Γύρω ἀπὸ δύο νέα ποιήματα τοῦ Π. Β. Πάσχου
Στὸ πρόσφατο τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ Λόγου καὶ Τέχνης ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, τευχ. 194-195 Χειμώνας 2019-2020, ποὺ ἐκδίδει ἡ Ἑταιρεία μελέτης προβλημάτων στὴν Κοζάνη, δημοσιεύτηκαν δύο νέα ποιήματα τοῦ Ὁμ. Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς καὶ κορυφαίου Νεοέλληνα λογοτέχνη, τοῦ Π. Β. Πάσχου (στὸ ἑξῆς Π. Β. Π). Μάλιστα τὰ ποιήματα αὐτὰ τὰ συνοδεύει καὶ μιὰ παλιά, νοσταλγική, ἀλλὰ καὶ συγκινητικὴ φωτογραφία τῆς παλιᾶς Λευκοπηγῆς, τοῦ χωριοῦ τοῦ Π. Β. Π. Τῆς Λευκοπηγῆς, ποὺ συνεχῶς μᾶς θυμίζει μέσ’ ἀπὸ τὰ γραφτά του, τῆς Μάνας του Λευκοπηγῆς, ποὺ μᾶς ἔκαμε νὰ τὴν ἀγαπήσουμε.
Προσωπικὰ πιστεύω πὼς κι οἱ στίχοι αὐτοὶ εἶναι ψηφίδες ἀπὸ τήν ὅλη ποιητικὴ βιογραφία τοῦ Π. Β. Π., ἡ ὁποία συνεχῶς ἐμπλουτίζεται, κι ἀποτελοῦν χρήσιμα στοιχεῖα γιὰ μιὰ προσεχῆ μελέτη πάνω στὴν ὅλη ποιητικὴ καὶ λογοτεχνικὴ προσφορά του.
Μελετώντας τώρα μὲ περισσὴ συγκίνηση καὶ ἱερὸ δέος τὰ δύο αὐτὰ νέα ποιήματα, τὰ ἀφιερωμένα στὴ μνήμη τῶν δύο παππούδων του, τοῦ Νικόλα καὶ τοῦ Γιάννη, παρατηροῦμε νὰ γίνεται λογος γιὰ δυὸ ἐξωκκλήσια τῆς πατρίδας του. Τοῦ Ἁγίου Νικολάου καὶ ἑνὸς ἄλλου, ρημαγμένου χρόνια πολλά, ξεχασμένου πιά, ὥστε μήτε τοῦ ἁγίου τὸ ὄνομα ποὺ ἦταν ἀφιερωμένο νὰ μὴ σώζεται.
Ἀναθυμούμενος, λοιπόν, τὸν τίτλο τοῦ διηγήματος τοῦ προσφιλοῦς του Ἀλέξανδρου Μωραϊτίδη «Τῶν θαλασσῶν ὁ Ἅγιος» μὲ τὸ ποίημά του αὐτὸ σπεύδει νὰ μὰς θυμίσει πὼς ὑπάρχει κι ὁ
...ἅγιος [Νικόλαος] φύλακας τῶν ἐγκαταλειμμένων
ἀγρῶν, ποὺ παραμένουν χέρσα κι ἄσπαρτα..».
Κι ὀφείλουμε νὰ θυμίσουμε πὼς ἡ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅπως μᾶς θυμίζει ὁ ποιητὴς
«Πὼς πάνω στὸ Γαιμαλί, στὸ δρόμο ἀπ’ τὸ Ζυγόστη
γιὰ τὴ Μεταμόρφωση...»
ἦταν θαμμένη ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, κι ἐκεῖ ἔκτισαν τὸ ἐκκλησάκι πρὸς τιμήν του. Κι ὁ ποιητὴς τὸ ἀφιερώνει στὴ Μορφὴ τοῦ μακαριστοῦ πιὰ παπποῦ του Νικόλα, ποὺ ἀσφαλῶς ἦταν ἀπὸ τοὺς παλιοὺς τοὺς πανηγυριστὲς αὐτοῦ τοῦ μικροῦ ναοῦ.
Γιὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, ὅταν ἐπισκεπτόμουν τὸ Ἅγιον Ὄρος πολὺ μὲ συγκινοῦσαν τὰ ἐρειπωμένα κελλιά, μὲ τὰ μισογκρεμισμένα ναύδρια ἤ οἰκήματα, στὰ ὁποῖα ἡ σιωπὴ καὶ μαζί ἡ κατάνυξη γέμιζαν τὴν ψυχὴ δάκρυα. Γιατὶ αὐτὰ τὰ ἄγνωστα σὲ μένα κελλιὰ ἄφηναν μέσα μου ἕνα μήνυμα: ὅτι ἐπετέλεσαν τὸ ἔργο τους κι ἀναμένουν, προσδοκοῦν κάποιο χέρι νὰ ὑψωθεῖ καὶ νὰ κάνει τὸν σταυρό του μακαρίζοντας τοὺς κτήτορες καὶ τοὺς πατέρες ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ.
Γιὰ πῶ τὴν ἀλήθεια, ὅταν ἐπισκεπτόμουν τὸ Ἅγιον Ὄρος πολὺ μὲ συγκινοῦσαν τὰ ἐρειπωμένα κελλιά, μὲ τὰ μισογκρεμισμένα ναύδρια ἤ οἰκήματα, στὰ ὁποῖα ἡ σιωπὴ καὶ μαζί ἡ κατάνυξη γέμιζαν τὴν ψυχὴ δάκρυα. Γιατὶ αὐτὰ τὰ ἄγνωστα σὲ μένα κελλιὰ ἄφηναν μέσα μου ἕνα μήνυμα: ὅτι ἐπετέλεσαν τὸ ἔργο τους κι ἀναμένουν, προσδοκοῦν κάποιο χέρι νὰ ὑψωθεῖ καὶ νὰ κάνει τὸν σταυρό του μακαρίζοντας τοὺς κτήτορες καὶ τοὺς πατέρες ποὺ ἔζησαν ἐκεῖ.
Αὐτὰ τὰ βιώματα ἦρθε νὰ μοῦ θυμίσει τὸ νέο ποιήμα τοῦ Π. Β. Π. γιὰ τὸ ἐρειπωμένο
Ἄγνωστο ταπεινὸ ἐρημοκκλήσι [πού]
οἱ βοσκοὶ σὲ ὥρα θύελλας [τὸ] βρίσκουν καταφύγιο
μὲ τὴ θεοπαράδοτή τους πίστη σιγοψιθυρίζοντας
«Σῶσε μας, Κύριε, κ’ ἐμᾶς καὶ τὸ κοπάδι μας...»
Ψιχαλισμένοι ἀπὸ κατάνυξη καὶ συγκίνηση ἱεροπρεπῆ αὐτοὶ οἱ στίχοι ἔρχονται νὰ προστεθοῦν στὴν ὅλη ποιητικὴ συγκομιδὴ τοῦ Π. Β. Π., ἀλλὰ καὶ στὴν καρδιά μας, ὡς εὐλαβικὰ λόγια προσευχῆς καὶ μνήμης πανίερης παράλληλα. Ποὺ τ᾿ αφουγκράζεται καὶ τὰ χαίρεται ἀπὸ τὸ χαγιάτι τοῦ Θεοῦ, ὅπου μᾶς ἀγναντεύει, κι ὁ ἄλλος του παππούς, ὁ Γιάννης...
π. κ. ν. κ.