© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2007

Jolanda Capriglione ΣΟΛΩΜΟΣ, Ο ΙΤΑΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, ΕΝΑΣ ΤΕΛΕΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΓΕΙΟΥ

Σχεδόν πάντα, για εκατονταετίες, σκεφτόμαστε πως το Ιόνιο πέλαγος, τα υπέροχα νησιά του, ήσαν ένα καλότυχο Ιταλικό τμήμα, πέρα από τη θάλασσα. Και, κατά βάθος, έτσι ήταν, μέχρι τα τελευταία χρόνια του 17ου αιώνα, όταν ένας πρόστυχος πόλεμος προκάλεσε πένθη και μια θλιβερή κατοχή, που απομάκρυνε τη Ζάκυνθο από τη Βενετία, αυτήν την πλούσια, καλλιεργημένη, κοσμοπολίτισσα Βενετία, για την οποία η Ζάκυνθος ήταν η θεμελιώδης γέφυρα σύνδεσης με την Ανατολή. Μάλιστα, η βενετσιάνικη γλώσσα παρέμεινε, ως επίσημη γλώσσα, μέχρι το 1851, που αντικαταστάθηκε από την ελληνική. Την ιταλική-βενετσιάνικη γλώσσα, συνέχισαν να ομιλούν οι αριστοκράτες, που θεωρούσαν την Ιταλία, ως χώρο μιας πορείας πολιτισμού και ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι ο Φώσκολος, ένας από τους μεγαλύτερους Ιταλούς ποιητές, ο οποίος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, το 1778, θεωρούσε την Ιταλία πατρίδα επιλογής, κι ένας από τους μεγαλύτερους και σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, ο Σολωμός, θεωρούσε, ως πρώτη του γλώσσα, την ιταλική.
Αυτός υπήρξε ένας από τους εξήντα νέους που, σύμφωνα με τον Κάλβο, κάθε χρόνο, μετέβαινε στην Ιταλία για σπουδές. Αυτό δε σημαίνει ότι τα Επτάνησα δεν έζησαν τη δική τους σημαντική πολιτιστική ανάπτυξη, αλλά οφείλουμε πάντα να θυμούμαστε, ότι επρόκειτο για μια κοσμοπολίτικη κουλτούρα, πλούσια από τις τόσες γλώσσες, που μιλούσαν αυτοί οι ποιητές, για να θυμηθούμε, επί τούτου, το νεοκλασικό Κάλβο. Αυτός, δεν είναι τυχαίο πως είχε τις πρώτες αναγνωρίσεις στη Γαλλία, ενώ ο μέντορας του, ο Ούγκο Φώσκολο, ταξίδευε, μεταξύ Λονδίνου και Μιλάνου, ο Ανδρέας Μαρμοράς εξέδιδε, στην ιταλική γλώσσα, την «Ιστορία της Κέρκυρας», ο Ιωάννης Καντούνης μετέφραζε τα μελοδράματα του Πιέτρο Μεταστάσιου και ο Δημήτριος Γουζέλης μετέφραζε, σε υπέροχη ελληνική γλώσσα, εμπλουτισμένη με βενετσιάνικη επιρροή, την «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» του Torquato Tasso, που εκδόθηκε, το 1807, στη Βενετία. Στο μεταξύ, στην Κέρκυρα, ο Λόρδος Guilford άνοιγε, το 1823, την Ιόνια Ακαδημία, το πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο, ιδρύθηκε, στην Αθήνα, το 1837, και, κατόπιν, την Ιόνια Βιβλιοθήκη, με περισσότερους από 30.000 τόμους και που, δυστυχώς, καταστράφηκε στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Σ’ αυτόν τον εξαιρετικό πολιτιστικό οργασμό της Επτανήσου γεννήθηκε, το 1798, ο Διονύσιος Σολωμός, που, στην ηλικία των 10 χρόνων, μετά το θάνατο του πατέρα του, του Κόντε Νικολό, στάλθηκε να σπουδάσει στην Ιταλία μαζί τον παιδαγωγό του, τον αβά Santo Rossi. Πρώτα, στο κολέγιο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία και, κατόπιν, στην Κρεμόνα, πατρίδα του αβά Rossi, όπου είχε την τύχη να συναντήσει υπέροχους δασκάλους, όπως τους Bellini και Giordani.

Είναι πολύ γνωστά γεγονότα, αλλά και αιτία περηφάνιας, ειδικά για μια φιλέλληνα Ιταλίδα, σαν εμένα, και, συνεπώς, ας μου επιτρέψετε να πω ότι πολλοί από εμάς θεωρούν τον Διονύσιο Σολωμό, ως έναν Ιταλοέλληνα ποιητή, καθόσον πλάστηκε εξ ολοκλήρου ιταλικά, όπως επιβεβαιώνει η υπέροχη επιγραφή της Ζακύνθου που είναι αφιερωμένη στον ποιητή και όλοι σας γνωρίζετε. Γνωρίζουμε, όντως, ότι ήταν ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο ιστορικός ηγέτης της ελληνικής εξέγερσης, που ενθάρρυνε τον Σολωμό να γράψει στη γλώσσα των πατέρων του, και για πολιτικούς λόγους, αφού η γλώσσα ήταν και είναι ένα σημείο ενοποίησης του έθνους, κυρίως σε μια δύσκολη φάση, όπως εκείνη που έζησαν οι Έλληνες, τα πρώτα χρόνια του 1800. Το αποτέλεσμα της ενθάρρυνσης του Τρικούπη ήταν ο «Ύμνος στην Ελευθερία», που ενδιαφέρει εμάς εδώ, γιατί στη μορφή και τη δομή του παραπέμπει στους ιερούς Ύμνους του Alessandro Manzoni, τον οποίο ο Σολωμός είναι πολύ πιθανόν να είχε γνωρίσει χάρη στον Ανδρέα Μουστοξύδη, που ζούσε στο Μιλάνο, όταν ο Σολωμός σπούδαζε στην Παβία.

Ο Ύμνος στην Ελευθερία είναι σίγουρα διαποτισμένος από ηθικό πάθος, αλλά δεν μπορούμε να μην υπογραμμίσουμε πως υπάρχει μια ιερή «οργή», μια δύναμη σχεδόν θρησκευτική που τον ωθεί να πιστεύει στην ελευθερία ως ένα υπέρτατο Καλό. Σχετικά μ’ αυτό, δικαίως, ο Roussel, (στο Toujours Solomos, που εκδόθηκε στο Παρίσι, το 1929, σελ. 609), γράφει: «Ο Σολωμός νιώθει την ίδια θρησκευτική λαχτάρα του Manzoni για εκείνα τα δώρα από τα οποία ο ποιητής γνώριζε ν’ αποκομίζει την πρωταρχική έμπνευση που τον ενέπνευσε», μια πρωταρχική και μη αναχαιτίσιμη δύναμη. Ο Σολωμός, εν ολίγοις, υιοθετεί την ιδεολογική κληρονομιά του Manzoni, για να την μεταθέσει σε πεδίο ανθρωπιστικό, κοινωνικό και πολιτικό, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους μεγάλους γεννήτορες της σύγχρονης Ελλάδας, κι, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γιώργος Σεφέρης, ήταν «ένας άνθρωπος κυριευμένος από ένα απόλυτο πνεύμα» (σελ. 205). Αρκεί, γι’ αυτό, να θυμηθούμε μια ονομαστή φράση του Σολωμού: «Τι άλλο να έχω στο πνεύμα μου, αν όχι την ελευθερία και τη γλώσσα;».

Εδώ, θυμάμαι την αγωνία των συναισθημάτων στα μεγάλα λευκά διαστήματα του ποιήματος για την πολιορκία του Μεσολογγίου: θραύσματα γραφής και λευκά κενά που μαρτυρούν το σπαραγμό, το κολοσσιαίο πάθος, που διατρέχει τον ποιητή απέναντι σ’ αυτή την τερατώδη τραγωδία. Ισχυροί είναι οι αντίλαλοι μια ιταλικής αναγεννησιακής ρητορείας, που επανέρχεται στο διάλογο με τη Δαντική δομή, όπου –ακριβώς με το ύφος του Δάντη– μπορούμε να τον ονομάσουμε ελληνικό De vulgari eloquentia, δηλαδή τον ξακουστό «Διάλογο του ποιητή και του λογοτέχνη διδασκάλου» (1824). Το γλωσσικό ζήτημα ήταν πολύ ισχυρό στην Ιταλία και, συνεπώς, ο Διονύσιος Σολωμό, που διέθετε μια πλούσια θεωρητική κληρονομιά, διαμορφωμένη από τον Δάντη και τον Manzoni, συναντιέται με τις θεωρίες του Βηλαρά και του Χριστόπουλου, όχι μόνον σε λογοτεχνικό πεδίο, αλλά και στην πολιτική της κοινής γλώσσας, που βρίσκεται μακριά από τις καθαρολογίες των Αθηναίων «Κωνσταντινοπουλιτών» εκείνης της εποχής. Συνεπώς, στη σωστή διάσταση, μεταξύ δυσκολονόητης καθαρεύουσας και της καθομιλουμένης δημοτικής, συναντιέται με τις θεωρίες του Manzoni, που γνωρίζει καλά ότι δικαίως χαρακτηρίστηκε ο «πατέρας» της καθομιλουμένης ιταλικής γλώσσας.

Ακριβώς σ’ αυτή την περίπτωση θυμάμαι μια σημαντική φράση του Σολωμού: «Καθυποτάξου στη γλώσσα του λαού και αν έχεις αρκετή δύναμη, κατάκτησέ την!». Θα είναι ο Κωστής Παλαμάς, μας είναι γνωστό, που θα εμφυσήσει τον αγώνα για τη Δημοτική, γεγονός που δε θα ήταν δυνατόν να συμβεί, χωρίς τις εξευγενισμένες θεωρητικές επεξεργασίες δύο μεγάλων Ζακυνθίων, του Σολωμού και του Κάλβου (δεν είναι τυχαίο ότι τον Κάλβο «ανακάλυψε» ο Παλαμάς), αν και ξέμακροι μεταξύ τους, όπως γράφει ο Κωστής Παλαμάς: «Οι ποιητές των Επτανησίων έχουν άμεση ή έμμεση προέλευση από τον Σολωμό: ο Κάλβος δεν ακολούθησε τα μαθήματα κανενός από τους σύγχρονούς του». Παρ’ όλα αυτά, ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε ένας Δάσκαλος, επιπροσθέτως, γιατί απέναντι στις ανησυχίες του Κάλβου, αντιπαράθεσε την ατελείωτη περιέργεια που τον ωθούσε να πλευρίσει την ελληνική κουλτούρα, ακόμη κι εκείνη που ο Κάλβος θα ονομάσει «μονοτονία των κρητικών ποιημάτων», που, όμως, ο Σολωμός γνώριζε, ότι οδηγούσαν σε χιλιετίες παράδοσης και ιστορίας. Συμπερασματικά, η διγλωσσία του Σολωμού θα γίνει αιτία, ηθική αβουλία, δύναμη κριτικής αμφισβήτησης που διατρέχει όλα τα κείμενα του ποιητή, που, ενώ μοιάζει να ζει ολοσχερώς τα βάσανα της πατρίδας του, δεν παραγνωρίζει και δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει, το γίγνεσθαι «πέρα από την θάλασσα».

Πράγματι, η ιταλική γλώσσα, χάρη στην οποία μπόρεσε να αναπτύξει τόσο πολύ την πολιτιστική του διαμόρφωση, βρίσκεται πάντα εκεί, ως μια ακουστική φαντασίωση, για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική έκφραση του Σεφέρη. Βρίσκεται εκεί μαζί με τα προβλήματά της και τη μουσική της, όπως επιβεβαιώνει ο υπέροχος επικήδειος ύμνος, που αφιερώνει στο μεγάλο Ούγκο Φώσκολο, που πεθαίνει το 1927. Η γλώσσα, η κουλτούρα, που τον διαμόρφωσε νεολαίο στην Βενετία, την Παβία, την Κρεμόνα, βρίσκονατι πάντα εκεί, κι αυτό τον κάνει τον πιο σημαντικό Ιταλό της Ελλάδας: έναν τέλειο άνθρωπο της Μεσογείου.


Η Jolamda Capriglione είναι καθηγήτρια ΙΙ Πανεπιστημίου Νάπολης Ιτάλιας. Το κείμενο είναι η ανακοίνωση της στο Διεθνές Συνέδριο με τίτλο "Η διαχρονικότητα του έργου του Διονυσίου Σολωμού: Η Ελληνική γλώσσα και οι Ελληνες της διασποράς" στη Σχολή Saheti του Γιοχάνεσπουργκ στις 2/11/2007
Related Posts with Thumbnails