ὁσίου Λάζαρου τοῦ Γαλησιώτου ἕως τῶν ὁμολογητῶν ὁσίων Μελετίου καὶ Γαλακτίωνος, τῶν ὁποίων τὰ ἱερὰ λείψανα ἁγιάζουν τὴν γῆν αὐτήν, μαζὶ μὲ τὰ ἑκατομμύρια τῶν πατέρων καὶ τῶν μητέρων σας οἱ ὁποῖοι ἀναπαύονται ἐδῶ.

Αἱ μνῆμαι τῶν πατέρων μας ὁδηγοῦν τὰ βήματά μας εἰς τὰ χώματα αὐτὰ διὰ νὰ ψηλαφήσωμε τὰ ἴχνη τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ τὸν ὁποῖον ἐδημιούργησαν οἱ πρόγονοί μας, κατοικοῦντες ἐπὶ αἰῶνας εἰς αὐτά. Ψηλαφῶμεν τὰ ἴχνη, τὰ ἐρείπια καὶ τὰ κατάλοιπα τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς πίστεως τῶν ἀνθρώπων, θέτομεν τὸν δάκτυλον ἐπὶ τὸν τύπον τῆς ἱστορίας τῶν προγόνων μας καὶ συγκινούμεθα βαθύτατα, διότι ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστα στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ τόπου, τῆς συλλογικῆς μας μνήμης καὶ παραδόσεως, τῆς ἱστορικῆς ταυτότητός μας, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων. Αὐτὴν τὴν μνήμην καὶ αὐτὴν τὴν παράδοσιν μετέφεραν οἱ πατέρες μας εἰς τοὺς τόπους εἰς τοὺς ὁποίους ἐγκατεστάθησαν μετὰ τὸν ξεριζωμόν, εἰς τὰς νέας πατρίδας, καὶ σᾶς ἐκληροδότησαν, μαζὶ μὲ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν των, καὶ τὴν ἀγάπην καὶ τοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ὁποία συνεχίζει νὰ παραμένῃ εἰς τὴν ἀπὸ  αἰώνων ἕδραν της διὰ νὰ κρατῇ ἄσβεστον τὴν λυχνίαν ὄχι μόνον τῶν ἑπτὰ Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀποκαλύψεως ἀλλὰ ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Γένους εἰς αὐτοὺς τοὺς αἱματοβαμμένους τόπους, διὰ νὰ ἀνάπτῃ τὸ ἁγιοκέρι τῆς εὐλαβείας καὶ τῆς μνήμης εἰς τοὺς ἐρειπωμένους ἱεροὺς ναοὺς καὶ εἰς τοὺς τάφους τῶν πατέρων μας, διὰ νὰ τοὺς μνημονεύῃ καὶ νὰ προσεύχεται διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν των, διὰ νὰ ὑποδέχεται καὶ σᾶς, τοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὰς τῆς μνήμης καὶ τῆς ἱστορίας. Ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία εὑρίσκεται ἐδῶ διὰ νὰ διατηρῇ τὴν μνήμην ἀλλὰ καὶ νὰ ἀκούῃ τὰ μηνύματα τῶν καιρῶν καὶ νὰ βιώνῃ τὰς περιδινήσεις τῆς ἱστορίας, νὰ ἀτενίζῃ εἰς τὸ μέλλον ἀσκοῦσα τὴν πρωτοδιακονικὴν εὐθύνην της, καθοδηγοῦσα τοὺς ἀνὰ τὸν κόσμον ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ συνδιαλεγομένη μετὰ τῶν ἔξω τῆς παρεμβολῆς, ἐν ἀγάπῃ, ἐν κατανοήσει, φυλάττουσα τοὺς ὅρους τῆς Πίστεως ἐπακριβῶς, στοχεύουσα εἰς τὴν ἕνωσιν τῶν διεστώτων, ὡς Μάρκος ὁ Εὐγενικός, Ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ἐν τῇ Συνόδῳ Φερράρας - Φλωρεντίας ἔπραξε, διαλεχθεὶς μὲ τὸν Πάπαν τῆς ἐποχῆς καὶ μὲ τοὺς περὶ αὐτὸν ἐπισκόπους.

Καὶ ἡ μνήμη αὐτὴ εἶναι τόσον ζωντανή, ὅπως διεπιστώσαμε πρὸ ὀλίγων μόλις ἑβδομάδων ὅταν εἴχαμε τὴν χαρὰν ἐπισκεπτόμενοι τὸ 1ον Γυμνάσιον Σερρῶν νὰ παρακολουθήσωμεν μίαν μαθητικὴν θεατρικὴν παράστασιν μὲ τίτλον «Τὰ ἑπτὰ κοιμισμένα παιδιά», -οἱ ἑπτὰ παῖδες οἱ ἐν Ἐφέσῳ- ἡ ὁποία καὶ μᾶς συνεκίνησε βαθύτατα, διότι ἀποδεικνύει τὴν ἀγάπην τῶν νέων μας διὰ τὰς ρίζας των, διὰ τὴν ἱστορίαν τῶν πατέρων των καὶ τὴν παράδοσιν τὴν ὁποίαν αὐτοὶ μετέφεραν ἀπὸ ἐδῶ, τὴν ὁποίαν συνεχίζετε ἐσεῖς, τόσον ὡς μεμονωμένα πρόσωπα ὅσον καὶ συλλογικῶς, καὶ τὴν ὁποίαν ἀνανεώνετε διὰ τῶν προσκυνηματικῶν αὐτῶν ἐπισκέψεων σήμερα ἐδῶ εἰς τὴν Ἔφεσον, ἀλλὰ καὶ προσφάτως εἰς τὴν Σμύρνην καὶ τὰ Ἀλάτσατα καὶ τὸν Τσεσμὲ καὶ αὔριον εἰς τὴν Μαινεμένην, καί, ἀκόμη, εἰς τὴν Καππαδοκίαν τὸν Ἰούνιον καὶ εἰς τὸν Πόντον τὸν Αὐγουστον καὶ εἰς ὅλα τὰ μέρη τὰ ὁποῖα ἀπὸ ἐτῶν χάριτι Θεοῦ ἐπισκεπτόμεθα προσκυνηματικῶς διὰ νὰ τελέσωμε τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ νὰ τρισαγίσωμεν τοὺς κεκοιμημένους πατέρας καὶ ἀδελφούς μας.

Διατηρήσατε αὐτὴν τὴν φλόγα, αὐτὴν τὴν δᾷδα τὴν ὁποίαν ἐλάβαμε ἀπὸ τοὺς πατέρας μας διὰ νὰ τὴν μεταδώσωμεν εἰς τὰς ἐπερχομένας γενεάς, ὥστε νὰ μὴν διακοπῇ ποτὲ ἡ ἱστορία, ἡ παράδοσις, ἡ χριστιανικὴ μαρτυρία, ὅπως τὴν ἔδωσε πρὶν ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνας καὶ ὁ ἑορταζόμενος σήμερον ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος.

Ἀδελφοὶ καὶ τέκνα, 

Σήμερα κατὰ τὴν κατανυκτικὴν αὐτὴν προσευχήν μας ἐδῶ ἔχομεν συλλειτουργοὺς τὸν σεμνὸν Μητροπολίτην Ἐλευθερουπόλεως ἀπὸ τὴν γειτονικὴν Μυτιλήνην, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε συνέκδημός μας εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ προσκυνήματά μας εἰς τὴν ἁγιοτόκον Καππαδοκίαν∙ τὸν ἅγιον Κορωνείας κ. Παντελεήμονα καταγόμενον ἀπὸ αὐτὰ ἐδῶ τὰ μέρη, ὁ ὁποῖος ἦτο μαζί μας καὶ κατὰ τὸ ἀλησμόνητον προσκύνημά μας εἰς τὴν Σμύρνην τὸν παρελθόντα Φεβρουάριον˙ ἐπίσης, τὸν ἅγιον Σηλυβρίας κ. Μάξιμον, ἕνα νέον καὶ μορφωμένον ἀρχιερέα τοῦ Πατριαρχείου μας, ἀλλὰ καὶ τὸν Ἱερώτατον Μητροπολίτην καὶ Ποιμενάρχην τῆς γειτονικῆς Περγάμου κ. Ἰωάννην, Ἀκαδημαϊκόν, ἐπιφανῆ καὶ διακεκριμένον Ἱεράρχην μας καὶ σοφὸν θεολόγον καὶ Πανεπιστημιακὸν διδάσκαλον, εἰς τὸν ὁποῖον, μὲ τὴν εὐκαιρίαν τῶν ἀγομένων σήμερον ὀνομαστηρίων του, εὐχόμεθα χρόνια πολλὰ καὶ δαψιλῶς παρὰ Κυρίου εὐλογημένα.

Ὁ ἀδελφὸς ἅγιος Περγάμου, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἐπιστημονικὰ συγγράμματά του τὰ ὁποῖα μεταφράζονται εἰς πολλὰς ξένας γλώσσας, εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συμμετέσχεν εἰς πολυάριθμα μέχρι σήμερα διορθόδοξα καὶ διαχριστιανικὰ συνέδρια, τὰ τελευταῖα δὲ χρόνια προεδρεύει ἐπαξίως τῶν πανορθοδόξων συναντήσεων, αἱ ὁποῖαι προετοιμάζουν τὴν σύγκλησιν τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καθὼς ἐπίσης καὶ ἡγεῖται ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου μὲ τὴν ἀδελφὴν Ρωμαιοκαθολικὴν Ἐκκλησίαν.

Ἅγιε Περγάμου, εἶσθε πολύτιμον στέλεχος τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου. Σᾶς εὐχαριστοῦμεν καὶ σᾶς συγχαίρομεν δι᾿ ὅσα ὑπὲρ αὐτοῦ πράττετε καὶ παρακαλοῦμεν τὸν Κύριον νὰ σᾶς πολυετῇ ἐν ὑγείᾳ καί εὐημερίᾳ. Χρόνια σας πολλά!

Χριστὸς ἀνέστη, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα! Καί, καθὼς καθιερώνεται ἀπὸ ἐφέτος, μὲ τὴν πρότασιν τοῦ τοπικοῦ κ. Δημάρχου, τὸ Πατριαρχικὸν προσκύνημα μετὰ θείας λειτουργίας ἐδῶ παρὰ τὸν τάφον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου καί, σὺν Θεῷ, θὰ τὸ ἐπαναλαμβάνωμεν κατ᾿ ἔτος, σᾶς προσκαλοῦμεν νὰ εἴμεθα καὶ πάλιν ὅλοι μαζὶ εἰς τὰς η΄ Μαΐου ͵βς΄ ἐδῶ εἰς τὴν Ἔφεσον. Οἱ Ἐφέσιοι μᾶς περιμένουν μὲ ἀγάπην. Μᾶς περιμένει καὶ ὁ μαθητὴς τῆς ἀγάπης Ἅγιος Ἰωάννης. Λοιπόν, ἀδελφοί μου, καὶ τοῦ χρόνου. Βοήθειά μας! Χρόνια πολλά!   
    

Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου: [ΟΜΙΛΙΑ ΕΝ ΕΦΕΣΩ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟ ΣΤΟΝ ΝΑΟ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ]

Ὁμιλία
τῆς Α. Θ. Παναγιότητος
τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου 
κατὰ τὸν Ἑσπερινὸν εἰς τὸν Ἱερὸν Ναὸν τῆς Θεοτόκου ἐν Ἐφέσῳ
(7 Μαΐου 2015)


Ἱερώτατοι ἅγιοι ἀδελφοί,
Ἐντιμότατε κύριε Γενικὲ Πρόξενε τῆς Ἑλλάδος ἐν Σμύρνῃ,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Χριστὸς Ἀνέστη!

Μίαν ἡμέραν μετὰ τὴν δεσποτικὴν ἑορτὴν τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ἡ ὁποία ἑωρτάζετο παλαιότερα μὲ μεγάλην λαμπρότητα καὶ μὲ τὴν συμμετοχὴν τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τοῦ Πατριάρχου εἰς τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Μωκίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὅπως γνωρίζομεν ἐκ τοῦ ἔργου «Περὶ βασιλείου τάξεως» τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, μᾶς ἀξιώνει ὁ Ἀναστὰς Κύριος νὰ συναντηθῶμεν εἰς τὸν ἱερὸν καὶ εὐλογημένον τοῦτον τόπον. 

Μᾶς ἀξιώνει νὰ συναντηθῶμεν καὶ πάλιν εἰς τὴν εὐλογημένην καὶ ἁγιασμένην γῆν τῆς Ἰωνίας, καὶ εἰς τὴν παλαιὰν αὐτῆς πρωτεύουσαν, τὴν Ἔφεσον∙ ἐδῶ ὅπου ἐπὶ αἰῶνας οἱ πατέρες μας ἐδημιούργησαν ἔργα μεγάλα καὶ θαυμαστά, ἔνδοξά τε καὶ ἐξαίσια, διὰ τὰ ὁποῖα σεμνυνόμεθα ὄχι μόνον ἡμεῖς, οἱ ἀπόγονοί τους, ἀλλὰ καὶ ἡ χώρα αὐτὴ εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκονται, καὶ οἱ κάτοικοί της. Καὶ ὄχι ἀδίκως, ἐφ᾽ ὅσον καὶ μόνον τὰ κατάλοιπά τους, τὰ ὁποῖα σώζονται μέχρι τῆς σήμερον ἐδῶ, προκαλοῦν θαυμασμὸν εἰς ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην καὶ ἐντυπωσιάζουν τοὺς ἐπισκέπτας τους. Εὐχαριστοῦμεν δὲ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τὰς ἀρχὰς τοῦ τόπου διὰ τὴν εὐγενῆ πρόσκλησίν τους καὶ τὸν Ὑπουργὸν Πολιτισμοῦ διὰ τὴν ἄδειαν τὴν ὁποίαν μᾶς παρεχώρησεν, ὥστε νὰ τελέσωμεν ἀπόψε τὸν ἑσπερινὸν τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου εἰς τὰ ἐρείπια τῆς ἱστορικῆς παλαιοχριστιανικῆς αὐτῆς βασιλικῆς τῆς Θεοτόκου, καὶ τὴν θείαν λειτουργίαν αὔριον εἰς τὴν ἰουστινιάνειον βασιλικὴν τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καὶ τὸ Σάββατον εἰς τὸν ἱερὸν ναὸν τῶν Ἁγίων  Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης εἰς Μαινεμένην.

Μᾶς ἀξιώνει ὁ Ἀναστὰς Κύριος νὰ συναντηθῶμεν ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν τῆς Ἰωνίας, προσκυνηταὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικόν, εὐλαβῆ τέκνα τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας ποὺ -ἕλκομεν- ἕλκετε τὴν καταγωγήν σας ἀπὸ τὸν ἡγιασμένον αὐτὸν τόπον, τὸν ὁποῖον οὐδέποτε λησμονοῦμεν, ἀλλὰ ἐπιστρέφομεν εἰς τὰς ρίζας μας ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν μὲ νοσταλγίαν καὶ ἀγάπην˙ ἐπανερχόμεθα εἰς τοὺς τόπους αὐτούς, τοὺς ὁποίους παρὰ τὴν θέλησίν τους ἠναγκάσθησαν νὰ ἐγκαταλείψουν οἱ πατέρες μας, καὶ νὰ προσευχηθῶμεν διὰ τὴν ἀνάπαυσιν τῶν ψυχῶν τους.

Παραμονή, λοιπόν, τῆς μνήμης τοῦ Εὐαγγελιστοῦ τῆς ἀγάπης, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τελοῦμεν τὸν ἑσπερινὸν αὐτῆς εἰς τὰ ἐρείπια τοῦ περιωνύμου καὶ ἱστορικοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου τῆς Ἐφέσου, τοῦ ναοῦ ὁ ὁποῖος ὑπῆρξεν ἐπὶ αἰῶνας ἡ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Ἐφέσου, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον συνῆλθε κατὰ τὸ ἔτος 431 ἡ Γ´ Ἁγία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. 

Ἐδῶ, εἰς τὸν χῶρον εἰς τὸν ὁποῖον ἱστάμεθα ἡμεῖς σήμερον, συνεκεντρώθησαν, πρὸ χιλίων ἑξακοσίων περίπου ἐτῶν, μὲ πρωτοβουλίαν καὶ πρόσκλησιν τοῦ τότε εὐσεβοῦς αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Β´, διακόσιοι θεοφόροι Πατέρες ἀπὸ τῶν περάτων τῆς οἰκουμένης. Καὶ συσκεφθέντες ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὑπὸ τὴν προεδρείαν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας Κυρίλλου ἀπεφάνθησαν ὅτι ὀρθῶς ἡ Παναγία ὀνομάζεται Θεοτόκος καὶ ὄχι Χριστοτόκος, ὅπως ἐσφαλμένως ὑπεστήριζεν ὁ τότε Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος. Ὀνομάζεται καὶ εἶναι Θεοτόκος, διότι δὲν ἐγέννησε μόνον τὸν ἄνθρωπον Χριστόν, ἀλλὰ ἐγέννησε τὸν Θεάνθρωπον Ἰησοῦν, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Ὁποίου συνηνώθη ὑποστατικῶς ἡ ἀνθρωπίνη μὲ τὴν θείαν φύσιν τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τοῦ Θεοῦ Λόγου, γεγονὸς εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιγραμματικῶς ἀλλὰ σαφῶς ἀναφέρεται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου του γράφων «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν».

Εἰς τὴν ἀλήθειαν αὐτὴν στηρίζεται ὁλόκληρος ἡ πίστις μας, διότι ἐάν ἡ Παναγία μας ἔτεκεν ἁπλῶς ἕνα ἄνθρωπον, ἔστω «Χριστόν», πῶς θὰ ἦτο δυνατὸν νὰ σώσῃ αὐτὸς τοὺς ἀνθρώπους ἐκ τῶν δεσμῶν τοῦ θανάτου, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς θὰ ὑπέκειτο εἰς αὐτά; 

Ἐπὶ πλέον, ἡ ἐδῶ συγκληθεῖσα Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπεφάσισε νὰ προστατευθῇ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως, τὸ καταρτισθὲν ὑπὸ τῶν Α΄ καὶ Β΄ Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἐν Νικαίᾳ καὶ Κωνσταντινουπόλει, ἀντιστοίχως, καὶ ἀπηγόρευσε νὰ προστεθῇ ἔστω καὶ μία λέξις εἰς αὐτό, διὸ καὶ τὸ Σύμβολον τοῦτο, τὸ γνωστὸν εἰς πάντας ἡμᾶς ὡς τό «Πιστεύω», ἀπαγγέλλεται ἔκτοτε ἀναλλοιώτως εἰς τὴν προβλεπομένην θέσιν ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ, εἶναι δὲ ἡ Ὁμολογία Πίστεως, βασικὴ προϋπόθεσις δι᾿ ἡμᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους διὰ τὴν διατήρησιν τῆς μεταξὺ τῶν χριστιανῶν εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, διότι ἐὰν δὲν ἔχωμεν ἑνότητα τῆς πίστεως, τότε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ κοινωνῶμεν ἐκ τοῦ ἰδίου Ποτηρίου τῆς Ζωῆς. Δι᾿ αὐτὸ ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως φροντίζει νὰ τηρῇ πάντοτε τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης καὶ προσεύχεται καὶ ἐργάζεται ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως, «ἵνα πάντες ἕν ὧσι», κατὰ τὴν προτροπὴν τοῦ Κυρίου τὴν ὁποίαν διασώζει ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, διὰ τῶν διαφόρων θεολογικῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας, διὰ νὰ φθάσωμεν ὅλοι εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ εἰς τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ καταξιωθῶμεν νὰ ἐπικαλούμεθα ἀπὸ κοινοῦ τὸν ἐπουράνιον Θεὸν Πατέρα καὶ νὰ ὑποβάλλωμεν εἰς Αὐτὸν τὰ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν αἰτήματά μας. 

Ἀποτελεῖ, λοιπόν, μεγάλην εὐλογίαν δι᾽ἡμᾶς, διότι τελοῦμεν εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν καὶ ἱστορικὸν ναόν, ὅπου ἀοράτως παρίστανται τὰ πνεύματα τῶν ἁγίων διακοσίων θεοφόρων Πατέρων τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸν ἑσπερινὸν τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος συνεδέετο στενῶς καὶ υἱικῶς μὲ τὴν Παναγίαν. Διότι, ὅπως γνωρίζομεν, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστὸς ἐνεπιστεύθη τὴν Μητέρα Του εἰς τὴν προστασίαν τοῦ μαθητοῦ Του καὶ ἐκεῖνον εἰς τὴν ἰδικήν της προστασίαν. 

Ἀλλά, συνεδέθη ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ μὲ τὴν μεγαλούπολιν τῆς Ἐφέσου, ἡ ὁποία ὑπῆρξε κατὰ τὴν ἐποχήν του ὅσον καὶ εἰς τοὺς ἑπομένους αἰῶνας ἡ πρωτεύουσα τῆς Ἰωνίας καὶ τὸ κέντρον τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, μία πόλις μὲ ἀκμάζουσαν χριστιανικὴν Ἐκκλησίαν, εἰς τὴν ὁποίαν καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸ ἱερὸν βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐδῶ ἐδίδαξεν Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ὅπως καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὁ ὁποῖος διέμεινεν ἐπὶ τρία ἔτη εἰς τὴν Ἔφεσον καὶ κατέστησε πρῶτον ἐπίσκοπον αὐτῆς τὸν μαθητήν του ἀπόστολον Τιμόθεον. Συνεδέθη δὲ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος εἰς τὸ διηνεκὲς μὲ τὴν Ἔφεσον καθ᾽ ὅσον ἐδῶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐδῶ εὑρίσκεται ἕως τῆς σήμερον ὁ τάφος αὐτοῦ, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθη ἐπὶ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ καὶ ἡ περιώνυμος Βασιλική ἡ τιμωμένη εἰς τὸ ὄνομά του, ὅπου αὔριον θὰ τελέσωμεν τὴν Θείαν Λειτουργίαν.

Ἡ σπουδαιότης ἄλλωστε τῆς πόλεως ἦτο ἐκ τῶν λόγων διὰ τοὺς ὁποίους ἐπελέγη ἡ Ἔφεσος ὡς τόπος συγκλήσεως τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀποδόσεως εἰς τὸν ἑκάστοτε Μητροπολίτην αὐτῆς τοῦ τίτλου τοῦ «ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης Ἀσίας», τὸν ὁποῖον ἔφερε πλειὰς ἁγίων καὶ σοφῶν ἱεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐκλέϊσαν τὸν θρόνον της, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ μέγας ὑπέρμαχος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ διδάσκαλος τοῦ προκατόχου ἡμῶν σοφοῦ πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου, ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, οἱ μετέπειτα Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Β´ (13ος αἰ.), Ἰωσὴφ ὁ Β´(15ος αἰ.), Παΐσιος ὁ Α´ (17ος αἰ.), Ἄνθιμος ὁ Στ´, Κωνσταντῖνος ὁ Ε´, ὁ Βαλλιάδης, ὁ ἐκ τῶν γειτονικῶν Τράλλεων καταγόμενος Χρυσόστομος Χατζησταύρου, μετέπειτα ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν, καὶ ἐσχάτως ὁ μακαριστὸς Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης, ὁ ἀπὸ Μύρων, ἡμέτερος Καθηγητὴς εἰς τὴν κατὰ Χάλκην Ἱερὰν Θεολογικὴν Σχολήν, διακεκριμένος Ἱεράρχης τοῦ Θρόνου, δεινὸς θεολόγος καὶ ἀκαδημαϊκὸς διδάσκαλος.

Ὅλοι αὐτοὶ ἔφεραν εἰς τοὺς ὤμους τους τὴν κληρονομίαν τοῦ ἐνδόξου παρελθόντος τῆς Ἰωνίας. Ἔφεραν εἰς τὴν ψυχήν τους τοὺς πόνους καὶ τὶς λαχτάρες τῆς Ρωμηοσύνης, τῆς ὁποίας αἱ ρίζαι εἶναι βαθεῖαι εἰς τὸν τόπον αὐτὸν καὶ συναντοῦν πάντοτε τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τῆς ἱστορίας καὶ τοῦ πολιτισμοῦ μας καὶ ἀρδεύουν μὲ αὐτὸ τὰς νεωτέρας γενεάς, ἔτσι ὥστε μαζὶ μὲ τὸν Ἀλεξανδρινόν μας ποιητήν, τὸν Κωνσταντῖνον Καβάφην, νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν καὶ ἐμεῖς τοὺς στίχους: 

«Ὦ γῆ τῆς Ἰωνίας, σένα ἀγαποῦν ἀκόμη, 
σένα οἱ ψυχές των ἐνθυμοῦνται ἀκόμη», 
ἢ τοὺς στίχους τοῦ ἄλλου μεγάλου μας ποιητοῦ, τοῦ ποιητοῦ τῆς Ἰωνίας, τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ὁ ὁποῖος γράφει διὰ τὴν Ἔφεσον: 
« … Εἶναι παντοῦ τὸ ποίημα
σὰν τὰ φτερὰ τοῦ ἀγέρα μὲς στὸν ἀγέρα
ποὺ ἄγγιξαν τὰ φτερὰ τοῦ γλάρου μιὰ στιγμή. 
… 
Θυμᾶμαι ἀκόμη 
ταξίδευε σ᾽ ἄκρες ἰωνικές, σ᾽ ἄδεια κοχύλια θεάτρων 
ὅπου μονάχα ἡ σαύρα σέρνεται στὴ στεγνὴ πέτρα. 
Κι ἐγὼ τὸν ρώτησα: Κάποτε θὰ ξαναγεμίσουν;»

Καὶ νὰ ποὺ γεμίζουν καὶ πάλι οἱ χῶροι αὐτοὶ οἱ ἱεροί  καὶ ἁγιασμένοι ἀπὸ ὅλους ἐσᾶς, ἀπὸ ὅλους ἡμᾶς οἱ ὁποῖοι ἐρχόμεθα -ὅπως καὶ τὸν περασμένον Φεβρουάριον- ὡς προσκυνηταί, καὶ φέρομεν εἰς τὴν ψυχήν μας τὴν ἱστορίαν τόσων αἰώνων, τὴν ἀγάπην τόσων ἀνθρώπων δι᾽ αὐτοὺς τοὺς τόπους, διὰ τὴν Ἔφεσον, διὰ τὴν Ἰωνίαν, ἡ κάθε πέτρα τῆς ὁποίας ἔχει κάτι νὰ μᾶς θυμίσῃ, ἔχει κάτι νὰ μᾶς διδάξῃ, ἔχει κάτι νὰ μᾶς πῇ. Διότι κάτω ἀπὸ αὐτὰ τὰ χώματα εἶναι ἀμέτρητοι οἱ πρόγονοί μας, οἱ ὁμόθρησκοί μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ ὁποῖοι ἐδημιούργησαν τὸν χριστιανικὸν πολιτισμὸν ποὺ μᾶς κάνει ὑπερηφάνους καὶ συγχρόνως ὑπευθύνους νὰ τὸν διαφυλάξωμεν καὶ νὰ τὸν μεταλαμπαδεύσωμεν εἰς τοὺς μεταγενεστέρους. Καὶ αὐτὸ εἶναι χρέος καὶ καθῆκον καὶ ἰδικόν μας, ὅσων μένουμε εἰς αὐτοὺς τοὺς τόπους, ἀλλὰ καὶ ἰδικόν σας, ὅσων ἕλκετε τὴν καταγωγήν σας ἀπὸ τὴν Ἰωνίαν, ὅσων ἐνθυμεῖσθε ἀκόμη τὶς ἱστορίες καὶ τὶς ἀναμνήσεις ποὺ σᾶς ἐδιηγοῦντο οἱ πατέρες σας, οἱ ὁποῖοι κατὰ τὸν ξεριζωμόν των ἔφεραν εἰς τάς ἀποσκευάς τους τὰ εἰκονίσματα τῶν ἁγίων τους καὶ τὰς ἀναμνήσεις τῆς πατρίδος τους, ἀναμνήσεις γλυκόπικρες, ποὺ τὶς μετέδωσαν καὶ εἰς ἐσᾶς.

Αὐτὴν τὴν ἀγάπην καὶ αὐτὲς τὶς μνῆμες τὶς ὁποῖες ἀνανεώνετε μὲ τὶς ἐπισκέψεις καὶ τὰ προσκυνήματά σας εἰς τοὺς τόπους αὐτοὺς νὰ συνεχίσετε νὰ μεταδίδετε καὶ σεῖς εἰς τὶς νεώτερες γενεὲς διὰ νὰ μὴ λησμονοῦν αὐτοὺς τοὺς τόπους, διὰ νὰ μὴ λησμονοῦν τοὺς προγόνους των καὶ τοὺς ἁγίους τῆς Ἰωνίας, μὲ πρῶτον τὸν ἑορταζόμενον ἅγιον Ἰωάννην τὸν Θεολόγον, τὸν εὐαγγελιστὴν τῆς ἀγάπης. Ὁ λόγος του περὶ τῆς ἀγάπης, ὅπως ἐκφράζεται διὰ τοῦ εὐαγγελίου του καὶ διὰ τῶν ἐπιστολῶν του ἔχει βαρύνουσαν σημασίαν ἰδιαιτέρως εἰς τὰς ἡμέρας μας, κατὰ τὰς ὁποίας ἐψυχράνθη ἡ ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων ὄχι μόνον πρὸς τὸν Θεὸν ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς συνανθρώπους των. Διὰ τοῦτο καὶ εἴμεθα δυστυχῶς καὶ πάλιν μάρτυρες συγκρούσεων καὶ ἀντιπαραθέσεων μεταξὺ τῶν λαῶν καὶ τῶν ἐθνῶν, εἴμεθα μάρτυρες διώξεων πληθυσμῶν ἀπὸ τὰς πατρογονικάς των ἑστίας ἐδῶ εἰς τὴν ἀνατολήν, αἱ ὁποῖαι μᾶς θλίβουν καὶ μᾶς ἀνησυχοῦν, καὶ δι᾽αὐτὸ ὡς Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον ἐργαζόμεθα ὑπὲρ τῆς καταλλαγῆς καὶ τῆς ἁρμονικῆς συμβιώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ προσευχόμεθα διὰ τὴν ἐπικράτησιν τῆς εἰρήνης εἰς τὸν κόσμον.

Μὲ αὐτὰς τὰς σκέψεις σᾶς καλωσορίζομεν καὶ εὐχόμεθα ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, διὰ πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, νὰ σᾶς συνοδεύῃ εἰς τὸ προσκύνημά σας καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σας.
Ἀμήν.

Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

Δρ Διονυσίου Γ. Κάρδαρη: ΧΟΡΕΥΤΙΚΕΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

[Διάλεξη κατά την 9η σύναξη του δ΄ κύκλου δράσεων του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου “Αληθώς”, στο πλάτωμα του Ναού της Φανερωμένης Μπανάτου, το Σάββατο, 16 Μαΐου 2015]

Ο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ

Στη Ζάκυνθο ο χορός, η μουσική και το τραγούδι ήταν και είναι αναπόσπαστο στοιχείο όλων σχεδόν των κοινωνικών εκδηλώσεων της καθημερινής ζωής. Οι Ζακυνθινοί, εκτός από τις χορευτικές περιστάσεις που σχετίζονται με τις ιδιωτικές γιορτές (ονομαστική γιορτή, γάμος, βάφτιση κλπ), είχαν την ευκαιρία να εκφραστούν χορευτικά μέσα από δύο μεγάλες περιστάσεις του ετήσιου εθιμικού κύκλου που γίνονταν στο νησί, τα πανηγύρια και τα καρναβάλια.

Τα πανηγύρια εντάσσονται στις λαϊκές διασκεδάσεις και στις ευκαιρίες που δίνονταν στους κατοίκους για χορό τις ημέρες που ορίζονται από το θρησκευτικό εορτολόγιο. «Το πανηγύρι είναι ένας θεσμός κατεξοχήν λαϊκός, όπου η θρησκευτική κοινωνική και η οικονομική διάσταση συμφύρεται». Η συμμετοχή του κόσμου στα πανηγύρια όχι μόνο ως ένδειξη πίστης, αλλά και ως ευκαιρία για διασκέδαση ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης, σύμφωνα πάντα με τις μαρτυρίες των ιστορικών του νησιού ήταν εντυπωσιακή.

Από τα χρόνια της Ενετικής κατοχής στα πλατώματα που υπήρχαν μπροστά από τις εκκλησίες με τη βοήθεια και τη στήριξη τεσσάρων δοκών σχηματιζόταν «τέντα», προκειμένου να καλύψει από τον ήλιο ή τη βροχή όσους θα χόρευαν στο πανηγύρι. Η «τέντα» στολιζόταν με εικόνες, μαντήλια, σημαίες, κοσμήματα και άλλα αντικείμενα και τα δοκάρια τα έντυναν με μυρτιές και δάφνες. Τα πανηγύρια αυτά, για να τα ξεχωρίζουν από τα άλλα, τα απλά πανηγύρια των άλλων εκκλησιών, τα ονόμαζαν πανηγύρια με «τέντες», δηλαδή με σκιά. Το πανηγύρι ήταν έτοιμο από την παραμονή της γιορτής, οπότε το ταμπουρλονιάκαρο γυρνώντας στους δρόμους της πόλης ή του χωριού καλούσε πιστούς και φίλους στο γλέντι. Το ταμπουρλονιάκαρο άρχιζε να παίζει το βράδυ της παραμονής μέχρι και τα μεσάνυκτα της επόμενης ημέρας, που θα σταματούσε το πανηγύρι με το κατέβασμα της τέντας. Στο χορό των πανηγυριών παλιά συμμετείχαν μόνο άντρες.

Τα πιο ονομαστά πανηγύρια παλαιότερα ήταν:
  1. Της Αναλήψεως που βρισκόταν σχεδόν στο κέντρο της πόλης. Το πανηγύρι αυτό είχε κατά κάποιο τρόπο και μια «αριστοκρατική» χροιά, γιατί συμμετείχαν (ως θεατές βέβαια) και οι άρχοντες του τόπου.
  2. Του Αγίου Λαζάρου, που γίνονταν την Κυριακή του Πάσχα στο πλάτωμα της ομώνυμης εκκλησίας.
  3. Του Αγίου Αλυπίου ή Λυπίου την Κυριακή του Θωμά στην περιοχή «Παναγούλα»
  4. Της Ζωοδόχου Πηγής στη σημερινή θέση Μπόχαλη.
  5. Του Αγίου Γερασίμου.
  6. Της Αγίας Τριάδας.
  7. Του Αγίου Χαραλάμπους.
  8. Της Φανερωμένης.
  9. Της Πικριδιώτισσας.
  10. Της Αγίας Μαρίνας στη «Χώρα», στην περιοχή «Καμίνια».
Εκτός όμως από τα γνωστά αυτά πανηγύρια που γίνονταν στην πόλη, πανηγύρια γίνονταν και στα χωριά, πάντα με θρησκευτικό περιεχόμενο και φυσικά με την καθιερωμένη λιτανεία. Γνωστά χωριάτικα πανηγύρια ήταν:
1) Στο χωριό Μαχαιράδο, στη γιορτή του Αγίου Τιμοθέου, της Αγίας Μαύρας και της Θεοτόκου Ευτυχίδος.
2) Στο χωριό Καταστάρι, στη γιορτή της Θεοτόκου Καταστάρας, και του Αγίου Γεωργίου
3) Στο χωριό Λιθακιά, στη γιορτή της Θεοτόκου Βλασοπουλιάς και του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
4) Στο χωριό Καλλιπάδο, στη γιορτή της Θεοτόκου Φανερωμένης.
5) Στο χωριό Γαϊτάνι, στη γιορτή του Παντοκράτορος.
6) Στο χωριό Λαγοπόδο, στη γιορτή της Αναλήψεως.
7) Στο χωριό Γαλάρο,
8) Στο χωριό Γερακάρι στη γιορτή της Παναγίας της Λαγκαδιώτισας,
9) Στο χωριό Φαγιά στη γιορτή της Αγίας Μαρίνας.
10) Στο βουνό «Σκοπός» στην εκκλησία της Παναγίας της Σκοπιώτισσας στα σύνορα των χωριών Αργάσι και Βασιλικού κάθε Δεκαπενταύγουστο.

Σε όλα σχεδόν τα πανηγύρια αυτά ήταν «απαραίτητη» η συνοδεία του ταμπουρλονιάκαρου, που ξεκινούσε να παίζει από την προηγουμένη της γιορτής.

Στο καρναβάλι που γίνονταν μέσα στην πόλη από την αρχή της καθιέρωσής του και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα συμμετείχαν μόνο οι ευγενείς που αποτελούσαν και την ανώτερη σε διάκριση κοινωνική τάξη του νησιού. Η κύρια διασκέδαση των ευγενών ήταν τα φεστίνια. Φεστίνια ονόμαζαν τις γιορτές που γίνονταν σε μεγάλα κτήρια (δημόσια ή ιδιωτικά) διαμορφωμένα κατάλληλα για χορό. Στα φεστίνια γίνονταν δεκτοί μόνο άντρες της ιδίας κοινωνικής τάξης (ευγενείς) και μάλιστα μόνο οι συνδρομητές. Οι γυναίκες είχαν δικαίωμα ελεύθερης συμμετοχής στα φεστίνια με την προϋπόθεση να φορούν μάσκες ή αλλιώς μορέτες. Επόμενο λοιπόν ήταν να συμμετέχουν στα φεστίνια και γυναίκες κατώτερων κοινωνικών τάξεων, αφού το απαραβίαστο της μάσκας έκρυβε την «ταπεινή καταγωγή τους». Τις γιορτές αυτές συνόδευαν πάντα ζωντανές ορχήστρες κυρίως από την Ευρώπη και ήταν επόμενο να διασκεδάζουν με τραγούδια και χορούς ευρωπαϊκής προέλευσης.

Σε αντίθεση με τους ευγενείς που διασκέδαζαν στο καρναβάλι με τα φεστίνια και οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις συμμετείχαν σε αυτό και διασκέδαζαν στους δρόμους και στις πλατείες, χορεύοντας και τραγουδώντας με τα παραδοσιακά τους μουσικά όργανα (ταμπούρλο και νιάκαρο), καθώς και με κιθάρες και βιολιά σε φιλικά σπίτια, τόσο στην πόλη, όσο και στα χωριά.

Εκτός όμως από τους χορούς αυτούς, μεγάλη διασκέδαση και ψυχαγωγία στους απλούς κατοίκους (αστοί-ποπολάροι) του νησιού πρόσφεραν και οι «ομιλίες». Οι «ομιλίες», είναι υπαίθριες παραστάσεις γραμμένες από απλούς ανώνυμους ανθρώπους με κοινωνικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που διακωμωδούσαν μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος του κόσμου ελαττώματα και κακίες, όχι μόνο προσώπων, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Αποτελούσαν όμως και μια καλή ευκαιρία για διασκέδαση, μιας και δεν έλειπαν οι χοροί και τα τραγούδια κατά τη διάρκεια των ομιλιών από τους ηθοποιούς και τους παρευρισκόμενους θεατές. Χρονική περίοδος παρουσίασης της «ομιλίας» είναι η περίοδος της αποκριάς. Στις ομιλίες συμμετείχαν μόνο άντρες, ακόμα και στους ρόλους των γυναικών. Τόπος παρουσίασης των ομιλιών ήταν οι πλατείες και τα καντούνια, οι δρόμοι δηλαδή του νησιού, ενώ ο συγγραφέας ήταν συνήθως άγνωστος. Οι ηθοποιοί ήταν ανώνυμοι και αναγκαστικά μασκαρεμένοι. Από τις αρχές του 20ού αιώνα στα περισσότερα χωριά στη Ζάκυνθο, τόσο στα δημόσια γλέντια (πανηγύρια) όσο και στα ιδιωτικά χόρευαν και χορεύουν ακόμα και σήμερα συρτά (καλαματιανά). Στα ιδιωτικά και στα δημόσια γλέντια των κατοίκων των χωριών Καταστάρι, Πηγαδάκια, Ορθονιές, χόρευαν, μέχρι τουλάχιστον και τη δεκαετία του 1970 το χορό «πως το τρίβουν το πιπέρι», που φαίνεται να έχει πανελλήνια εμβέλεια, μιας και τον συναντάμε σχεδόν σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα, αν και δεν χορεύεται πια, τον θυμούνται σχεδόν οι περισσότεροι ηλικιωμένοι κάτοικοι. Ανήκει στη κατηγορία των μιμητικών χορών και χορευόταν μόνο από άντρες. Φαίνεται ότι ο χορός αυτός ήλθε στη Ζάκυνθο ή μεθενωτικά από Έλληνες εσωτερικούς μετανάστες που ήλθαν από την Πελοπόννησο ή τον μετέφεραν Ηπειρώτες πρόσφυγες, οι οποίοι κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας έβρισκαν καταφύγιο στο νησί.

Στην πόλη αλλά και στα χωριά του κάμπου και της «ρίζας» χόρευαν κατά την περίοδο της αποκριάς κανδρίλιες και λανσιέρηδες, ενώ ο Γκούσκος ή «Ερωτας» με πληροφόρησε ότι μέχρι και την δεκαετία του '70 στο χωριό Καταστάρι χόρευαν και την «πόλκα την παλαιά», όπως την ονόμαζε χαρακτηριστικά. Αξίζει να αναφέρω ακόμα ότι παιζόταν από τα ταμπουρλονιάκαρα μέχρι και πρόσφατα στους γάμους και στα δημόσια γλέντια πατινάδες με πιο γνωστή μελωδία πατινάδας το «σκοπό τση ρούγας».

Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές στο εσωτερικό της ελληνικής και κατ΄ επέκταση της ζακυνθινής κοινωνίας, οι οποίες επέβαλαν ένα νέο τρόπο ζωής στους κατοίκους της. Περιορισμένος πια ο χορός στον ψυχαγωγικό του κυρίως ρόλο έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία νέων πολιτισμικών συμπεριφορών, που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό τους την ενίσχυση της ατομικής και όχι της συλλογικής ταυτότητας των πολιτών, όπως συνέβαινε παλαιότερα.

Μεταπολεμικά ή καλύτερα μετασεισμικά (1953 και μετά) η χορευτική πρακτική στο νησί αρχίζει να ενεργοποιείται πλέον από ιδιωτικές πρωτοβουλίες ή πολιτικούς σχεδιασμούς πολιτιστικής ανάπτυξης που επιβάλει ο τουρισμός. Οι παραδοσιακές χορευτικές δημιουργίες εγκαθίστανται σε αίθουσες διδασκαλίας στο κέντρο της πόλης και καλούνται να συμβάλουν στις νέες πολιτισμικές ανάγκες. Είναι η εποχή του ταγκό, του βαλς και του Φοξ (Τρότ-αντλέ) που χορεύονται σχεδόν σε όλα τα γλέντια, ακόμα και στα πανηγύρια, μέχρι και τώρα. Σήμερα, βέβαια, όλο και λιγότερες είναι αυτές οι χορευτικές εκφράσεις, γιατί οι νεότεροι ζακυνθινοί των 20-25 ετών δε χορεύουν αυτούς τους χορούς. Ένας μεταγενέστερος ερευνητής-μελετητής των χορών της Ζακύνθου μετά από χρόνια ίσως ανακαλύψει ότι κάποτε στα παλιά πανηγύρια οι Zακυνθινοί χόρευαν και διασκέδαζαν με ταγκό, βαλς και φοξ-αντλέ.

Σήμερα η παραδοσιακή κοινότητα έχασε τα περισσότερα από τα προπολεμικά της γνωρίσματα. Υπάρχει ως μια τυπική διοικητική οντότητα, που αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες με τα δημόσια πανηγύρια. Σε αυτά η συμμετοχή των ξενιτεμένων αλλά και των ντόπιων μελών της κοινότητας στο χορό έχει συμβολικό χαρακτήρα, καθώς μέσα από αυτήν αναδεικνύεται η πολιτισμική-τοπική ταυτότητα τους. Το πανηγύρι συνεπώς έχει διαφοροποιηθεί και έχει αποκτήσει σύγχρονο, μοντέρνο πρόσωπο.

Οι βαθιές κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές και πολιτικές ανακατατάξεις, που σημειώθηκαν κατά τη σύγχρονη περίοδο με την τεράστια εξάπλωση του τουρισμού στη Ζάκυνθο, είχαν κυρίως αρνητικές επιδράσεις στους παραδοσιακούς χορούς και προξένησαν τον αναπροσδιορισμό της λειτουργίας τους, η οποία, αφού συμπληρώθηκε με νέα στοιχεία, προσαρμόστηκε στα δεδομένα της εποχής και της κοινωνικής ανάπτυξης. Οι συνήθειες, τα έθιμα και κατ' επέκταση και οι χοροί της τάξης των Ευγενών δεν έφτασαν μέχρι τις μέρες μας και δε σώθηκαν, γιατί δεν αντιπροσώπευαν καθόλου τη λαϊκή συνείδηση των Ζακυνθινών. Ακόμα και οι προσπάθειες αναβίωσης, ή διάσωσης αυτών των χορών, όπως: μεγάλος Ζακυνθινός, καδρίλιες και λανσιέρηδες δε καρποφόρησαν. Αντίθετα, οι παραδοσιακοί χοροί των χωρικών και κατ΄ επέκταση και τα τραγούδια που τους συνόδευαν (τουλάχιστον αρκετά από αυτά) έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα, άσχετα αν έχουν μαζί τους κάτι αρκετά προσαρμοσμένο στο σύγχρονο τουρισμό, που, όπως είναι γνωστό, ευνοεί τις αναβιώσεις και τις αναπαραστάσεις των παλιών μας εθίμων, δηλαδή το φολκλορισμό.

Στη ραγδαία εξάπλωση του φολκλορισμού στο νησί βοήθησε και ο αχαλίνωτος τουρισμός. Η άνοδος του τουρισμού, ενώ ανοίγει νέους οικονομικούς και κοινωνικούς ορίζοντες, καταστρέφει ταυτόχρονα ή σπρώχνει προς τη λήθη πολιτιστικά στοιχεία που εκφράζουν την ευαισθησία των κατοίκων. «Η χορευτική δημιουργία μεταφέρεται πλέον από το φυσικό περιβάλλον στο πλαίσιο επιχειρησιακού τύπου οργανισμών, επαγγελματικών ή ερασιτεχνικών και αυτό συντελείται με τη ρήξη του παραδοσιακού τρόπου ζωής και την ανατροπή των όρων κοινωνικής και ιδεολογικής ομοιογένειας, στους οποίους στηριζόταν ο πολιτισμός της υπαίθρου».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ζακυνθινοί σήμερα, ιδιαίτερα όσοι ζουν στην πόλη, στα παραθαλάσσια ή στα πιο κοντινά με τη θάλασσα χωριά, (Λαγανάς, Αργάσι, Καλαμάκι, Αλυκές, Βασιλικός, Τσιλιβή κ.α.) έχουν διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του δρόμου που οδηγεί από τον παραδοσιακό στο σύγχρονο πολιτισμό. Διατηρούν βέβαια πολλούς από τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής και σκέψης, αλλά πάντοτε σε συνδυασμό με τους τρόπους ζωής και σκέψης που επικρατούν σε ένα σύγχρονο τουριστικό νησί. Είναι βέβαιο ότι στη σύγχρονη εποχή ο παραδοσιακός χορός, παρουσιάζεται ως μια μορφή ψυχαγωγίας που συμβάλλει στη διεύρυνση των διαπροσωπικών σχέσεων, χάνει όμως τη γνησιότητα του και, κατ΄ επέκταση, τον παραδοσιακό του χαρακτήρα. Αν οι χοροί που χορεύονται σήμερα στη Ζάκυνθο στις πίστες των νυχτερινών κέντρων και εστιατορίων, φτάσουν στα παιδιά των σχολείων της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, καθώς επίσης και στους διάφορους πολιτιστικούς συλλόγους ως αντιπροσωπευτικοί χοροί του παραδοσιακού πολιτισμού της Ζακύνθου, τότε το πρόβλημα όσον αφορά τη «διάσωση και διάδοση» της χορευτικής παράδοσης του νησιού γίνεται πραγματικά δραματικό.

Παράγοντες που συνέβαλαν καταλυτικά στη διαμόρφωση του τοπικού χορευτικού ρεπερτορίου

Όλα τα γεγονότα που χαρακτηρίζουν την κάθε εποχή έχουν φυσικά τον αντίκτυπό τους στα συναισθήματα των ανθρώπων που ζουν στη συγκεκριμένη εποχή. Ίσως είναι δύσκολο να κατανοηθούν τα συναισθήματα ενός ανθρώπου, όταν ακούει μουσική ή όταν χορεύει. Μπορούν όμως να προσδιοριστούν οι παράγοντες που γεννούν αυτά τα συναισθήματα, αν η μελέτη του χορού και της μουσικής -ανεξάρτητα ή σε συνδυασμό μεταξύ τους- γίνει μέσα στα κοινωνικά τους πλαίσια. Καθοριστικοί παράγοντες, καθώς και βασικές προϋποθέσεις για την δημιουργία και καθιέρωση των χορών κάθε κοινότητας είναι οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες, ο τρόπος ζωής και η χωροταξική και γεωγραφική κατάταξη των κοινωνικών ομάδων.

Το περιεχόμενο, η μορφή και η διαμόρφωσή τους καθορίζεται από τη διαλεκτική σχέση της φύσης και του κόσμου που περιβάλλει τις κοινωνικές ομάδες. Η σχέση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις είναι μεγαλύτερη, όπως για παράδειγμα στη κοινωνία της υπαίθρου, ενώ σε άλλες περιπτώσεις είναι μικρότερη, όπως για παράδειγμα στην αστική κοινωνία.

Στην καθιέρωση και ανάπτυξη των παραδοσιακών χορών στο νησί της Ζακύνθου, καθώς και στην ένταξη τους στο τοπικό χορευτικό ρεπερτόριο του νησιού συνέβαλαν διάφοροι παράγοντες. Οι προσδιοριστικοί παράγοντες όχι μόνο για την καθιέρωση αλλά και για τη διατήρηση και διαμόρφωση τους είναι: ιστορικοί, θρησκευτικοί, πολιτικοί, γεωγραφικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, καθώς και οι ξενικές επιδράσεις.

1. Ιστορικοί Παράγοντες

Από τις διάφορες πληροφορίες που υπάρχουν για την ιστορία της Ζακύνθου από τα αρχαϊκά κυρίως χρόνια και μετά, τα σημεία εκείνα που πρέπει να προσέξουμε είναι τα παρακάτω:
Α) Στη Ζάκυνθο από πολύ νωρίς κατοίκησαν ελληνικά φύλα.
Β) Το νησί αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνικού μητροπολιτικού κορμού.
Γ) Ως κοινωνική μονάδα διαμορφώνει το γνώριμο πολίτευμα «Πόλης-Κράτος» κυρίαρχο, ελεύθερο και δημοκρατικό.

Από την εποχή που η φραγκοκρατία κάνει αισθητή την παρουσία της στο νησί (1185-1479) ξεκίνησε και ο λατινικός δεσποτισμός για τους κατοίκους της Ζακύνθου, με συνθήκες αναγκαστικής υποταγής ή απελπισμένου εκπατρισμού. Από εκείνη την εποχή η ελληνική ψυχή των κατοίκων του νησιού κρατήθηκε ζωντανή και άρχισε να εξουδετερώνει κάθε βίαιο εξαναγκασμό ή διωγμό. ενώ ταυτόχρονα κράτησε σχεδόν ανέπαφα τα στοιχεία της εθνικής της ταυτότητας. Σε αυτό βοήθησε πάρα πολύ ο συνεχής εποικισμός χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων, ιδιαίτερα από την Δυτική Πελοπόννησο, την Αιτωλοακαρνανία, την Ήπειρο, και την Κρήτη, που με τους μικτούς γάμους μεταξύ των ντόπιων Ζακυνθινών και των υπολοίπων Ελλήνων περιόρισαν σε μεγάλο βαθμό την εθνολογική επικράτηση των Λατίνων.

Η ελληνική ζακυνθινή οικογένεια διατήρησε μέσα στην ιστορία εντονότερη και διαρκέστερη τη συνοχή της, επειδή οι γεωγραφικές και εθνοϊστορικές συνθήκες του τόπου (ή και της διασποράς) την κρατούσαν πάντα σε άμυνα συντήρησης και σε ένα υποσυνείδητο για όλο το έθνος αγώνα επιβίωσης. Διαχρονικά λοιπόν έχουμε καθολική επικράτηση του ελληνικού στοιχείου στο νησί που εγκαθίσταται στα ορεινά χωριά και στα χωριά της ρίζας. Αυτό το ιθαγενές Ελληνικό στοιχείο φαίνεται να διατηρεί τις παραδοσιακές του καταβολές και αξίες, πράγμα που γίνεται φανερό από το μουσικοχορευτικό ρεπερτόριο που καλλιεργεί, μέσα από το οποίο εκφράζεται πολιτιστικά.

Σε αντίθεση λοιπόν με τους ποπολάρους, οι ευγενείς, πολλοί από τους οποίους ήταν Λατίνοι τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της ενετοκρατίας στο νησί, συνηθίζουν να εκφράζονται πολιτιστικά με τα δικά τους ήθη και έθιμα που έχουν ευρωπαϊκό χρώμα και ιδιαίτερα ιταλικό. Στο πέρασμα των χρόνων οι εκάστοτε Έλληνες που πλαισιώνουν την τάξη των ευγενών αρέσκονται και αυτοί να διασκεδάζουν με τον ευρωπαϊκό τρόπο και τις συνήθειες που μεταφέρουν οι εκάστοτε ξένοι κατακτητές. Σε αυτές τις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες, εμφανίζονται συλλογικές πολιτισμικές δημιουργίες αντίθετες μεταξύ τους, όπου μέσα από αυτές βρίσκει τρόπο να εκφραστεί η κοινωνική και η οικονομική αντιπαράθεση και οι ταξικές διαφορές. Στο πολιτικό ακόμα επίπεδο οι αγώνες των κατοίκων της Ζακύνθου είναι η έκφραση των κοινωνικών αγώνων τους. Οι αγώνες αυτοί, κάτω από διάφορα «περιβλήματα», ήταν αγώνες του λαού για καλύτερη ζωή, για λιγότερη φορολογία, για περισσότερα δικαιώματα στη ζωή και αργότερα έγιναν αγώνες για τη δημοκρατία, την κατοχύρωση του Συντάγματος και την ισότητα των τάξεων, την οποία πέτυχε τελικά να κατακτήσει μετά το 19ο αιώνα το ανερχόμενο αστικό στοιχείο του νησιού.

2. Θρησκευτικοί Παράγοντες

Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, που επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το λαϊκό πολιτισμό κάθε χώρας, είναι η θρησκεία με το εορτολόγιο της. Στο νησί της Ζακύνθου ένας σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης των κατοίκων ήταν η Ορθοδοξία και η ελληνική γλώσσα. Η ορθοδοξία, κατά την άποψή μου, με τις πνευματικές της παραδόσεις και παρακαταθήκες αποτελούσε αστείρευτη πηγή εθνότητας και ομοψυχίας των Ελλήνων. Η ένταξη δε των καθολικών Λατίνων στην ορθόδοξη λατρευτική κοινότητα ακολούθησε ένα «προτσές» τυπικά επτανησιακό. «Πρόκειται για ένα κλασσικό δείγμα της συστηματικής εξουδετέρωσης κάθε αλλόδοξου φυλετικού παράγοντα μέσα στην Ελληνορθόδοξη αφομοιωτική χοάνη».

Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της έγγραφης αναφοράς του Προβλεπτή της Ζακύνθου Δονάτου Da Lezze στη Βενετική γερουσία με ημερομηνία 25 Μαΐου 1506, όπου αναφέρει ότι «εξαιτίας της έλλειψης δυτικών ιερέων και καθολικών εκκλησιών στο νησί, άπαντες οι Λατίνοι ησπάσθησαν το Ελληνικόν δόγμα». Κατά τη χρονική περίοδο της Επτανήσου πολιτείας (1800-1807) αξίζει να αναφερθεί ότι το αίτημα των Επτανησίων για την ανασύσταση της ορθόδοξης επισκοπικής έδρας στην Κέρκυρα που οι Ενετοί την είχαν ήδη καταργήσει από το 12ο αιώνα αντικαθιστώντας τον ορθόδοξο επίσκοπο με Λατίνο, έγινε αποδεκτό και εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κέρκυρας ο ιερέας Σιγάλας.

Τα παραδοσιακά εξάλλου πανηγύρια ήταν και είναι άμεσα συνδεδεμένα με το θρησκευτικό εορτολόγιο. Ήταν η μεγαλύτερη αφορμή για επικοινωνία, διασκέδαση και εκτόνωση των κατοίκων, μαζί με το θρησκευτικό μυστήριο του γάμου. Με την πάροδο του χρόνου και με την παρακμή των πανηγυριών, αρχίζουν να χάνονται ταυτόχρονα και αρκετοί παραδοσιακοί χοροί μαζί με τους τελευταίους χορευτές και οργανοπαίχτες, που αρχίζουν να εκλείπουν είτε βιολογικά είτε με την αποχή τους από τα πανηγύρια, όταν αυτά αρχίζουν να παρακμάζουν. Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι η ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία, αφενός συνέβαλε στην διατήρηση του ελληνισμού στο νησί, αφετέρου διαφύλαξε-διέσωσε με τα θρησκευτικά της πανηγύρια και τα θρησκευτικά, κοινωνικά μυστήρια (γάμου-βάφτισης) τη χορευτική παράδοση των κατοίκων του νησιού.

3. Οικονομικοί Παράγοντες

«Η μουσική και ο χορός, ως μορφές τέχνης, είναι φαινόμενα κοινωνικά και βρίσκονται σε μια πλατιά και αμφίδρομη αιτιοκρατική σχέση με τον κοινωνικό περίγυρο. Η γένεση και ο μετασχηματισμός τους έχουν άμεση σχέση με τους εκάστοτε ισχύοντες οικονομικό-ιστορικούς παράγοντες των μεταβολών τους φυσικά και των συνακόλουθων κοινωνικών αναδιαρθρώσεων που ακολουθούν». Οι οικονομικές δραστηριότητες που αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα στο αστικό κέντρο του νησιού που θεωρείται η πόλη με το λιμάνι, προκάλεσαν ευρωπαϊκές επιδράσεις στους χορούς, (τόσο μουσικά όσο και κινησιολογικά), που ήταν φυσικό αποτέλεσμα της οικονομικής αναδιάρθρωσης των κατοίκων με τη συχνή ανταλλαγή προϊόντων, την ανάπτυξη του εμπορίου, τη συναναστροφή με δυτικούς λαούς, καθώς και την επικοινωνία μεταξύ τους. Σε αντίθεση πάντα με τα χωριά (ιδιαίτερα τα ορεινά), τα οποία δε φαίνεται να δέχτηκαν ευρωπαϊκές επιδράσεις, αφού οι ελάχιστες δυνατότητες εμπορικής συναλλαγής των χωρικών τους κράτησαν μακριά από την πόλη και το λιμάνι με όλα τα οικονομικά και κοινωνικά επακόλουθα που μπορεί να δημιουργήσει αυτή η απομάκρυνση. Οι βασικοί λοιπόν οικονομικοί συντελεστές παραγωγής συνέβαλαν σημαντικά στη δημιουργία των όρων και των προϋποθέσεων της διαμόρφωσης των χορών.

4. Γεωγραφικοί Παράγοντες

Η εισροή χιλιάδων Ελλήνων (περισσότεροι από 30.000) το διάστημα της Ενετοκρατίας(1450-1797), που ήταν κατά το πλείστον φτωχοί και κατατρεγμένοι από τους Τούρκους, συνέβαλε σημαντικά ώστε να πλαισιωθούν τα χωριά του νησιού από ελληνικό πληθυσμιακό στοιχείο. Η Ζάκυνθος ως απροστάτευτο νησί που ήταν, έπεσε πολλές φορές θύμα πειρατικών επιδρομών και λεηλασιών βαρβάρων, που αιχμαλώτιζαν ή σκότωναν τον πληθυσμό. Οι κάτοικοι (κυρίως οι χωρικοί), για να σωθούν, έβρισκαν καταφύγιο στα βουνά του νησιού, ενώ στο Ενετικό φρούριο κατέφευγαν συνήθως οι εύποροι κάτοικοι της πόλης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση των κατοίκων της προς τα ορεινά χωριά, όπου έζησαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, σε μερική θα λέγαμε «απομόνωση». Αυτή η απομόνωση θεωρήθηκε η βασική αιτία της διατήρησης ως τα τελευταία χρόνια πανάρχαιων μορφών ζωής, όπως εκδηλωνόταν αυτές, -γνωστό ήδη αυτό και μέσα από τα αρχαιολογικά ευρήματα-, μέσα από τα ήθη, έθιμα, δοξασίες και πίστεις, που εξακολουθούσαν να εκδηλώνονται ακόμα και στην περίοδο όπου είχαν αρχίσει να σημειώνονται σε διεθνές επίπεδο οι βαθιές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστικές αλλαγές.

Έτσι οι αρχαίες παραδόσεις στα ορεινά χωριά και στα χωριά της ρίζας έμειναν ζωντανές στη μνήμη του λαού, ενώ τονώθηκε πολλές φορές ο λαϊκός πολιτισμός από εποικισμούς Ελλήνων, από την Κρήτη, την Πελοπόννησο, και την Ήπειρο, που προτιμούσαν την «ηπιότερη» Ενετοκρατία από την αμείλικτη Τουρκοκρατία. Η μετατόπιση επίσης, μεγάλου μέρους από τους χριστιανικούς πληθυσμούς των Ελλήνων στα ορεινά, όπου η κοινωνική και πολιτική εξουσία του κατακτητή ήταν ελάχιστα αισθητή, άφησε περιθώρια για τη δημιουργία κοινωνικών και πολιτισμικών δομών χαρακτηριστικά διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στις υποταγμένες πεδινές ή παραλιακές περιοχές.

Η μνήμη, βέβαια όσον αφορά στις παραδόσεις του τόπου, είναι περισσότερο έντονη στα ορεινά χωριά ίσως, διότι η απόσταση από το βομβαρδισμό των μηνυμάτων που δέχεται ο άνθρωπος της πόλης είναι μεγαλύτερη. Έτσι, είναι φυσικό οι κοινωνίες των αγροτικών περιοχών να αφομοιώνουν βραδύτερα τα μηνύματα που προέρχονται από τις μεγαλουπόλεις. Αξίζει να αναφερθεί ότι οι περισσότεροι δρόμοι στο νησί ανοίχτηκαν μετασεισμικά (1953 και μετά). Υπήρχαν άνθρωποι στα χωριά, που δεν είχαν δει ποτέ την πόλη (χώρα). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αρκετοί κάτοικοι των ορεινών ιδιαίτερα χωριών να μένουν μακριά από τα ερεθίσματα της «Χώρας». Η εγκατάσταση εξάλλου και παραμονή στην πόλη ευπόρων οικογενειών που αποτελούσαν και την κυρίαρχη τάξη του νησιού, φανερά επηρεασμένη από τον Ενετικό τρόπο ζωής διαμορφώνουν στην εξελικτική πολιτιστική τους πορεία διαφορετικές χορευτικές αναζητήσεις έκφρασης και διασκέδασης.

5. Κοινωνικοί Παράγοντες

Στην ιστορία του κόσμου παρουσιάζονται εποχές, όπου κάτω από την πίεση διαφόρων παραγόντων και συνθηκών ολόκληροι σχεδόν πληθυσμοί αρχίζουν να μετακινούνται ή να ανακατεύονται μαζί με τους παλαιούς κατοίκους, αλλάζοντας την εθνολογική σύσταση του πληθυσμού του τόπου που τελικά καταλήγουν για να ζήσουν. Η μελέτη της γενικής ιστορίας ενός τόπου μας διδάσκει «το ρόλο της επίδρασης εξωτερικών συγκυριών και παραγόντων στη διαμόρφωση κάθε επιμέρους κοινωνίας». Κατά μία έννοια η ιστορία ως συλλογικό γεγονός δημιουργείται μέσα από το επιμέρους έργο της οικογένειας. Η οικογένεια αποτελούσε πάντα το κύτταρο και τον καθρέφτη κάθε κοινωνίας.

Oι αγροτικές κοινωνίες της Ζακύνθου κράτησαν ζωντανή τη χορευτική τους παράδοση (βασισμένη σε πανάρχαια ελληνικά έθιμα) προβάλλοντας έτσι μια ξεχωριστή μορφή πολιτισμικής συνείδησης. Αντίθετα, η κουλτούρα που καλλιεργήθηκε από την κοινωνία της πόλης (ευγενείς) ταυτιζόταν σχεδόν πάντοτε με την κουλτούρα των εκάστοτε κατακτητών που έφερναν στο νησί τα ευρωπαϊκά ήθη και έθιμα και, κατ΄ επέκταση, και τους ευρωπαϊκούς χορούς, τουλάχιστον μέχρι την εποχή της ένωσης με την Ελλάδα (1864). Μετά την ένωση με την Ελλάδα, η ήδη ανερχόμενη αστική κοινωνία που φαίνεται να κυριαρχεί, τόσο στον ιδεολογικό όσο και στον οικονομικό τομέα, ακολουθεί τα πρότυπα διασκέδασης της πρωτεύουσας (Αθήνα) που μοιραία ακολουθεί και αυτή τον ευρωπαϊκό τρόπο διασκέδασης με κυρίαρχους χορούς το ταγκό και το βαλς.

6. Ευρωπαϊκές και ελληνικές επιδράσεις

Οι ευρωπαϊκές επιδράσεις που δέχτηκε η κοινωνία της Ζακύνθου είχαν βενετσιάνικη προέλευση. Άλλωστε η μακροχρόνια παραμονή των Ενετών στο νησί το μαρτυρεί αυτό με φανερές επιδράσεις τόσο στην αρχιτεκτονική των σπιτιών, όσο και στην αμφίεση και τον εθιμικό τρόπο ζωής των κατοίκων. Οι χορευτικές επιδράσεις έγιναν εμφανείς ιδιαίτερα στην άρχουσα τάξη του νησιού, η οποία από τα πρώτα χρόνια της ενετικής κατοχής προσπαθεί να προσαρμοστεί στον τρόπο διασκέδασης των Ενετών με την συμμετοχή των ορθοδόξων Ελλήνων κατοίκων στα «φεστίνια», που διοργανώνουν οι εκάστοτε «προβεδούροι» στο κάστρο και αργότερα στα μεγάλα «Παλάτσα» των ευγενών. Έτσι στο χορό και στα μουσικά ακούσματα των ευγενών είναι φανερή η ευρωπαϊκή επίδραση, καθώς κυριαρχούν αναγεννησιακού τύπου ρυθμοί (χορού-μουσικής) σαφώς επηρεασμένοι από τη δύση και ιδιαίτερα την Ιταλία.

Οι συνεχείς μετακινήσεις των Ελλήνων προσφύγων που έψαχναν να βρουν καταφύγιο στη Ζάκυνθο εκατοντάδες χρόνια, δεν έφεραν αλλαγές στο πολιτιστικό «γίγνεσθαι» των κατοίκων του νησιού, αλλά πολύ γρήγορα τα συνακόλουθα σε αυτούς ήθη και έθιμα αφομοιώθηκαν από το ντόπιο στοιχείο, με αποτέλεσμα να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο ο ελληνικότητά του και αυτό να αποτελέσει αφετηρία για ένα μοντέλο πολιτισμικής δραστηριότητας με εμφανή στοιχεία επτανησιακού χαρακτήρα, που δηλώνει πάνω από όλα την ελληνικότητα των κατοίκων. Το σημαντικό πολιτιστικό γεγονός που πρέπει να τονιστεί είναι ότι έχουμε την πρώτη παράσταση αρχαίου ελληνικού δράματος στη νεότερη ελληνική ιστορία, την παράσταση «Πέρσες του Αισχύλου», στο Κάστρο της Ζακύνθου, από νέους ευγενείς του νησιού το 1571. Αν θαυμάζουμε, δίκαια βέβαια, τους τουρκοκρατούμενους Έλληνες, που με τη γλώσσα, την πίστη, την παιδεία και με την αυτοδιοίκηση, πολέμησαν τον κατακτητή και κατάφεραν να διατηρήσουν την εθνικότητά τους, τότε τι πρέπει να πούμε για τους επτανήσιους που με επίσημα ξένη γλώσσα, θολή πίστη (στην αρχή), διαφορετική παιδεία, καινούργιο πολίτευμα και με μια πρωτοφανή επιδρομή (αποίκων), που σε ποσότητα (περισσότεροι από 30.000) και επιρροή ξεπέρασαν τους ντόπιους, κατάφεραν ύστερα από τριακόσια ογδόντα χρόνια ζυγού όχι μόνο να διατηρήσουν, αλλά και να μεταμορφωθούν σε μια συνειδητή ελληνική κοινωνία. Επιπρόσθετα, ένας σημαντικός παράγοντας ενίσχυσης της ελληνικότητας των κατοίκων είναι και το φυσικό περιβάλλον. «Η Ζάκυνθος από τα αρχαία χρόνια έχει ελληνική καταγωγή. Το χώμα, η θάλασσα, ο ουρανός, παρόλο που κάθε λίγο αλλάζουν αφεντικό παραμένουν τα ίδια. Ο νέος κάτοικος που ήλθε το 1500 θα πρέπει να συνειδητοποίησε ότι πατεί ελληνικό χώμα. Τώρα, αν σιγά-σιγά δέθηκε με το γύρω χώρο και άρχισε να τον νιώθει δικό του και να τον αγαπά, αυτό οφείλεται στο ότι και ο χώρος αυτός τον δέχτηκε με αγάπη και του πρόσφερε διατροφή και προστασία. Με άλλα λόγια ο χώρος κέρδισε τον άνθρωπο».

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ
  1. Αμαργιανάκης Γ., «Δημοτική Μουσική», Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 28, Θέατρο, κινηματογράφος, μουσική, χορός»,. Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1999.
  2. Ανωγειαννάκης Φοίβος, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα, έκδοση «Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων», Αθήνα 1975.
  3. BaudBovy Samuel, Δοκίμιο για το Δημοτικό Τραγούδι, Πελοποννησιακό. Λαογραφικό Ίδρυμα. Ναύπλιο 2005
  4. Φοίβος Ανωγειανάκης, εκδ. Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, Ναύπλιο 2005.
  5. Ευαγ. Γ. Αυδίκος, «Χορός και κοινωνία», εκδ. Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κόνιτσας, Κόνιτσα 1994.
  6. Ρ. Γκαρωντύ, «Ο Χορός στη ζωή», εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1972.
  7. Γράψας, Ν. “Ελληνική Μουσική Πράξη: Λαϊκή Παράδοση – Νεότεροι Χρόνοι” στο Τέχνες ΙΙ: Επισκόπηση Ελληνικής Μουσικής και Χορού, τόμος Γ΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2003.
  8. Δαμιανάκος Στάθης. Παράδοση ανταρσίας και λαϊκός πολιτισμός, εκδόσεις «Πλέθρο», Αθήνα 1987,σελ 21-39. Λαϊκός Πολιτισμός: «Ιδεολογική χρήση και θεωρητική συγκρότηση του όρου», Περιοδικό Επιστημονική σκέψη, Τεύχος 19 , Αθήνα 1984.
  9. Δανιηλίδης Δημοσθένης. Η Νεοελληνική Κοινωνία και Οικονομία, εκδόσεις «Νέα σύνορα», Αθήνα 1985.
  10. Δήμας Ηλίας. Ο παραδοσιακός χορός στο Συρράκο – Λαογραφική και Ανθρωπολογική Προσέγγιση, Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1989. «Κοινωνικός μετασχηματισμός και Ελληνικός παραδοσιακός χορός». Πρακτικά 1ου Πανελληνίου Συνεδρίου Λαϊκού Πολιτισμού με θέμα τη διαχρονική εξέλιξη του χορού στην Ελλάδα. Σέρρες 15-17/10/1999 σελ 61-66.
  11. Διδασκάλου Νόρα Σκουτέρη. Η παράδοση της παράδοσης, εκδόσεις: «Ατλαντίς» Θεσσαλονίκη 1982 σελ 18-44.
  12. Denis Sorel. “Τα γεωλογικά στάδια του σχηματισμού της νήσου Ζακύνθου”. Πρακτικά Α΄Συνεδρίου με θέμα Οι οικισμοί της Ζακύνθου, εκδόσεις, Εταιρεία Ζακυνθινών σπουδών, Αθήνα 1993.
  13. Ζάκ Λε Γκόφ. Ιστορία και μνήμη, εκδόσεις «Νεφέλη», Μετάφραση: Γιάννης Κουμπουρλής, Αθήνα 1998.
  14. Ζωγράφου Μάγδα Ο χορός στην Ελληνική παράδοση, εκδόσεις Art work, Αθήνα 1999.
  15. Ζώης Λεωνίδας. Ιστορία της Ζακύνθου, Αθήνα 1955. Λεξικόν Φιλολογικόν και Ιστορικόν Ζακύνθου, Λαογραφικόν Αθήνα 1963.
  16. Κάρδαρης Διονύσης. Ο χορός στη Ζάκυνθο μέσα από την πολιτική-κοινωνική ιστορία, Διδακτορική διατριβή, εκδόσεις Έντυπο, Ζάκυνθος 2005
  17. Καμπά Σούλα Τόσκα. Νησιώτικοι Παραδοσιακοί Χοροί, Αθήνα 1991
  18. Καρακάσης Σταύρος. «Έκθεσης Μουσικής αποστολής στη Ζάκυνθο» από 5/8-3/9 1965. Ε.Κ.Ε, Λαογραφία τόμος ΙΗ΄-ΙΘ΄. Αθήνα 1965-66 σελ 261-270.
  19. Κονόμος Ντίνος. Λαογραφικά- Συλλογείς Λαογραφικού υλικού και η συμβολή του Ανδρέα Γαήτα, Αθήνα 1992. Τσή Ζάκυνθος, Αθήνα 1983.
  20. Κουσιάδης Γεώργιος. Ελληνικοί και Ευρωπαϊκοί χοροί, Αθήνα 1949.
  21. Κυριακίδου Νέστορος Άλκης. Λαογραφικά Μελετήματα, εκδόσεις «Νέα Σύνορα», Αθήνα 1975.
  22. Κουτσούμπα Μαρία. Σημειογραφία της χορευτικής κίνησης, εκδόσεις Προπομπός Αθήνα 2005.
  23. Λουκάτος Δημήτριος. Εισαγωγή στην Ελληνική Λαογραφία, έκδοση «Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας», Αθήνα 1985. «Η Επτανησιακή λαϊκή παράδοση και το σύγχρονο χρέος», «Εταιρία Κερκυραϊκών Σπουδών –Πρακτικά, Κέρκυρα, 18/9/1970. «Ο χορός στην Λαογραφία μας», εκδόσεις «Νέα Εστία», Αθήνα 1960.
  24. Μαδιανού, Γκέφου Δήμητρα. Πολιτισμός και Εθνογραφία, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, θήνα 1999.
  25. Μέγας Γεώργιος. “Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας”, Ανάτυπο της επετηρίδας του Λαογραφικού αρχείου (1939).
  26. Μελίτας Διονύσιος. Ζακυνθινή Κοινωνία, Ζάκυνθος 1976.
  27. Μερακλής Μιχάλης. Σύγχρονος Ελληνικός Λαϊκός Πολιτισμός, Εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα 1973 «Τι είναι ο Φολκλορισμός», Λαογραφία τόμος 17ος.
  28. Νεάρχου Περικλής. Το μήνυμα του Απόλλωνα – Παιδεία, Τέχνες, Πολιτισμός, Δελφοί και Σύγχρονος κόσμος, εκδόσεις «Κοσμόπολις» Αθήνα 1996.
  29. Νόρμπερτ Έλιας. Η εξέλιξη του Πολιτισμού, Εκδόσεις «Νεφέλη» Αθήνα 1977.
  30. Παπαταξιάρχης Ε. Παραδέλλης Θ. Ανθρωπολογία και Παρελθόν Συμβολές στην Κοινωνική ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Αθήνα 1993.
  31. Πολίτης Γ. Νικόλαος. Νεοελληνική Μυθολογία (επανέκδοση) Αθήνα 1979.
  32. Πούχνερ Βάλτερ. “Παραστατικά δρώμενα λαϊκά θεάματα και λαϊκό θέατρο στη Νοτιοανατολική Ευρώπη”. Λαογραφία, τόμος ΛΒ΄ Αθήνα 1982.
  33. Πορφύρης (Κονίδης) Κωνσταντίνος. “Η επτανησιακή και ιδίως η Ζακυνθινή κοινωνία την περίοδο της Αγγλοκρατίας”, Χρονικά Ζακύνθου, Εκατονταετηρίς της Ενώσεως της Επτανήσου τόμος Α΄, Αθήνα 1964 σελ 75-102.
  34. Πουλατζάς Νικόλαος. Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τόμος 2ος, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1975. Οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό, εκδόσεις«Θεμέλιο» Αθήνα 1981.
  35. Ράφτης Α,Ο κόσμος του ελληνικού χορού, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1985.
  36. Ρωμαίος Κώστας. «Λαογραφικά θέματα», περιοδικό Εστία, Αθήνα 1977.
  37. Σαρρής Νεοκλής «Νοηματοδότηση και αξιοποίηση στοιχείων της παραδοσιακής κοινωνίας στην εποχή μας» στο τεύχος με τίτλο Παραδοσιακός χορός και Λαϊκή δημιουργία, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1999
  38. Σινόπουλος Κυριάκος. Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, Τόμος Α΄(333-1700). Τόμος Β΄(1700-1800) Τόμος Γ΄(1810-1821) Αθήνα 1989-1990.
  39. Σκορδούλης Κώστας. Η διαμόρφωση της αστικής ιδεολογίας στα Επτάνησα, Βιβλιοθήκη Ζακυνθινών μελετών, Ζάκυνθος 1986.
  40. Τζερμπίνος Στέλιος. 200 χρόνια μουσικής ζωής στη Ζάκυνθο, Ζάκυνθος 2000.
  41. Τσακιρίδη Θεοφανίδη Όλγα «Πολιτιστική Διοίκηση και λαϊκός χορός. Από την Παράδοση στην Μετανεωτερικότητα», τεύχος «Παραδοσιακός χορός και λαϊκή Δημιουργία» εκδόσεις Παπαζήση 1999.
  42. Τσαούσης Γ. Δημήτρης. Η κοινωνία του ανθρώπου. Εισαγωγή στην κοινωνιολογία. Αθήνα 1987.
  43. Τυροβολά Βασιλική. «Ο Ελληνικός χορός» Μια διαφορετική προσέγγιση, εκδόσεις Cutenberg Αθήνα 2001. «Η έννοια του αυτοσχεδιασμού στη Ελληνική λαϊκή δημιουργία» τεύχος παραδοσιακός χορός και λαϊκή δημιουργία, εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 1999.
  44. Φακιωλάς Π. Νίκος. Κοινωνικά κινήματα στα Επτάνησα, εκδόσεις βιβλιοπωλείο «Πλούς», Νησί της Κέρκυρας 2000.
  45. Φίλιας Βασίλης. Κοινωνιολογία του Πολιτισμού. πρώτος τόμος (Βασικές οροθετήσεις και κατευθύνσεις) εκδόσεις «Παπαζήση», Αθήνα 2000. 
  46. Χιώτης Παναγιώτης. Ιστορικά Απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου, Κέρκυρα 1863. Ιστορία του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρι Ενώσεως (18ΟΟ-1864), Ζάκυνθος 1887.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ
  1. Αnya Peterson Royce, The Anthropology of Dance, Indiana University Bloomington 1978.
  2. Anna Girigliano «Η ταραντέλα του Μοντεμαράνο στη διάρκεια του Καρναβαλιού» Ανακοίνωση στα Πρακτικά του 11ου Συνεδρίου της (Δ.Ο.ΛΤ.) για την έρευνα του χορού με θέμα «Χορός γύρω από τη Μεσόγειο» Αθήνα 9-13/7/1997. σελ 45-48.
  3. Αnnemarie Jeanette Neubecker, Η μουσική στην αρχαία Ελλάδα, εκδόσεις Οδυσσέας Αθήνα 1986.
  4. Erzhherzog Ludwig Salvator Allgemeiner Theil, Druck und Verlang von 3. Heinr Mercy Sohn, Prag 1904.
  5. Curt Sacks. The world history of the Danse. W.W. Norton ant Company Inc. N. York 1963.
  6. Martin G.Pesovar E. A Structural analysis of the Hougarian folk dance, tomus X΄ 1961 Acta Ethographica, Akademian Kiado Budapest
  7. Denis Sorel. Τα γεωλογικά στάδια του σχηματισμού της νήσου Ζακύνθου. Πρακτικά του Α΄ Συνεδρίου με θέμα «Οι οικισμοί της Ζακύνθου», εκδόσεις, Εταιρεία Ζακυνθινών σπουδών, Αθήνα 1993.
  8. Janet. Adshaead. Dance Analysis, theory and Practice, 1987.
  9. Joan Cowan Dance and the Body Politic in Northern Greece, on time USA 1990.
  10. Kaeppler Andrienne Method and theory in analyzing dance structure, with an analysis of Tongan dance, vol 16 n 2, Ethomusicology. Dance in Anthropological Perspective, An. Pen. of Anthropology, 1978, 31-49.
Related Posts with Thumbnails