«Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται»
ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ
ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ
Οχτώ χρόνια ύστερ’ από την πρώτη –μα διόλου πρωτόλεια- συνθετική και έντονα χρωματική του κόσμου του «Δήθεν υαλογραφία» (Περίπλους, Αθήνα 1989), με ώριμα «κομμάτια» επίμονης ενδοσκαφής και αποκαλυπτικά της υπαρξιακής και υπερβατικής στάσης και τάσης του «σημάδια», και τρία χρόνια μετά τα λυρικά, βαθύχροα, κ’ επιγραμματικά «Φωτοειδή Νερά» του (Υλήεσσα, Ζάκυνθος 1992), ο ποιητής, δοκιμιογράφος, μελετητής και θεολόγος Παναγιώτης Καποδίστριας, εκλεκτός του Κλήρου λειτουργός κ’ εγκάτοικος πιστός του γενέθλιου χώρου του και της ιδανικής και ηδονικής (κι όχι λιγότερο μαρτυρικής) του Λ ό γ ο υ «χώρας», φτάνει καλότυχα κοντά μας με την καλοτυπωμένη συλλογή του «Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει» (Αίολος, Αθήνα 1995, μ’ εκφραστική προμετωπίδα της ζωγράφου Μαρίας Ρουσέα). Μ’ αυτήν, συνδυάζοντας στοιχεία από τις δύο προηγούμενες με νέα υλικά μαστορικά πλασμένα, μας δωρίζει μια συνθετότερη και ωριμότερη γραφή, με ουσία ποιητική από βάθη κ α ι νου κ α ι ψυχής συναγμένη, με λέξεις-εικόνες αυθεντικές και ανθεκτικές από μεταλλεία και «αμμουδιές» της γλώσσας μας εξαίρετα τεχνουργημένες.
Με τέσσερις ποιητικές ενότητες και ένα επιλογικό του (του τίτλου) ποίημα (Δυο Σάββατα ελληνοπρεπή και μια σελήνη εταίρα, Νήψη, Απόψε η κάψα, Εαρινά ελάχιστα, Ο Σπηλαιοκτήτης), που ακολουθούν-σε ισόρροπη μορφική και νοηματική, λίγο-πολύ, αλληλουχία-μια τετράστιχη ομοιοκατάληκτη «Απολογία στον άνεμο» (εν είδει συνοπτικής προοιμιακής εξαγγελίας ή ατομικής ποιητικής αυτοσύστασης), ο Παν. Καποδίστριας συγκροτεί ή συμπληρώνει τον προσωπικό του κόσμο και μύθο, ιχνηλατώντας με προσοχή, ικανότητα, τόλμη και δύναμη περισσή κάθε σχεδόν πτυχή, «γραμμή» και «στιγμή» του ορατού και αόρατου «χώρου» του (του εδώ πολλαπλά προσδιοριζόμενου), εκείνου που τον φέρει μέσα του ως «κτίσμα» μιας γέννας ψυχοσωματικής, μα και εκείνου που εκτείνεται περ’ από τα όρια της σαρκικής «περιοχής» του, εκεί που πια τον λόγο έχει μια «σύλληψη» ονειρική, ανερμήνευτη και θεία.
Έτσι, μιλώντας αψεγάδιαστα διαχρονικά και «πάμφωνα» ελληνικά, μ’ αναγνωρίσιμα ελκυστικά ελυτικής λαλιάς αποτυπώματα και συνοδευτικούς τους τόνους και τους όρους των εκκλησιαστικών αναγνωσμάτων του, σε μια κρυφή και γόνιμη συνομιλία με «σ(χ)ήματα» άπεφθης Τέχνης και Ζωής ερωτικά, πλάθοντας αφομοιωτικά και δημιουργικά τάσαν από γύρη λεπτών φωνημάτων-φανερά ή μυστικά «δανείσματα» με τα πολύσπορα γεννήματά του, ξεκινάει αυτόν τον υπαρξιακής, μεταφυσικής και για τούτο ουσιαστικής θεώρησης, αναγνώρισης και, «άσκησης» του κόσμου του γύρο (ή κύκλο), κλείνοντας από τον πρώτο έως τον ύστερο στίχο του (από την «αφή» της γέννησης και ως τη «θέαση»του μέλλοντος να έρθει Τέλους) όλα τα ευφωνικά μιλήματα μιας ευαισθησίας παρα-μυθιακής, μιας αυτογνωσίας παρα-δειγματικής, μιας «εικονογραφίας» παρα-σημαντικής.
Ξεκινάει και παραμένει σταθερά ενδοσκοπικός και ενδοκοσμικός, ένας από «φύσει και θέσει» ποιητής-στοχαστής «αθώα μιλημένος για τα πράγματα ολόκληρα», στοχεύοντας στο πέρασμα στην άλλη διάσταση της Γ ν ώ σ η ς, σε «διάρκεια αστρική», σε μια ποθητή -μέσω του Λόγου αθανατίζουσα- «του γλαυκού θανάτου ενσάρκωση».
Μεταϋπερρεαλιστικής καταγωγής, ελλειπτικής υφής και χρήσης πολυσύνθετης, υπαινικτικής ή ερμητικής, του νοητικού, λεκτικού και συντακτικού του υλικού και τρόπου, διασταυρώνοντας δρόμους ποιητικής γραφής δοκιμασμένους κ’ ελεγχόμενους, νεότερους ή παλαιότερους μα και προσωπικής «κατασκευής» (ή ανάλογης κατεύθυνσης), αφήνοντας κατά μέρος τις αμφίβολες νεοτερικές «συνταγές», τους όποιους πειραματισμούς ή τις λογοπαικτικές (του πρόσκαιρου εντυπωσιασμού) επινοήσεις, ο π. Παν. Καποδίστριας σμιλεύει κάθε στιχουργικό του ολοκλήρωμα με «νηφάλιες» φωνές και «κινήματα ψυχής» κρυπτικής συχνά ή δυσδιάκριτης χροιάς και «ταυτότητας», ωθώντας ή προ(σ)καλώντας πιο πολύ τον υποψιασμένο και αποφασισμένο αναγνώστη-θεατή των ποιητικών του απεικονίσεων να διεισδύει και ν΄ αποκρυπτογραφήσει την αθέατη-μα όχι σκοτεινή-πλευρά του συμπαντικού μικρόκοσμου του, αν θέλει και να μπορεί να υποστεί, βέβαια, τη δοκιμασία της ά λ λ η ς (της δύσκολης) προσέγγισης και κατάκτησής του, για ν’ αντλήσει σαν κέρδος μοναδικό ό,τι με κάλλος λύτρωσης απορρέει από τέτοια της κορφής ή του βάθους ανέκφραστα θαύματα.
Μνήμες, βιώματα, στοχασμοί, μεταφυσικές αγωνίες ή αναζητήσεις, σκέψεις, αισθήματα, διαπιστώσεις, προβληματισμοί, ερεθίσματα άγρυπνης σάρκας και ψυχής, κεντρίσματα ηδονής και οδύνης από τόπους και πρόσωπα του οικείου ή του ευρύτερου περιβάλλοντός του, από τις στιγμές ή τις δονήσεις ορισμένων άμεσων επαφών και επισκέψεων (με το κάτω από την επιδερμίδα, κυρίως, σώμα), όλα δια-μοιρασμένα ή συλ-λεγμένα μεθοδικά από το έμπειρο και έμπυρο χέρι του όλο «καύμα» Πνοής ποιητή, σ’ αυτήν την αυτο-βασανιστική μα και σωτήρια πορεία του από το ατομικό στο γενικότερο, από το απλό στο πιο σύνθετο, από το ελάχιστο στο μέγιστο, από το καλό προς το Άριστο, από την Αρχή προς το Τέλος. Έτσι, λοιπόν, κάπου πικρά σού «αυξαίνει ένας ολολυγμός, σαν από περιπλάνηση», κάπου σε παρηγορεί η «θωπεία του σαββάτου» ή μια «λανθάνουσα ριπή φωτός ανάμεσα στο μπλε / και στο μη μαύρο», κάπου αφήνεις αξεδίψαστος το «φρέαρ των οδυρμών» και ξεδιψάς εκεί όπου «Η πυροστιά έχει το σχήμα και τη λύπη της αγάπης», ενώ αλλού σκύβεις και παίρνεις άξια και διάφανα «ρινίσματα ουρανού», για να σπείρεις ικετευτικά -καί με δέος– μπρος απ’ την πύλη του Κενού, στοχαστικά ψιθυρίζοντας:
«Σκύψε Θε μου και θαύμασε:
φυτρώνουμε αναπάντεχα κι άλλοι μπροστά κι άλλου πίσω,
συχνά σιωπώντας την οδύνη του μυαλού μας
ή την εντάφια βλάστηση».
Με τούτα (κι όχι μόνο) τα άσπρα και άπειρα της «φύτρας» μας «πενθήματα», με την αλήθεια των παθών και της ανά(σ)τασης στα χείλη της Ανάγκης, με την άσφαλτη γνώση πως «η σαλότης αυτή διέξοδος είναι μόνη των απελπισμένων, των εσωτερικών ανθρώπων» και με τις όποιες πληγές ορίζεται ν’ αγγίζει ή ν’ ανοίγει μέσα του (θεραπεύοντας άλλες) ο ποιητής στην «υπερ-όρια» διαδρομή και θητεία του (δεμένος πάντα με τον κόσμο του), ο π. Παν. Καποδίστριας θα πυροδοτήσει τη νύχτια «κάψα» του π.χ. εκεί, στην ιστορική Μονή Μαχαιρά, σ’ ένα σαν Αποκάλυψης νέας «Τοπίο λίγο ιώδες με αέρια οράματα», όπου άγρια ηχούν «στο έμπα της Λυθράγκωμης φρυάγματα ήλιου». Ή ακόμα εκεί, όπου με κάθυγρης στάχτης φωτοκύτταρα συν-αρμονίζει δοξολογικά τη λυγμική (και γι’ άλλους δηκτική) ελεγεία «του φίλου που σκορπίστηκε» (του συμπατριώτη συνθέτη Δημήτρη Λάγιου, 1949-1991), ερμηνεύοντας ότι «Καλός οιωνός το κλάμα / το χάραγμα του απείρου βαθιά στη σάρκα σου» με αποκρουστική ή μισητή «την αποψινή των αισθήσεων κατάνυξη». Και ακόμα εκεί, όπου λεξίγλυφο στη σελίδα του φωτίζει «Επιτάφιο για τον Γιάννη Ρίτσο», σε μια μυστήρια υπερλογική επαφή με το «Ανέγγιχτο» και στην μ’ επίγνωση αντιθετική -βιβλικής αρχής- αποτροπή του:
«Τώρα που αυξαίνεις και μικραίνω
μη στρέψεις Ποιητή
Στήλες αλάτινες θα μείνουμε».
Μέσα σ’ ένα σκιόφωτο, υποβλητικό και σχεδόν μυσταγωγικό «κλίμα» κατάφασης ή καταξίωσης του ανθρώπινα αληθινού (ή του αληθινά ανθρώπινου) και απομυθοποίησης του πλασματικού, ο ποιητής μάς οδηγεί εκεί όπου «βλέπεις / τα κονίσματα σφαγμένα όλα στο σημείο λατρείας», εκεί όπου γίνεται αλάθητος αναγνώστης και διανομέας ψυχής, με τα ερωτηματικά στο «κέντρο» σου ατέλειωτα και αναπάντητα, εκεί όπου κ’ εσύ μ’ άλλη ανάσα μεταβάλλεσαι σε «κατ’ εικόνα» πλάση του Ωραίου και Αγαθού, αφού
«Έλαβες χώμα
και το 'καμες μικρές τούφες αγάπης
παραμυθία του ποιήματος
αίσθηση του συρμού».
Είναι αυτές οι θαυμαστικές και θαυματουργικές «απολεπίσεις της εικόνας», όταν πέφτοντας (λέξη με λέξη) ένα-ένα τα στολίδια, της πλάνης τα ψιμύθια ή της Λύπης τα χρώματα, αφήνουν να φανεί ολόγυμνη της Στιγμής η αλήθεια, το μεγαλείο του ταπεινού, η χάρη της απλότητας, η δύναμη του ελάχιστου,
«οπότε πια καταλαβαίνεις
πόση έχει σημασία ο ίσκιος της μολόχας
πόση εγκαρτέρηση το στρατόνι των μυρμηγκιών
ή
το πράσινο της υγρασίας στα βορινά πεζούλια».
Κ’ εδώ, στο πάναγνο και ιερό του κόσμου του και του ανθρώπου «απολεπισμένο» γ υ μ ν ό, εδώ που «είναι το στιγμιαίο ετούτο αιχμαλωσία του όλου», ο ποιητής -και μαζί του όποιος τολμά και αντέχει ν’ απαλλαγεί ή να γυμνωθεί από τα μέσα και τα έξω σωρεύματα του ψεύδους και της α γ ν ω σ ί α ς- μπορεί να ευσταθήσει σαν ένας απολιτικός μοναχικός επαναστάτης διακηρύσσοντας προκλητικά και περήφανα:
«Κι όσο το στιγμιαίο ετούτο διαρκεί
θεσμοθετώ την αναρχία των αριθμών και των ονείρων
που καμιά στο εξής δημοκρατία δεν δύναται
να μου την αποτρέψει».
Όσο κι αν καιροφυλακτεί συχνά ο κίνδυνος για πολλούς ποιητές να παρεισφρήσει στο λόγο τους ή πεζολογία, η μεγαλοστομία, η κοινοτοπία και η σαν εξομολόγηση (ή κατάθεση) αντιποιητική έκφραση ιδεών, απόψεων, θέσεων, μηνυμάτων κ.λ.π., χωρίς γοητευτική μετάπλαση της λέξης ή της φράσης, της έμπνευσης ή του αισθήματος σε εικόνα και πρό-ταση ποιητική (με χρήση σωστή της μεταφοράς ή με σύνθεση αντιθετικών και πρωτοτύπων νοηματικών και λεκτικών στοιχείων), ο π. Παν. Καποδίστριας, κάτοχος απ’ την αρχή των μυστικών της τέχνης του, θηρευτής βασανιστικός του ουσιαστικού και του τέλειου, καταθέτης γενναιόδωρος των ακριβών θησαυρισμάτων του (όντας νέος ακόμα) και με πηγαίο και ποικίλο ποιητικό υλικό (παραμένοντας, συνειδητά, ολιγογράφος και αυστηρός με την γραφή του- και γι’ αυτό πολλαπλά κερδισμένος), αποφεύγει τις παγίδες και διατηρεί πάντα παρούσα και ελεητική την Ποίηση (σύμφωνα με τις επιλογές του) και ολοκληρώνει ετούτο το σημαντικό και γερά δομημένο έ ρ γ ο του, με την ίδια επιτυχημένη και αδιάσπαστη ενότητα ύφους, μορφής και περιεχομένου (με κάποια «κομμάτια» σαφώς να ξεχωρίζουν), με την απουσία κάθε περιττού ή αντιποιητικού στοιχείου, με πλούτο λεξιλογικό ευφρόσυνο, έντεχνα επιλεγμένο και πλεγμένο, με περισσή πυκνότητα λόγου αποσταγμένου (που καθιστά συχνά όχι εύκολη, για τον αμύητο, την πρόσβαση στη νοητική του επικράτεια» ή την ολική απόλαυσή του), με μετάδοση γνήσιας αισθητικής συγκίνησης από την πολυεπίπεδη και πρισματική χρήση και σύνθεση γλώσσας και εικόνας.
Η ευρηματικότητα και η δεξιοτεχνία του ποιητή διαπιστώνονται, επίσης, και στα εικοσιπέντε (25) τρίστιχά του («χάι-κου») που απαρτίζουν, σαν κομψά και θαυμαστά μικροτεχνήματα (μ’ αντίστροφο της έκτασής τους βάρος), την τελευταία ενότητα της συλλογής του («Εαρινά ελάχιστα»), με χαρακτηριστικότερα τ’ αφιερωμένα στον μοναχικό «ωδοποιό» Ανδρέα Κάλβο (1792-1869), με του οποίου την ανεικόνιστη μορφή και το επικολυρικό έργο ο Παν. Καποδίστριας είχε και άλλοτε ασχοληθεί (στο μεστό δοκίμιό του «Οφειλόμενα στο νυκτερινό μαθητή του Ομήρου Ανδρέα Κάλβο» (1992) και στη συλλογή του «Φωτοειδή νερά» (1992), πάλι με τρίστιχα-«χάι-κου» και με τον τίτλο «Οκτώ εκδοχές για τον Ανδρέα Κάλβο»). Σ’ αυτόν του χώρου μας «υψιπετή» ομότεχνο προσέρχεται, τολμηρά κ’ ευλαβικά, προσκυνητής «κυκλοδίωκτος» και ο ίδιος, για να κωδικοποιήσει της δικής του ψυχής τα κρυπτογραφήματα:
«Έξω απ’ τον ύπνο
ριγμένα τα σύνορα.
Έλα να βγούμε.
Σφήκες ανάσες
στις φωλιές του προσώπου
οι Δαναΐδες.
Το ποίημα ιδές:
Για τα φρονήματά του
σώμα στην πυρά.
Το θαύμα τρέχει
στις ορμές των δακρύων
αποβρεχάρης.»
Έτσι, τώρα, με τις «οφειλές» του αυτές προς τους χώρους, τις «Σκιές» και τα σώματα που του μίλησαν και τους μίλησε μυστικόπαθα και αναγεννητικά, με την ευεργετική συνέχιση, εδώ, της δύσβατης πορείας του και της εσώτερης ανάβασης στο Δάκρυ που του αναλογεί (χωρίς να τελειώνει), με την επίπονη μα και ωραία ενασχόλησή του μ’ ακριβές «υπόθεσες ψυχικές» (κατά τη σολωμική ρήση) και με θέματα υπαρξιακού και μεταφυσικού προσανατολισμού και χαρακτήρα, ο ποιητής Παν. Καποδίστριας, ικανός «συνωδός» και «συνοδίτης» του Σολωμού, του Κάλβου, του Ελύτη…, ο ρ ι ο θ ε τ ε ί, με το μελάνι-αίμα του σαν από Ήβης σωθικά, τον σαρκωμένο και άσαρκο κόσμο του, χαρτογραφεί με στίγματα-φωνήεντα το ασύνορο «είναι» του (υπερβαίνοντάς το), μες στη (με τη) Σιωπή του σημαδεύεται σε μία αίσιας έκβασης «απόπειρα για εικονισμό και μάχη ακροστιχίδων», ενώ χαράζει μ’ «εαρινά» δωρήματα ψυχο-γραφής τις ατραπούς της λύτρωσής του, τα σκοτεινά τού (κάθε) άδυτου με συλλαβές Ζωής «φωτορραγώντας». Έτσι, ακόμα, ατενίζει και μελετά με διάθεση και σκέψη φιλοσοφική το προκαθορισμένο τ έ λ ο ς, προσωποποιεί και προσωπογραφεί το «πνεύμα» του ερχόμενου Αγνώστου, σε μια συμβολική-σιβυλλική (μα όχι παρα-λογική ή εξωπραγματική) «σπηλαιογράφηση», πλατωνικής και χριστιανικής αρχής και διάστασης, ορίζοντας για το ευλογημένο από τη «Μοίρα» και την Ποίηση «επτάστιχο»-εφτάψυχο κορμί (ως φορέα ομορφιάς και δημιουργίας), ό,τι γιορτινό, φωτεινό και ανώτερο δίκαια και δικαιωματικά τού αρμόζει ή τού πρέπει- στη διάρκεια της μεγάλης προσμονής ή για την άφευκτη στιγμή της τελικής συνάντησής τους, τότε που καταλήγοντας αυτογνωστικά και εξομολογητικά εντέλλεται:
«ότι για να πατάξουμε που ελέγαμε την τάξη
μέτρα μου ένα ένα ως το πλαϊνό σου αέτωμα
κι άσε μετά το σώμα σου
το ηλιομανές
το επτάστιχο
το από πάντα ελεημένο
να πάρει όσα του πρέπουνε
έτσι που να μην τόβρει ο ύπνος αγεωγράφητο
όταν
ο Σπηλαιοκτήτης έρθει».
Αναμφίβολα τούτο το ποιητικό βιβλίο του προικισμένου και σεμνού Παναγιώτη Καποδίστρια συγκροτεί μια καλότυχη «στιγμή» της νεότερης ζακυνθινής (και όχι μόνο) ποίησης και προοιωνίζεται μια, ακόμα πιο επιτυχημένη, συνέχεια προς την ολοκλήρωση της προσωπικής του εκφραστικής δημιουργίας.
Με τέσσερις ποιητικές ενότητες και ένα επιλογικό του (του τίτλου) ποίημα (Δυο Σάββατα ελληνοπρεπή και μια σελήνη εταίρα, Νήψη, Απόψε η κάψα, Εαρινά ελάχιστα, Ο Σπηλαιοκτήτης), που ακολουθούν-σε ισόρροπη μορφική και νοηματική, λίγο-πολύ, αλληλουχία-μια τετράστιχη ομοιοκατάληκτη «Απολογία στον άνεμο» (εν είδει συνοπτικής προοιμιακής εξαγγελίας ή ατομικής ποιητικής αυτοσύστασης), ο Παν. Καποδίστριας συγκροτεί ή συμπληρώνει τον προσωπικό του κόσμο και μύθο, ιχνηλατώντας με προσοχή, ικανότητα, τόλμη και δύναμη περισσή κάθε σχεδόν πτυχή, «γραμμή» και «στιγμή» του ορατού και αόρατου «χώρου» του (του εδώ πολλαπλά προσδιοριζόμενου), εκείνου που τον φέρει μέσα του ως «κτίσμα» μιας γέννας ψυχοσωματικής, μα και εκείνου που εκτείνεται περ’ από τα όρια της σαρκικής «περιοχής» του, εκεί που πια τον λόγο έχει μια «σύλληψη» ονειρική, ανερμήνευτη και θεία.
Έτσι, μιλώντας αψεγάδιαστα διαχρονικά και «πάμφωνα» ελληνικά, μ’ αναγνωρίσιμα ελκυστικά ελυτικής λαλιάς αποτυπώματα και συνοδευτικούς τους τόνους και τους όρους των εκκλησιαστικών αναγνωσμάτων του, σε μια κρυφή και γόνιμη συνομιλία με «σ(χ)ήματα» άπεφθης Τέχνης και Ζωής ερωτικά, πλάθοντας αφομοιωτικά και δημιουργικά τάσαν από γύρη λεπτών φωνημάτων-φανερά ή μυστικά «δανείσματα» με τα πολύσπορα γεννήματά του, ξεκινάει αυτόν τον υπαρξιακής, μεταφυσικής και για τούτο ουσιαστικής θεώρησης, αναγνώρισης και, «άσκησης» του κόσμου του γύρο (ή κύκλο), κλείνοντας από τον πρώτο έως τον ύστερο στίχο του (από την «αφή» της γέννησης και ως τη «θέαση»του μέλλοντος να έρθει Τέλους) όλα τα ευφωνικά μιλήματα μιας ευαισθησίας παρα-μυθιακής, μιας αυτογνωσίας παρα-δειγματικής, μιας «εικονογραφίας» παρα-σημαντικής.
Ξεκινάει και παραμένει σταθερά ενδοσκοπικός και ενδοκοσμικός, ένας από «φύσει και θέσει» ποιητής-στοχαστής «αθώα μιλημένος για τα πράγματα ολόκληρα», στοχεύοντας στο πέρασμα στην άλλη διάσταση της Γ ν ώ σ η ς, σε «διάρκεια αστρική», σε μια ποθητή -μέσω του Λόγου αθανατίζουσα- «του γλαυκού θανάτου ενσάρκωση».
Μεταϋπερρεαλιστικής καταγωγής, ελλειπτικής υφής και χρήσης πολυσύνθετης, υπαινικτικής ή ερμητικής, του νοητικού, λεκτικού και συντακτικού του υλικού και τρόπου, διασταυρώνοντας δρόμους ποιητικής γραφής δοκιμασμένους κ’ ελεγχόμενους, νεότερους ή παλαιότερους μα και προσωπικής «κατασκευής» (ή ανάλογης κατεύθυνσης), αφήνοντας κατά μέρος τις αμφίβολες νεοτερικές «συνταγές», τους όποιους πειραματισμούς ή τις λογοπαικτικές (του πρόσκαιρου εντυπωσιασμού) επινοήσεις, ο π. Παν. Καποδίστριας σμιλεύει κάθε στιχουργικό του ολοκλήρωμα με «νηφάλιες» φωνές και «κινήματα ψυχής» κρυπτικής συχνά ή δυσδιάκριτης χροιάς και «ταυτότητας», ωθώντας ή προ(σ)καλώντας πιο πολύ τον υποψιασμένο και αποφασισμένο αναγνώστη-θεατή των ποιητικών του απεικονίσεων να διεισδύει και ν΄ αποκρυπτογραφήσει την αθέατη-μα όχι σκοτεινή-πλευρά του συμπαντικού μικρόκοσμου του, αν θέλει και να μπορεί να υποστεί, βέβαια, τη δοκιμασία της ά λ λ η ς (της δύσκολης) προσέγγισης και κατάκτησής του, για ν’ αντλήσει σαν κέρδος μοναδικό ό,τι με κάλλος λύτρωσης απορρέει από τέτοια της κορφής ή του βάθους ανέκφραστα θαύματα.
Μνήμες, βιώματα, στοχασμοί, μεταφυσικές αγωνίες ή αναζητήσεις, σκέψεις, αισθήματα, διαπιστώσεις, προβληματισμοί, ερεθίσματα άγρυπνης σάρκας και ψυχής, κεντρίσματα ηδονής και οδύνης από τόπους και πρόσωπα του οικείου ή του ευρύτερου περιβάλλοντός του, από τις στιγμές ή τις δονήσεις ορισμένων άμεσων επαφών και επισκέψεων (με το κάτω από την επιδερμίδα, κυρίως, σώμα), όλα δια-μοιρασμένα ή συλ-λεγμένα μεθοδικά από το έμπειρο και έμπυρο χέρι του όλο «καύμα» Πνοής ποιητή, σ’ αυτήν την αυτο-βασανιστική μα και σωτήρια πορεία του από το ατομικό στο γενικότερο, από το απλό στο πιο σύνθετο, από το ελάχιστο στο μέγιστο, από το καλό προς το Άριστο, από την Αρχή προς το Τέλος. Έτσι, λοιπόν, κάπου πικρά σού «αυξαίνει ένας ολολυγμός, σαν από περιπλάνηση», κάπου σε παρηγορεί η «θωπεία του σαββάτου» ή μια «λανθάνουσα ριπή φωτός ανάμεσα στο μπλε / και στο μη μαύρο», κάπου αφήνεις αξεδίψαστος το «φρέαρ των οδυρμών» και ξεδιψάς εκεί όπου «Η πυροστιά έχει το σχήμα και τη λύπη της αγάπης», ενώ αλλού σκύβεις και παίρνεις άξια και διάφανα «ρινίσματα ουρανού», για να σπείρεις ικετευτικά -καί με δέος– μπρος απ’ την πύλη του Κενού, στοχαστικά ψιθυρίζοντας:
«Σκύψε Θε μου και θαύμασε:
φυτρώνουμε αναπάντεχα κι άλλοι μπροστά κι άλλου πίσω,
συχνά σιωπώντας την οδύνη του μυαλού μας
ή την εντάφια βλάστηση».
Με τούτα (κι όχι μόνο) τα άσπρα και άπειρα της «φύτρας» μας «πενθήματα», με την αλήθεια των παθών και της ανά(σ)τασης στα χείλη της Ανάγκης, με την άσφαλτη γνώση πως «η σαλότης αυτή διέξοδος είναι μόνη των απελπισμένων, των εσωτερικών ανθρώπων» και με τις όποιες πληγές ορίζεται ν’ αγγίζει ή ν’ ανοίγει μέσα του (θεραπεύοντας άλλες) ο ποιητής στην «υπερ-όρια» διαδρομή και θητεία του (δεμένος πάντα με τον κόσμο του), ο π. Παν. Καποδίστριας θα πυροδοτήσει τη νύχτια «κάψα» του π.χ. εκεί, στην ιστορική Μονή Μαχαιρά, σ’ ένα σαν Αποκάλυψης νέας «Τοπίο λίγο ιώδες με αέρια οράματα», όπου άγρια ηχούν «στο έμπα της Λυθράγκωμης φρυάγματα ήλιου». Ή ακόμα εκεί, όπου με κάθυγρης στάχτης φωτοκύτταρα συν-αρμονίζει δοξολογικά τη λυγμική (και γι’ άλλους δηκτική) ελεγεία «του φίλου που σκορπίστηκε» (του συμπατριώτη συνθέτη Δημήτρη Λάγιου, 1949-1991), ερμηνεύοντας ότι «Καλός οιωνός το κλάμα / το χάραγμα του απείρου βαθιά στη σάρκα σου» με αποκρουστική ή μισητή «την αποψινή των αισθήσεων κατάνυξη». Και ακόμα εκεί, όπου λεξίγλυφο στη σελίδα του φωτίζει «Επιτάφιο για τον Γιάννη Ρίτσο», σε μια μυστήρια υπερλογική επαφή με το «Ανέγγιχτο» και στην μ’ επίγνωση αντιθετική -βιβλικής αρχής- αποτροπή του:
«Τώρα που αυξαίνεις και μικραίνω
μη στρέψεις Ποιητή
Στήλες αλάτινες θα μείνουμε».
Μέσα σ’ ένα σκιόφωτο, υποβλητικό και σχεδόν μυσταγωγικό «κλίμα» κατάφασης ή καταξίωσης του ανθρώπινα αληθινού (ή του αληθινά ανθρώπινου) και απομυθοποίησης του πλασματικού, ο ποιητής μάς οδηγεί εκεί όπου «βλέπεις / τα κονίσματα σφαγμένα όλα στο σημείο λατρείας», εκεί όπου γίνεται αλάθητος αναγνώστης και διανομέας ψυχής, με τα ερωτηματικά στο «κέντρο» σου ατέλειωτα και αναπάντητα, εκεί όπου κ’ εσύ μ’ άλλη ανάσα μεταβάλλεσαι σε «κατ’ εικόνα» πλάση του Ωραίου και Αγαθού, αφού
«Έλαβες χώμα
και το 'καμες μικρές τούφες αγάπης
παραμυθία του ποιήματος
αίσθηση του συρμού».
Είναι αυτές οι θαυμαστικές και θαυματουργικές «απολεπίσεις της εικόνας», όταν πέφτοντας (λέξη με λέξη) ένα-ένα τα στολίδια, της πλάνης τα ψιμύθια ή της Λύπης τα χρώματα, αφήνουν να φανεί ολόγυμνη της Στιγμής η αλήθεια, το μεγαλείο του ταπεινού, η χάρη της απλότητας, η δύναμη του ελάχιστου,
«οπότε πια καταλαβαίνεις
πόση έχει σημασία ο ίσκιος της μολόχας
πόση εγκαρτέρηση το στρατόνι των μυρμηγκιών
ή
το πράσινο της υγρασίας στα βορινά πεζούλια».
Κ’ εδώ, στο πάναγνο και ιερό του κόσμου του και του ανθρώπου «απολεπισμένο» γ υ μ ν ό, εδώ που «είναι το στιγμιαίο ετούτο αιχμαλωσία του όλου», ο ποιητής -και μαζί του όποιος τολμά και αντέχει ν’ απαλλαγεί ή να γυμνωθεί από τα μέσα και τα έξω σωρεύματα του ψεύδους και της α γ ν ω σ ί α ς- μπορεί να ευσταθήσει σαν ένας απολιτικός μοναχικός επαναστάτης διακηρύσσοντας προκλητικά και περήφανα:
«Κι όσο το στιγμιαίο ετούτο διαρκεί
θεσμοθετώ την αναρχία των αριθμών και των ονείρων
που καμιά στο εξής δημοκρατία δεν δύναται
να μου την αποτρέψει».
Όσο κι αν καιροφυλακτεί συχνά ο κίνδυνος για πολλούς ποιητές να παρεισφρήσει στο λόγο τους ή πεζολογία, η μεγαλοστομία, η κοινοτοπία και η σαν εξομολόγηση (ή κατάθεση) αντιποιητική έκφραση ιδεών, απόψεων, θέσεων, μηνυμάτων κ.λ.π., χωρίς γοητευτική μετάπλαση της λέξης ή της φράσης, της έμπνευσης ή του αισθήματος σε εικόνα και πρό-ταση ποιητική (με χρήση σωστή της μεταφοράς ή με σύνθεση αντιθετικών και πρωτοτύπων νοηματικών και λεκτικών στοιχείων), ο π. Παν. Καποδίστριας, κάτοχος απ’ την αρχή των μυστικών της τέχνης του, θηρευτής βασανιστικός του ουσιαστικού και του τέλειου, καταθέτης γενναιόδωρος των ακριβών θησαυρισμάτων του (όντας νέος ακόμα) και με πηγαίο και ποικίλο ποιητικό υλικό (παραμένοντας, συνειδητά, ολιγογράφος και αυστηρός με την γραφή του- και γι’ αυτό πολλαπλά κερδισμένος), αποφεύγει τις παγίδες και διατηρεί πάντα παρούσα και ελεητική την Ποίηση (σύμφωνα με τις επιλογές του) και ολοκληρώνει ετούτο το σημαντικό και γερά δομημένο έ ρ γ ο του, με την ίδια επιτυχημένη και αδιάσπαστη ενότητα ύφους, μορφής και περιεχομένου (με κάποια «κομμάτια» σαφώς να ξεχωρίζουν), με την απουσία κάθε περιττού ή αντιποιητικού στοιχείου, με πλούτο λεξιλογικό ευφρόσυνο, έντεχνα επιλεγμένο και πλεγμένο, με περισσή πυκνότητα λόγου αποσταγμένου (που καθιστά συχνά όχι εύκολη, για τον αμύητο, την πρόσβαση στη νοητική του επικράτεια» ή την ολική απόλαυσή του), με μετάδοση γνήσιας αισθητικής συγκίνησης από την πολυεπίπεδη και πρισματική χρήση και σύνθεση γλώσσας και εικόνας.
Η ευρηματικότητα και η δεξιοτεχνία του ποιητή διαπιστώνονται, επίσης, και στα εικοσιπέντε (25) τρίστιχά του («χάι-κου») που απαρτίζουν, σαν κομψά και θαυμαστά μικροτεχνήματα (μ’ αντίστροφο της έκτασής τους βάρος), την τελευταία ενότητα της συλλογής του («Εαρινά ελάχιστα»), με χαρακτηριστικότερα τ’ αφιερωμένα στον μοναχικό «ωδοποιό» Ανδρέα Κάλβο (1792-1869), με του οποίου την ανεικόνιστη μορφή και το επικολυρικό έργο ο Παν. Καποδίστριας είχε και άλλοτε ασχοληθεί (στο μεστό δοκίμιό του «Οφειλόμενα στο νυκτερινό μαθητή του Ομήρου Ανδρέα Κάλβο» (1992) και στη συλλογή του «Φωτοειδή νερά» (1992), πάλι με τρίστιχα-«χάι-κου» και με τον τίτλο «Οκτώ εκδοχές για τον Ανδρέα Κάλβο»). Σ’ αυτόν του χώρου μας «υψιπετή» ομότεχνο προσέρχεται, τολμηρά κ’ ευλαβικά, προσκυνητής «κυκλοδίωκτος» και ο ίδιος, για να κωδικοποιήσει της δικής του ψυχής τα κρυπτογραφήματα:
«Έξω απ’ τον ύπνο
ριγμένα τα σύνορα.
Έλα να βγούμε.
Σφήκες ανάσες
στις φωλιές του προσώπου
οι Δαναΐδες.
Το ποίημα ιδές:
Για τα φρονήματά του
σώμα στην πυρά.
Το θαύμα τρέχει
στις ορμές των δακρύων
αποβρεχάρης.»
Έτσι, τώρα, με τις «οφειλές» του αυτές προς τους χώρους, τις «Σκιές» και τα σώματα που του μίλησαν και τους μίλησε μυστικόπαθα και αναγεννητικά, με την ευεργετική συνέχιση, εδώ, της δύσβατης πορείας του και της εσώτερης ανάβασης στο Δάκρυ που του αναλογεί (χωρίς να τελειώνει), με την επίπονη μα και ωραία ενασχόλησή του μ’ ακριβές «υπόθεσες ψυχικές» (κατά τη σολωμική ρήση) και με θέματα υπαρξιακού και μεταφυσικού προσανατολισμού και χαρακτήρα, ο ποιητής Παν. Καποδίστριας, ικανός «συνωδός» και «συνοδίτης» του Σολωμού, του Κάλβου, του Ελύτη…, ο ρ ι ο θ ε τ ε ί, με το μελάνι-αίμα του σαν από Ήβης σωθικά, τον σαρκωμένο και άσαρκο κόσμο του, χαρτογραφεί με στίγματα-φωνήεντα το ασύνορο «είναι» του (υπερβαίνοντάς το), μες στη (με τη) Σιωπή του σημαδεύεται σε μία αίσιας έκβασης «απόπειρα για εικονισμό και μάχη ακροστιχίδων», ενώ χαράζει μ’ «εαρινά» δωρήματα ψυχο-γραφής τις ατραπούς της λύτρωσής του, τα σκοτεινά τού (κάθε) άδυτου με συλλαβές Ζωής «φωτορραγώντας». Έτσι, ακόμα, ατενίζει και μελετά με διάθεση και σκέψη φιλοσοφική το προκαθορισμένο τ έ λ ο ς, προσωποποιεί και προσωπογραφεί το «πνεύμα» του ερχόμενου Αγνώστου, σε μια συμβολική-σιβυλλική (μα όχι παρα-λογική ή εξωπραγματική) «σπηλαιογράφηση», πλατωνικής και χριστιανικής αρχής και διάστασης, ορίζοντας για το ευλογημένο από τη «Μοίρα» και την Ποίηση «επτάστιχο»-εφτάψυχο κορμί (ως φορέα ομορφιάς και δημιουργίας), ό,τι γιορτινό, φωτεινό και ανώτερο δίκαια και δικαιωματικά τού αρμόζει ή τού πρέπει- στη διάρκεια της μεγάλης προσμονής ή για την άφευκτη στιγμή της τελικής συνάντησής τους, τότε που καταλήγοντας αυτογνωστικά και εξομολογητικά εντέλλεται:
«ότι για να πατάξουμε που ελέγαμε την τάξη
μέτρα μου ένα ένα ως το πλαϊνό σου αέτωμα
κι άσε μετά το σώμα σου
το ηλιομανές
το επτάστιχο
το από πάντα ελεημένο
να πάρει όσα του πρέπουνε
έτσι που να μην τόβρει ο ύπνος αγεωγράφητο
όταν
ο Σπηλαιοκτήτης έρθει».
Αναμφίβολα τούτο το ποιητικό βιβλίο του προικισμένου και σεμνού Παναγιώτη Καποδίστρια συγκροτεί μια καλότυχη «στιγμή» της νεότερης ζακυνθινής (και όχι μόνο) ποίησης και προοιωνίζεται μια, ακόμα πιο επιτυχημένη, συνέχεια προς την ολοκλήρωση της προσωπικής του εκφραστικής δημιουργίας.