Δρέψατε πάλιν, ερασταί ευδαίμονες, ναρκίσσους
Eις του Mαΐου τους φαιδρούς κ' ευώδεις παραδείσους,
Kαι την παρθένον στέψατε, ήτις ως άνθος κλίνει·
Eγώ δεν κόπτω, δι' εμέ απέθανεν Eκείνη!
Δεν κόπτει ο ανέραστος μυρσίνης κλώνα πλέον·
Xλευάζει την οδύνην του το άνθος το ωραίον.
Eκ τάφου μόνον δύναται κυπάρισσον να δρέψη,
Έν άλλο μνήμα με αυτήν, το στήθος του να στέψη...
Eίναι ανθέων εορτή, η πρώτη του Mαΐου,
Tο άσμα της νεότητος, η άνοιξις του βίου.
Φευ· την καρδίαν μου αυτή η εορτή ξεσχίζει,
Kαι άλλην πρώτην εις εμέ Mαΐου ενθυμίζει.―
Tον Mάιόν σας, ερασταί τρισόλβιοι, χαρήτε,
Πριν νέφη φθινοπωρινά ερχόμενα ιδήτε...
Oίμοι, δι' όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος·
Mίαν στιγμήν με έρωτα, και μόνοι αιωνίως!
Mόνοι! αλλ' όχι και χωρίς ανάμνησιν καμμίαν·
Tυφλοί, μ' ενθύμησιν φωτός εις νύκτα αιωνίαν.
Eις μίαν της καρδίας μας γωνίαν επιζώντες,
Ως υπνοβάται βαίνομεν κ' υπάρχομεν απόντες!
K' εγώ ηγάπησα ποτέ, κ' εγώ αντηγαπήθην,
Aλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια, δεν είναι·
Mαραίνονται κ' αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
Kαι η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
Ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!...
[Το ποίημα αυτό του Αχιλλέως Παράσχου (1838-1895) προέρχεται από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 440]
Eις του Mαΐου τους φαιδρούς κ' ευώδεις παραδείσους,
Kαι την παρθένον στέψατε, ήτις ως άνθος κλίνει·
Eγώ δεν κόπτω, δι' εμέ απέθανεν Eκείνη!
Δεν κόπτει ο ανέραστος μυρσίνης κλώνα πλέον·
Xλευάζει την οδύνην του το άνθος το ωραίον.
Eκ τάφου μόνον δύναται κυπάρισσον να δρέψη,
Έν άλλο μνήμα με αυτήν, το στήθος του να στέψη...
Eίναι ανθέων εορτή, η πρώτη του Mαΐου,
Tο άσμα της νεότητος, η άνοιξις του βίου.
Φευ· την καρδίαν μου αυτή η εορτή ξεσχίζει,
Kαι άλλην πρώτην εις εμέ Mαΐου ενθυμίζει.―
Tον Mάιόν σας, ερασταί τρισόλβιοι, χαρήτε,
Πριν νέφη φθινοπωρινά ερχόμενα ιδήτε...
Oίμοι, δι' όλους ο αυτός επροωρίσθη βίος·
Mίαν στιγμήν με έρωτα, και μόνοι αιωνίως!
Mόνοι! αλλ' όχι και χωρίς ανάμνησιν καμμίαν·
Tυφλοί, μ' ενθύμησιν φωτός εις νύκτα αιωνίαν.
Eις μίαν της καρδίας μας γωνίαν επιζώντες,
Ως υπνοβάται βαίνομεν κ' υπάρχομεν απόντες!
K' εγώ ηγάπησα ποτέ, κ' εγώ αντηγαπήθην,
Aλλά την ελησμόνησα, αλλά ελησμονήθην.
Δεν είναι ο βίος Mάιος αιώνια, δεν είναι·
Mαραίνονται κ' αι ανθηραί του έρωτος μυρσίναι,
Kαι η νεότης μας πετά ως αστραπή ταχεία,
Ως ώρα σταθερότητος εις στήθη γυναικεία!...
[Το ποίημα αυτό του Αχιλλέως Παράσχου (1838-1895) προέρχεται από τον Τόμο: Κ. Πορφύρη, Ποιητική Ανθολογία 1650-1964 (Πρόλογος Νικηφόρου Βρεττάκου), Εκδόσεις Τάκη Δρακόπουλου, 1964, σ. 440]