Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα του νησιού μας για την γιορτή των Χριστουγέννων είναι το κόψιμο, το βράδυ της παραμονής, της πατροπαράδοτης κουλούρας. Ιδιαίτερη ιεροτελεστία υπάρχει γι’ αυτήν την πανάρχαια των Ζακυνθινών συνήθεια, η οποία κρατιέται ακόμα με ευλάβεια σε όλα τα σπίτια του νησιού. Το ζύμωμά της αποτελεί μια ιδιαίτερη διαδικασία και το κόψιμό της είναι μια αφορμή συγκέντρωσης της οικογένειας ολόκληρης γύρο από το γιορτινό, με τα απαραίτητα βραστά μπρόκολα, τραπέζι και μια μικρή θεατρική παράσταση, κατά την οποία συναντώνται πανάρχαιες τελετές και χριστιανικά στοιχεία.
Η μεταφορά της πάνω από την φωτιά, οι συμβολισμοί της (η ίδια είναι, λένε, το αστέρι, που οδήγησε τους Μάγους στο θείο Βρέφος, το οποίο εκφράζεται με το «ηύρεμα»), το απαραβίαστο πρωτόκολλό της, το οποίο δίνει στο νοικοκύρη τα πρωτεία, ακόμα κι αν παρευρίσκεται το πιο επίσημο πρόσωπο, αλλά και η σπονδή με τα δύο βασικά προϊόντα του τόπου, το λάδι και το κρασί, δίνουν στη ιεροτελεστία αυτή ένα ιδιαίτερο χρώμα και μια μοναδικότητα, η οποία, όπως και πολλές άλλες φορές συμβαίνει, κάνουν να ξεχωρίζει το νησί μας από τον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο.
Πολλά θα μπορούσαμε να γράψουμε σήμερα για το χαρακτηριστικό της Ζακύνθου αυτό έθιμο, με το οποίο εξάλλου αρκετές φορές είχαμε ασχοληθεί και στο παρελθόν. Αποφεύγοντας, όμως, την επανάληψη, η οποία παρ’ ότι είναι μήτηρ της μαθήσεως, είναι και κουραστική σε πολλές περιπτώσεις, θα σταθούμε μόνο στην φωτιά, που είναι απαραίτητη για το κόψιμο της τζαντιώτικης κουλούρας και θ’ αναζητήσουμε την ταυτότητα και την καταγωγή της.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα πατροπαράδοτα, το καλοζυμωμένο αυτό έδεσμα, μεταφέρεται τελετουργικά από το γιορτινό τραπέζι στο τζάκι ή την εστία του σπιτιού, όπου εκεί καίνε, σταυρωμένα, δύο κούτσουρα. Αυτά συμβολίζουν τους προπάτορες, Αδάμ και Εύα, που μετά από το αμάρτημά τους και την εκδίωξή τους από τον Παράδεισο, καίγονται στην Κόλαση, περιμένοντας την συγχώρεσή τους και τον λυτρωμό τους. Αυτός έρχεται με το λάδι, το οποίο χύνεται πάνω από την κουλούρα και από το κέντρο της καταλήγει πάνω στην αναμμένη φωτιά, η οποία προς στιγμήν αναπυρώνεται, συμβολίζοντας την Ανάσταση του Θεανθρώπου, η οποία καταργεί το θάνατο και την προγονική παρακοή.
Τα ξύλα αυτά διαφέρουν από χωριό σε χωριό και από την μια περιοχή του νησιού στην άλλη. Πολλές φορές προέρχονται από δένδρα από τα οποία το ένα έχει σερνικό όνομα και το άλλο θηλυκό. Άλλοτε είναι από ελιά και αμπέλι, τα οποία είναι τα βασικά γεωργικά προϊόντα του νησιού. Πολλές φορές χρησιμοποιείται και το κυπαρίσσι, ίσως σαν δείγμα μακροζωίας και λεβεντιάς. Άσχετα, όμως, με την προέλευσή τους τα ξύλα αυτά, παρά την νεώτερη, χριστιανική τους συμβολική σημασία, πρέπει να έχουν πανάρχαια προέλευση και να συνδέονται με την λατρεία του ήλιου, μια και με τις μέρες των Χριστουγέννων, όχι τυχαία, συμπίπτει η περίοδος του χειμερινού ηλιοστάσιου.
Είναι γνωστό ότι οι αρχαίοι Ρωμαίοι στις 25 Δεκεμβρίου γιόρταζαν με ιδιαίτερο σεβασμό και με μεγαλοπρέπεια τα Βρουμάλια ή Μπρουμάλια, σαν γενέθλια ημέρα του θεού Μίθρα, του αήττητου ήλιου. Η ετυμολογία της ονομασίας της γιορτής αυτής προέρχεται από την λατινική λέξη bruma, η οποία υποδηλώνει την χειμερινή τροπή και την μικρότερη μέρα του χρόνου.
Επειδή οι πρόγονοί μας πίστευαν πως ο ήλιος την περίοδο αυτή σταματά και αυτό γι’ αυτούς σήμαινε τον κίνδυνο του σταματήματος της ζωής πάνω στη γη, άναβαν, την χρονική αυτή στιγμή, φωτιές, θέλοντας να βοηθήσουν την επανεκκίνησή του και την συνέχεια της ζωής του πλανήτη.
Κατάλοιπα αυτών των φωτιών είναι ο Δωδεκαμερίτης, ο οποίος καίει σε πολλά σπίτια από το βράδυ της παραμονής της μεγάλης γιορτής, ως τα Φώτα, το «πάντρεμα της φωτιάς», το «χριστόξυλο», αλλά και οι ομαδικές φωτιές των γειτονιών, οι οποίες σε πολλά μέρη, της Βόρειας κυρίως Ελλάδας, εξακολουθούν να υπάρχουν.
Μια τοπική τους έκφραση πρέπει να είναι και τα δύο ξύλα της ζακυνθινής κουλούρας, τα οποία είναι απαραίτητα για το πατροπαράδοτο κόψιμό της. Δεν γνωρίζουμε το από πότε ξεκινούν, ούτε ποια είναι η προέλευση και η καταγωγή τους. Επίσης δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά αν είναι δάνειο ή εξέλιξη παλιότερης τοπικής συνήθειας. Το μόνο που είναι σίγουρο είναι πως αποτελούν απαραίτητο τελετουργικό στοιχείο μας ιδιαίτερα αγαπητής συνήθειας και πως κρατήθηκαν ως και τις μέρες μας, παρά την κατάργηση των δοξασιών και την επικράτηση του ηλεκτρισμού. Είναι, ίσως, η αγάπη για το φως και την ζωή και η ανάγκη για την ζεστασιά, που παρά την πρόοδο πάντα συνεχίζει να κρατά την αποκλειστικότητα της θαλπωρής της, μόνο σαν προέρχεται από το ξύλο.
Μην ξεχνάμε, επίσης, πως παρόμοιες συνήθειες υπήρχαν και κατά το άλλο ηλιοστάσιο, το θερινό, που τα κατάλοιπά τους είναι οι φωτιές του Άι-Γιαννιού του Λουμπαρδιάρη, που ανάβουν την παραμονή της γιορτής των γενεθλίων του Προδρόμου σε κάθε γειτονιά και από πάνω τους πηδούν τα παιδιά, αλλά και οι μεγάλοι για μακροημέρευση και καλοτυχία.
Κλείνοντας πρέπει να παρατηρήσουμε πως η χριστιανική εκκλησία, θέλοντας να καλύψει και να οικειοποιηθεί παλιότερες και μη πολεμούμενες συνήθειες δεν τοποθέτησε μόνο τις γεννήσεις των δύο σπουδαιότερων προσώπων της, του Χριστού και του Προδρόμου, στα δύο ηλιοστάσια, αλλά και τις συλλήψεις τους την περίοδο των ισημεριών. Έτσι σ’ αυτήν της Άνοιξης έχουμε τον Ευαγγελισμό (25 Μαρτίου), ενώ σ’ εκείνην του Φθινόπωρου την Σύλληψη του Προδρόμου (23 Σεπτεμβρίου). Με τον τρόπο αυτό οι τέσσερις σημαδιακές στιγμές του ενιαυτού ξεπερνούν τον ειδωλολατρικό τους χαρακτήρα και παίρνουν ευλογημένη από τη νέα θρησκεία μορφή και χροιά.
Όπως και αν έχει, όμως, η ιστορία ας κρατήσουμε αυτήν την θαλπωρή του τοπικού μας εθίμου. Ας ξεπεράσουμε την ξενόφερτη βασιλόπιτα και ας μείνουμε πιστοί στην δική μας κουλούρα. Είναι κι αυτό μια αντίσταση και μάλιστα σωτήρια.
Όσο για τους δαυλούς της, η φωτιά τους δεν καίει, αλλά ζεσταίνει.
Καλά Χριστούγεννα!