© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Διονύση Φλεμοτόμου: «ΟΜΙΛΙΕΣ», ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΕΙΕΣ


[Διάλεξη κατά την 2η Σύναξη του β΄ κύκλου δράσεων τού 
Κέντρου Λόγου Ενορίας Μπανάτου ΑΛΗΘΩΣ
Πλάτωμα Φανερωμένης Μπανάτου, 29 Σεπτεμβρίου 2012]

Ο πολύς Δημήτριος Γουζέλης, παραδίδοντάς μας τον περίφημο και μοναδικό «Χάση» του, μας πληροφορεί πως δεν τον έγραψε με άλλο σκοπό «πάρεξ δια ξεφάντωσιν των φίλων». Άθελά του, ίσως, μας δίνει με αυτήν του την περιεκτική έκφραση έναν ορισμό του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου, των γνωστών «Ομιλιών».

Πράγματι, το ιδιότυπο αυτό είδος της λαϊκής έκφρασης των κατοίκων του νησιού μας έχει πάνω απ’ όλα σκοπό την διασκέδαση των απλών ανθρώπων, γι’ αυτό και κυρίως παίζεται την πιο εύθυμη και ελεύθερη εποχή του χρόνου, την περίοδο του Καρναβαλιού. Το εκφράζει άριστα και το γνωστό τελάλημα:

Σωπάτε κύρ(γ)ιοι το λοιπόν, την Ομιλία να πούμε
να την γροικήσει ο λαός και να φχαριστηθούμε.

Κ’ είναι πράγματι ευτύχημα για ένα λαό να ευχαριστιέται με θέατρο, να ψυχαγωγείται με τέχνη! Κάτι τέτοιο επαληθεύει την παιδεία του και τον πολιτισμό του!

 Ήδη από το 1571 οι Ζακυνθινοί γιόρτασαν με θεατρική παράσταση τη νίκη των χριστιανικών δυνάμεων στην ναυμαχία της Ναυπάκτου, παίζοντας ένα έργο συμβολικό, τους «Πέρσες» του Αισχύλου, στην παλιά τους πόλη, που για ασφάλεια βρισκόταν περιτειχισμένη μέσα στο Κάστρο. Με τον τρόπο αυτό δείχνουν την αγάπη τους για τις τέχνες και πρωτοπορούν. Η παράσταση αυτή έγινε από νέους ευγενείς, που οι φαμίλιες τους ήταν γραμμένες στο Libro d’oro. Μα κι ο λαός φαίνεται να μην πηγαίνει πίσω.

Την περίοδο του Καρναβαλιού, η οποία μεταφέρθηκε από την τότε Γαληνοτάτη πρωτεύουσα και άρχιζε την εποχή εκείνη από την γιορτή του Άι-Γιαννιού, την επόμενη των Φώτων, διοργάνωνε θεατρικές παραστάσεις σε δρόμους και πλατείες και με τον τρόπο αυτό ετυμολογούσε σωστά και στην πράξη την αρχαιοελληνική λέξη ψυχαγωγία.

Η χρονική αυτή στιγμή της Αποκριάς δικαιολογούσε άριστα αυτήν του την έκφραση. Οι μεταμφιέσεις και η αντιστροφή των φύλων επέτρεπαν την συμμετοχή στις «Ομιλίες» μόνο των ανδρών και η ανατροπή των κοινωνικών δεδομένων δεν ξένιζε που δικαιωνόταν ο ποπολάρος και έχανε ο αριστοκράτης. Η μωρέττα, επίσης, παρείχε την ασφάλεια της δημοκρατίας και επέτρεπε την πολυπόθητη ελευθεροτυπία.

Στις κλασσικές «Ομιλίες» κυριαρχούσε ο έρωτας και θριάμβευε η δικαιοσύνη. Οι πόθοι, δηλαδή, και οι επιθυμίες του λαού γινόταν πράξη στην θεατρική του έκφραση και μέσα από την συνισταμένη των τεχνών πραγματοποιούσαν οι απλοί άνθρωποι εξεγέρσεις και επαναστάσεις.

Ο Κρίνος παντρεύεται τελικά την Ανθία και ο Αλέξης την Χρυσαυγή του. Τα νιάτα υπερτερούν και τα γηρατειά έχαναν την πατροπαράδοτη εξουσία τους. Και δεν θα μπορούσε να  συμβεί κάτι το διαφορετικό σε μια εποχή του χρόνου, που ο δύσκολος χειμώνας χάνονταν και η επερχόμενη άνοιξη δημιουργούσε πολλές και ποικίλες υποσχέσεις.

Δεν είναι τυχαίο, που οι κλασσικές «Ομιλίες» παρουσιάζουν πάντα και δικαστήριο, το οποίο δεν εκφράζει πια την εξουσία, όπως στην πράξη συμβαίνει, αλλά τον λαό και την επιθυμία του ακροατηρίου ή πιο σωστά των θεατών της παράστασης. Αυτό ενώνει θεατρίνους και θεατές και αποδεικνύει πως οι δύο αυτές λέξεις έχουν κοινό το πρώτο τους συνθετικό, γι’ αυτό και συνυπάρχουν, δίχως να τους χωρίζουν πάρκα και αυλαίες.

Και πράγματι. Οι «Ομιλίες» παίζονταν σε δρόμους και πλατείες, δίχως σκηνικά και φορτωμένες σκηνογραφίες. Είχαν, δηλαδή, μια σκηνική οικονομία, που χρόνια μετά θα την αναζητούσε το λόγιο θέατρο και πολύ αργότερα θα την ανακάλυπταν οι πρωτοποριακοί σκηνοθέτες.

Ο τελάλης σταματούσε να διαλαλεί με την κουδούνα του, οι θεατρίνοι έπαιρναν θέση σε κεντρικό σημείο, οι θεατές έκαναν τριγύρω έναν αυτοσχέδιο κύκλο και η διδασκαλία ξεκινούσε. Έτσι μπορούσε σκηνή και κοινό να γίνουν ένα και όλοι να συμμετέχουν ενεργά στην παράσταση.

Τα δρώμενα μάλιστα δεν περιορίζονταν την ώρα μόνο της παράστασης, αλλά πραγματοποιούνταν και όσο ο περιφερόμενος θίασος πήγαινε από την μια γειτονιά στην άλλη, με τα πειράγματα των θεατών και τις αυτοσχέδιες απαντήσεις των ηθοποιών, αλλά και τα άλλα τυχαία, εκτός υπόθεσης συμβάντα, τα οποία τελικά έδεναν μαζί της και γίνονταν μέρος της. Χαρακτηριστική γι’ αυτήν την υπόθεση είναι η πληροφορία που μας δίνει η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου, στην οποία το λαϊκό θέατρο πολλά χρωστάει. «Καμιά φορά», γράφει, «σαν περπατεί ο θίασος, ακούς ν’ απευθύνονται στην Αφροδίτη φωνάζοντάς τον Νικόλα ή βλέπεις την Ανθία να καπνίζει ξέγνοιαστα». Και αυτό είναι σίγουρα μια σωτήρια προέκταση της παράστασης.

Μα και το τυχαίο, το οποίο στην τέχνη είναι τις περισσότερες φορές δημιουργικό, παίζει συχνά σημαντικό ρόλο στο λαϊκό θέατρο της Ζακύνθου. Γι’ αυτό ας θυμηθούμε μια μαρτυρία του Διον. Ρώμα, η οποία τονίζει την μεγάλη αξία αυτής της παραμέτρου. «Θυμάμαι εγώ ο ίδιος», μας διηγείται, «μιαν Ομιλία που παρακολούθησα παιδί εδώ και κάπου 50 χρόνια, (Άγιοι Πάντες τι αριθμός!). Ήταν ο “Κρίνος και η Ανθία”, κατά την οποία το παλικάρι κλέβει την βασιλοπούλα και καταλήγει στο Κριτήριο. Με αγωνία περιμένει η Ανθία τριγυρισμένη από την Αυλή της. Λες και τη βλέπω την καημένη ν’ αγανακτεί για τη θανατική καταδίκη του αγαπημένου της και μουντζώνοντας να σκούζει: “Τον Κρίνο εδικάσατε: Όρσεεε τσοι δικαστάδες!!!”. Συγχρόνως όμως η απότομη κίνηση του φασκελώματος παραμέρισε λίγο τη μάσκα και λάμψανε στο φως του ήλιου οι αρειμάνιες ξανθές … μουστάκες της».

Μα πέρα από το εκτός σκηνοθεσίας, αλλά εντελώς μέσα στην παράσταση, ευτράπελο, το οποίο χαρακτηρίζει την ελευθερία του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου, ας δούμε και μιαν άλλη παράμετρο, δείγμα και αυτό χαρακτηριστικό του, το οποίο μας τονίζει ο πολυτάλαντος συγγραφέας του «Περίπλου». Είναι το φως του ήλιου, το οποίο δεν κάνει μόνο να φανεί το ανατρεπτικό φύλο της πρωταγωνίστριας, αλλά είναι και ο φυσικός φωτισμός της «Ομιλίας». Οι απλοί, ερασιτέχνες θεατρίνοι με αυτό έμαθαν να παίζουν και μ’ αυτό ελευθέρωναν την έκφρασή τους. Προβολείς, μικρόφωνα και άλλα σχετικά τους ήταν άχρηστα και η παρουσία τους σε μια δική τους παράσταση θα έβλαπτε και θα στερούσε τον αυθορμητισμό και την πηγαία έκφραση.

Η σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο τραγουδιστή φωνή τους μεγεθυνόταν μέσα από τη μάσκα και η ερμηνευτική τους οικονομία γινόταν ο πλούτος της καλλιτεχνικής τους προσπάθειας. Ήξεραν να εκφραστούν δίχως πουντέλια και να κάνουν τέχνη χωρίς φτιασιδώματα. Αυτό δίνει και την μεγαλύτερη αξία στην προσπάθειά τους και διαχρονικότητα στην τέχνη τους. 

Είχα την τύχη να γνωρίσω στα παιδικά μου χρόνια το ξεψύχισμα του επτανησιακού πολιτισμού και να δω τέτοιες παραστάσεις. Πολλές, μάλιστα, με τον αξέχαστο Γεράσιμο Πανά, τον σπουδαίο αυτό λαϊκό θεατρίνο, ο οποίος ήταν μια φιγούρα ανεπανάληπτη. Ξεκινούσε ο θίασος από τον Άγιο Παύλο ή τουλάχιστον αυτό πίστευε η δική μου γεωγραφική γνώση της Χώρας, μια και ίσως δεν ξεχνούσαν και τον μακρινό για με Άγιο Λάζαρο, προχωρούσαν -μέσω Τσαρουχαραίικων- προς τους Αγίους Σαράντες, όπου σταματούσαν για να δώσουν παράσταση και μετά και από άλλες στάσεις κατέληγαν στον Φόρο, την ιστορική πλατεία του Αγίου Μάρκου, την πολυκύμαντη, όσο και οι κατά καιρούς ονομασίες της, όπου εκεί γινόταν και το φινάλε.

Απαραίτητες, τότε, και οι «κουνουπιδίες», έκφραση και συνέχεια της τζαντιώτικης μάντζιας και τα πειράγματα του κοινού, με τις αναγκαίες, αθυρόστομες, συχνά, απαντήσεις των θεατρίνων. Αυτά έδιναν στην παράσταση άλλη διάσταση και της σταθεροποιούσαν τον χαρακτηρισμό του λαϊκού θεάτρου.

Συχνά στις «Ομιλίες» έβγαινε και δίσκος, όχι για να καλυφθούν τα ελάχιστα έξοδα, δείγμα της οικονομίας της αληθινής τέχνης ή να κερδίσουν οι ηθοποιοί, αλλά για να μπορέσουν να πιούν το βράδυ το κρασάκι τους στην ταβέρνα και να μην είναι εντελώς άφραγκοι. Πολλές φορές, επίσης, τον λαϊκό θίασο τον καλούσαν για παράσταση στα διάφορα αρχοντικά, με το απαραίτητο, βέβαια, ρεγάλο.

Την καθολική διάσταση που είχαν πάρει οι «Ομιλίες» στο νησί την επιβεβαιώνει και το γεγονός πως νωρίς πέρασαν και αυτές στην σημαντική εβραϊκή κοινότητα της Ζακύνθου, η οποία τις προσάρμοσε στα δικά της δεδομένα. Έτσι οι παραστάσεις τους δίνονταν στην χαρούμενη περίοδο του Πουρίμ και με αυτές διασκέδαζαν Εβραίοι, αλλά και χριστιανοί, που τις παρακολουθούσαν.

Πολύτιμη γι’ αυτήν την πτυχή και έκφραση του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου είναι η μαρτυρία του Αβραάμ Μ. Μόρδου, η οποία δημοσιεύεται στο βιβλίο του Σαμουήλ Ερμ. Μόρδου «Οι Εβραίοι της Ζακύνθου, χρονικό πέντε αιώνων». Εκεί διαβάζουμε τα εξής χαρακτηριστικά: «Το Πουρίμ ήταν γιορτή χαράς και ευθυμίας με ανταλλαγές γλυκών μεταξύ των πλέον κοντινών μας συγγενών και φίλων, με υπαίθριες ομιλίες, που διοργάνωνε η εβραϊκή παροικία με σκοπό την διασκέδαση των μελών της Κοινότητας, καθώς και όλου του κόσμου».

Απ’ αυτήν την μαρτυρία, εκτός από την αρμονική συνύπαρξη των Χριστιανών και των Εβραίων της Ζακύνθου, η οποία βρίσκει το αποκορύφωμά της στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, με την διάσωση των δεύτερων, φαινόμενο μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία, πρέπει να σταθούμε και σε μια άλλη σημαντική φράση, η οποία επιβεβαιώνει τα όσα στην αρχή ισχυριστήκαμε. Οι «Ομιλίες» είχαν σκοπό την διασκέδαση, όπως σημειώνει κάποιος που τις έζησε, γι’ αυτό και στο χαρούμενο και εύθυμο Πουρίμ, όπως ακριβώς στο Καρναβάλι των χριστιανών.

Οι «Ομιλίες» της Ζακύνθου τείνουν κάποτε να ατονήσουν και ίσως να ξεχαστούν, αλλά τους δίνει πνοή η Διεθνής Συνάντηση μεσαιωνικού και Λαϊκού Θεάτρου, η οποία, μεταξύ των άλλων, διέσωσε και έδωσε την αξία που έπρεπε στην πανάρχαια αυτή συνήθεια των προγόνων μας.

Με τον καιρό, όμως, και κυρίως την πολυσυζητημένη εποχή της Μεταπολίτευσης, όταν τα πάντα θα έπρεπε ν’ αλλάξουν, μετά από την καταπίεση μιας ολόκληρης επταετίας και συχνά δίχως λόγο και αιτία το λαϊκό θέατρο της Ζακύνθου άρχισε να αλλάζει μορφή και να χάνει την αυθεντικότητα της πρωταρχικής του έκφρασης. Λίγο η τηλεόραση, λίγο ο δίχως σκέψη μιμητισμός, λίγο οι νεότερες ιστορικές συνθήκες, αφαίρεσαν τις μάσκες, δίνοντας συχνά μορφή τραβεστί στους θεατρίνους. Έβαλαν γυναίκες στην ερμηνεία, στερώντας τα δημιουργικά παραλειπόμενα και προπάντων φόρτωσαν σκηνή και σκηνικό με ό,τι η λαϊκή δημιουργία τόσα χρόνια απέφευγε και απεχθανόταν. Έτσι, είδαμε στον Άγιο Μάρκο «Ομιλία» με κυριολεκτικά πάνω στο πάρκο «την Άρτα και τα Γιάννενα», με επαγγελματικούς φωτισμούς, με συμμετοχή γυναικών στους ανάλογους ρόλους, μικρόφωνα και συχνά δίχως τον απαραίτητο δεκαπεντασύλλαβο.

Ίσως ήταν η αναγκαία έκφραση των καιρών και η κακή επιρροή των σίριαλς. Το φυσικό φως του ήλιου το αντικατέστησαν τότε οι προβολείς, τα ηχεία της χειροποίητης μωρέττας, τα μικρόφωνα και το λαϊκό πήρε την μορφή του μικροαστικού και του νεοπλουτίστικου. Παρότι, δε, γράφτηκαν σημαντικά νέα έργα, που με το ταλέντο και τη γνώση των δημιουργών τους, πλούτισαν το ρεπερτόριο, η έκφρασή τους άρχισε να παίρνει άλλη μορφή και το αποτέλεσμα κινδύνευε να γίνει νόθο, σε σχέση με την πρωταρχική γνησιότητα.

Αντί για τον Κρίνο, την Ανθία, τον Αλέξη, την Χρυσαυγή, την Δάφνη, τον Μυρτίλο, τον Φίσκο, τον Φέξη, τον Ξάνθιπππο και τον Μπελέτη, πολιτικά πρόσωπα εμφανίζονταν στην σκηνή, αριστοτεχνικά διακωμωδούμενα, αλλά έχοντα θέση σε επιθεώρηση μάλλον, παρά σε «Ομιλία». Το ίδιο συνέβη και με τα τουριστικά επακόλουθα, την κριτική των τεκταινόμενων, αλλά και την παρουσίαση της νεοπλουτίστικης πραγματικότητας.

Άλλοι ισχυρίστηκαν πως όλα αυτά ήταν απαραίτητα και πως μπόλιαζαν με νέο αίμα τις «Ομιλίες» και άλλοι τα πολέμησαν και τα ειρωνεύτηκαν, θέλοντας να παραμείνει το πανάρχαιο αυτό είδος της λαϊκής έκφρασης στις αρχικές του εκφράσεις.

Το ποιοι έχουν δίκιο θα το αποδείξει ο χρόνος και η ιστορία. Ίσως, όμως, η αλήθεια βρίσκεται στην χρυσή τομή και εκεί υπάρχει η λύση. Μπορεί η ανανέωση του θεατρικού αυτού είδους και η προσαρμογή του στο σήμερα να είναι απαραίτητη, αν, βέβαια αποδειχθεί η συνέχεια και το συμπαγές της εξελικτικής αλυσίδας, αλλά αυτό πρέπει να γίνει απαραίτητα με σύνεση και σπουδή και προπάντων βασισμένο στην επιστημονική και ουσιαστική γνώση του χθες. Το έτσι κάνω, γιατί έτσι νομίζω, της επιπόλαιας έκφρασης, που μας μαστίζει, είναι και επίφοβο και καταστροφικό. Ισοπεδώνει και ούτε δημιουργεί, ούτε προχωρεί.

Η ουσιαστική, όμως, γνώση της ιστορίας, δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση και απαιτεί κόπο, μέθοδο και προπάντων πολύμορφη παιδεία. Μα για να γίνουν όλα αυτά απαιτείται η πλήρης γνωριμία με το αντικείμενο. Πρέπει πρώτα να διαπιστώσουμε τι ακριβώς είναι οι «Ομιλίες» και μετά να δούμε αν χρειάζεται να τις συνεχίσουμε και να τις προσαρμόσουμε στους καιρούς μας.

Στην προσπάθεια αυτής της γνώσης κινούμενη και θέλοντας να προτείνει την επαναφορά του θέματος στην ουσιαστική του βάση, απαλλαγμένο από όλα αυτά που του φόρτωσε επίφοβα η επιπολαιότητα της εποχής μας, η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», η οποία τα τελευταία χρόνια και συγκεκριμένα από το 2005 έχει επαναφέρει στην καθημερινότητά μας τους περίφημους ιππικούς αγώνες της Ζακύνθου, ερευνώντας συγχρόνως και επιστημονικά την ιστορία τους, αλλά και την εποχή που τους δημιούργησε, στο πλαίσιο των τετραήμερων εκδηλώσεών της, που με διεθνή συμμετοχή έγιναν το περασμένο τετραήμερο του Αγίου Πνεύματος, παρουσίασε μια «Ομιλία», όπως αυτή νόμιζε πως πρέπει να διδάσκεται.

Επιλέχτηκε η «Ομιλία» «Η Χρυσαυγή» για πολλούς και ποικίλους λόγους. Πρώτον, για την κλασσική της μορφή. Δεύτερον, γιατί είναι η μόνη της οποίας έχουμε πολλές παραλλαγές, γεγονός που δείχνει το αυτοσχέδιο του λαϊκού θεάτρου της Ζακύνθου, αλλά και την σωστή προσαρμογή του στις νεότερες συνθήκες. Τέλος επειδή, μαζί με τον «Κρίνο και την Ανθία», είναι οι μόνες που παίχτηκαν και ξαναπαίχτηκαν και είναι οι πιο αγαπημένες ηθοποιών και κοινού.

Στην παράσταση χρησιμοποιήθηκαν μωρέττες, ενδυμασίες όπως μας τις κληροδότησε η παράδοση και με σεβασμό τηρήθηκε ο απαραίτητος, τραγουδιστός δεκαπεντασύλλαβος. Φυσικά και δεν χρησιμοποιήθηκαν πάρκο, μικρόφωνα και σκηνικά. Ο θίασος ξεκίνησε από την ιστορική εκκλησία της Φανερωμένης (της ακμής της εικαστικής επτανησιακής τέχνης), όπου παίχτηκε η πρώτη σκηνή. Μέσω των οδών Δοξαράδων και Κάλβου, κινήθηκε προς τον με σχετική πλούσια παράδοση Άγιο Παύλο, όπου στο πλάτωμά του μιλήθηκε η δεύτερη σκηνή και διαβαίνοντας την Πλατεία Ρούγα, έφτασε στον χώρο μπρος από το καμπαναρίο της Ανάληψης τού επαναστάτη Μαρτελάου, όπου παραστήθηκε η τρίτη σκηνή. Το φινάλε δόθηκε στην τριγωνική πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου οι πλάκες της μπορούμε να πούμε άφοβα πως γνώρισαν και γνωρίζουν όλη την ιστορία και την εξέλιξη των «Ομιλιών». Εκεί έγινε η σκηνή του δικαστηρίου και η δικαίωση των ερωτευμένων.

Για την πραγματοποίηση αυτού του τολμήματος, το οποίο, όπως όλοι σχεδόν διαπίστωσαν, στέφτηκε με απόλυτη επιτυχία, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο εκπαιδευτικός και γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας «Giostra di Zante», Νίκος Αρβανιτάκης, ιδρυτής και ψυχή της «Υακίθης», που σε λίγο θα απολαύσουμε, ο οποίος, εκτός από το όλο στήσιμο, ήταν και ο δημιουργός των μασκών. Πολύτιμοι συνεργάτες αποδείχθηκαν και τα παιδιά του θεατρικού τμήματος του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγκερυκού «Ο Μαρτελάος», τα οποία σήκωσαν, βασισμένα στην πείρα τους και την παράδοση του χωριού τους, το βάρος της παράστασης, δεχόμενα πρόθυμα την πρόταση και προσπαθώντας να έχει όσο γίνεται πιο καλό αποτέλεσμα και να μην βεβηλώσουν την ιστορία.

Βλέποντας από απόσταση πια το επιχείρημα και κρίνοντάς το, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε πολλά. Εμείς, όμως, θα σταθούμε στα σημαντικότερα συμπεράσματα και τα πιο ουσιαστικά και μ’ αυτά θ’ ασχοληθούμε.

Πρώτον: Για τις «Ομιλίες» τα πιο κατάλληλα σκηνικά είναι τα μνημεία μας και οι φυσικοί χώροι της πόλης μας και του νησιού μας. Τι καλύτερο από το να παίζεται «Η Χρυσαυγή» ή οποιοδήποτε άλλο έργο μπρος από την πρόσοψη -θα ’ταν προτιμότερο να την λέγαμε φατσάδα- της Φανερωμένης, στην παραμένουσα λαϊκή γειτονιά του Αγίου Παύλου, στον Φόρο ή και στο νεότερο καμπαναρίο της Ανάληψης, που σέβεται την ιστορία και τον πολιτισμό μας. Είναι το φυσικό τους φόντο και το τοπίο που τα δημιούργησε. Όλα τα άλλα θα ήταν ανθρώπινες, γι’ αυτό και ατελείς απομιμήσεις.

Δεύτερον: Τα μικρόφωνα είναι περιττά σε μια τέτοια περίπτωση. Υπάρχει η σωστή ακουστική των φυσικών χώρων και προ πάντων παραμένει η κίνηση, απαραίτητη στο θέατρο, την οποία αυτά κατά κανόνα στερούν. Η παρουσία τους εμένα προσωπικά μου θυμίζει ανάλογες περιπτώσεις, όχι και τόσο ταλαντούχων τραγουδιστών ή ψαλτών, οι οποίοι τα θεωρούν απαραίτητα, για να κρυφτούν οι ατέλειές τους.

Τρίτον: Η παράσταση των «Ομιλιών» στον φυσικό τους χώρο, σε δρόμους δηλαδή και πλατείες, με το φως του ήλιου και όχι σε σκοτεινές και ψυχοπλακωτικές αίθουσες, δίνει το προνόμιο, που ήδη αναφέραμε, της συνύπαρξης θεατρίνων και θεατών. Μια από τις πιο συγκινητικές και αληθινές στιγμές της παράστασης της «Χρυσαυγής» ήταν αναμφίβολα εκείνη, που καθώς ο θίασος πήγαινε από την μια περιοχή στην άλλη, έβγαιναν στις εισόδους των μαγαζιών και τα μπαλκόνια των σπιτιών οι κάτοικοι και φώναζαν «τον μπίρονα» ή άλλα, αυτοσχέδια πειράγματα. Έτσι δόθηκε η πραγματική μορφή της «Ομιλίας» και φάνηκε διάφανα η ταυτότητά της.

Τέταρτον: Η ερμηνεία μόνο από άνδρες των λαϊκών αυτών παραστάσεων, εκτός από τις ανατροπές του φύλου και των κατεστημένων, δίνει περισσότερη κωμική διάσταση και υπηρετεί πιο σωστά τον σκοπό της «Ομιλίας». Η ύπαρξη γυναικών οδηγεί αλλού και από την σύγκριση σίγουρα χάνει ο ερασιτεχνισμός.

Πέμπτον: Η μάσκα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι απαραίτητη. Παρέχει φαντασία στον θεατή και ασφάλεια στον ερμηνευτή. Έχει τελετουργικότητα και λειτουργικότητα και παραπέμπει σε πρωταρχικές αλήθειες. Είναι το όργανο του μίμου και η αλήθεια του θεάτρου.

Έκτο και τελευταίο: Το θεατρικό κείμενο και ιδιαίτερα αυτό του λαϊκού θεάτρου, δεν χρειάζεται βωμολοχίες, ούτε πολιτικά υπονοούμενα, όπως τελευταία συχνά συμβαίνει, για να περάσει στο κοινό. Αυτά είναι τα εργαλεία και τα βοηθήματα των μετριοτήτων. Ο κόσμος γελά συχνά, σε αυτές τις περιπτώσεις, αλλά σύντομα ξεχνάει. Ο απλός λόγος είναι η μεγαλοσύνη της υπόθεσης και η σωστή σάτιρα η αιτία της κλασικότητάς του. Επίσης τα μεγάλα πράγματα λέγονται με λίγες κουβέντες. Έτσι οι δίωρες και βάλε παραστάσεις των «Ομιλιών» εκτός από το ότι κουράζουν, ξεφεύγουν συχνά από την ουσία και φλυαρούν. Είναι καλύτερα να λέμε γιατί τελείωσε κάτι, παρά γιατί ακόμα δεν τελείωσε.


Σημασία έχει, πάντως, σήμερα πως οι «Ομιλίες» εξακολουθούν να υπάρχουν και ν’ αποτελούν σημαντική έκφραση των κατοίκων του νησιού. Παίζονται στην περίοδο του Καρναβαλιού, στα πανηγύρια και με διάφορες άλλες, εορταστικές ευκαιρίες. Εξακολουθούν, μάλιστα, να παραμένουν πάντα η αιτία «δια ξεφάντωσιν των φίλων».

Ας τις δούμε με σοβαρότερη ματιά. Ας τις ξανακοιτάξουμε με γνώση και υπευθυνότητα. Είναι ένα κομμάτι σημαντικό του πολιτισμού μας και μια ακρογωνιαία μορφή της ταυτότητάς μας. Η δική τους, αληθινή ταυτότητα, μπορεί να γίνει το στήριγμά μας για το μέλλον. Αρκεί να τις απαλλάξουμε από τα φκιασίδια και να τις δούμε στην γνήσια μορφή τους.

Γιατί η τέχνη είναι όπως και η ομορφιά. Είναι γνήσια ωραία, μόνο όταν αρέσει και άβαφη, χωρίς ξένες επεμβάσεις. Διαφορετικά είναι εφήμερο ψέμα.

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Μίρτος, η Μυρτιώτισσα και άλλες ονομαστικές παρεκκλίσεις

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ 


Γράφαμε στο προηγούμενο κείμενό μας για την ιστορία και την λατρεία της εικόνας της Παναγίας της Μυρτιώτισσας, η οποία στην μετασεισμική της μορφή φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων και κάθε χρόνο, στις 24 Σεπτεμβρίου, γίνεται ιδιαίτερη γιορτή προς τιμήν της. Θα παραμείνουμε στο θέμα, όχι για να συμπληρώσουμε τα ελάχιστα, που γράψαμε, τα οποία μπορείτε να βρείτε σε διάφορες σχετικές δημοσιεύσεις, μια και «η Κυρά η Μερτιώτισσα» είναι μια από τις πιο λαοφιλείς εικόνες του νησιού μας, αλλά για να εντοπίσουμε μια ζακυθινή ιδιορρυθμία, η οποία χαρακτηρίζει την ταυτότητά μας και αποδεικνύει την διαφορετικότητά μας. 

Στην Ζάκυνθο, λοιπόν, στην επτανησιακή αυτή γιορτή –η Μυρτιώτισσα είναι προστάτις των Κυθήρων– η οποία με τον καιρό έλαβε πανελλήνιο χαρακτήρα, επειδή η γιορτή της συμπίπτει με τα σαραντάημερα της Θεοτόκου, γιορτάζουν, εκτός από το όμορφο και ποιητικό γυναικείο όνομα «Μυρτώ» και όσοι έχουν το αντρικό «Μιλτιάδης»! Παράδοξο, αλλά έχει και αυτό την εξήγησή του. 

Στο νησί μας λέμε τις περισσότερες, αν όχι όλες φορές το σύμφωνο «ρ» σαν «λ». Αναφέρω, για παράδειγμα, το συχνά χρησιμοποιούμενο ρήμα «στέλνω», το οποίο σχεδόν πάντα και με σπάνιες μιμητικές εξαιρέσεις προφέρουμε «στέρνω».

Επί του παρόντος, μάλιστα, έχω προσωπική εμπειρία –διαβάστε, πάθημα– και θέλω να σας την μεταφέρω. Πρόσφατα, μέσω της σημερινής μας επικοινωνίας, η οποία είναι –ευτυχώς ή δυστυχώς– το e-mail, έστειλα στην φίλη καθηγήτρια Φανή Καζαντζή –γνωστή κυρίως σε μας τους Ζακυνθινούς για την ενασχόλησή της με τον δικό μας Φώσκολο– ένα κείμενο και όπως ήταν φυσικό στο διαβιβαστικό της έγραφα «σου στέρνω Φανή μου», χρησιμοποιώντας το ρήμα όπως τόσα χρόνια γνώριζα και όπως ως τώρα το χρησιμοποιούσα. Έκπληκτος πήρα την απάντηση «Διονύση μου σ’ ευχαριστώ για το κείμενο και προπάντων για εκείνο το όμορφο “στέρνω”». Κατάλαβα πως κάτι δεν πάει καλά και κοίταξα να δω το λάθος μου. Μάταια, όμως, βασανιζόμουν. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα την φράση, αλλά σε τίποτα δεν με ξένιζε. Αναγκάστηκα, τελικά, να χρησιμοποιήσω την διόρθωση του υπολογιστή και τότε διαπίστωσα πως το πρόβλημα βρίσκεται σ’ εκείνο το δικό μας «λ» του ρήματος και των ρημάτων μας. 

Όπως καταλαβαίνετε, σύμφωνα με τα παραπάνω, στο νησί μας το όνομα «Μιλτιάδης» το λέμε «Μιρτιάδης» και το χαϊδευτικό του «Μίρτος» αντί για «Μίλτος». Ηχητικά, λοιπόν, αυτό ταιριάζει περισσότερο με την προσωνυμία της Παναγίας τση Μέσα Μερίας, την Μυρτιώτισσα και στην γιορτή της, στις 24 Σεπτέμβρη, το γιορτάζουμε. 

Για έναν μη Ζακυνθινό και μη Επτανήσιο κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, αλλά για μας καθόλου δυσκολονόητο. 

Μα η περίπτωση αυτή δεν είναι η μόνη. Πολλές οι παρεκκλίσεις των γιορτών των βαπτιστικών ονομάτων στην Ζάκυνθο και όλες έχουν τις δικές μας εξηγήσεις. 

Θυμίζω την ποιητική περίπτωση της «Αγγελικής», η οποία δεν γιορτάζει, όπως στον υπόλοιπο ελληνικό χώρο συμβαίνει, την ημέρα της επετείου των Αρχαγγέλων, αλλά στις 21 Νοεμβρίου, με τα Εισόδια της Θεοτόκου. Κι αυτό γιατί στην Ζάκυνθο την σημαντική αυτή θεομητορική γιορτή την λέμε «της Κυρίας των Αγγέλων». Έτσι αποφεύγουμε την μπερδεμένη αυτή περίπτωση των υπολοίπων να γιορτάζουν οι «Μαρίες» ανάλογα με το αν είναι ανύπαντρες ή παντρεμένες. 

Επίσης το βαπτιστικό «Αναστάσιος» δεν γιορτάζει το Πάσχα, αλλά στις 22 Ιανουαρίου, ημέρα μνήμης του Οσιομάρτυρα Αναστασίου του Πέρσου, ο οποίος ήταν γνωστός στο νησί, μια και εκκλησία του υπήρχε προσεισμικά στο κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα στην αρχή του δρόμου, που οδηγούσε στο παλιό νοσοκομείο και εκεί περίπου όπου σήμερα η ομώνυμη οδός, για να θυμίζει την πριν την θεομηνία παρουσία της ιερής αυτής στέγης. 

Άλλη… ονομαστική παρέκκλιση είναι το «Ζέπος», υποκοριστικό, που προέρχεται από το «Ιωσήφ» και δίδεται προς τιμήν του συντρόφου της Παναγίας. Αυτό γιορτάζει την επομένη των Χριστουγέννων, στις 26 Δεκεμβρίου. Η μέρα τιμής του, μάλιστα, στην ορθόδοξη εκκλησία είναι την πρώτη Κυριακή μετά την μεγάλη δεσποτική γιορτή, αλλά ο λαός μας φαίνεται να μην το γνωρίζει, και ακολουθώντας, κατά παράδοση, κάποια δυτικά παράλειπα τον συνεορτάζει με την Θεομήτορα, την ημέρα της τιμητικής σύναξής της. Την ίδια ημέρα γιορτάζουν και το όνομα «Παναγιώτης», αφήνοντας τον καλοκαιρινό Δεκαπενταύγουστο μόνο για τις «Μαρίες». 

Υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις ονομαστικών παρεκτροπών ή ιδιορρυθμιών, μικρότερες, αλλά εξίσου σημαντικές. Λόγω χώρου, όμως, τις αφήνουμε για επόμενο κείμενό μας. 

Δεν πρέπει ποτέ να τις διορθώσουμε. Τα λάθη μας, μας οδηγούν στην γνώση και οι ιδιαιτερότητες στην ύπαρξη. Όσο διατηρούνται θα διατηρούμεθα και εμείς σαν λαός. Διαφορετικά θα χαθούμε σε μια παμφάγα παγκοσμιοποίηση.

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2012

Απόστολου Θηβαίου: ΕΚΠΛΗΞΗ (ποίηση)


Υπάρχουν πράγματα, που αψηφούν τους νόμους,
Όπως εκείνον για την καθοδική, αναγκαστική πορεία των πραγμάτων.
Υπάρχουν πράγματα που επιβάλλουν το νόμο της εκπλήξεως.
Έτσι λοιπόν
Και εγώ,
Χειροκροτώ πράγματα,
Όπως η φωτιά.
Έτσι και εγώ,
Σπέρνω άγριες λέξεις
Σε ανυποψίαστες μέρες.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Παύλου Φουρνογεράκη: ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΕΣ ΚΡΑΥΓΕΣ (ποίημα)



Ξηραμένα βογγητά τ’ ανέμου
στερνή ευωδία
του θυμαριού και της ρητίνης  
σμίξτε   
  της φτερούγας και του λαγού
τον πύρινο τρόμο
και προσκαλέστε
τις  σταγόνες της βροχής
να δροσίσουν την κάψα της ρίζας

Οδυρμοί
καπνισμένων υδρατμών
κεραυνοβολήστε
τη μαυρίλα της ιδιωτείας
εξαγνισμένοι
 να οργώσουμε το φθινόπωρό μας 

Ζάκυνθος, 31-8-2012

[Εικαστικό σχόλιο στο ποίημα: Childe Hassam, Rainy Day on Fifth Avenue, circa 1893, watercolor, John and Mable Ringling Museum of Art] 

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Από τον ιερομόναχο Παλλάδιο Χρυσοπλεύρη ώς την μετασεισμική Μητρόπολή μας


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ

      Ο ιερομόναχος Παλλάδιος Χρυσοπλεύρης, ο οποίος, κατά πληροφορία του Λεωνίδα Χ. Ζώη, το 1509 και συγκεκριμένα στις 17 Δεκεμβρίου, ήταν εφημέριος του ναού του Αγίου Νικολάου του Ρεμούνδου στο Ανεμογδούρι της Μπόχαλης και ανακαινιστής της εκκλησίας, είχε στην κατοχή του μια εικόνα της Παναγίας της Μυρτιδιώτισσας, η οποία είχε μεγάλη φήμη ως θαυματουργή. Μετά το θάνατό του το πολύτιμο αυτό κειμήλιο έμεινε στην οικογένειά του και εκεί διατηρήθηκε για αιώνες, δεχόμενο τις επισκέψεις των πιστών και το προσκύνημα αυτών που το είχαν ανάγκη.
   Χρόνια μετά και πολύ πιθανόν στις αρχές του 19ου αιώνα οι απόγονοι του ιερομονάχου δώρισαν την εικόνα στην ιστορική εκκλησία των Αγίων Πάντων της πόλης της Ζακύνθου, είτε από ευσέβεια, είτε για άλλους λόγους. Τότε φιλοτεχνήθηκε καθέδρα για να τοποθετηθεί και το κόνισμα ντύθηκε με ασημένιο πουκάμισο, όπως συνηθιζόταν.
   Το καλλιτεχνικό αυτό έργο ήταν πόνημα του μεγάλου ασημουργού Γεωργίου Διαμαντή Μπάφα, αυτού που ιστόρησε και την λάρνακα του Αγίου μας, και ήταν αφιέρωμα της Αικατερίνης Χρυσοπλεύρη και του Γαβριήλου Μακρή, όπως σημειώνεται στην ασημένια επένδυση. Φτιάχτηκε ή πιο σωστά τελείωσε στις 3 Ιουνίου 1816 και καλύπτει όλη την εικόνα, εκτός από τα πρόσωπα της Παναγίας και του μικρού Χριστού, που κρατά στην αγκαλιά της. Το όνομα της δωρήτριας φαίνεται και στο κάτω μέρος του αργυρόγλυπτου πλαισίου της εικόνας, όπου η εξής επιγραφή: «Μνήσθητι Κύριε του Δούλου σου Μπατίστα Χρυσοπλεύρη και της συμβίας αυτού Αικατερίνης». Επίσης στο πίσω μέρος της εικόνας υπήρχε άλλη επιγραφή, όπου και αυτή μνημόνευε την ίδια αρχόντισσα: «Μνήσθητι Κύριε του δούλου σου Βαπτιστού Χρυσοπλεύρου Αικατερίνης και Ιωάννου. αωιε΄. εν μηνί Ιουνίω ια΄». Όλα αυτά μας κάνουν να πιστέψουμε πως η εικόνα δωρίθηκε στο ναό των Αγίων Πάντων από την λιμπροντορίστικη οικογένεια γύρω στο 1815 με 1816 και πως δωρητές της ήταν η Αικατερίνη Χρυσοπλεύρη και ο σύζυγός της Μπατίστας ή στο ελληνικότερο Βαπτιστής.
   Η Μυρτιώτισσα έμεινε στους Αγίους Πάντες και σιγά - σιγά απέκτησε μεγάλη φήμη, τέτοια, που ο λαός μας συχνά ονόμαζε την εκκλησία στο όνομά της και ποιητής των ζακυνθινών αντετιών Γιάννης Τσακασιάνος, ακούγοντας ένα σαρακοστιανό απόγευμα το πένθιμο σένιο από το περίφημο καμπαναριό του ναού, που εκτός από το κρέμασμα του μαρουλοκρέμμυδου και του βαγιού, σήμαινε και εκλογικά αποτελέσματα, έγραψε χαρακτηριστικά:
   «…Και πού θ’ ακούσουν το στερνό τ’ απόγιομα τα’ αυτιά μου
      το λυπηρό καμπάνισμα αφ’ τη Μερτιώτισσά μου …».
   Κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής της, στις 24 Σεπτεμβρίου, η εκκλησία πραγματοποιούσε μεγάλο πανηγύρι. Ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην παράκληση, η οποία  γινόταν το απόγευμα ή την πρώτη Κυριακή μετά την γιορτή. Πολλές φορές, μάλιστα, στους γύρους, οι οποίοι τελούνταν μέσα στην εκκλησία, έπαιρνε μέρος και η φιλαρμονική, που έπαιζε μια πρεγκιέρα. Έτσι δινόταν στην γιορτή περισσότερη επισημότητα.
   Με λίγα λόγια, σιγά-σιγά η Μυρτιδιώτισσα ή Μερτιώτισσα, κατά το λαϊκότερο και πιο ζακυνθινό, έγινε η παναγία της Μέσα Μερίας και η γιορτή της μια από τις πιο σημαντικές της περιοχής. Όταν, μάλιστα, ο δεσπότης ο Κατραμής κατάργησε τις λιτανείες του απογεύματος του Πάσχα, μόνο την δική της και της Γαλανούσας, του Αγίου Λαζάρου άφησε, για τον αγιασμό και την ευλογία και των δύο κομματιών της πόλης.
   Με τους σεισμούς και την φωτιά του Αυγούστου του 1953 η εικόνα κάηκε, αλλά παραδόξως έμεινε και σώθηκε το ασημένιο της πουκάμισο. Οι ενορίτες της την αποκατάστησαν αμέσως. Ο ακούραστος Χρήστος Ρουσέας ζωγράφισε τα πρόσωπα, όπως τα θυμόταν και πάνω τους μπήκε το έργο του Μπάφα. Η καθέδρα αποκαταστάθηκε και τοποθετήθηκε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου του Μόλου, όπου ήταν η προσωρινή, μετασεισμική μητρόπολη. Εκεί κάθε Σεπτέμβρη γινόταν και το πανηγύρι «τση Κυράς τση Μερτιώτισσας».
   Όταν χτίστηκε ο νέος ναός του Αγίου Νικολάου των Ξένων, ο καθεδρικός ναός του νησιού, η εικόνα μεταφέρθηκε σ’ αυτόν και εκεί τιμάται από τους πιστούς της.
    Πολύ αργότερα και όταν η εκκλησία φορτώθηκε με τις άσχετες με την παράδοσή μας τοιχογραφίες της, ιστορήθηκε στην πίσω μεριά της από τον αγιογράφο Κ. Μαλλιά και το γεγονός του θαύματος της ίασης του παραλυτικού στα Κύθηρα, όπως ήταν και παλιά.
   Η ύπαρξη και η λατρεία της Μερτιώτισσας στη Ζάκυνθο δείχνει την ενότητα των Επτανήσων, μια και η Παναγία αυτή, ως γνωστόν, είναι η προστάτισσα των Κυθήρων. Ας την διατηρήσουμε. Είναι κρίμα να διασπάσουμε και να διαλύσουμε τον πολιτισμό μας. Μόνο ενιαίος μπορεί να υπάρξει. Διαφορετικά ξεκινάμε από το μηδέν.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Αποστόλου Θηβαίου: Μ’ ΕΠΙΜΟΝΗ (ποίημα)




Τα πουλιά κατευθύνονται με ορμή ανεξήγητη,
Είναι μεσημέρι Κυριακής, έχει μόλις συντελεστεί
Μια μεγάλη λύπη,
Τα πουλιά κατευθύνονται με ορμή ανεξήγητη,
Δεν υποψιάζονται πως εκείνος ο νέος,
Που είναι διαλυμένος μέσα μου
Και μέσα σου,
Πως εκείνος ο νέος,
Με τ’ άγριο μάτι,
Που αψηφά την ορμή των πουλιών,
Την εξορία,
Την ανηφορική έξαψη του δρόμου,
Δεν υποψιάζονται,
Πως ίσως είναι ένας θεός
Που γυρνά νικημένος στο πατρικό του σπίτι.
Έχουν περάσει τόσα χρόνια,
Όσοι τον γνώριζαν είναι πια νεκροί.
Και είναι τέτοια η ορμή των πουλιών.

Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Ζαχαρία Στουφή: Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ


 «Ιόνιο πέλαγος υπάρχει και στον Άδη
          γεμάτο καλοκαίρι και νεκρούς»

Το καλοκαίρι τελείωσε και η ανάμνηση της θάλασσας θα έρχεται νοσταλγικά στη θύμησή μας, καθώς η εποχή του βαρύ χειμώνα θα εκτυλίσσεται. Κάποιες φορές περπατώντας στην έρημη αμμουδιά, μετά τη βροχή συνήθως, θα την απολαμβάνουμε έστω και αγριεμένη.
Πάντοτε τη συνδέουμε στο μυαλό μας με το καλοκαίρι, τη ξεγνοιασιά, το παιχνίδι, τον έρωτα, τις διακοπές και πάνω απ’ όλα τη ζωή την αστείρευτη που χαρίζει το νερό της στον πλανήτη μας. Τώρα, προσπαθήστε να γυρίσετε τον διακόπτη του συνειρμού και φανταστείτε πως βρίσκεστε σε μία καλοκαιρινή πλαζ της αρεσκείας σας και στην ανάμνησή σας έρχεται ο βαρύς χειμώνας. Αναπολήστε για λίγο την αγριεμένη θάλασσα και την έρημη ακτή με τα σκουπίδια και τα ξύλα που ξέβρασε η τρικυμία αποβραδίς. Ακούστε την αγριεμένη να λυσσομανάει πάνω στα βράχια και νιώσετε για λίγο δυστυχείς ή απελπισμένοι, κάνοντας σκέψεις για τον θάνατο. Όχι για οποιονδήποτε θάνατο, αλλά για τον θάνατο που κατοικεί στη θάλασσα. Φανταστείτε μια άλλη θάλασσα, τη θάλασσα των νεκρών.
            Καλύτερα να πάρουμε από την αρχή τα πράγματα. Τότε που τα νερά της χώριζαν τον πάνω με τον κάτω κόσμο και κάποια σπήλαια, δίπλα στην εκβολή του ποταμού Αχέροντα ήταν οι πύλες του Άδη που από εκεί οι θεοί ανεβοκατέβαιναν και καμιά φορά οι τολμηροί θνητοί. Για πόσους αιώνες οι νεκροί κατοικούσαν κάτω από το νερό; Για πόσες χιλιετίες πνίγονται στα νερά της οι άνθρωποι; Άραγε μπορούμε να θυμηθούμε τα θαλάσσια στοιχειά των ελληνικών θαλασσών και τους βρικόλακες πειρατές που έχουν στοιχειώσει τα ξερονήσια; Γνωρίζετε πως μέχρι και στις αρχές του 20ού αιώνα, εάν κάποιος ναυτικός πέθαινε στα υπερπόντια ταξίδια, οι σύντροφοί του τού έκαναν μια αυτοσχέδια τελετή και τον κήδευαν ρίχνοντάς τον στη θάλασσα; Αλήθεια, έχετε αναλογιστεί ποτέ την ώρα που κολυμπάτε, πόσοι πνιγμένοι επιπλέουν στα νερά της και ακόμα για πόσους από αυτούς η θάλασσα έγινε υγρό κοινοτάφιο; Υπάρχουν ναυτικοί και ψαράδες που η θάλασσα θέλησε να τους κρατήσει κοντά της και να κάψει με το αλάτι και το ιώδιο που διαθέτει, τα κορμιά τους. Οι πνιγμένοι που τάφος τους έγινε η θάλασσα έχουν και στη στεριά έναν τάφο, αφού η οικογένειά τους που δεν κατάφερε να βρει τη σωρό τους έθαψε συμβολικά τα ρούχα τους. Αυτοί δεν έγιναν λίπασμα για τη γη τους, αλλά τροφή για τα ψάρια της μητέρας θάλασσας που ακόμα μας γεννάει και μας θρέφει.
            Τα βράδια του καλοκαιριού στις παραθαλάσσιες ταβερνούλες όπου τα φώτα μέσα στο νερό από τα πυροφάνια και τα γρι-γρι φτιάχνουν ένα ρομαντικό τοπίο, σκεφτήκατε ποτέ μήπως είναι τα καντηλάκια των πνιγμένων; Όταν (πολύ σπάνια) τύχει να ξεβράσει η θάλασσα κανέναν πνιγμένο στις ακτές που είναι γεμάτες με λουόμενους γιατί οι ζωντανοί τον υποδέχονται ουρλιάζοντας και αλαλάζοντας; Γιατί κρύβουν τα παιδιά τους, τηλεφωνούν στην αστυνομία, κάνουν εμετούς πανικόβλητοι; Μα είναι απλό. Γιατί ποτέ δεν σκέφτηκαν ότι η ζωοδόχος θάλασσα είναι και η θάλασσα των νεκρών. Σαν να μην τους προβλημάτισε ποτέ, μήπως ο προορισμός των ψυχών είναι και η αφετηρία τους (φυσικά ούτε εννοώ την μετεμψύχωση, ούτε την πιστεύω).
            Πάντως αν συμβιβαστείτε με την ιδέα πως όταν απολαμβάνετε τη δροσιά των νερών της, το ερωτικό παιχνίδι και τις διακοπές σας, τα απολαμβάνετε μέσα στο μεγαλύτερο «νεκροταφείο» του κόσμου, τότε η απόλαυσή σας θα έχει γεύση «ιστορική», οι διακοπές σας θα είναι στην «αυτογνωσία», ενώ η θλίψη και η μελαγχολία που θα προκύψει θα κάνει την ρομαντική σας στιγμή, καθρέπτη της αιωνιότητας.
            Προσπαθήστε τα όλα αυτά και θα δείτε που σιγά-σιγά ο θάνατος θα χάνει την απαίσια μορφή του και θα γίνει ένας μοναχικός τύπος της παραλίας που θα απλώνει την πετσέτα του λίγα μέτρα από σας, περνώντας απαρατήρητος. Αν καμιά φορά ξεμείνετε από φωτιά και τσιγάρα, αυτός έχει και τα δύο. Πηγαίνετε άφοβα και ζητήστε του˙ καπνίζει πάντα τη μάρκα σας.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

Οι Παρακλήσεις του Σταυρού


Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


   Η γιορτή της Ύψωσης του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, είναι μια από τις σημαντικότερες του χρόνου και τιμάται από το λαό μας με ιδιαίτερη ευλάβεια. Θεωρείται εφάμιλλη της Μεγάλης Παρασκευής και η νηστεία της είναι μια από τις αυστηρότερες του ενιαυτού. Χαρακτηριστικό φαγητό της ημέρας αυτής για το νησί μας τα βρασμένα, ξερά κουκιά, τα οποία όχι μόνο μαγειρεύονταν, κατ’ έθιμο, σ’ όλα σχεδόν τα σπίτια της Ζακύνθου, αλλά παλιότερα πουλιόνταν έτοιμα από τους πλανόδιους πωλητές στις διάφορες γειτονιές, πασπαλισμένα με αλάτι και την απαραίτητη ρίγανη.
   Επίκεντρο του εορτασμού ήταν και είναι το γραφικό εκκλησάκι του Εσταυρωμένου στην πόλη, το οποίο, εκεί στην Αγία Τριάδα και στην αρχή της οδού Κρυονερίου, εξακολουθεί ν’ αντιστέκεται στην σύγχρονη κακογουστιά, που το περιβάλλει, σαν θύμηση και σαν υπόδειξη, τονίζοντας το τι χάθηκε με την θεομηνία του Αυγούστου του 1953 και υπογραμμίζοντας το τι κακά μπορεί να φέρει η αδιαφορία και η λησμοσύνη.
   Σκοπός όμως του σημερινού κειμένου, του επίκαιρου και εορταστικού, δεν είναι η λαογραφία της γιορτής, πλούσια και στο νησί μας, όπως και σε όλα τα άλλα μέρη, ούτε η αναφορά στην ιστορική εκκλησία, που πανηγυρίζει, αλλά σε μια συνήθεια καθαρά τοπική, θέλω να πιστεύω, η οποία για χρόνια τηρήθηκε και εσχάτως, καλώς ή κακώς, όπως πολλές άλλες, καταργήθηκε.
   Επιδίωξή μας είναι η καταγραφή της και από εδώ και η, ως γνώση, μετάδοσή της στις νεότερες γενιές και φυσικά όχι η επαναφορά της, μια και οι καιροί δεν το επιτρέπουν.
   Παλιότερα, λοιπόν, την χρονική περίοδο από 1 έως 13 Σεπτεμβρίου οι εφημέριοι των εκκλησιών της Ζακύνθου επισκέπτονταν τα σπίτια των ενοριτών τους και διάβαζαν την μικρή παράκληση του Σταυρού. Η συνήθεια αυτή μιμείται και αντιγράφει την ανάλογη του Δεκαπενταύγουστου και δείχνει την ευσέβεια, την οποία έχει ο λαός μας προς το Τίμιο Ξύλο και το πόσο τιμά την γιορτή του.
   Για την ευκολία, μάλιστα των ιερέων της Ζακύνθου, ο Ν. Πολλάνης εξέδωσε το 1852 στην γειτονική Κεφαλονιά μια Παράκληση γραμμένη, πιθανόν γι’ αυτό το σκοπό, από τον ευπαίδευτο ντόπιο κληρικό Νικόλαο Γαβριηλόπουλο, τον και υμνητή του προστάτη μας Αγίου Διονυσίου, η οποία, μαζί με μιαν άλλη σχετική, ποίημα του ιερομονάχου Ρωδίου του Κρητός, επαναδημοσιεύθηκε το 1985 από το μακαριστό, ζακυνθινής καταγωγής και νοοτροπίας, Μητροπολίτη Αργολίδος, Χρυσόστομο Β΄ Δεληγιαννόπουλο.
   Την ανάγκη της ύπαρξης μιας σχετικής υμνογραφίας για την περίπτωση μας την επιβεβαιώνει και η πολύτιμη δημοσίευση από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια ενός χειρόγραφου κώδικα, ο οποίος διασώθηκε στην εκκλησία του Εσταυρωμένου και πρωτοδημοσιεύεται από τον παραπάνω ποιητή και ερευνητή στην σημαντική έκδοση: «Ζακύνθου Εορτοδρόμιον», η οποία τυπώθηκε το 1998 από την Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου και Στροφάδων, μαζί με άλλες τοπικές ακολουθίες.
   Ο κώδικας αυτός, όπως ο π. Καποδίστριας σημειώνει στην εισαγωγή του, είναι γραμμένος από τον ιερέα Διονύσιο Θεοδόση, «ευλαβείας χάριν», το 1845 και είναι αφιερωμένος στον ιστορικό ναό του Εσταυρωμένου. Μεταξύ των άλλων, εκτός από τους δημοσιευμένους από τον δεσπότη Δεληγιαννόπουλο, περιέχει και δύο παρακλητικούς κανόνες του Σταυρού, έργα ντόπιων υμνογράφων. Ο ένας είναι πόνημα του «Στυλιανού του Αιδεσιμωτάτου εν ιερεύσι Χαλκωματά του Ζακυνθίου» και ο άλλος ενός ανωνύμου «Ευλαβούς Ζακυνθίου».
   Η ποικιλία των παρακλητικών αυτών κανόνων, αλλά και η γραφή κάποιων από ντόπιους, δείχνει όχι μόνο την συχνή τους χρήση, αλλά και την ανάγκη πολυμορφίας, δείγμα της καλαισθησίας των ντόπιων ιερέων και απόδειξη για την αγάπη στο λειτούργημά τους. Είναι μια ακόμα μαρτυρία για την ιδιαιτερότητα του ντόπιου τυπικού και μια επιπλέον επιβεβαίωση για την τζαντιώτικη ιδιορρυθμία.
   Δεν ξέρουμε το πότε ακριβώς σταμάτησε η συνήθεια αυτή. Στηριζόμενοι, όμως, στην μαρτυρία του επισκόπου Δεληγιαννόπουλου, που στον πρόλογο της έκδοσής του σημειώνει πως ο ίδιος την πρόλαβε, ακολουθώντας τους ιερείς της Ζακύνθου, σαν ψάλτης και γνωρίζοντας πως ο ίδιος γεννήθηκε το 1916, πρέπει να την τοποθετήσουμε και αυτήν προσεισμικά.
   Σήμερα, βέβαια, που και αυτές οι παρακλήσεις του Δεκαπενταύγουστου στα σπίτια τείνουν να εκλείψουν είναι δύσκολο να σκεφτούμε την επαναφορά τους. Τις αναφέραμε όμως εδώ, όπως γράψαμε και παραπάνω, για να γίνουν γνωστές και να διασωθούν στην θύμηση. Ήταν δημιούργημα των εποχών, που οι εφημέριοι των ναών του νησιού μας, αναζητώντας εργασία, μια και δεν ήταν μόνιμοι, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν στις εκκλησίες τους ιδιαιτερότητες και έθιμα. Ήταν, επίσης, τότε, που δεν γραφόσουν ενορίτης στην εκκλησία της γειτονιάς σου, αλλά σε αυτήν που εσύ προτιμούσες.
   Οι καιροί αλλάζουν και τα πράγματα εξελίσσονται. Το σήμερα είναι πολύ πιθανόν καλύτερο. Ας γνωρίζουμε, όμως, και το παρελθόν μας. Είναι οι ρίζες μας και η ιστορία μας. Πάνω σ’ αυτό θα στηριχτούμε.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Η Σπηλούλα και το γραφικό πανηγύρι της

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Μια παλιά συνήθεια του νησιού μας, που πιστεύω πως είναι καθαρά ζακυνθινή, θέλει ή πιο σωστά συχνά απαιτεί, τα πανηγύρια των διαφόρων εκκλησιών και κυρίως αυτών της υπαίθρου, να γιορτάζονται με μετάθεση. Μ’ άλλα λόγια, στα περισσότερα χωριά οι ναοί τους, τις πιο πολλές φορές οι κεντρικοί, δεν πανηγυρίζουν την ημέρα της μνήμης των Αγίων ή των γεγονότων, στα οποία τιμώνται, αλλά μιαν άλλη Κυριακή, κατά κανόνα καλοκαιρινή, όπου ο καιρός το επιτρέπει και οι συνθήκες είναι κατάλληλες.
Κάποια από αυτά τα πανηγύρια γίνονταν και γίνονται, όπου η παράδοση τηρείται και η ιστορία συνεχίζεται, και τούτες τις μέρες, στις αρχές του Σεπτέμβρη. Αιτία γι’ αυτά ο γλυκός καιρός της χρονικής αυτής περιόδου, αλλά και ο «μαύρος χρυσός» του νησιού, η κάποτε περίφημη σταφίδα, η οποία αυτές τις μέρες έχει μαζευτεί και έχει δώσει έσοδα στους κατοίκους του νησιού, απαραίτητα εντελώς, μια και όπως λέει η παροιμία: «για να πας σε πανηγύρι, πρέπει η πούρσα σου να γείρει».
Βασισμένο σ’ αυτήν την ανάγκη ήταν και το πρώτο από αυτά τα πανηγύρια, του Οσίου Ιωσήφ στο Γαϊτάνι, όπου παλιότερα, όπως μου έχουν διηγηθεί κάτοικοι της περιοχής, το λείψανό του έμενε έντεκα μέρες «στη θύρα του», για να περνούν από την εκκλησία οι χωρικοί, σαν έμπαιναν «τη Χώρα» για να πουλήσουν το φρούτο, να προσκυνήσουν και να του αφήσουν την πορτάδα του.
Τελευταίο του κύκλου αυτών των παραδοσιακών πανηγυριών, που τονίζουν την ιδιορρυθμία μας και την ταυτότητά μας, είναι αυτό που γίνεται την επόμενη Κυριακή στη Σπηλούλα, στο χωριό Καλιπάδο και στην ουσία μ’ αυτό κλείνει ο κύκλος των Καλοκαιρινών γιορτών, όπως ακριβώς με το άλλο γραφικό πανηγύρι, του Αγίου Λύπιου, τελειώνει ο γιορτασμός του Ζακυνθινού Πάσχα.
Το μέρος που έχει κτιστεί η εκκλησία είναι μοναδικό και ακόμα πιο σπουδαία είναι η από εκεί θέα, όπου ο επισκέπτης βλέπει όλο σχεδόν το νησί και προπάντων τον πλούσιο και κατάφυτο κάμπο του.
Το όνομα της εκκλησίας, η οποία σημειωτέον είναι φαμιλιακή, διατηρώντας μια πανάρχαιη τοπική συνήθεια, προέρχεται από την εφέστια εικόνα, η οποία κατά την τοπική παράδοση βρέθηκε σε μια σπηλιά, λίγο πιο κάτω από τον κεντρικό ναό, η οποία έχει μετατραπεί σε παρεκκλήσιο. Πρόσφατα μάλιστα ο χώρος διαμορφώθηκε, με την φροντίδα των ευαίσθητων και δραστήριων ιδιοκτητών και η εκεί πρόσβαση είναι εύκολη, διευκολύνοντας τους πανηγυριστές και όχι μόνο, να πάνε δίχως κίνδυνο στον ιερό αυτό τόπο, να προσκυνήσουν στο σημείο της εύρεσης της εικόνας και ν’ ανάψουν το κεράκι τους.
Εκατοντάδες είναι οι πιστοί και κυρίως οι αντεταδόροι, οι οποίοι κάθε χρόνο ανηφορίζουν όχι πια με τα πόδια, όπως παλιά, αλλά με το αυτοκίνητό τους στο λαοφιλές εκκλησάκι, είτε στην πρωινή λειτουργία, είτε στην εσπερινή παράκληση και λιτανεία και μετά κάθονται στους γύρω διαμορφωμένους χώρους για ν’ απολαύσουν το ψητό και το κρασάκι τους, μαζί με την υπέροχη θέα και την φύση, που ετοιμάζεται να ξεπεράσει την ξεραΐλα του Καλοκαιριού και να ξαναρχίσει την αναζωογονητική της πορεία.
Με τις ευωδιές του Φθινόπωρου, μάλιστα, που είναι έντονες και μαγευτικές, ιδίως τα βράδια του, σμίγουν οι μυρωδιές του παστελιού και της φ(ρ)ιτούρας, διατηρώντας την παράδοση και συνδέοντάς μας με τις ρίζες μας, σε μια χρονική στιγμή, που η τουριστική περίοδος βαδίζει προς το τέλος της και το νησί μας γίνεται ξανά δικό μας, κάνοντάς μας να μετανοήσουμε για τις πολλές μας υποχωρήσεις και παρεκκλίσεις.
Σύμφωνα με πληροφορίες που άντλησε ο ακαταπόνητος Λεωνίδας Ζώης, τις ατελείωτες ώρες που διασωστικά πέρασε στο Αρκίβιο της προσεισμικής Ζακύνθου και μας τις χάρισε ο συνεχιστής του έργου του Ντίνος Κονόμος, δημοσιεύοντάς τες στο βιβλίο του «Εκκλησίες και Μοναστήρια στη Ζάκυνθο», την πρωταρχική εκκλησία έκτισε ο μοναχός Αθανάσιος του ποτέ Γκίνη από την Χιμάρα, «που με κόπους του, με το πελέκι, έσκαψε μέσα εις τον βράχο, εις τόπον λεγόμενον Σκουταρέα, σύνορον Καληπάδου ή Καλέντζη».
Από την ίδια ιστορική πηγή πληροφορούμεθα πως ο ρασοφόρος κτήτορας της εκκλησίας φρόντισε για την τύχη της, δύο φορές, όπου για λόγους ευσεβούς ανάγκης, θέλησε προσωρινά να την εγκαταλείψει.
Την πρώτη, θέλοντας να πάει στο Άγιο Όρος, άφησε το ναό του στον καλόγερο Μπούλτσο, όπως φαίνεται σε συμβόλαιο του Ιωάννη Σκουλογένη, με ημερομηνία 30 Νοεμβρίου 1671. Τη δεύτερη ο ευσεβής καλόγερος επιθύμησε να πάει στην όμαιμη Κέρκυρα, να προσκυνήσει το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα. Τότε παραχωρεί την εκκλησία του στην γειτονική της Αγίας Μαρίνας των Δραγωναίων, «επειδή εκεί είχε την μετάνοιάν του όταν ήρθε στη Ζάκυνθον», όπως ήταν γραμμένο σε συμβολαιογραφική πράξη του Ν. Νομικού.
Διαβάζοντας όλα αυτά σκεφτόμαστε από τι μας στέρησε η θεομηνία του Αυγούστου του 1953 και πόσο στιγμάτισε τη ζωή και την ιστορία μας.
Μα, σαν αντίσταση, κρατάμε τα έθιμα και τις ιδιαιτερότητές μας. Γι’ αυτό το πανηγύρι της Σπηλούλας πρέπει να διατηρηθεί και να συνεχιστεί. Ας το αγκαλιάσουμε όλοι.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

ADDRESS by His All-Holiness Ecumenical Patriarch BARTHOLOMEW: To the Central Committee of the World Council of Churches


(Orthodox Academy, Crete, September 3, 2012) 

Beloved friends in the Lord, 

We are sincerely delighted to be here with you as grateful benefciaries of the generous hospitality of the historical Church of Crete. It is through the “fair havens” (the Kaloi Loimenes) of this  apostolic island that St. Paul, the great “apostle to the gentiles,” sailed on his way to Rome on his 4th missionary journey, leaving behind Titus as its frst bishop ad his trusted colleague. 

We are also pleased that you are convening here at the beautiful Orthodox Academy of Crete, this precious gem of the Ecumenical Patriarchate that combines theoretical exploration and practical application. This institution has a long, proven record of integrating theological study and ecumenical witness. Your presence here during these days confrms this tradition. 

Moreover, we were deeply honored by the kind invitation to address you as distinguished members of the Central Committee of the World Council of Churches and spontaneously accepted to subsume this signifcant meeting under the auspices of the Ecumenical Patriarchate for the second time. The frst such blessed occasion was in Heraklion, Crete, almost 45 years ago. 

The commitment of the Ecumenical Patriarchate to the vision and mission of the World Council of Churches – from the early formative and creative years through even the more diffcult and contentious moments – has always been unwavering and paramount. Indeed, our own admiration and dedication to the service and ministry of the World Council of Churches is amply evident in our extensive participation in numerous executive roles and responsibilities over many decades. In more recent years, on the occasion of the 60th anniversary of the WCC, we addressed the Central Committee in Geneva in 2008; on these very grounds, we spoke to the plenary of the Faith and Order Commission in 2009; and we communicated a message via video to the International Ecumenical Peace Convocation held in Jamaica last year. 

Given all this, we would like to bring to your attention three concepts highlighted in the Apostle Paul’s Letter to Titus that pertain to the sub-themes of your forthcoming 10th General Assembly next year in Busan, South Korea, which comprises a humble prayer that the “God of Life [may] lead us to justice and peace.” 

Life is God's gift to humankind and to all creation. It is a gift that emerges from the Trinitarian love and God’s love for the world. The Father loves the Son, while the Holy Spirit strengthens this divine love among the three persons and toward the world. According to the Church Fathers, this gift of life is the result of  God’s mystery as Father and “Maker of all things, both visible and invisible.” Creation on the other hand has to live in the fullness of freedom and in pursuit of justice and peace. When humanity experiences such freedom and justice, then it realizes the prefguration of God’s Kingdom and the anticipation of the divine transfguration. 

Turning, then, to St. Paul’s Letter to Titus, we observe that the frst concept concerns St. Paul’s advice to “teach what befts sound doctrine.” (2.1) Life Together in Faith: Unity and Mission is the frst sub-theme of the General Assembly in Korea. This is a clear reminder of the foundation of our unity and mission as an ecumenical body. For we must at all times remember – always reminding ourselves and respectfully reminding others – that we constitute a fellowship of churches that confess the Lord Jesus Christ as God and Savior, ultimately seeking and under no circumstances neglecting our calling to visible unity in one faith “that the world may believe.” (John 17.21) We must be careful that, again in the inspired words of Paul to Titus, “in everything we may adorn the doctrine of God our Savior” (2.10) and that “the word of God is not discredited.” (2.5) 

The second concept relates to St. Paul’s recognition that “truth accords with godliness” (1.1), that authentic “peace comes from God” (1.4), and that “the grace of God has appeared for the salvation of the whole world.” (2.11) Life Together in Hope: For Justice, Peace and Reconciliation in the World is the second sub-theme of the upcoming General Assembly. “Godliness” implies doing the right thing by all people and by all of God’s creation; it involves honoring and upholding the rights of every person as well as of every living creature. Our doctrine and tradition should inform our life and spirituality; our creed should conform to our worship; or, to adopt the language of the programs of the World Council of Churches, our “faith” should complement our “order.” 

Finally, the third sub-theme of next year’s General Assembly is Life Together in Love: For a Common Future. There is a key term that appears in chapter 1, verse 8, of Paul’s Letter to Titus. The word is philoxenos, which signifes “hospitable.” The bishop – or, we could expand this to include every faithful Christian and, indeed, every “lover of goodness” (1.8) as “God’s steward” (1.7) – is called to be both gracious and generous, kind and accommodating. The expression philoxenos literally designates someone who loves strangers. It denotes someone who is not intolerant and exclusive of those who are different or appear foreign. It is the welcoming and embracing of the other – the every other, regardless of religion, race, ethnicity, color, creed and gender – in whom we are to envisage the unique and living image of God. It is the antithesis of racism and xenophobia. We must strive to overcome eastern and western divides of cults and cultures; we must struggle to heal northern and southern divides of peoples and countries. 

Dear friends, our prayers are with you as you prepare to organize an Assembly that will proclaim a new message and vision for the years ahead. We also pray for all those involved in these preparations – the members of the Central Committee, the Secretary General, the Assembly Planning Committee under the leadership of His Eminence Metropolitan Gennadios, and each member of the Committee and Staff, as well the Korean Host Committee – so that the WCC member Churches and the entire ecumenical family may experience a peaceful and festive Assembly. 

We are called to invoke and embrace God’s justice and peace. If we resist justice and peace, then we are instruments of evil in the world. In some ways, the theme of next year’s Assembly – “God of life, lead us to justice and peace” – is diametrically opposed to the petition in the Lord’s Prayer that God may “lead us not into temptation, but deliver us from evil.” 

Permit us to close with words from St. Paul’s Letter to Titus: “My beloved children in our common faith, may the grace and peace of God the Father and Christ Jesus our Savior … be with you all. Amen.” (Titus 1.4 and 3.15) 




π. Κων. Ν. Καλλιανός: Η ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ


Φθινόπωρο, μὲ τὶς καλοκαιρινὲς ἀχτίδες νὰ τοῦ συντροφεύουν ἀκόμα τὰ μεσημέρια, γιὰ νὰ γίνονται τ᾿ ἀπογεύματα φῶς ἰλαρὸ, νοσταλγικὸ, ἄλλων καιρῶν καὶ χρόνων, ποὺ κομίζει  στὴν ψυχὴ τὴ γοητεία τῆς ποίησης, ἡ ὁποία καὶ τὰ στεφανώνει. 
Αὐτὲς οἱ περιούσιες, λοιπόν, ὧρες εἶναι ποὺ ἀνακαλοῦν στὴ μνήμη ἕνα πλῆθος ἀπό πρόσωπα καὶ δραστηριότητες, μυρωδιὲς καὶ ἐδέσματα, ὅλα σχεδὸν λησμονημένα ἀπό τοὺς νεότερους. Γιατὶ αὐτὸς ὁ καιρός, καιρὸς τοῦ φθινοπώρου παράγει μέσα στὴν ψυχὴ φωτεινὲς μνῆμες ποὺ τὶς συντηρεῖ πάντα μὲ τὴ ναφθαλίνη τῆς γοητείας, τὴν ὁποία ἀποπνέουν ἐκεῖνες οἱ φευγαλέες στιγμὲς τοῦ χτές. Ἑνὸς χτὲς, ποὺ τὸ διακρατεῖ ἡ ψυχὴ μὲ εὐλάβεια, καθὼς μαζί του συνυπάρχουν πρόσωπα ἀγαπημένα καὶ καθαγιασμένα στὴ συνείδηση. Καὶ πάντα σ᾿ ἕναν χῶρο: ἐκεῖνον τοῦ ἁπλοῦ νησιώτικου χωριοῦ, ποὺ εὐωδίαζε αὐτὸν τὀν καιρὸ στυμμένο σταφύλι καὶ φρεσκοκομμένο ξύλο.  Ὡστόσο αὐτὸν τὸν καιρό, φθινοπώρου καιρό, μποροῦσες νὰ ὀσμισθεῖς κι ἄλλες εὐωδιές, γιατὶ καθὼς οἱ μῆνες παρέρχονταν καὶ οἱ μέρες, καθὼς δηλαδή  τὸν τρύγο τὸν ἀκολουθοῦσε τὸ μάζεμα τῆς ἐλιᾶς, τότε ὁ τόπος ἄλλαζε τὶς εὐωδιές καὶ μοσχοβολοῦσε φρέσκο λάδι, πορτοκάλι, καψαλισμένο ψωμί καὶ ψημμένο κυδώνι.
 Ὅμως, ἄς πάρουμε τὰ πράγματα ἀπό τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ ὑπογραμμισθεῖ μὲ εὐθεία,  ἀπαρέγκλιτη καὶ δίχως τὸ τρέμουλο στὸ χέρι καὶ στὴν ψυχή, ὅλη ἐκείνη ἡ Νοσταλγία ποὺ τὴ γεννοῦν οἱ κάθε εἴδους   μνῆμες καὶ  οἱ ζωντανὲς ἐμπειρίες.
Στὰ μέσα τοῦ Σεπτεμβρίου καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπό τὴ γιορτὴ τοῦ Σταυροῦ καὶ μετὰ, ἄρχιζαν οἱ διαδικασίες γιὰ τὸν τρύγο καὶ τὸ πάτημα τῶν σταφυλιῶν. Τότε λοιπόν συντονίζονταν ὅλα «τ᾿ ἀγγειά», δηλ. ὃλα τὰ χρειαζούμενα σκεύη γιὰ τὸν τρύγο, ποὺ  τὰ φρόντιζε ἡ κάθε οἰκογένεια μὲ θρησκευτικὴ εὐλάβεια, ἀφοῦ τότε, τὴν πρὸ τουριστική περίοδο, αὐτὲς οἱ συνήθειες ἦσαν κομμάτι ἀναπόσπαστο τῆς ζωῆς ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων.  
 Φορτωμένα ζῶα μέ προβιές ἤ κοφίνες φέρνανε τά σταφύλια ποὺ κόβανε οἱ ἐργάτες στ᾿ ἀμπέλια κι ὕστερα τἄριχναν στὰ μεγάλα πατητήρια, ὅπου ἕνα ἤ δυὸ ἄτομα τὰ πατοῦσαν καὶ τὰ ρίχνανε μαζί μὲ τὸ μοῦστο στὶς μεγάλες κάδες-καροῦτες παλιότερα. Καί σέ μαστέλες πατοῦσαν σταφύλια, διαλεχτά ὅμως, γιά νά κάνουν τίς «κουρκοῦτες», τίς μουσταλευριές δηλαδή.  ‘Νέβαινε λοιπόν ἀπό τά σπίτια μιά εὐωδιά, πού πραγματικά ἦταν χαρακτηριστική καὶ συνάμα πολύ ἑλκυστική. Εὐωδιά ξεχασμένη σήμερα, πού ὁ μοῦστος ἔρχεται ἕτοιμος, καθώς τά ντόπια τά σταφύλια σχεδὸν ἐξαφανίστηκαν.
Τὶς εὐωδιές τοῦ τρύγου τὶς ἀκολουθοῦσε τό πρῶτο φρέσκο λάδι,  πού ἔβγαινε ἀπό τὶς πρῶτες ἐλιές, «τό πρῶτο χέρι», δηλαδή τό μάζεμα τῶν πεσμένων πρώτων ἐλαιῶν, γιατί τότε τίποτε δὲν πήγαινε χαμένο. Ἔτσι, μὲ τὰ πρῶτα κυκλάμινα πού στόλιζαν τούς «θαμνεμένους» ἐλαιῶνες, ἄρχιζε ἡ συγκομιδή καί τό εἰσοδικό στό σπίτι τοῦ νέου λαδιοῦ «νιό λάδ᾿ παλιό κρασί», ἡ παροιμία...
Ἀπό τό ρέμα λοιπόν, ὅπου βρίσκονταν οἱ παλιές καλίαγριες,  ἀνέβαινε ἡ εὐωδιά τοῦ νέου λαδιοῦ, πού τή συνόδευαν πάντα κάποιες ἄλλες εὐωδιές, ὅπως τοῦ καψαλισμένου ψωμιοῦ, γιά νά γίνει ἡ περίφημη «ζοῦπα», τοῦ ψημένου κυδωνιοῦ καὶ τῶν βρασμένων χόρτων, πού μόλις εἶχε βγάλει ἡ γῆς, γιά νά φαγωθοῦν μαζί μέ τό νιό τό λάδι καὶ τίς φρεσκοτηγανισμένες ζαργάνες. Καί συνοδευτικό αὐτῶν τῶν ἐδεσμάτων ὁ «λάγκερος», τό πρῶτο κρασί, πού τό ἀνοίγανε πρίν ἀπό τό καλό, πού σιγόβραζε...
 Τά χρόνια πού πέρασαν ἄφησαν πολύ στάχτη, ὥστε νά χαθοῦν τά παραπάνω. Μόνο λιγοστοί ἀπομένουν νά εἶναι συντονισμένοι μέ τή γραμμή τῆς Νοσταλγίας, μέχρι νά ἐξαφανισθοῦν κι αὐτοί. 


ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ: 
* Θάμνεμα είναι η κοπή των θάμνων καί των χόρτων, ώστε το χωράφι να είναι καθαρό.

* Λάγκερος είναι το πρώτο κρασί πού γίνεται, αφού προστεθεί νερό στα "στέφλα", τά πατημένα σταφύλια, παραμείνει δυο-τρεις μέρες, κι ύστερ᾿ αντληθεί, τοποθετηθεί σέ νταμιτζάνες, βράσει και μετά από 20-25 μέρες είναι έτοιμο για κατανάλωση. Φυσικα δέν έχει τούς ίδιους τους βαθμούς αλκοόλης, όπως το καλό το κρασί.
Related Posts with Thumbnails