(Μιὰ
περίεργη φράση μὲ ἐπικοινωνιακό,
ὡστόσο, περιεχόμενο)
Μὲ
τὸ χιονιὰ ποὺ μᾶς ἐπισκέφτηκε καί,
μάλιστα, μᾶς ἔκαμε τὴν τιμὴ μέσα στὴ
γενικὴ ἀπόγνωση ποὺ μᾶς συνέχει, νὰ
λευκάνει σὲ ἱκανοποιητικὸ
βαθμὸ τὸ τοπίο καὶ νὰ τοῦ δώσει μιὰν
ἄλλη ὄψη, αἰσίοδοξη καὶ χαριτωμένη,
θυμήθηκα μιὰ φράση ποὺ λέγανε οἱ παλιὲς
οἱ Κληματιανές.
Ὅταν
εἶχαν καιρό, λοιπόν, ν᾿ ἀνταμώσουνε
καὶ τύχαινε κάποιο γενονὸς ποὺ τοὺς
ἔδινε τὴν εὐκαιρία νὰ βρεθοῦνε - ὅπως
τὸ πανηγύρι τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων ποὺ
συναντιόντουσαν οἱ τοῦ Πάνω Κλήματος
μὲ τοῦ Κάτω, τότε ἄκουγες νὰ λέει ἡ
μιὰ νοικοκυρὰ στὴν ἄλλη: «Ἀρή, σὰ dα
χιόνια πλιό!!!».
Ἄραγε,
τί σήμαινε αὐτὴ ἡ παροιμιώδης φράση
«σὰν τὰ χιόνια»; Μόνο δηλαδή, ὅταν
ἔκανε χιονιὰ ἀντάμωναν;
Εἶναι
ἀλήθεια πὼς ὅταν ἦταν μέρες ποὺ ὁ
χιονιὰς ἔκλεινε τὸν κόσμο στὰ σπίτια
του, τότε τὰ ἀτέλειωτα ἐκεῖνα ἀπομεσήμερα
-γιατὶ πάντα τὰ πρωϊνὰ καὶ τὰ μεσημέρια
ἦταν ἀφιερωμένα στὸ σπίτι, στὸ φαΐ,
στὸ βόλεμα τῶν «ζῶν» ( ζώων, ὅπως τῆς
γίδας τῆς προβατίνας, τοῦ μουλαριοῦ
κ.λ.π.)- μαζεύονταν ὁ ἕνας στὸ σπίτι τοῦ
ἄλλου καὶ «λακριντεύανι», ὄχι χωρὶς
νὰ ἔχουν διαθέσιμα καὶ τὰ ἀνάλογα
σερβιρίσματα, ὅπως καφές, «ζιστό»
(κυρίως φασκόμηλο), ἀλλὰ καὶ καμμιὰ
τηγανίτα μὲ τὸ πετιμέζι. Κυρίως οἱ
νοικοκυρές, γιατὶ οἱ ἄντρες πηγαίνανε
στὸ καφενέ νὰ ποῦνε τὰ δικά τους, νὰ
παίξουν κανένα «σκαμπίλι», νὰ πιοῦν
κανένα ρακὶ μὲ ξυδάτη ἐλιὰ καὶ λίγο
παστό (τότε φτιάχνανε σχεδὸν ὅλα τὰ
σπίτια).
Ἀνταμώνανε,
λοιπόν, οἱ νοικοκυρές μὲ τὸ «κουφνάκ’(ι)
τ’ς» ἡ καθεμιὰ περασμένο στὸ μπράτσο,
μέσα στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε τὸ «τσουράπ’»
ποὺ πλέκανε, ἤ ἄλλο ἐργόχειρο, καὶ
τὰ λέγανε, μέχρι νὰ σουρουπώσει, ν᾿
ἀναψει ἡ λάμπα καὶ νὰ παέι ἡ κάθε μιὰ
στὸ σπίτι της, γιατὶ πέφτανε καὶ νωρίς
γιὰ ὕπνο...
Ἀπό
κεῖ, λοιπόν, φαίνεται νὰ προῆλθε αὐτὴ
ἡ σχεδὸν λησμονημένη φράση «Σὰ
dα΄χιόνια». Ποὺ ἦρθε στὸ
νοῦ αὐτὲς τὶς μέρες, μέρες τοῦ χιονιᾶ,
χαριτωμένες καὶ νοσταλγικές πάντα.
π.
κ. ν. κ
* Ἔγραψα τὸ τίτλο χρησιμοποιώντας καὶ
λατινικοὺς χαρκτῆρες, γιὰ νὰ ἀποδώσω,
ὅσο γίνεται πιὸ πολύ, τὴ μουσικότητα
τῆς λέξης.