Στούς λειτουργούς μου, πού φιλοτίμως
διακονοῦν τίς ἐνορίες τῆς Νήσου Σκοπέλου, ἀντίδωρο τιμῆς.
Η ενορία μας στεφανωμένη από τον Άθωνα ( φωτ. Κ. Ανδρέου) |
Συνεπῶς, εἶναι μιά ἐπώδυνη θητεία αὐτή σου ἡ
προσπάθεια, προσπάθεια ἐγγεγραμμένη μέσα σέ κλῖμα ζωντανῆς πικρίας καί γεύσης
ἐμπειριῶν, πού ἐξαφανίζουν τή δυνατότητα γιά ραθυμία καί ἀνάπαυση, καθώς σέ
κεντρίζει καθημερινά τό ἀβέβαιο, τό ξαφνικό, τό ἐπεῖγον. Γιατί ἐδῶ, στίς δικές
μας μικρές ἐνοριακές κοινότητες, ό λόγος τοῦ Ἀποστόλου «νῆφε» (πρβλ. Β΄ Τιμ. 4,
5) ἀποτελεῖ καί εἶναι τό θεμέλιο λιθάρι πάνω στό ὁποῖο καλεῖσαι νά ἑδράσεις τήν ποιμαντική σου
μαρτυρία καί βιοτή. Μέ λίγα λόγια, ἐκεῖ πού λές ὅτι σήμερα μπορῶ νά βρῶ λίγο
χρόνο, γιά μιά μικρή παρένθεση ἀνάπαυσης καί αὐτοανάλυσης, τότε ἐμφανίζεται τό
ἀπρόοπτο πού σέ βγάζει ἀπό τό πρόγραμμά σου, ἀλλά καί παράλληλα σέ πληροφορεῖ,
σέ καθιστᾶ μαθητευόμενο πάνω σέ κάποια ὁριακά ζητήματα κανονισμοῦ τοῦ βίου σου
καί τῆς πνευματικῆς σου ὁλοκλήρωσης. Καί μιλῶ κυρίως γιά τήν βίωση τοῦ ἀποστολικοῦ
λόγου «πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί
ὑμῶν. Νήψατε, γρηγορήσατε·» (Α΄ Πέτρ. 5, 6). Κι αὐτό, γιατί ἔρχεται ὡς κλέπτης
ἐν νυκτί (πρβλ. Α΄ Θεσ. 5, 2) τό ἀπρόβλεπτο καί σοῦ μαθητεύει νά εἶσαι πάντα ἕτοιμος.
Ἕτοιμος γιά τό κάθε τι. Ἕτοιμος καί θαρραλέος, ὅπως πολύ σωστά ἀναφέρει κι ὁ
Ἀλεξανδρινός ποιητής.
Μιά ἄλλη παράμετρος τῆς ποιμαντικῆς μας βιοτῆς, ἡ
ὁποία ἐν σχοινοβασίᾳ καί ἐν διακινυνεύσει πολλῇ συντελεῖται, εἶναι οἱ
ἰσορροπίες πού πρέπει νά κρατηθοῦν. Γιατί ὅπως τότε, ἀλλά καί σέ κάθε περίπτωση,
πρέπει νἄσαι ἕτοιμος καί νά θυμᾶσαι: «Καί γογγυσμός ἐγένετο» (Ιω. 7, 12) Ὄχι
μονάχα τότε, ἀλλά καί σήμερα, καί πάντα.
Γι᾿ αὐτό ἀναζητᾶς
τίς ἀπαιτούμενες ἰσορροπίες, μέσα στίς
ὁποῖες σφυρηλατεῖται τό εἶναι σου, ἀλλά
καί βελτιώνεται, στά μέτρα τοῦ δυνατοῦ πάντοτε καί μέ τή Χάρη Του νά στεφανώνει τήν κάθε σου
προσπάθεια.
Ὡστόσο στό περιθώριο τῶν παραπάνω πρέπει νά
ὑπογραμμιστεῖ καί τό ἑξῆς σημαντικό: Ὁ κάθε ποιμένας, ὅσο μικρή κι ἄν διακονεῖ
ἐνοριακή κοινότητα, ἔχει τό προνόμιο τῆς ἀνθρωπογνωσίας, ἀφοῦ μέ τά χρόνια πού
σωρεύονται μαθαίνει τούς χαρακτήρες τῶν ἐνοριτῶν του κι ὄχι μόνο. Μαθαίνει καί
τούς χαρακτῆρες τῶν προϊσταμένων του, τῶν συλλειτουργῶν του, τῶν συνεργατῶν
του. Ὅπως κι ἐκεῖνοι μαθαίνουν τό δικό του χαρακτήρα, κι ἔτσι σιγά-σιγά
μηδενίζονται τυχόν παρεξηγήσεις, πού, δυστυχῶς ἤ εὐτυχῶς, ἀναφύονται στά πρῶτα χρόνια τῆς διακονίας
του. Καί λέω δυστυχῶς, ἐπειδή πάντα τά πρῶτα βήματα εἶναι δυσκολοπάτητα. Τό εὐτυχῶς
ὅλοι τό καταλαβαίνουμε: εἶναι ἡ ἀσφαλιστική δικλεῖδα πού βάζει ὁ Θεός στόν καθένα
μας «ἵνα μή ὑπεραίρεται» (πρβλ. Β΄ Κορ. 12,
7). Αὐτὴ ἡ μαθητεία, λοιπόν, πάνω στούς χαρακτῆρες ἔχει καί τήν ἄλλη της
πλευρά, τή μυστική, πού ξεδιπλώνεται στή διάρκεια τῆς Προσκομιδῆς, ὅπου
κατατίθεται κι ὁ ἱκέσιος λόγος τοῦ ἱερέα-ποιμένα. Γιατί εἶναι ἐκεῖνες οἱ
στιγμές τῆς Προσκομιδῆς οἱ πλέον σημαντικές στόν ἱερατικό βίο, πού δέν
ἀντικαθίστανται ἀπό καμμία ἄλλη δραστηριότητα: μήτε κηρυκτική, μήτε κοινωνική,
μήτε φιλανθωπική. Ὅλες οἱ ἄλλες δραστηριότητες εἶναι, καί πρέπει νά εἶναι, δευτερεύουσες στήν ἱερατική διαδρομή τοῦ κάθε
συνειδητοῦ ποιμένα. Ἡ πρώτη καί κορυφαία διακονία του εἶναι ἡ γνήσια λειτουργική
προσευχή, μέσα στήν ὁποία συγκεντρώνει μέ ἔγνοια καί προσοχή, ὅλα τά προβλήματα
καί τίς ἀνάγκες τῶν ἐνοριτῶν του -κι ὄχι μόνο- καί τά ἀναφέρει στό Ἐσφαγμένον
Ἀρνίον (Ἀπ. 5, 6). Ὄπως εὔχεται γιά «διόρθωσιν βίου» (Θ. Μετάληψις) ὅλων αὐτῶν,
μή ἐξαιρουμένου καί τοῦ ἑαυτοῦ του. Γιατί στήν πινακοθήκη τῶν χαρακτήρων, πού
μέ τά χρόνια συγκροτεῖ μέσα του, διακρίνει αὐτή τήν ἱερή ὥρα τά πρόσωπα ἐκεῖνα,
πού ἔχουν ἀνάγκη νά τά προσέξει ὁ Θεός, ὥστε νά κατορθώσουν ν᾿ ἀπαλλαγοῦν ἀπό
τά πάθη τους. Πάθη τῆς πλεονεξίας, τῆς κενοδοξίας, τῆς χυδαιολογίας καί
κατακρίσεως, τῆς ἀπιστίας καί τῆς ἱεροκατηγορίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς
τοκογλυφίας, τῆς πορνείας καί μοιχείας καί τόσα ἄλλα, στ᾿ ἀλήθεια, πάθη πού ὁ κάθενας
μπορεῖ νά φέρει μαζί μέ τό ὑπόλοιπο φορτίο τῶν ἁμαρτιῶν του. Κι εἶναι αὐτή ἡ
προσπάθεια τόσο ἐπίπονη, ἕνα ἀνάιμακτο, στ᾿ ἀλήθεα, μαρτύριο. Γιατί κάποιες στιγμές βλέπει καί
τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό ὁ ποιμένας, νά
ἔχει περιπέσει θῦμα σέ κάποιους ἀπό αὐτούς. Καί τότε μεγαλώνει ἡ ἀγωνία,
ἀρχίζουν οἱ συγκρούσεις νά αὐξάνονται
μέσα του καί τό κυριώτερο, νά ἐλέγχεται... Γι᾿ αὐτό καί ἀναφέρθηκε, πώς ἡ ὥρα
τῆς Προσκομιδῆς εἶναι μιά ματωμένη ὥρα, ἕνας καθρέφτης πού δείχνει στόν κάθε
συνειδητό πομένα τό πραγματικό του πρόσωπο κι ὄχι τό προσωπεῖο, πού κάποτε-κάποτε,
χρησιμοποιεῖ ὁ καθένας μας, μή ἐξαιρουμένοι καί τοῦ ἴδιου τοῦ ἱερέα... Ὅπως οἱ
περισσότεροι συνειδητοί ἀγωνιστές, πού γνωρίζουν ὅτι ἡ πεπτωκυῖα φύση τους
πολλές φορές ὁδηγεῖται στὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτό καί στήν μυστική τους μέ τό Θεό
ἐπικοινωνία ἀναζητοῦν, ὡς ἀδύναμοι, τό ἔλεός Του. Παράλληλα, ἡ ὥρα τῆς
Προσκομιδῆς, εἶναι ὁ ἀπόλυτος καιρός τῆς ἐλευθερίας πού βιώνει ὁ ποιμένας,
καθώς μπορεῖ νά εὐχηθεῖ, δίχως κανείς νά τοῦ τό ζητήσει, χωρίς ποτέ νά γίνουν γνωστές στούς ἀνθρώπους οἱ αἰτήσεις του. Καί
μήτε πού τόν νοιάζει. Γιατί ξέρει Ποιός τόν ἀκούει, τίνος βιώνει τή συντροφιά Του, γεύεται τήν
εἰρήνη πού τοῦ χαρίζει, εἰρήνη πού ἀργότερα θά μοιράσει στούς πιστούς, στό
πλήρωμα τῆς ἐκκλησίας, σ᾿ αὐτούς πού μαζί του μοιράζονται τήν ἀναίμακτη Θυσία...
Ναί, τοῦ πικραμύγδαλου ἡ γεύση ξανάρχεται μετά ἀπ᾿ ὅλ᾿
αὐτά στό εἶναι τοῦ κάθε ποιμένα, ὅταν μέ
τό «Δι᾿ εὐχῶν...» πάρει τό δρόμο γιά τά ἴδια. Γεύση καθημερινή, πού ἀναμένει νά
τή γλύκάνει, ὅταν φθάσει ὁ «καιρός ποιῆσαι τῷ Κυρίῳ» καί μαζί νά γευτεῖ ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος».