© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Η αρχαιοελληνική λυρική ποίηση παραμυθία στις δύσκολες έγνοιες

Γράφει ο ΠΑΥΛΟΣ ΦΟΥΡΝΟΓΕΡΑΚΗΣ

Η ζωή μας μια φούσκα στα χέρια των ισχυρών, παθιασμένο, λυσσαλέο παιχνίδι στον τζόγο της παγκόσμιας ρουλέτας. Εκεί αυξομειώνουν ανάλογα με τα συμφέροντά τους τις οικονομικές αξίες συνάμα με τις ηθικές, αν μπορεί κανείς να διακρίνει ίχνη τους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ιέρειες της επικοινωνίας, αδίστακτα όπλα της προπαγάνδας για την κάμψη της αντίστασης των λαών και της φίμωσης των αιτημάτων τους. Ανελέητος καθημερινός μιντιακός βομβαρδισμός δημιουργεί ενόχους εκείνους που κάποτε θεωρούσε πρωταγωνιστές της ανάπτυξης μέσα από πολυειδείς δανεισμούς και αλόγιστο καταναλωτισμό. Αυτό που κάποτε θεωρούνταν οικονομική αρετή, σήμερα εξοβελίζεται στην πυρά της κόλασης που αφήνουν την τέφρα τους οι φτωχοί και αδύναμοι…

Η θλίψη και η οργή μαζί βγήκαν στους δρόμους και στις πλατείες. Κομματικές διαδηλώσεις και συνεχείς ογκώδεις συγκεντρώσεις αγανακτισμένων πολιτών στις μεγάλες πλατείες αποτελούν τα μεγάλα αναχώματα του ανθρωπισμού και της δημοκρατίας. Δύσκολος πολεμικός καιρός της ψυχολογικής βίας και της βιωματικής στέρησης εξαφανίζει το χαμόγελο και ορθώνει το προσωπείο της θλίψης σε όσους στέκουν απαθείς και αναμένουν το μοιραίο. Η πάλη των τάξεων και των κοινωνικών ομάδων, όπως και οι εναλλαγές της θλίψης με τη χαρά, ανέκαθεν σηματοδοτούσαν τη ζωή μας και η λυρική ποίηση γινόταν το αγκυροβόλι της ανθρώπινης ψυχής.

Λίγοι στίχοι από τον Παριανό ποιητή Αρχίλοχο, που έζησε τον 7ο αι. π. Χ., πιστοποιούν την ανθρώπινη μοίρα και την τάση του ανθρώπου να λυτρώνεται και να διδάσκεται από την ποιητική τέχνη:

«Ψυχή, ψυχή, που στις δύσκολες σε συνταράζουν έγνοιες,
ορθώσου και γυρίζοντας προς τους εχτρούς το στήθος
υπερασπίσου, αφού γερά τη θέση σου κρατήσεις
μες στα καρτέρια των εχτρών. Κι ανίσως και νικήσεις,
να μην καυχιέσαι φανερά, μήτε να κλαις στο σπίτι,
πέφτοντας χάμου, αν νικηθείς. Παρά να χαίρεις λίγο
για τις χαρές και στα κακά να μην πολυλυπάσαι.
Και ξέρε τους ανθρώπους ποιος ρυθμός τούς κυβερνάει».

Ο συνεχής αγώνας, αλλά και το μέτρο ακόμα και στις χαρές, ήταν η φιλοσοφία των προγόνων μας. Πόσο μας κοστίζει σήμερα, όταν δεν τα τηρούμε και παρασυρόμαστε από τα πάθη και τις εμμονές του εφήμερου και του παροδικού! Ακόμα και στις πιο απαισιόδοξες στιγμές, τις προσωπικές εξοντωτικές έγνοιες, η ποίηση διώχνει τα σύννεφα της απελπισίας και όλα γίνονται δυνατά στον κόσμο τούτο από τους συμπαντικούς θεούς. Στην αρχαία Ελλάδα ο θεός Δίας μπορεί όλα να τα αλλάζει, όπως στους επόμενους στίχους του ίδιου ποιητή:

«Κανένα πράγμ΄ ανέλπιστο δεν είναι, ούτε αν κανένας
κάνει όρκο ότι δεν έγινε, μηδέ παράξενο είναι,
μια κι ο πατέρας των θεών, ο Δίας, στο μεσημέρι
έφερε νύχτα, αφού έκρυψε το φως του λαμπερού ήλιου.
Και τους ανθρώπους έπιασε ο κρύος φόβος, όλα
γίνονται τώρα πιστευτά κι όλα να τα παντέχουν
Οι άνθρωποι και κανένας σας να μη θαυμάζει , αν βλέπει
πως τα θεριά θαλασσινή φωλιά με τα δελφίνια
αλλάξαν και τα κύματα τα βροντερά τους γίναν
πιο αγαπημένα απ' τη στεριά, κι ότι και το βουνό είναι
γλυκό για τα δελφίνια».

(Οι τελευταίοι στίχοι θυμίζουν και το νεότερο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, σατιρικής μορφής, που αρχίζει με το στίχο: «Ποιος είδε ψάρια στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη»)

Σήμερα ίσως είναι οι συμπαντικές δυνάμεις του χάους που μοιάζουν απρόβλεπτες, ή ο όποιος σύγχρονος Θεός που οι πιστοί του τον θέλουν να επεμβαίνει στα ανθρώπινα… Το ζητούμενο είναι να έχει κανείς θάρρος και αυτοπεποίθηση να μη ρίχνει την ασπίδα του αλλά και να μη χάνει το κέφι του, να αναζητά τις χαρές της ζωής.

Ο Ανακρέοντας (6ος αι. π. Χ.) στους επιτραπέζιους λυρικούς στίχους αναζητά το κρασί για να κεφώσει:

«Εμπρός, παιδί, φέρε μου κανάτα, μονορούφι
να πιω, αφού βάλεις μες σ΄ αυτή νερό ποτήρια δέκα
και κρασί πέντε, για να μπω με ρέγουλα στο κέφι».

Κι ο Αλκαίος (7ος-6ος αι. π. Χ. ) από τη Μυτιλήνη φαίνεται ότι υμνούσε το κρασί για τις μέρες της κάψας:

« Μούσκεψε το πλεμόνι με κρασί
Γιατί το Αστρί του αψήλου παίρνει.
Είναι πολύ δυσάρεστη η εποχή
κι όλα διψούν απ ' το μεγάλο κάμα.
Γλυκά μέσα στα φύλλα τραγουδεί
ο τζίτζικας … κι ο ασκόλυμπρος* ανθίζει.
Τώρα οι γυναίκες είναι αδιάντροπες
Πολύ, κι οι άντρες ισχνοί, γιατί κεφάλι
και γόνατα ο Σείριος τα φυραίνει».

Διάγουμε την εποχή της κάψας και του γαϊδουράγκαθου που βγάζει ωραία άνθη, μωβίζουν όμως σαν μεγαλοβδομαδιάτικο εκκλησιαστικό ντεκόρ και κρύβουν στον κορμό τους το αγκάθινο στεφάνι του προσωπικού και εθνικού μας Γολγοθά. Λένε πως σε τέτοιους καιρούς αυξάνονται τα εξαρτησιογόνα, ποτά και ουσίες, τα αντικαταθλιπτικά, οι αυτοχειρίες… Όμως, η φυγή από την πραγματικότητα και η παραίτηση είναι καταστροφή, ενώ ο «εύθυμος» κεφάτος αγώνας αλλάζει τον τρόπο και το πάλεμα της ζωής! Η ερωτική εγρήγορση της Σαπφώς, η γνωμική στάση του Σιμωνίδη από την Κέα, οι διθύραμβοι του Θέσπη και, βέβαια, το ποιητικό μεθύσι σαν του Ανακρέοντα, που ύμνησε το κρασί αλλά ποτέ δεν δοκίμασε, ας γίνει και ο δικός μας δρόμος.

Ζάκυνθος, 22-6-2010

γαϊδουράγκαθο

Δημήτρη Γ. Μαγριπλή: ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΑΕΡΑΚΙ (νέο διήγημα)

Μπαίνουμε στο εξεταστικό κέντρο. Κοίταζω πίσω και βλέπω τη μάνα μου. Βουρκωμένη, όπως πάντα. Σα να πηγαίνω στον πόλεμο. Της γελώ από απόσταση. Το παίρνει χαμπάρι και κουνάει το χέρι. Κάθομαι στο θρανίο. Γράφω τα στοιχεία μου και περιμένω. Περιμένω όπως όλοι. Μόνος απέναντι στο γραπτό, αμίλητος και σοβαρός. Σκέφτομαι τα αδέλφια μου. Το πέρασαν πριν από εμένα. Έτσι θα ήταν. Μέσα σε σκέψεις και βουτηγμένοι στο άγχος. Όλη η προσπάθεια σε μια εξέταση. Όλα τα χρόνια σε μια στιγμή. «Τι άδικο…», λέω και τρομάζω. «Είμαι πανέτοιμος», επαναλαμβάνω δις. «Τίποτα δεν με πτοεί. Ό,τι και να βάλουν, θα τους ξεσκίσω». Κάποιος σπάζει τη σιωπή:

- Πού είναι τα θέματα; ρωτάει ευγενικά.

Πιάνω το στυλό. Τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει.

- Δεν μας τα έχουν δώσει ακόμη, λέει η κυρία και γελάει επιτηρώντας μας. Ξεσφίγγομαι. Κοιτάζω έξω. Άνοιξη. Μια γάτα κυνηγάει μιαν άλλη. Έρωτας και αναζητώ τα μάτια της Μαίρης. Βουρκωμένα. «Τι;» τής γνέφω, με συμπάθεια. Δαγκώνει τα χείλη της και κάτι μου λέει. Δεν ακούω, είναι μακριά. Κάποιος μπαίνει στην αίθουσα. Ετοιμάζομαι. Κρύος ιδρώτας με λούζει... Η ώρα της κρίσης...

- Άκυρο, σχολιάζει ο μπροστινός μου. Σκουπίζω τη στάλα λίγο πιο πάνω από το φρύδι. Γυρίζω και κοιτάζω τη Μαίρη με διάθεση. Έχει πιάσει το κεφάλι της και κοιτάζει το πάτωμα. Απέναντι κάποιος έχει γράψει στον τοίχο: Κάτω από τα βιβλία υπάρχει παραλία. Βάζω τα γέλια. Η κυρία με κοιτά με απορία. «Βλαμένο θα 'ναι», θα σκέφτεται. Σοβαρεύομαι ξανά και περιμένω. Αρχίζω να νοιώθω πόνο στο στομάχι. Δεν μπορούσα να βάλω μπουκιά τις τελευταίες μέρες. Τίποτα δεν με ευχαριστούσε. Ήθελα μόνο να περάσει ο χρόνος. Μου έρχεται στο νου ο πατέρας. Δυο μήνες άνεργος. Για να πληρώσει το φροντιστήριο, συμφώνησε να το βάψει το καλοκαίρι. Θα τον βοηθήσω κι εγώ. Αν έρθουν και τ' αδέλφια μου, τότε θα περάσουμε όμορφα. Τι φαΐ να έχουμε σήμερα; Πεινάω, γράφω πάνω στο θρανίο με τρόπο. Η κυρία το παίρνει χαμπάρι και με κακοκοιτάει. Σαλιώνω το δάχτυλο και σβήνω τη διάθεση. Είμαι έτοιμος.

- Μήπως έχετε πληροφόρηση, πότε μπορεί να έρθουν τα θέματα; ρωτώ με ευγένεια.

- Βιάζεσαι; μού απαντά ειρωνικά η επιτηρήτρια.

Την κοιτώ με οργή. Αυτή γελά και μου γυρίζει την πλάτη.

- Δυστυχώς, υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση, ανακοινώνει ο υπεύθυνος και φεύγει προτού ακούσει παράπονα.

Πόσο θα ήθελα να είμαι αλλού. Το αεράκι κουνά τις κουρτίνες και χάνεται μόνο στην αυλή. Ζηλεύω. Ο κόσμος αρχίζει να νοιώθει παράξενα. Κάποιοι σηκώνονται, άλλοι ζητούν τουαλέτα, κάποιοι διαμαρτύρονται έντονα. Η κυρία τα έχει παίξει. Τι φταίει και αυτή;

Κάνω υπομονή και σκέφτομαι. Σε λίγες ώρες όλα αυτά θα είναι παρελθόν. Και μετά, Πάτρα! Φοιτητής και ύστερα πτυχιούχος! Το μυαλό μου σκοτεινιάζει. Τι μέλλον και αυτό!... Και με τι βάσανα χτίζεται!... Τι κόπους, πόσα χρήματα, τι άγχη!… «Α!» φωνάζω στην πάρτη μου και γυρίζω σε όμορφα. Σπίτι στην μεγάλη πόλη, φραπεδάκια, παρέες και γέλια, ζωή ανέμελη.

«Να θυμάσαι: Μέχρι τα όρια της περιφέρειας», μού είχε εξαγγείλει η μάνα. «Λεφτά δεν υπάρχουν γι’ αλλού». Πρέπει να δηλώσω λοιπόν με βάση τις χιλιομετρικές αποστάσεις. Κοιτάω τα κάγκελα του παραθύρου. Θέλω να το σκάσω. Επιτέλους ακούγεται κίνηση.

- Ησυχία. Τα θέματα!

Τα έχω δικά μου. Γκολ από τα αποδυτήρια. «Ήρεμα τώρα και γράφε», παροτρύνω τον εαυτό μου. Μα αυτός δεν πειθαρχεί. Σηκώνεται παίρνει την κόλλα και βαδίζει προς την σαστισμένη καθηγήτρια.

- Τι κάνεις, παιδί μου; Δεν θα προσπαθήσεις;

- Όχι, απαντάω κοφτά.

- Γιατί;;; επιμένει αυτή.

- Δεν βρίσκω τον λόγο. Ο ένας αδελφός μου σπούδασε γεωπόνος και ο άλλος βιολόγος. Και οι δύο δουλεύουν σε σούπερ μάρκετ. Εγώ θα κάνω καριέρα χωρίς πτυχίο!!! τής λέω και χάνομαι στην αυλή, κυνηγώντας το θαλασσινό αεράκι.
Related Posts with Thumbnails