Μια
σπουδή στη «Σπουδή γυμνού», από τη ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
Αν
είσαι από τους Ατρείδες άμε
σ’ άλλα
μέρη να ολολύξεις. Πυρά τέτοια τον ήλιο
δεν ανάβει
εδώ που
ανάτειλε η συνείδηση κι έλαβε σώμα Κόρης υπαρχτό
με
λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα -
Κοίταξε:
πώς η μνήμη δένει τα μαλλιά
πίσω
και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα
τρέμοντας
απ’ την τόση αλήθεια·
πώς
τσιτώνει
το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες·
κάτι θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς
να ’ναι
γενναίος ή δυνατός.
Να
υπάρχει μόνον.
Όπως το
αίμα. Όπως τα σταφύλια. Ο μακρύς δρόμος του
ανθρώπου
από το δνοφερόν στο αείφωτον ψαύοντας δάχτυλο δάχτυλο εωσότου ο κόλπος
όλος
ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα
που
σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί·
ο
γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα
πέλματα.
Επειδή
δε γίνεται. Ο περίπλους
γύρω
από ένα σώμα λείο νέο γυμνό
τελειώνει
εκεί που ξαναρχίζει το άλλο. Σαν τριαντάφυλλο
αναποκάλυπτο
παρθένας που ξαναγεννιέται
ν’
απαλείφει τον φόνο και να κατασιγάζει τις κραυγές
των
θυμάτων· απαρχής της Ιστορίας ως σήμερα
ένα
σώμα λείο γυμνό: η δικαιοσύνη.
Ο Ελύτης,
προσωποποιώντας τις ιδέες του, όπως οι Αρχαίοι Έλληνες τις δικές τους, δίνει μορφή, σώμα και πρόσωπο
αρχαίας Κόρης στη «συνείδηση» που «ανατέλλει» στο ποίημα, «με λάμψεις από την
απέραντη πεδιάδα». Θεοφάνεια θα μπορούσαμε να ονομάσουμε την εικόνα της Κόρης, η οποία, πέρα από την πλάγια θρησκευτική της αναφορά, ανατέλλει σαν Ήλιος και θυμίζει τη Φεγγαροντυμένη, του Διονυσίου Σολωμού που, κι εκείνη κάπως έτσι ανατέλλοντας, «κατεβαίνει Ασπροντυμένη οχ το βουνό». Κι όπως, επίσης, εκείνη, η άλλη που αναφαίνεται στο Ημερολόγιο…: «Από μακριά την είδα να ’ρχεται κατά πάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη»[1].
Οι εικόνες αυτές, πέρα από ό,τι, εν πρώτοις, δείχνουν, είναι διαποτισμένες από
ένα άρωμα αγιότητας και, νομίζω, μας
γυρίζουν πίσω στο χρόνο της πρώτης ύπαρξης ή, καλύτερα, στο χρόνο της
συνειδητοποίησης. Η εναρκτήρια προειδοποίηση του ποιητή, «Αν είσαι από τους Ατρείδες άμε /σ’ άλλα μέρη να ολολύξεις. Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει /εδώ»,
είναι σαφής. Οι «Ατρείδες» μπορεί να αλληλοσκοτώνονται για τη διαδοχή στο θρόνο, όπως και οι
Λαβδακίδες, κι έπειτα να ολολύζουν, αλλά αυτό συμβαίνει μετά, σε χώρο και χρόνο,
μυθικά, υπαρκτό. Στο α-χωρικό και α-χρονικό «εδώ» του ποιήματος όμως, που
σηματοδοτεί τη γέννηση της συνείδησης, δεν έχουν τόπο οι θρήνοι, δεν έχει κάνει
την εμφάνισή του ακόμα το κακό. Πιστεύω πως αυτή η ίδια Κόρη, έχει εξελιχθεί σε
Μητέρα, Παναγία, που βλέπουμε να μετατοπίζεται στο τέμπλο και «να κρατά στην αγκαλιά της μικρές άσπρες
φλόγες», σε μια εποχή «γεμάτη
επαναστάσεις, ξεσηκωμούς και αίματα» και που μόνη αυτή «συντηρούσε /τη διάρκεια των πραγμάτων από
μακριά»[2]. Συνεξετάζοντας τα κείμενα, μπορούμε να δούμε
τις σχέσεις των Ατρειδών με τις επαναστάσεις, τους ξεσηκωμούς και τα αίματα. Με
τη σπατάλη της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή.
Ο ποιητής, κατ’ αρχάς συντάσσεται με τη ζωή. Θαμπωμένος
από το θέαμα, νιώθει την αστραπή του μυαλού
και γεννάει το θαύμα που τώρα κατακλύζει τις αισθήσεις του. Είναι το νοητό που κατέστησε αισθητό, το
αόρατο που έκανε ορατό. Είναι το είδωλο της ιδέας Κόρης, που ολοζώντανη έρχεται προς το μέρος
του. Την κοιτάζει και την περιγράφει. Στη συνέχεια την ονομάζει «μνήμη»· μνήμη πριν από την Ιστορία, «ηλικία της γλαυκής θύμησης» είχε πει
παλαιότερα, όπου και τότε μια Κόρη «βαμμένη
από την ανατολή του ήλιου/ με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια/ και με την
υγεία του ήλιου στο κορμί/ … βαθιά στις θαλασσοσπηλιές και στα ευρύχωρα όνειρα»
συγκλόνιζε τη σκέψη του με ερωτηματικά. Τώρα η Κόρη έχει δεμένα πίσω τα μαλλιά,
όπως κάθε αρχαία Κόρη, και το πρόσωπο με ελαφρά κλίση προς τα κάτω, όπως
πιστεύω ότι δείχνουν τα «ματόκλαδα» και διάφορες, σε αγγεία, απεικονίσεις. Εδώ
αναγκαστικά, η όλη παρουσία θυμίζει μια ακόμη φιγούρα σολωμική· τη «Δόξα» στα Ψαρά που, περπατώντας με το κεφάλι γερτό, «μελετά
τα λαμπρά παλικάρια». Και κοιτάζει
«τρέμοντας». Γιατί «τρέμοντας»; Από δέος μπροστά σ’ αυτό που συμβαίνει ή θα
συμβεί ή από φόβο; Ο ποιητής όλος μέσα στην απορία και στο θαύμα,
κοινός θνητός, σε έκσταση παρατηρεί: «πώς
τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες» και είναι αυτά τα σημεία της
ερωτικής έλξης, όπου το μάτι μπορεί να αγκιστρωθεί.
(Σχετικά με τους «ώμους»,
αλλά και τα «ματόκλαδα» έχουμε ανάλογη αναφορά και στον Γιώργο Σεφέρη, στο
ποίημα «Ελένη», όταν ο Τεύκρος κατάπληκτος παρατηρούσε την Ελένη:
Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά,
κι αυτό
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί στην όχθη ενός Δέλτα.
Η συγγένεια της περιγραφής και της μιας και της άλλης Κόρης είναι προφανής. Οι ποιητές μας, είναι της ίδιας γενιάς, της ίδιας σχεδόν καταγωγής και παρόμοιας ιδιοσυγκρασίας και, παρά τις διαφορές τους, μοιάζουν. Και η ομοιότητα θα φανεί πιο κάτω, όταν ο Ελύτης θα αποφασίσει να ψαύσει το θαύμα, όπως ο Σεφέρης επιζητούσε την αφή των πραγμάτων. «Ό,τι μου ’λεγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω». Η ψηλάφηση είναι του τυφλού η γνώση).
Το ξάφνιασμα του ποιητή, μόνο με την έκπληξη
του Τεύκρου μπορεί να παραλληλιστεί. Κι ενώ είναι γνωστό πως σε όλη του τη ζωή
περιμένει το θαύμα και το προκαλεί, μπροστά στη λαμπερή Κόρη, που, άλλωστε κανείς δεν μπορεί να είναι «γενναίος
ή δυνατός», λυγίζει. Κι εκείνο που ζητά είναι: «Να υπάρχει μόνον» στην πρώτη
αρχή της ύπαρξης, «όπως την πρώτη μέρα
μας στη γη»[3],
έλεγε τότε και πιστεύω πως για την ίδια μέρα πρόκειται και τώρα. Κι εδώ είναι που
συντελείται το μυστήριο. «Να υπάρχει
μόνον. Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια». Τώρα πια μπαίνει το πρώτο συστατικό
της θυσίας στο τελετουργικό τραπέζι. Το ζωογόνο αίμα και τα σταφύλια είναι συγγενή. Τα
σταφύλια του Διόνυσου θα ακολουθήσουν το μακρύ δρόμο από «το δνοφερόν στο
αείφωτον» και από σταφύλια θα γίνουν κρασί και από κρασί στην Αγία Τράπεζα, θα μεταστοιχειωθούν σε αίμα του Ιησού, θυσία για
τη ζωή. Μακρύς ο δρόμος από τον μύθο στη
δημιουργία. Προσέχουμε τις λέξεις και την καταγωγή τους· πανάρχαιες,
έχουν και αυτές διανύσει τον μακρύ δικό
τους δρόμο του φωτός, ξεκινώντας από τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τους τραγικούς και διασχίζοντας το μύθο φτάνουν σε μας, συνοδοιπόροι
της ζωής.
Αυτό τον μακρύ δρόμο ο
ποιητής θα επιχειρήσει να ψαύσει, στην «σπουδή
γυμνού», σαν καλλιτέχνης, ζωγράφος. Με τη διαφορά ότι ο ζωγράφος θα παραμείνει απέξω, επεξεργαζόμενος
τη νέα, λεία, γυμνή επιφάνεια, ενώ ο ποιητής θα εισχωρήσει στη «μήτρα τη
σκοτεινή»[4]
και «δάχτυλο το δάχτυλο» θα
επιχειρήσει να λύσει το «αίνιγμα που
σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί». Αυτού του «αινίγματος» είχε αναζητήσει
τη λύση και στη «Μαρίνα των βράχων»,
στον ουρανό και στο βυθό της θάλασσας,
άλλοτε ψάχνοντας για αστέρι και άλλοτε για αστερία. Αυτή τη φορά, όμως, συμπυκνώνει τον
ουρανό και τη θάλασσα στον χώρο «που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί».
Σαν να έχει εντοπίσει πού είναι η μυστική κρύπτη, ποιος είναι ο θάλαμος των
αρωμάτων. Παραπέμπω στο ωραίο ποίημα που ο Umberto Ecco συμπεριέλαβε στο Όνομα του Ρόδου: «O sidus clarum puelarum/ o porta clausa/ fons hortorum/ cella custos unguentorum/ cella pigmentaria» («Ω! άστρο λαμπρό
των κοριτσιών! Ω! θύρα κλειστή! Πηγή σε κήπους, θάλαμε φύλακα των μύρων, θάλαμε
με τ’ αρώματα!»[5]) για να περιγράψει τη σημασία του
«χώρου» και την έκσταση που γεννά στον «μύστη» του. Και δεν μπορώ να μην
αναφερθώ και στον περίφημο πίνακα του Leonardo Da Vinci, Η Παναγία των βράχων, στης οποίας το μυστηριώδες
και μεταφυσικό Σπήλαιο γεννήθηκε το θείο
βρέφος.
Στην Παλαιά Διαθήκη παραδίδεται πως η Εύα
γεννήθηκε από το πλευρό του Αδάμ. Ο Ελύτης ακολουθεί, τη «σπουδή» του, μια αντίστροφη πορεία ή, με δική του ορολογία,
πορεύεται «βουστροφηδόν». Ξεκινάει από
το πλευρό της Εύας, κάνοντας τον περίπλου του
σώματός της, σαν καραβοκύρης, «από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα», κι αυτός ο
περίπλους «γύρω από ένα σώμα λείο νέο
γυμνό» τον φέρνει στην αρχή του
άλλου σώματος, στο πλευρό του Αδάμ. Η καμπύλη του ενός σώματος γίνεται καμπύλη
του άλλου, όπως στους πίνακες του
Πικασό. Κι αυτός, ο Αδάμ, πρέπει να
αποκαλύψει το μυστικό που είναι κρυμμένο βαθιά, πίσω από τα φύλλα του «τριαντάφυλλου».
Φύλλο το φύλλο θα εισχωρήσει, θα οσφρανθεί τα αρώματα και θα βρει την «παρθένα»
πηγή, μέσα από μια αίσθηση ιερότητας, στην οποία παραπέμπει η πράξη που γεννά και
αναγεννά τη ζωή. «Έτσι συμβαίνει να
κάνω έρωτα και να γίνομαι θρησκευόμενος από τους λίγους», λέει, χωρίς να
μας ξαφνιάζει[6].
Εκεί, βρίσκεται η πρώτη αρχή του κόσμου, εκεί σ’ αυτόν το
παράδεισο, πριν από του Ατρείδες, στην απαρχή της Ιστορίας που «απαλείφει τον
φόνο και κατασιγάζει τις κραυγές των θυμάτων». Όμως, το ποίημα τιτλοφορείται «Σπουδή γυμνού», σαν
να μην είναι τελειωμένο το έργο, σαν το «αίνιγμα» να παραμένει άλυτο. Γιατί μπορεί
να εντοπίστηκε ο μυστικός θάλαμος αλλά το μυστήριο παραμένει σκοτεινό. Και
μάλιστα στο κάτω μέρος της σελίδας του τυπωμένου ποιήματος, παρατίθεται το
συνοδευτικό σήμα από το Σηματολόγιο
που συνεπικουρεί: «Δεν εγεννήθηκε ακόμη ο Μαγελλάνος
ενός τριαντάφυλλου», με όποια άλλα συμπαραδηλούμενα μπορεί να γεννήσει
αυτό στο μυαλό του αναγνώστη.
Στην ίδια συλλογή και στο ποίημα «Through
the mirror», ο στίχος «λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα», σε μια
σύνθεση του πάνω με το κάτω, μιας λάμψης που έρχεται από τα «χρωματιστά του
βότσαλα» και μιας άλλης από τα «άστρα»,
δίνει στον ποιητή την ευκαιρία να συνθέσει τον ουρανό με τη θάλασσα και στο
βυθό του ενός ή της άλλης, δεν υπάρχει διαφορά, να γονιμοποιήσει το μυστήριο
της ζωής. Οι υπερρεαλιστικές καταβολές του Ελύτη δεν αφήνουν τη λογική να
πρυτανεύσει στον έρωτα. Κι ο Ελύτης, υπέρμαχος, του έρωτα, τον καθαγιάζει ως
πράξη πρώτη απ’ όλες γιατί είναι αυτή που μεταδίδει τη ζωή. Αν ένα αστέρι
φώτιζε το Σπήλαιο της Βηθλεέμ, κάποια άλλα, και ας μην τα βλέπουμε, φωτίζουν τη
ζωή των απλών ανθρώπων. Και η «δικαιοσύνη»,
αυτή η τελευταία λέξη που κλείνει το ποίημα, μένει εκεί για να μας υπενθυμίζει ότι
η ζωή δεν γεννήθηκε για να υπάρξει απλώς και για να «ολολύξει» ή να θυσιαστεί
στις σκληρές ώρες, όταν η Ιστορία γίνεται
μοίρα για τους ανθρώπους. Η «δικαιοσύνη» είναι και πρέπει να είναι «ένα σώμα νέο λείο γυμνό», φρέσκο,
αστραφτερό για να μας θυμίζει τη μακρά διαδρομή της ζωής. Και όπως λέει ο
ποιητής, «Ένα σώμα γυμνό δεν παύει ποτέ να είναι πεδίο ανεξάντλητο και οι
πρόγονοί μου οι Αιολείς διόλου άδικα, το νοούσαν όπως οι αμπελουργοί το
σταφύλι· πιάνοντάς το από την καλλιέργεια και φτάνοντάς το στο κρασί»[7].
Ήτοι, από το φυτό στο χώμα, στο θάμνο, στον σταφύλι, στο κρασί, στο ποτήρι σαν
νέα, λαμπερή, γυμνή, Κόρη, να την πιεις στο ποτήρι. Αν θυμηθούμε τα μικρά
στάδια που προηγούνται της πόσης θα δούμε ότι είναι τέσσερα. Πιάνουμε το ποτήρι
και το κοιτάζουμε, το οσφραινόμαστε και το πίνουμε. Έτσι συμβουλεύει και ο Ελύτης:
«Να ’χεις την ψυχή σου στα δάχτυλα, στα μάτια, στα ρουθούνια, στα χείλη. Από
’κει μιλάει ο κόσμος. Από ’κει βρίσκεις την ιδιωτική σου οδό. Πιο καλά θάλλουν
τα λουλούδια στον Επιτάφιο. Μυρίζει έρωτα η εκκλησία. Η ζωή μένει και δεν
τελειώνει. Εδώ.»[8], διαφυλάσσοντας το μυστήριό της.
[4] Βλ. Το Άξιον Εστί,»Τα Πάθη» δ΄ «Σάλεψε σαν το σπέρμα *σε μήτρα σκοτεινή/ Το φοβερό της μνήμης * έντομο
μες στη γη/ Κι όπως δαγκώνει αράχνη* δάγκωσε το φως/ ‘Έλαμψαν οι γιαλοί/ κι όλο το πέλαγος»