© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2012

«… επί τας κεφαλάς των αχαρίστων»

Γράφει ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΦΛΕΜΟΤΟΜΟΣ


Ο φίλος Γιάννης Δεμέτης, σε προηγούμενο φύλλο των φιλόξενων σελίδων της Ημέρας τση Ζάκυθος μας θύμισε δύο ιστορικές πινακίδες, οι οποίες είχαν σχέση με τον τόπο που γεννήθηκε και πέρασε στην αιωνιότητα, αντίστοιχα, ο προστάτης του νησιού μας, ο λαοφιλής Άγιος Διονύσιος.
Πράγματι τις θυμάμαι και μετασεισμικά –την παλιά Ζάκυνθο δεν την πρόλαβα– να υπάρχουν και να ξυπνούν μνήμες, την μια στην γειτονιά μου –μεγάλωσα Φωσκόλου και Στεφάνου γωνία– και την άλλη στην Αγία Τριάδα, όταν συχνά και κυρίως τ’ απογεύματα της Κυριακής πήγαινα στον κινηματογράφο “Lux” για τις δύο ταινίες και την ευωδία του τζαντζαμινιού και του αιγοκλήματος.
Κάποτε χάθηκαν κι αυτές, όπως πολλά άλλα, τα οποία έδειχναν την ιδιαιτερότητά μας και τόνιζαν την αξία και την σημασία του επτανησιακού μας πολιτισμού και της ζακυνθινής μας ταυτότητας. Ήταν περίπου η εποχή που αρχίσαμε να κόβουμε και βασιλόπιτα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, να ψήνουμε αρνί το Πάσχα και το χειρότερο ν’ ασεβούμε, λέγοντας το τζαντζαμίνι, γιασεμί.
Δεν ξέρω, μάλιστα, αν είναι της μνήμης μου αποτέλεσμα ή δημιουργία των διηγήσεων των παλιότερων, αλλά θυμάμαι, κάπου εκεί στη «Φωσκόλου» να σταματά η λιτανεία του χειμώνα και να τοποθετείται η λάρνακα με το σκήνωμα του Αγίου μας πάνω σ’ ένα βάθρο, που το είχαν στήσει νωρίτερα οι υπάλληλοι του Δήμου, για να γίνει δέηση, κοντά στο πατρικό του σπίτι και να δικαιολογηθεί έτσι η χαρακτηριστική επίκληση από τους συμπατριώτες του: «Άγιε μου Σιγούρο!»
Σε κάποιο άλλο φύλλο της εφημερίδας, λίγες μέρες αργότερα, επανήλθε στο καυτό θέμα η γνωστή ζωγράφος και πάντα δραστήρια πολίτης, Μαρία Ρουσέα, η οποία μας θύμισε πως το δωμάτιο όπου ο Άγιός μας άφησε την τελευταία του πνοή, είχε γίνει παρεκκλήσιο και πως ο πατέρας της, ο αεικίνητος για όσους τον είχαν γνωρίσει, Χρήστος Ρουσέας, το είχε αγιογραφήσει με το ταλέντο του και την τζαντιώτικη ευαισθησία του, με σκηνές από την ζωή και τα θαύματα του Ιεράρχη.
Βέβαια, δίχως την θέλησή μας, επενέβη ο σεισμός και η φωτιά του Αυγούστου του 1953 και «ήρθαν τα πάνω κάτω», αποκόβοντάς μας από την ιστορία μας και απομακρύνοντάς μας από τον πολιτισμό μας, που ούτε οι κεντρικοί αρμόδιοι, ούτε η νεώτερη τηλεόραση φαίνεται να γνωρίζουν και να σέβονται. Έτσι στερηθήκαμε από τις ρίζες μας και βρεθήκαμε, «ανεπαισθήτως», όπως θα έλεγε συνοπτικά και ο μεγάλος Καβάφης, σχεδόν σε ξένα χωρικά ύδατα.
Τίποτα, όμως, δεν είναι ακατόρθωτο. Η πιο σωστή λύση, βέβαια, να χτιστεί η Ζάκυνθος όπως ήταν ή έστω να σωθούν μερικά καίρια σημεία της, για να θυμίζουν και να συνδέουν, πήγε χαμένη και μια ιστορία πέρασε, έτσι, στην αισθητική του βλάχου, που πρόφερε βαρύ το «σ» και μας κυβέρνησε, προσπαθώντας να εξαφανίσει τις ζεστές πέτρες και να γεμίσει την Ελλάδα άψυχο μπετόν.
Μα, όπως σοφά λέει και ο λαός, «ποτέ δεν είναι αργά», αρκεί όλοι μας και προπάντων αυτοί που μας κυβερνάνε, να δημιουργούν διασωστικά και να μην αντιγράφουν ισοπεδωτικά.
Η Ζάκυνθος με την ιστορία των πεντακοσίων και βάλε χρόνων χάθηκε οριστικά εκείνο το σημαδιακό Καλοκαίρι του ’53, αλλά η μνήμη μπορεί να συντηρηθεί. Οι πινακίδες, που θυμίζουν τον τόπο της γέννησης και της θανής του Αγίου μας πρέπει να επανατοποθετηθούν, αλλά συγχρόνως και σε άλλα σημεία της πόλης πρέπει να τοποθετηθούν παρόμοιες, οι οποίες θα γνωρίζουν και θα θυμίζουν γεγονότα, σημαντικά κτίρια και εξέχουσες προσωπικότητες. Επίσης, όπως έχουμε ξαναγράψει, οι παλιές ονομασίες –Πλατεία Ρούγα, Πλατύφορος, Γιοφύρι, Τσαρουχαρέικα, Άι-Γιαννιού το Καντούνι κ. ά.– πρέπει να επανέλθουν και επίσημα, για να μην ρωτούν τα παιδιά μας πού είναι τ’ αυτονόητα κι αυτά που εμείς με την παρουσία τους μεγαλώσαμε.
Δεν λέω, καλό είναι το Ναυάγιο, αλλά μην χάσουμε ένα Σολωμό, ένα Κάλβο κι ένα Φώσκολο –για να σταθώ στους αναμφίβολα μεγάλους και τα πρώτα ονόματα– για ένα … τσιγαράδικο!
Η προσπάθεια του αειθαλούς Νίκου Λαλώτη και όλων των άλλων αξιόλογων μελών του Σωματείου που ίδρυσε, για την αποκατάσταση του σπιτιού του Φώσκολου στην αρχική του μορφή είναι ένα αξιοζήλευτο παράδειγμα. Ελπίζουμε να καρποφορήσει και σύντομα να δούμε το κτίριο που άνδρωσε τον ποιητή των «Τάφων» να υψώνεται στην ομώνυμη, όπως αρμόζει, οδό και να αντικρούει την κακοδαιμονία μας.
Το ίδιο πρέπει να συμβεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Το σχολειό του Μαρτελάου, ο τόπος που κάηκε το Libro d’ Oro, η γειτονιά του Ρεμπελιού των Ποπολάρων, οι τόποι θυσίας των συμπατριωτών μας, παλιότερα και νεότερα, δεν μπορεί να ξεχαστούν και να περάσουν στην λησμοσύνη.
«Εχθαίρουσιν οι Αθάνατοι / την ψυχήν, και βροντάουσιν / επί τας κεφαλάς / των αχαρίστων», όπως έγραψε κι ο «Πρωτόκλητος και Πρωτοψάλτης Κάλβος».
Ας ακολουθήσουμε την συμβουλή του.
Έχουμε ανάγκη την ιστορία μας. Χρειαζόμαστε τις ρίζες μας. Διαφορετικά, θα γίνουμε καμένα δάση.

[Εικαστικό σχόλιο: Το κόκκινο ποδήλατο, Κατερίνα Μαρούδα]
Related Posts with Thumbnails