© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Για το βιβλίο του Λεφ Σεστόφ “Αντόν Τσέχοφ, Δημιουργία εκ του μηδενός”

Μετάφραση: Νάγια Παπασπύρου | Επιμέλεια: Δημήτρης Υφαντής | Εκδ. Ροές, 2014

Γράφει η ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Λεφ Σεστόφ, στο βιβλίο με τον τίτλο Αντόν Τσέχωφ, Δημιουργία εκ του μηδενός, είναι προφανές ότι έχει αντικείμενο μελέτης του τον διάσημο Ρώσο συγγραφέα, για τον οποίο, μετά το θάνατο του Μιχαϊλόφσκι, που επίσης τον μελέτησε, μπορεί να πει πράγματα που δεν επιτρεπόταν να πει πριν. Ποια είναι αυτά θα τα ανακαλύψουμε στα οχτώ κεφάλαια του βιβλίου του. Θα λέγαμε, μάλιστα, πως μοιάζει με προειδοποίηση η ελευθερία που παίρνει από το θάνατο των δύο προναφερθέντων, δημιουργού και μελετητή, σαν να ήταν ταμπού η αναφορά σε προσωπικές καταστάσεις και βιώματα του συγγραφέα. Στόχος, λοιπόν, του μελετητή είναι να αναδείξει τις κρυφές πτυχές του έργου του Τσέχοφ, που δεν θα ευχαριστούσαν τους τεθνεώτες αν ήταν ζωντανοί. Και, πράγματι, πώς να τους ευχαριστούσαν, όταν ο Σεστόφ υποστηρίζει πως ο Τσέχοφ είναι ο «βάρδος της απελπισίας», πως ό,τι πιάνει στα χέρια του πεθαίνει και σε όλη τη εικοσιπενταετή δραστηριότητά του δεν έκανε άλλο από το να «σκοτώνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τις ελπίδες των ανθρώπων». Και τούτο είναι, κατά τη γνώμη του η ουσία του έργου του Τσέχοφ. Οι μελετητές, βέβαια, δεν τολμούσαν να ερευνήσουν την προσωπική ζωή του και να αποκαλύψουν κρυμμένα μυστικά και γι’ αυτό αρκούνταν σε κοινοτοπίες, με εξαίρεση τον Μιχαϊλόφσκι που επεχείρησε να μπει στα ενδότερα αλλά «έκανε πίσω με τρόμο, μάλιστα και απέχθεια». Και έτσι ο εκλιπών κριτικός διατύπωσε «πόσο χιμαιρική είναι η θεωρία ‘‘Η τέχνη για την τέχνη’’». Τούτο με τη σειρά του σημαίνει πως ο μελετητής διέγνωσε ότι ο συγγραφέας γράφει με τον εαυτό του στο κέντρο του έργου του και κάθε έργο του αποτελεί βιογραφική παραλλαγή του.

Στο θέμα των επιδράσεων ο Σεστόφ λέει πως «στη λογοτεχνική ζωή ακολουθείται το έθιμο των ιθαγενών της Γης του Πυρός, σύμφωνα με το οποίο οι νέοι σκοτώνουν τους γέρους και τους τρώνε» και «θα ’λεγε κανείς ότι (ο Μιχαϊλόφσκι) ένιωθε μέσα του πως οι νέοι είχαν δίκιο… γιατί ήταν νέοι και είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους». Και αυτό, ας υπενθυμίσουμε, είναι κάτι που διεξοδικά μελέτησε ο Χάρολντ Μπλουμ στην Αγωνία της Επίδρασης (εκδ. Άγρα), συμπλέοντας με τον Φρόιντ στην ιδέα να «σκοτώσουμε» τους προγόνους για να μη φαίνεται τι τους χρωστάμε και να ελευθερωθούμε απ’ αυτούς, επιτέλους, εμείς οι πολιτισμένοι. Οι ιθαγενείς της Γης του Πυρός όμως τρώγοντάς τους τούς ενσωματώνουν, οπότε δεν απαλλάσσονται. Άλλωστε, πώς θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από τον Όμηρο και τους άλλους αρχαίους μας και κάθε νεότερος από τους αμέσως προηγούμενούς του; Δεν γεννήθηκε κανείς σε λογοτεχνική Σαχάρα.

Για να ξαναγυρίσουμε στον Τσέχοφ, αφού ήταν ο «βάρδος της απελπισίας», σωστά του καταμαρτυρεί ο Σεστόφ πως αρκεί να αγγίξει τις λέξεις, «Τέχνη, επιστήμη, αγάπη, έμπνευση, ιδεώδη, μέλλον» και αυτές, αμέσως, «μαραίνονται» και «πεθαίνουν στη στιγμή». Όμως, παραδέχεται πως, παρά την απαισιοδοξία των θεμάτων, κέρδιζε τους αναγνώστες του, γιατί είχε τελειοποιήσει την τέχνη πολύ περισσότερο από τους ευρωπαίους συναδέλφους του και από τον Γκυ ντε Μωπασάν, ο οποίος αγωνιζόταν να τα βγάλει πέρα με τα «θύματά» του, ενώ στα χέρια του Τσέχοφ πέθαιναν εύκολα, όπως για παράδειγμα, ας πούμε, εκείνος ο υπηρέτης που τελικά τον ξέχασαν, κλείδωσαν, έφυγαν και τον άφησαν να πεθάνει στο σπίτι –τάφο, στο Βυσσινόκηπο.

Ο μελετητής υποστηρίζει πως ο Ιβάνοφ και η Ανιαρή ιστορία έχουν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Κι εδώ ξεκινάει μια ωραία παρέκβαση αναφερόμενος στον Νίτσε που αναρωτήθηκε αν μπορεί να είναι τραγικός ένας γάιδαρος. Η απάντηση που δεν έδωσε ούτε πήρε τότε, ήρθε αργότερα από τον Τολστόι στο έργο Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς, ενός ασήμαντου ανθρώπου, ο οποίος ενόψει του θανάτου του έγινε, τελικά, τραγικός. Και ο Σεστόφ βρίσκει την ευκαιρία να τονίσει την επίδραση του Τολστόι στον Τσέχοφ. Στο ερώτημα «γιατί γράφει τόσο ζοφερά διηγήματα και δράματα» η απάντηση είναι ότι ο Τσέχοφ έχει απορρίψει «κάθε δυνατή παραμυθία, μεταφυσική ή θετική». Η τεχνική του όμως είναι που τον έκανε πρωτότυπο. Στον Γλάρο π.χ. τα γεγονότα μοιάζουν ασύνδετα σαν να είναι ειδήσεις σε μια εφημερίδα, faits divers, και μάλιστα η ιστορία του φαίνεται κοινή και ανιαρή. Όμως, στην Ανιαρή Ιστορία, όσο ανιαρός και παραιτημένος και αν είναι ο γέρος καθηγητής που έχει αλλάξει και έχει γίνει γενικώς αντικοινωνικός, είναι αυτός που αναλαμβάνει το ρόλο να πει εκείνα που θα έλεγε ο Τσέχοφ για τον εαυτό του. Η ανιαρή ιστορία του γέρου καθηγητή είναι η δική του ανιαρή ιστορία. Και ο Τσέχοφ, βαθιά θετικιστικός, διέβλεπε την εξάρτηση του ανθρώπου από τους παντοδύναμους νόμους της φύσης, από την οποία πηγάζει και η απαισιοδοξία του. Ο Σεστόφ παρακολουθεί τον συγγραφέα σε όλη του την πορεία και εντρυφά πάνω στις βαθιές ρίζες που έχουν οι αλλαγές, οι οποίες επηρεάζουν τη διάθεση του και την αντανακλώνται στους ήρωές του. Και προς το τέλος της ζωής του έρχεται ο Θείος Βάνιας, «η τελευταία του απόπειρα δημόσιας διαμαρτυρίας … διακήρυξης δικαιωμάτων», για να βάλει τη σφραγίδα της απαισιοδοξίας αλλά και της διάστασης του ήρωα από τους γύρω του που δεν καταλαβαίνουν ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει στη ζωή.

Το βιβλίο είναι πολύ ενδιαφέρον και η μελέτη για τον Τσέχοφ, μαζί με εκείνες που έχουν προηγηθεί για τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, ολοκληρώνουν μια ερμηνευτική τριλογία των μεγάλων συγγραφέων της ρωσικής λογοτεχνίας.

Related Posts with Thumbnails