Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Φέτος, όπως ήδη γνωρίζετε, από την σχετική
ανακοίνωση του Δήμου μας, συμπληρώνονται 200 χρόνια από το θάνατο του
πολυτάλαντου και πολυδιάστατου Νικολάου Κουτούζη.
Ο
ιδιόρρυθμος αυτός ρασοφόρος, που έγινε παπάς από δανδισμό και μόνο, δεν ήταν
μονάχα ο άριστος τεχνίτης του τελάρου, που με τους πίνακές του έδωσε άλλη
διάσταση στην τοπική ζωγραφική, θεμελιώνοντας μια σχολή, η οποία ονομάζεται
Επτανησιακή. Εκτός από τις
αριστουργηματικές του εικόνες, οι οποίες βρίσκονται στο Μουσείο μας, αλλά και
σε πολλές μας εκκλησίες και συλλογές, έφτασε την σάτιρα στο αποκορύφωμά της,
γράφοντας στίχους, οι οποίοι ακόμα και σήμερα δεν μπορούν να εκδοθούν,
σκοντάφτοντας στην σεμνοτυφία μας.
Ήταν αθυρόστομος, γι’ αυτό και γνήσια σατιρικός. Μάθαινε τις αδυναμίες
των συμπατριωτών του, προπάντων αυτές των ερωτικών τους παρεκκλίσεων και τις
δημοσιοποιούσε με λέξεις, οι οποίες κυριολεκτικά τσάκιζαν κόκαλα.
Για χρόνια οι εκδότες του κυκλοφορούσαν τα ποιήματά του με περισσότερες
τελείες, από τους στίχους. Και δεν ήταν μόνο η αθυροστομία του. Ο Κουτούζης
σατίριζε με ονοματεπώνυμο! Έτσι πολλοί θίγονταν και περισσότεροι τον έκαναν
εχθρό τους.
Μόνο
πρόσφατα στο περιοδικό Περίπλους είδαμε
κάποια από τα ποιήματά του αλογόκριτα. Η έκδοση βασιζόταν σ’ ένα κώδικα του
ακούραστου φιλόλογου Παναγιώτη Μαρίνου και ήταν η πρώτη φορά που μπορέσαμε να
θαυμάσουμε την ελεύθερη έκφραση του πολυσυζητημένου καλλιτέχνη.
Η
γλώσσα του μαχαίρι, που πλήγωνε και οι λέξεις του αλάτι στις πληγές. Ή θα το
κάνουμε, δηλαδή, ή όχι. Καμιά σχέση με τους άλλους ομότεχνούς του, με τα
υπονοούμενα και την ανάγκη να γνωρίζει κάποιος σύγχρονος πρόσωπα και
καταστάσεις για να καταλάβει. Στον Κουτούζη όλα ξεκάθαρα κι όλα ονοματισμένα.
Κι όταν του τέλειωναν οι πιστοί έπιανε στο στόμα του και τους Αγίους:
Σε αγιογραφία
Την αγγελομούτζουνη του Χριστού
την αγιοκουρτέσσα, μαυρομάτα Παρασκευήν,
όγοιος δεν την πιστεύει και δεν την προσκυνάει
αντίδικον να έχει εις την ψυχούλα του.
Τέρπετ’ αεί και παίζει με το γατάκι του.
Βέβαια με τους παραπάνω στίχους του, θέτει και τα όρια της αισθητικής
της τέχνης του. Δεν ακολουθεί την Βυζαντινή παράδοση, αλλά θαμπώνεται από την
ανθρωποκεντρική Αναγέννηση και αυτήν μεταφέρει με πάθος στα χώματα του νησιού
του. Λέγεται μάλιστα πως κάποτε αρνήθηκε να κάνει έναν ορθόδοξης δογματικής
Εσταυρωμένο κι έδιωξε τον πελάτη του, απαντώντας του πως αυτός γνωρίζει καλά
πως πεθαίνει ένα σώμα στο Σταυρό και δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Είχα την τύχη από παιδί, ιδίως στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, να
βλέπω στο τέμπλο της εκκλησίας της Ανάληψης, της ενορίας μου, το προερχόμενο
από τον προσεισμικό Άγιο Γεώργιο του Πετρούτσου, τις εικόνες του, με θέμα το
Θείο Πάθος. Ήταν αλήθεια η πρώτη μου επαφή με την ιδιαιτερότητα του νησιού μας
και η πρώτη μου γνώση για τον Επτανησιακό πολιτισμό. Από τότε μου φαίνονταν πως
ταίριαζαν πιο καλά με τους στίχους του Σολωμού, με την μουσική όπου άκουγα στο
σπίτι μου και στις γειτονιές και ήταν μια συνέχεια των εθίμων, που δίχως αυτά
δεν μπορούσα να καταλάβω τις γιορτές.
Στίχους του πρωτοείδα στο Καρναβάλι, τότε που ακόμα κρατούσε το τοπικό
του χρώμα και κάποιος προσωπιδοφόρος τους κρατούσε γραμμένους σ’ ένα καλαίσθητο
χαρτόνι:
Σα δοκιμάσει ο κερατάς
τη γλύκα του κεράτου
μέλι και γάλα γίνεται
με τη νοικοκυρά του.
Τότε μου άρεσαν από ένστικτο, αλλά δεν καταλάβαινα ούτε το νόημά τους,
ούτε την αξία τους. Αργότερα ένοιωσα το πόσο επίκαιροι είναι και το πόσο
διαχρονικοί:
Τσου κλέφτες και ιερόσυλους
ρουφιανοκερατάδες
ευτούνους είναι που αγαπούν
του τόπου οι αφεντάδες.
Δεν ξέρω πώς σκέφτεται ο Δήμος μας να τιμήσει την επέτειο. Σίγουρα,
όμως, είναι απαραίτητο να βγει ένας τόμος με όλα τα εικαστικά έργα του. Και
γιατί όχι και τα σατιρικά. Είναι αυτό που θα μείνει.
Η
κοινωνία μας του χρωστά πολλά. Ας του τα ανταποδώσει. Και πού ξέρεις; Ίσως
ξαναφανεί ένας σύγχρονος Κουτούζης, που θα μας βάλει στη θέση μας. Η σάτιρα,
ειδικά για τους Επτανήσιους, είναι η καλύτερη άμυνα. Αυτή ίσως και να μας
σώσει!