Γράφει
ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ
Τον
τελευταίο καιρό η Ζάκυνθος, αναμφίβολα,
επανακάμπτει. Τα είχαμε όλα φορτώσει
στο σεισμό και την φωτιά του 1953, αλλά κι
οι δύο είχαν, πιστεύω, το λιγότερο
φταίξιμο. Απλά μας στέρησαν οριστικά
κι αμετάκλητα από τις ρίζες και τις
παραδόσεις μας, καθώς κι από ένα σκηνικό,
που θα μας κρατούσε πιο φρόνιμους και
πιο υπεύθυνους.
Η
κύρια αιτία της πτώσης και της σύγχυσης,
κατά τη γνώμη μου, ήταν η οριστική μας
αποκοπή από την Δύση, οπότε αλλάξαμε
και ρότα. Από κει που βρισκόμαστε, πήγαμε
αλλού και, αναγκαστικά, θα έπρεπε να
προσαρμόσουμε το απροσάρμοστο.
Δεν
θέλω να γράψω πολλά και να πλατειάσω,
ξεφεύγοντας από το θέμα που έχω στο νου
μου σήμερα να παρουσιάσω, ούτε θέλω να
ξεφύγω τελείως. Απλά θα συνοψίσω και θα
επιβεβαιώσω τα παραπάνω σημειώνοντας
κάτι, που είναι πιο οικείο με το χώρο
που ασχολούμαι: Πώς από το Σολωμό μπορείς
να περάσεις στο Σούτσο; Να, πού βρίσκεται
το πρόβλημα.
Σταματώ
την εισαγωγική μου διάθεση κι επανέρχομαι
στην αρχή του κειμένου μου, όπου ξεκινά
με την επαναφορά του νησιού μας στα δικά
του χούγια. Είναι πραγματικά ευδιάκριτη
κι ελπιδοφόρα.
Ένα
χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της εκ νέου
άνθισης είναι η εμφάνιση στην πόλη
ειδικότερα και το νησί γενικότερα χώρων
πολιτισμού, οι οποίοι δεν βρίσκονται
πια στην σφαίρα του βαρύγδουπου, αλλά
περνούν στην καθημερινότητα και την
απλότητα. Κι αυτό είναι πρόοδος και
προσαρμογή στα σύγχρονα δεδομένα.
Βρισκόμαστε
βέβαια στην αρχή του «Μάρτη» κι όχι στο
«Μαγιάπριλο». Θυμηθείτε, όμως, τι μας
διδάσκει ο μεγάλος Καβάφης στο «πρώτο
σκαλί» του. Αν δεν ξεστρατίσουμε και
πάλι, θα πάμε καλά.
Σημαντικός
τέτοιος χώρος και η γνωστή πια «Ίριδα»,
στην παραθαλάσσια περιοχή της αρχής
του δρόμου για το Κρυονέρι, η οποία, για
το σκοπό που επιτελεί και θέλει να
επιτελέσει, μπορούμε να πούμε πως
βρίσκεται στα «Ρεπάρα», όχι βέβαια αυτά
τα προσεισμικά, που χάθηκαν, αλλά τα
μετασεισμικά, που έρχονται και σ’ αυτά
θ’ αράζουν όποια πλοία φέρνουν τον
πολιτισμό στο νησί και φυσικά όχι τα
τουριστικά.
Η
τρίτη, αν δεν κάνω λάθος, έκθεση, όπου
διοργανώθηκε εκεί ήταν του ζωγράφου
και αγιογράφου Γιάννη Τσολάκου, ο οποίος
ζώντας ανάμεσά μας – κι αυτό έχει σημασία
– αναζητεί και δημιουργεί και με την
παρουσία του αυτή μας έκανε κοινωνούς
της ανησυχίας και του προβληματισμού
του.
Πολύ
σωστά στράφηκε στην μάστιγα και συγχρόνως
και ευλογία της εποχής μας, η οποία
λέγεται τηλεόραση και σιγά-σιγά
αντικαθιστά τα πάντα κι από εκεί άντλησε
την έμπνευσή του. Είδε,
όμως, τα πάντα από την πλευρά του
καλλιτέχνη κι όχι του σκηνοθέτη, του
διαφημιστή ή του παραγωγού. Γι’ αυτό, εικονίζοντας το αποτέλεσμα, επισημαίνει
το πρόβλημα. Αυτό
που βγαίνει επί σκηνής ή πιο σωστά στον
καμβά στα έργα είναι ένας εγκλωβισμός.
Τείχη αόρατα, που μας κρατούν έξω από
τον κόσμο, όπως συνόψισε κι ο ποιητής,
που για δεύτερη φορά ερχόμαστε σ’ επαφή
μαζί του, λόγω της μεγάλης του
διορατικότητας.
Στην
συγκεκριμένη δουλειά του Τσολάκου
βλέπουμε τονισμένο κι επισημασμένο
αυτό που μπορεί να δει κάποιος με τα
«Μάτια της ψυχής του» - για να
χρησιμοποιήσουμε το λόγο και του δικού
μας, του συμπατριώτη μας ποιητή – στους
δρόμους της κάθε μικρής πόλης, επαρχιακής
ή πολύβουης. Η ζωή μας έχει γίνει μια
επιπόλαια προέκταση των σίριαλ και μια
επιφανειακή απομίμηση απροβλημάτιστων
εκπομπών.
Ζούμε
σαν να παίζαμε σ’ επιτυχημένες σειρές
και δεν υπάρχουμε στην καθημερινότητα,
αλλά στη νύχτα του γυαλιού. Με λίγα λόγια
δεν αφουγκραζόμαστε την δική μας
πραγματικότητα, αλλά χορεύουμε στο
ρυθμό που παίζει ο αρκουδιάρης. Έτσι
ζούμε τη ζωή των άλλων.
Ο
Τσολάκος κατάλαβε πως η τέχνη δεν μπορεί
πια να είναι μεγαλόστομη και διακοσμητική,
αλλά πρέπει να έρθει στην σύγχρονη
πραγματικότητα κι έκανε την αναζήτησή
του πράξη. Αξιοποίησε το ταλέντο του –
ή πιο σωστά το ευαγγελικό του τάλαντό
– και κρούει με τους πίνακές του αυτούς
τον κώδωνα του κινδύνου για όσους θέλουν
να σωθούν.
Να
γιατί ξεκίνησα αυτό μου το κείμενο με
την σκέψη πως η Ζάκυνθος επανακάμπτει. Δεν
συνεχίζει μιμητικά το έτσι κι αλλιώς
ένδοξο παρελθόν της, που μόνο κοντόφθαλμοι
μπορούν ν’ αμφισβητήσουν, αλλά συμμετέχει
στο σήμερα.