© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Απόστολου Θηβαίου: Ο ΒΑΘΥΣ ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑ


«Η αλήθεια, η ωραιότητα, είναι αδύνατο να συλληφθούν ως έννοιες κοινά εισπράξιμες και συμβατικά ελεγχόμενες. Τις διαισθανόμαστε περισσότερο ως καταστάσεις οριακές, περιγράφοντας ή απεικονίζοντας στον ποιητικό λόγο με ανοίγματα εξίσου οριακά το ανείπωτο.» Παραφράζοντας τις αξιωματικές επισημάνσεις του Αλέξη Ζήρα, με αφορμή τα μελετήματα για τον Νίκο Καρούζο, μπορούμε να εννοήσουμε ως υποδεικνυόμενο κόσμο εκείνον που πλάθεται μες στις ακραίες, οραματικές καταστάσεις του Επαμεινώνδα Χ. Γονατά. Οι ακραίες εκτιμήσεις του ποιητή μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πως η οδύνη, ο φόβος, η απομόνωση, η ταυτότητα ενός εν δυνάμει αυτόχειρα που εμπεριέχεται μες στις πυρηνικές, ανθρώπινες θέσεις είναι δυνατόν να αποκαλύψουν μια υποσυνείδητη αλήθεια, πολύ κοντύτερα στην τραγική μας υπόσταση, πλησιέστερη ίσως όχι σε μια ωραιότητα, αλλά σε μια ανυπόφορη τερατωδία, με την οποία μοιάζει προικισμένη η ίδια η ζωή. Πρόκειται για την ίδια αισθητική απόκλιση, για μια ποιητική εκφορά του πάσχοντος προσώπου, μια ομιλία ικανή να εξεικονίσει με τον πιο ανθρώπινο και σωματικό τρόπο την οδυνηρή περιήγηση του προσώπου στα ψυχικά τοπία. Και λέγοντας ψυχικά, θέλουμε με ευθύτητα να διαφοροποιήσουμε τούτη την προσέγγιση από οποιαδήποτε ψυχολογική ή εργαστηριακή προσέγγιση, εμποτισμένη με την επιστημοσύνη, τον ελιτισμό της τεχνικής αρτιότητας, φτωχής και ρημαγμένης από κάθε τι το ανθρώπινο και το συγκλονιζόμενο.
Ο Ε. Χ. Γονατάς μας δίδαξε μία ποίηση εσωτερική, αυτοαναφορική, διατεθειμένη όμως να λειτουργήσει επαγωγικά, επιτρέποντας να διοχετευτούν ανείπωτες συλλογικότητες. Στο πεζολογικό ποίημα «Όταν ο έρωτας αστοχεί», το οποίο με τόση ένταση καθίσταται βαθμιαία και ανεπιτήδευτα προσωπικό, η εξέλιξη συνιστά μια παθητικότητα. Η ερημιά της γλώσσας, όπως τη διατύπωσε ο Νίκος Καρούζος, η ένδειά της εμπρός στην αιχμή του ανθρώπινου σώματος, συνιστά μια παρατήρηση επιβεβαιωμένη στο έργο του Γονατά. Η παθητικότητα, το τραύμα από τα «ράμφη των πουλιών» ή τα άγρια , φυσικά τοπία που κυριεύουν τα «ανθρώπινα» και αλλοιώνουν την ύπαρξη, με τα πιο λαμπρά χαρακτηριστικά της, απασχολούν  τον ποιητή, έναν αγωνιώδη εραστή του βίου, έναν μάρτυρα, καθώς εκείνοι των συναξαρίων και των εορτολογίων που με αφετηρία την πίστη τους παραμένουν προσηλωμένοι σε στόχους επίγειους, ακλόνητους, πέρα από ιδεολογικές και ηθικές προσεγγίσεις. Ο στοχαστικός Γονατάς εκπληρώνει εκείνο που με τόση γλαφυρότητα περιέγραψε ο Ναυπλιώτης δημιουργός, καθώς μιλούσε για «όλων των εσωτερικών αναζητήσεων το ανυπολόγιστο ζήσιμο.»
«Έπειτα την άφησα να φύγει, θυμωμένος καθώς ήμουν. Τέτοιες συνήθειες δεν θα μπορούσε κανείς με ευκολία να αποδεχτεί και είναι πάλι εκείνη η ατομικότητα, εκείνη η μοναξιά που μπορεί με τόση ευκολία να ανατραπεί και οι παγιωμένες ελπίδες μας να καταντήσουν σαθρά, χαλάσματα της μνήμης. Μονάχα ύστερα από τρία μερόνυχτα, κατά τα γραφάς, εισήλθα στο δωμάτιο με όλη μου την ορμή, αποφασισμένος να διαπράξω ό,τι πιο αποτρόπαιο και οδυνηρό, πάει να πει να επιτρέψω σε εκείνο το κεφάλι να σταθεί μες στον καθρέφτη, αποκαθιστώντας και το δικό μου, φαγωμένο καιρό σε προσπάθειες να κερδηθεί επιτέλους εκείνη η επαφή με τους πιο μακρινούς σταθμούς μας. Μα όταν με κοίταξε με τα βρεγμένα, υπόγεια μάτια της, αισθάνθηκα πως βρισκόμουν μες στις στοές και εδώ και κάμποσο καιρό, είδα βρώμικους φεγγίτες, είδα τους άδειους χώρους από τα μέρη που εγκαταλείψαμε ένα κάποιο πρωί και ύστερα πάλι εθύμωσα με τον ίδιο μου τον εαυτό για τούτο τον ανεκδιήγητο συναισθηματισμό. Εκείνο το ομοίωμα κεφαλιού που κατάλαβε γρήγορα τις τρομερές καμπές, τους δισταγμούς, τους τόσο ανώφελους, παραμέρισε όλα τα φυσικά, υλικά της λήθης και μου μίλησε με τις ώρες για τους καταραμένους ποιητές, τις καινούριες, τις αμίλητες, ακόμη γλώσσες, με την εκπροσωποθεϊκή φωνή του με συγκλόνισε, σχεδόν με τάραξε, και έσπασα όλους τους καθρέφτες και επιδόθηκα σε οράματα παραληρηματικού ύφους, που επιτυγχάνονται μόνο σε μια οριζόντια και απόλυτη θέση και έπειτα το ίδιο, εκείνο γνώριμο κεφάλι παραμέρισε και βυθίστηκε μες στα νυχτερινά νερά, Αργότερα πολύ ένιωσα τους σπασμούς, σε όλο μου το ερωτικό σώμα και σχημάτισα την εικόνα ενός ολοκαίνουριου επιβατηγού πλοίου που καθελκύεται εν τέλει μετά τιμών και κατακόκκινων, σωστικών φωτοβολίδων. Μου μίλησε, θυμάμαι για την αγάπη.»
Η ψυχρότητα του λόγου, όπως εννοείται σε τούτο το κορυφαίο δείγμα της νεοελληνικής, ποιητικής πραγματικότητας, βεβαίως και συνιστά ένα στοιχείο κληροδοτούμενο από τις καταβολές μας, μια πρόταση ελληνικότητας, οικουμενικής και επαρκούς να συνοψίσει μια θαυμάσια ισορροπία ανάμεσα στην άπιαστη γεωμετρία του χρησμού και την αναγκαιότητα μιας νέας πραγματικότητας. Ο Ε. Χ. Γονατάς στάθηκε για την ελληνική, ποιητική σκηνή, ένας σημαντικός και προσωπικός ποιητής, με την έννοια πως μόνος εκείνος εδοκίμασε όλες τις πτυχώσεις, παρέμεινε άγρυπνος καθώς λάμβαναν χώρα, οι φοβεροί τριγμοί της νύχτας, εξανθρωπίζοντας λόγο και ανθρώπους, όπως σημειώνει ο Ροντώ στο εξαίσιο, αλεξανδρινό του λεύκωμα. Η επίτευξη της ποθητής ετούτης ισορροπίας, μας επιτρέπει να κατατάξουμε τον Γονατά σε μια θέση κορυφαία, στα πλαίσια της οποίας θάρρος και θέληση συνυπάρχουν, προκειμένου μες στους ρυθμούς να συγχωρεθούν τα πάθη, να φανούν επιτέλους οι αθέατοι ήρωες των ανεξιχνίαστων οραμάτων μας. 

Ζαχαρία Στουφή: Ο ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΚΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ (μελέτημα)



Έχω την πεποίθηση ότι όλοι οι πραγματικοί ποιητές έχουν έρθει αντιμέτωποι με το ζήτημα της αυτοκτονίας περισσότερο από μία φορά στη ζωή τους. Οι πιο πολλοί από αυτούς δε διστάζουν να γράψουν για το θέμα που μπορεί βέβαια να μην αφορά μόνο τη δικιά τους πρόβα θανάτου, αλλά κάποιου άλλου υπαρκτού προσώπου ή ακόμα και την αυτοκτονία ενός φανταστικού ήρωα του έργου τους. Όσο πιο σπουδαίος είναι ο ποιητής, τόσο περισσότερο έχει στοχαστεί αυτό το θέμα. Το αποτέλεσμα της διανοητικής του εργασίας φαίνεται στους καρπούς του έργου του, από το πώς αντιμετωπίζει δηλαδή το ήθος του αυτόχειρα και την αυτοκαταστροφική του πράξη στη διαχρονία. Ένα τέτοιο παράδειγμα σπουδαίου ποιητή, που δεν αγνόησε αυτό το δύσκολο θέμα της αυτοκτονίας, είναι ο Διονύσιος Σολωμός.
Ο Σολωμός, στις περισσότερες συνθέσεις του, επιλέγει τον θάνατο για καταλύτη της πλοκής. Σε πέντε από τα έργα του, ο θάνατος προέρχεται από αυτοκτονία. Στις τρεις από τις πέντε περιπτώσεις, εμπνέεται από πραγματικά περιστατικά αυτοχειρίας που στάθηκαν αφορμή για να δημιουργήσει τα έργα: Η Φαρμακωμένη, Στο θάνατο της ανεψιάς του, καθώς και λίγες στροφές από το ποίημα Στον Λόρδο Μπάυρον, που περιγράφει την ομαδική αυτοκτονία γυναικών στον Ζάλογγο. Τα άλλα δύο έργα που κορυφώνονται με αυτοκτονίες είναι προϊόν μυθοπλασίας. Πρόκειται για τα έργα Ο Λάμπρος και Η Γυναίκα τση Ζάκυνθος. Ας πάρουμε, όμως, ένα ένα τα έργα του Σολωμού, προκειμένου να εντοπίσουμε τα όποια ευρήματα, μα και ιδιαιτερότητες στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο ποιητής την αυτοκτονία.
Στη Γυναίκα τση Ζάκυνθος, ο Σολωμός βάζει την ηρωίδα του να αυτοκτονεί δια του απαγχονισμού. Πρόκειται για μια πολύ κακιά γυναίκα, που εκτός του ότι δεν αγαπάει κανέναν συνάνθρωπό της, κατακρίνει την ελληνική επανάσταση που έχει ξεσπάσει και ειρωνεύεται τις Μεσολογγίτισσες που ζητιανεύουν στα Επτάνησα. Αυτή η γυναίκα, κατά πολλούς Σολωμιστές, δεν είναι άλλη από τη γυναίκα του αδελφού του ποιητή, Δημητρίου, με την οποία ο Σολωμός είχε μεγάλη διαμάχη που έφτασε ακόμη και να ταράξει τη σχέση με τον αδελφό του. Αυτήν την απάνθρωπη γυναίκα, ο Σολωμός, έχοντάς την για ηρωίδα του και καθορίζοντας όπως αυτός ήθελε την κατάληξή της, την βάζει να φουρκιστεί (να κρεμαστεί από αγχόνη). Ο τρόπος αυτοκτονίας που επιλέγει ο Σολωμός για την ηρωίδα του δεν είναι τυχαίος. Μέσα σε τόσους τρόπους αυτοκτονίας, επιλέγει τον ατιμωτικό απαγχονισμό, έτσι όπως συνέβη με τον προδότη Ιούδα. Από την κρεμάλα του Ιούδα και μετά, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι άτιμοι προδότες της λογοτεχνίας, που έστω για μία στιγμή έρχονται σε επαφή με τη συνείδησή τους, είναι να βάλουν τέλος στην πρόστυχη ύπαρξή τους, πηγαίνοντας να φουρκιστούν. Ο Σολωμός, λοιπόν, φαίνεται να γνωρίζει καλά τη δύναμη και τον συμβολισμό που κρύβεται πίσω από κάθε τρόπο αυτοκτονίας.
Στο έργο Ο Λάμπρος, ο Σολωμός βάζει μια οικογένεια να αυτοκτονεί στο ίδιο σημείο, μια λίμνη, δηλαδή, που δέχεται να ξεπλύνει στα νερά της τη βαριά μοίρα των πρωταγωνιστών της υπόθεσης. Το σχεδίασμα αυτού του έργου που μας άφησε ο Σολωμός, δε φανερώνει την τελική μορφή την οποία ο ποιητής θα έκρινε δημοσιεύσιμη, γι’ αυτό και η υπόθεση του έργου παρουσιάζει διάφορα κενά που δε γνωρίζουμε πώς και εάν θα τα συμπλήρωνε ο Σολωμός. Αυτό συμβαίνει μόνο με το ποιητικό μέρος του έργου, διότι ο Σολωμός συνήθιζε να γράφει με τρόπο πεζό και στην ιταλική γλώσσα την υπόθεση του έργου του σαν μια μορφή σχεδιάσματος της τελικής σύνθεσης. Έτσι, από τον Λάμπρο, έχουμε την υπόθεση που μας αποκαλύπτει τα αίτια, τον τρόπο και τη σειρά με την οποία αυτοκτονούν τα τρία από τα έξι μέλη της οικογένειας.
Την εποχή που γράφεται ο Λάμπρος –εποχή του ρομαντισμού- οι αυτοκτονίες στη λογοτεχνία (και αναφέρομαι, κυρίως, στις ευρωπαϊκές χώρες) είναι συχνό φαινόμενο και συστατικό, θα έλεγα, της πετυχημένης συνταγής που διεγείρει τα συγκινησιακά συναισθήματα του αναγνώστη.
            Άξια λόγου είναι και η σχέση αυτοκτονίας - θρησκείας ή ακόμα καλύτερα η σχέση Σολωμού - θρησκείας - αυτοκτονίας. Εδώ ο Σολωμός βάζει τους ήρωές του, που είναι θρησκευόμενοι, να αυτοκτονούν για μία σειρά αμαρτημάτων που διέπραξαν, με κορυφαίο αυτό της εν αγνοία τους αιμομιξίας. Ενώ ο Λάμπρος προσπαθεί, τελικά, δε θα καταφέρει να ζητήσει συγχώρεση από τον Θεό, όχι γιατί ο Θεός δε θα τη δώσει, αλλά γιατί ο ίδιος δεν μπορεί, όσο κι αν μετανοήσει, να συγχωρέσει τον εαυτό του. Ο Σολωμός δείχνει να πιστεύει ότι για κάποια βαριά αμαρτήματα, η μόνη μετάνοια είναι η αυτοκτονία. Κανένα επικριτικό σχόλιο δεν κάνει για την επιλογή των ηρώων του, ούτε από τη θρησκευτική σκοπιά ούτε από την ηθική, παρόλο που ο ίδιος είναι πιστός χριστιανός, όπως τουλάχιστον διαφαίνεται από τη σωζόμενη αλληλογραφία του.
Η τεχνική του Σολωμού δεν είναι μόνο λυτρωτική αλλά και άρτια απ’ όλες τις κατασκευαστικές ιδιαιτερότητες της δραματουργίας, έτσι όπως συνέβαινε στα αρχαία τραγικά έργα.
            Στο μακροσκελές ποίημα με τίτλο Εις τον θάνατο του Λόρδου Μπάυρον, τις στροφές από 101 έως 104 ο Σολωμός τις αφιερώνει σε μια διάσημη αυτοκτονία της εποχής που συγκλόνισε τους πάντες. Ο λόγος για τις γυναίκες που πήδηξαν από τον γκρεμό του Ζαλόγγου για να μην υποστούν τους βιασμούς και τα βασανιστήρια των Τούρκων. Εκεί τις τράβηξε «της ελευθερίας ο έρως», όπως λέει ο ποιητής και σε αυτές τις τέσσερις στροφές τις κατατάσσει μεταξύ των ηρώων. Ο Σολωμός τραγουδάει με λυρισμό την πράξη αυτών των γυναικών και με τον ηρωισμό που τους αποδίδει, συνυπογράφει το «Ελευθερία ή θάνατος» που μοιάζει να είναι η σπουδαιότερη ρήση του ανθρώπινου γένους.
            Η Φαρμακωμένη είναι ποίημα που γράφηκε με αφορμή την αυτοκτονία με δηλητήριο της νεαρής φίλης του Μαρίας Παπαγεωργοπούλου. Μετά τον θάνατό της, ο ζακυνθινός λαός ξεστόμισε βαριές κατηγορίες σχετικά με τον τρόπο ζωής και την ηθική της κοπέλας. Αυτό το γεγονός αμαύρωνε τη μνήμη της και ήταν ψέματα για τα οποία η ίδια δεν μπορούσε να αντιδράσει αφού ήταν ήδη νεκρή. Την κακία του κόσμου θα αναλάβει να αντιμετωπίσει ο Σολωμός γράφοντας το ποίημα Η Φαρμακωμένη. Εκεί, ο Σολωμός θα υπερασπιστεί τη φίλη του και την επιλογή της και θα αποκαταστήσει την τιμή και τη μνήμη της αδικοχαμένης νέας. Ο Κ. Καιροφύλας αναφέρει πως όταν δημοσιεύθηκε το ποίημα, πολλοί ήταν αυτοί που έσπευσαν να συγχαρούν τον ποιητή για τη στάση που κράτησε και τη γνώμη που εξέφρασε με το ποίημά του γι’ αυτό το τραγικό γεγονός. Αυτό μας κάνει να συμπεράνουμε πως την εποχή εκείνη δεν ήταν μονάχα ο Σολωμός που είχε αυτήν την ευαισθησία στο διαχρονικά δύσκολο θέμα της αυτοκτονίας, αλλά και όλοι αυτοί που έσπευσαν να τον συγχαρούν για τη Φαρμακωμένη του. Έτσι, λοιπόν, φαίνεται πως από εκείνα τα χρόνια ακόμα (όπως μέχρι σήμερα συνεχίζεται να συμβαίνει), οι μόνοι που τολμούν δημόσια να υπερασπιστούν τον αυτοκτόνο, την πράξη του και τη μνήμη του είναι μονάχα οι ποιητές. Σύμφωνα με τη δική μου έρευνα στα ζακυνθινά γράμματα, σχετικά πάντα με την αυτοκτονία, από την εποχή της Φαρμακωμένης του Σολωμού χρειάστηκε να περάσει περίπου ένας αιώνας για να γραφτεί ποίημα που θα υπερασπίζεται την τιμή και τη μνήμη κάποιου υπαρκτού αυτόχειρα. Το ποίημα αυτό θα το δημοσιεύσει ο ποιητής Σπύρος Μαρίνος το 1933 και θα αφορά στην αυτοκτονία ενός στρατιώτη από την Ζάκυνθο.
            Το ποίημα Εις τον θάνατο της ανιψιάς του γράφτηκε για την ανιψιά του Αγγέλικα Σολωμού (1826-1850). Το αίτιο της αυτοκτονίας της ήταν ο γάμος που της επέβαλαν οι γονέοι της, ενώ η ίδια δεν τον ήθελε. Αυτοκτόνησε παραμονή του γάμου της με δηλητήριο. Κατά πάσα πιθανότητα, σε αυτό το ολιγόστιχο ποίημα ο Σολωμός αποτύπωσε τη ψυχολογική κατάσταση και τη στιγμή την οποία η ανιψιά του αποφασίζει οριστικά το τέλος της. Καμία μαρτυρία, όμως, δεν αποδεικνύει κάτι τέτοιο. Αν όμως δεχτούμε αυτήν την ερμηνεία, τότε ο Σολωμός πήγε νοητά στη θέση της αυτόχειρα, λίγο πριν τη μοιραία πράξη. Αυτό βέβαια μπορεί να το κάνει μονάχα ένας ποιητής και μάλιστα να πάει στη θέση κάποιου που ανήκει στο αντίθετο φύλο. Γιατί, όμως, μονάχα ο ποιητής μπορεί να πάει στη θέση του υποψήφιου αυτόχειρα; Το κατόρθωμα αυτό δεν οφείλεται μόνο στην υπερευαισθησία του, αλλά, κυρίως, στο γεγονός ότι ο ίδιος έχει περάσει από αυτήν τη θέση παλαιότερα και όχι μονάχα μία φορά. Γι’ αυτό έχει την εμπειρία του υποψήφιου αυτοκτόνου, ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας, μια και η απόγνωση και ο θάνατος που την ακολουθεί δεν κάνουν διάκριση σε αυτά τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων. Αυτό το ποίημα είναι νομίζω μία καλή αφορμή για να προσεγγίσουμε το αυτοκτονικό προφίλ του Σολωμού. Στην κατάθεση των επιχειρημάτων μου για το πόσο αυτοκαταστροφική ήταν η ψυχοσύνθεση του Σολωμού, θα επικαλεστώ δύο επιστολές προς τον αδελφό του Δημήτριο που του εστάλησαν μετά την αυτοκτονία της κόρης του Αγγέλικας. Στην πρώτη επιστολή εξυμνεί τη νεαρά αυτόχειρα και την πράξη της, ως μία στάση πρότυπο απέναντι στη ζωή και στον θάνατο, που θα έπρεπε όλους να μας παραδειγματίσει[1].


Στον Δημήτριο Σολωμό

Κέρκυρα, 8 Σεπτεμβρίου 1850

Το απροσμέτρητο μεγαλείο με το οποίο η κοπέλα ποδοπάτησε τις γήινες δυνάμεις, που τόσο τρομερά δραστήριες έτειναν να γονατίσουν την ευγενική της ουσία, προκάλεσε μέσα μου τον μεγαλύτερο θαυμασμό. Εκατομμύρια άνθρωποι θα έπρεπε να διδαχθούν από αυτήν πώς να ζουν και πώς να πεθαίνουν. Η τελευταία σκέψη της, μακριά από τους θησαυρούς πένθους που θα έπεφταν στο φέρετρό της, στράφηκε μόνο προς αυτούς που εσωτερικά την αγάπησαν, και ζήτησε να αλαφρώσει την αγωνία τους. Βρίσκομαι σε θέση να ανταποκριθώ στην επιθυμία της, υψωνόμενος προς αυτήν, που από την πατρίδα του αγαθού, όπου με λαχτάρα την έφερε ο τρόπος της ζωής και του θανάτου της, θα μας προστατεύει από τους τόσους μανιακούς που μας τριγυρίζουν. Έτσι το γεγονός αυτό, που τόσα χρόνια με τη σκιά του κρυφό και δυνατό μου τάρασσε την ψυχή, μου ανοίγει, τώρα που συνέβη, μια πηγή γνώσης και παρηγοριάς. Ζω με τη βεβαιότητα πως ο Ουρανός θα παραχωρήσει γρήγορα τα ίδια στην ψυχή σου.
Δικός σου
Διονύσιος

Υ.Γ. Μη διαβάσεις αυτό το γράμμα σε κανέναν, παρά μόνο στον Rainer.
           

Στο τέλος της επιστολής, το υστερόγραφο λέει: Μη διαβάσεις αυτό το γράμμα σε κανέναν, παρά μόνο στον Rainer. Αυτό το υστερόγραφο ενισχύει την άποψή μου πως στο γράμμα του αυτό ο Σολωμός εκθέτει τις πραγματικές του απόψεις περί αυτοκτονίας, που όμως, αποφεύγει να τις δημοσιεύσει υπό τη μορφή ποιήματος ή άρθρου και περιορίζεται, μονάχα, να τις εκμυστηρευτεί στον αδερφό του, ως παρηγοριά για τον άδικο χαμό της νεαρής κόρης του. Μετά από 14 μέρες του στέλνει δεύτερη επιστολή που συνεχίζει και εκεί τα εγκώμια στην ηρωίδα ανιψιά του και καταλήγει με ένα φανταστικό διάλογο που κάνει με τη νεκρή κοπέλα.


Στον Δημήτριο Σολωμό

[Κέρκυρα, 22 Σεπτεμβρίου 1850]

               Στο γράμμα μου της 8ης Σεπτεμβρίου, που ξέρω ότι το έλαβες, προσθέτω: σκέπτομαι πάλι την ευλογημένη κοπέλα και τον χαρακτήρα της˙ μην μπορώντας εκείνη να κάνει τη ζωή που κάνω εγώ, και που ήταν η μόνη που της ταίριαζε (εμποδιζόταν να την κάνει λόγω του φύλου της και του τόπου όπου ζούσε) αναγκαστικά βάδιζε προς περιπτώσεις που θα της τάραζαν την ψυχή και ίσως και το μυαλό. Εκτός αυτού, εγώ πιστεύω πως όσα συμβαίνουν εδώ κάτω, είναι πάντα στην ώρα τους, οτιδήποτε και αν φανταζόμαστε εμείς που ζούμε λίγο και λίγα βλέπουμε. Έφτασα να κάνω μαζί της μακρές συνομιλίες, σαν να ήταν ζωντανή. Συζητήσαμε ακόμα για το γεγονός αυτό που από τόσο καιρό το περίμενα. Τη ρωτούσα για πολλή ώρα αν κάνει κρύο. Συνετά μου απάντησε «ναι», αν και έκανε μεγάλη ζέστη. Την πίστεψα.
               Στην επιστροφή σου δεν θα είμαι πια εδώ˙ για λίγους μήνες πρέπει να βρω τη γαλήνη στη μελέτη του σπιτιού, στη Napoli. Λοιπόν προσπάθησε να μου στείλεις διακόσια ή τρακόσια τάληρα. Μου χρειάζονται για το ταξίδι, και για έκτακτα έξοδα που έκανα, γιατί από καιρό μου στέλνεις το εισόδημα του μηνός με καθυστέρηση δεκαπέντε ημερών.
Δ.Σ.


Αυτές οι δύο επιστολές από μόνες τους, είναι νομίζω αρκετές για να τεκμηριώσουν τον αυτοκτονικό χαρακτήρα του Σολωμού, μια και είναι προσωπικές και δεν προορίζονται για έκδοση –το αντίθετο μάλιστα-, με αποτέλεσμα να καταγράφει εκεί, ανεπηρέαστα, τις προσωπικές του απόψεις για το θέμα.
Ένα άλλο στοιχείο που φωτίζει τα αυτοκτονικά χαρακτηριστικά του Σολωμού, αλίευσα στο βιβλίο του Κ. Καιροφύλα, Ο άγνωστος Σολωμός[2]. Εκεί ο Καιροφύλας περιγράφει, με βάση τις μαρτυρίες που συνέλεξε, τη σταδιακή εξάρτηση του Σολωμού από το αλκοόλ, ξεκινώντας από το κρασί, στη συνέχεια μπαίνει στα πιο βαριά ευρωπαϊκά ποτά για να καταλήξει στην Κέρκυρα, κοντά στο τέλος της ζωής του, όταν δεν είχε αλκοόλ, να πίνει ακόμα και κολόνιες.  Για τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του ποιητή, γράφει ο Καιροφύλας:


Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ποιητή φαίνεται ότι το μυαλό του δεν ήταν σαν πρώτα ξάστερο. Η σωματική αρρώστια, που από καιρό τον πείραζε, τον έκανε να πίνει όλο και περισσότερο. Και το πιοτό του θόλωνε όλο περισσότερο το νου. Στο τέλος είχε παραδοθεί τέλεια στο φριχτό αυτό πάθος. Οι γιατροί, οι καλύτεροι της Κέρκυρας, δε συμφώνησαν για το είδος της αρρώστιας. Άλλοι έλεγαν πως ήταν του κεφαλιού κι άλλοι της καρδιάς. Το γεγονός είναι πως στο τέλος προσβλήθηκε από συμφόρηση του εγκεφάλου. Από τότες κρεβατώθηκε. Στενοχώρια, αϋπνία, νευρική εξάντληση έδειχναν ότι το τέλος δεν θ’ αργούσε.


Το παραπάνω απόσπασμα, μαζί με άλλα στοιχεία που παραθέτει, με βάση τις μαρτυρίες του ο Καιροφύλας, κατά καιρούς, έχουν από πολλούς αμφισβητηθεί. Υπάρχει κάτι που κατά τη γνώμη μου δικαιώνει τους κόπους του Καιροφύλα και επιβεβαιώνει τη βαριά εξάρτηση του εθνικού μας ποιητή από το οινόπνευμα. Μια προσωπογραφία του ποιητή από τα τελευταία χρόνια της ζωής του φαίνεται να ανταποκρίνεται  πλήρως με τις μαρτυρίες που κατέγραψε ο Καιροφύλας. Στη φωτογραφία που παραθέτω εδώ, φαίνεται καθαρά το ασταθές βλέμμα του Σολωμού, το οποίο βρίσκεται σε μία λανθάνουσα κατάσταση χαμόγελου. Η πρησμένη του μύτη που είναι χαρακτηριστικό χρόνιου αλκοολισμού και οι σακούλες κάτω από τα μάτια δηλώνουν αϋπνία, αλκοολισμό και υψηλές τιμές σακχάρου (σαν συνέπεια της κατάχρησης). Αυτός ο άνθρωπος, ο τόσο αυτοκαταστροφικός, που ούτε οικογένεια θέλησε να κάνει για να αφήσει απογόνους (προέβη, δηλαδή, σε γενετική αυτοκτονία), ο ίδιος δεν αυτοκτόνησε άμεσα, τουλάχιστον, γιατί έμμεσα φρόντισε να καταστρέψει τη ζωή του, έτσι όπως οφείλει ο κάθε μεγάλος και πραγματικός ποιητής.


ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1] Οι δύο επιστολές που δημοσιεύονται  εδώ προέρχονται από το βιβλίο του Στυλιανού  Αλεξίου ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ, ποιήματα και πεζά, εκδόσεις  Στιγμή. Αθήνα 1994.

[2] Κ. Καιροφύλα, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ. Ολόκληρη η βιογραφία του εθνικού μας ποιητού. Έκδοση Στοχαστή, Αθήνα 1927.
Related Posts with Thumbnails