- Πες μου, είναι αλήθεια; φώναξε η γυναίκα μου.
Τα έχασα. Την κοίταξα έκπληκτος και συνέχισα να πίνω καφέ. Πάνω που θα άναβα τσιγάρο, το ερώτημα έγινε επανάληψη. Στον ίδιο τόνο. Κοίταξα γύρω μου. Κανείς. Σε μένα απευθυνόταν. Ανασκουμπώθηκα και άρχισα να κάνω αυτοκριτική του τελευταίου εικοσιτετραώρου. Τίποτα. Καθαρός και αγνός. Προς τι λοιπόν η ερώτηση; Έπρεπε μάλλον ν’ απαντήσω.
- Μου δίνεις το τασάκι; είπα δειλά.
Με κοίταξε απαξιωτικά κι επανέλαβε το ερώτημα. Απόρησα. Σηκώθηκα κι έκοψα μια φέτα ψωμί, την βούτηξα μέσα στον καφέ. Αφού μαύρισε την έβαλα με περίσκεψη στο στόμα μου. Πίκρα, πρέπει να βάζω και λίγη ζάχαρη. Επανέλαβα δις και κατόπιν, με ελαφρύ βηχαλάκι, καθάρισα τις φωνητικές χορδές μου.
- Τι να είναι αλήθεια;
- Τα μέτρα, μου αντέτεινε και πήρα ανάσα.
- Ποια μέτρα;
- Τα χαράτσια.
- Ποια χαράτσια;
Κοίταξα το ημερολόγιο. 2011. Το είδα καθαρά. Άρα δεν είμαστε υπό κατοχήν. Οθωμανοί και τσολιάδες ήταν μόνο στον «Παπαφλέσσα», που είδαμε χθες στην τηλεόραση.
Μάλλον με θεώρησε ηλίθιο και άναψε το γκάζι για τα γάλατα των παιδιών.
- Να πάρεις κατσίκα, μου δήλωσε.
- Στο πανηγύρι, της είπα κοφτά.
Ετοιμάστηκα να βγω. Έπρεπε να φτιάξω το κοτέτσι και να σκαλίσω τον κήπο. Φύτευα μαρούλια και μπρόκολα.
- Κάτσε κάτω, ακούστηκε η φωνή της όλο νεύρο.
Κάθισα. Σκέφτηκα πρόχειρα και αντέτεινα με στόμφο:
- Το διεθνές νομισματικό ταμείο και η ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, ως δανειστές μας, απαιτούν την επιστροφή των δόσεων. Εμείς ως χώρα πρέπει να ανταποκριθούμε. Τα νέα μέτρα είναι απαραίτητα για την επιβίωσή μας. Ακόμη και ο Αντιπρόεδρος ζορίζεται. Χάιδεψα την κοιλιά μου νοητά, σαν μπαλόνι, για να καταλάβει.
- Χέστηκα! αντέδρασε κοφτά.
Έμεινα άλαλος. Κοίτα αναίδεια, σκέφτηκα και απόρησα. Δεν είχα πολλά περιθώρια. Έκλεινα τρεις μήνες άνεργος και ακόμη και για τσιγάρα ζητούσα. Φυσικά, το ταμείο κοινό αλλά η ψυχολογία… Είχα και κείνη την εμπιστοσύνη στο κίνημα... Κουνήθηκα από την θέση μου ελαφρώς δεξιά. Όπως το κίνημα. Τι να έλεγα;
- Είναι ψέματα, φώναξα.
Με κοίταζαν όλοι, τα παιδιά σε πλήρη εγρήγορση και η συμβία πάνω στις φέτες με την μαρμελάδα.
- Ψέματα, επανέλαβα. Τα ΜΜΕ και οι παλιοφυλλάδες. Για να πέσει η κυβέρνηση. Για να μην εγκαθιδρυθεί ο σοσιαλισμός.
Το καναρίνι απάντησε ακολουθώντας τον ρυθμό της βρύσης. Η κόρη μου με χάιδεψε στοργικά και όλα έδειχναν πως έπεισα. Η γυναίκα μου σήκωσε κάτι βιβλία και πήρε δύο χαρτιά. Τα έβαλε πάνω στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά μου.
Έτριψα τα μάτια, εστίασα ξανά και τα έχασα. Ήταν ένας εφιάλτης. Δεν μπορούσε να ήταν αλλιώς. Τσιμπήθηκα. Τίποτα… η σκηνή ίδια.
Σηκώθηκα και πήγα να ρίξω λίγο νερό. Σκουπίστηκα και γύρισα πίσω. Ίδια εικόνα. Δεν μπορεί, κάτι λάθος γίνεται.
- Παιδιά βλέπουμε έναν εφιάλτη, ανακοίνωσα με σπουδή. Με κοίταξαν όλοι. Είναι ένας ομαδικός εφιάλτης και πρέπει να ξυπνήσουμε όλοι μαζί. Πιαστείτε χέρι-χέρι και αφήστε τα μάτια σας, για λίγα δευτερόλεπτα, κλειστά.
Με υπάκουσαν.
- Εντάξει. Τώρα, ας προσπαθήσουμε όλοι να κάνουμε μια όμορφη σκέψη και μόλις πω ένα, δύο, τρία, ανοίγουμε μάτια και ξεκινάμε τη μέρα.
Τίποτα. Απογοήτευση. Όλα συνέχεια στον χρόνο. Έπρεπε να βρούμε δραστικότερο τρόπο.
- Τσιμπήματα, φώναξε ο γιος και αρχίσαμε να ζουλάμε ελαφρά ο ένας τον άλλο.
- Πιο δυνατά, υπέδειξα, αφού τίποτα δεν μπορούσε να μας ελευθερώσει από τον λήθαργο.
Πάνω που θα τουμπανιάζαμε από την προσπάθεια, μια κόρνα μας έσωσε.
- Καλημέρα σας, είμαστε από την ΔΕΗ.
Δύο τύποι, με πλήρη εξάρτηση εναερίτη μπήκαν στο σπίτι. Μου έδωσαν ένα χαρτί και περίμεναν.
- Κατάσχεση; είπα με έκπληξη.
- Εκτός και αν έχετε το αντίτιμο, μου είπαν με αθωότητα.
Ψαχτήκαμε. Ανοίξαμε και τον κουμπαρά των παιδιών. Σύνολο είκοσι ευρώ. Δεν γινόταν προκοπή. Οι τύποι κάθισαν στο τραπέζι. Έβγαλαν χαρτί και μολύβι και άρχισαν να γράφουν.
- Εντάξει, μπορείτε τώρα να συμφωνήσετε.
Κοίταξα την κόλα. Ανορθογραφίες. Έκανα να διορθώσω μια δύο λέξεις και αντιμετώπισα επιθετικότητα.
- Το τελείωσα το Λύκειο, με πληροφόρησε ο επικεφαλής.
- Σωστά, συμπλήρωσα με διάθεση.
- Λοιπόν συμφωνείτε;
- Φυσικά.
Μας πήραν τον καναπέ, την τραπεζαρία με όλες τις καρέκλες και ένα μπαούλο, χωρίς το περιεχόμενο. Τα φόρτωσαν στο υπηρεσιακό αγροτικό και αφού άναψαν τα πορτοκαλί φωτάκια στην οροφή του, έφυγαν. Η γυναίκα μου έβαζε βούτυρο στα πρηξίματα των παιδιών.
- Να μαλακώσουν, είπε και ξεκίνησε την ημέρα της προφέροντας το χαράτσι, τουρκιστί.
[Φωτογραφικά σχόλια στο διήγημα: Reuters Photos]