Κυριακή
απόγευμα.
Μου είπες
πως τέτοιες ώρες δεν αντέχεις
και
παρήγγειλες να εξηγήσω με τρυφερότητα
στα παιδιά
την ξαφνική σου αναχώρηση.
Να πω, πως
ξέσπασε ένας πόλεμος στην άκρη της γης,
πως σε αρπάξαν
τα πουλιά που έχεις μες στο σώμα σου,
πως φάνηκαν
φονιάδες και σε γύρευαν στα καφενεία
και εχάθης
να γλιτώσεις.
Να πω
οτιδήποτε,
να αποκαλύψω
ακόμα πως έχεις χρόνια να ησυχάσεις
πως στέκεις,
καθώς κάποιος νοσταλγός
μες στα φώτα
του παλιού λιμανιού
και ακούς τα
λαϊκά με το φτηνό τρανζίστορ.
Μου είπες
πως τέτοιες ώρες δεν αντέχεις,
με όρκισες και εγώ τέτοια πράγματα τα σέβομαι,
να μην
αποκαλύψω στα παιδιά
πως είσαι
μια στιγμή μες στη σπασμένη φλέβα του καιρού,
πως μες στα
μάτια μας,
αντικρίζεις
κάθε βράδυ
τη νύχτα
ενός σκύλου,
πως
συμβαίνουν ολοκαυτώματα,
μες στα
μάτια μας.
Φίλησες τα
ανυποψίαστα παιδιά.
Ετούτο
είπες,
συνιστά το
πρώτο των ηρώων
χαρακτηριστικό.
Και εχάθης
πίσω από τα μεγάλα φορτηγά.
Τα μάτια σου
λείπουν εδώ και χρόνια,
και ας
στέκεις με τα ρωμαϊκά μαλλιά σου
πλάι στο
παράθυρο που κοιτά προς το δρόμο
φρουρά
ξεχασμένη σε μια αναπαράσταση αρχαιολογική.
[Ζωγραφικό σχόλιο: Όπυ Ζούνη, Καθρέφτης]